Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Joseph Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό» (αποσπάσματα) (6)

Συνέχεια από: Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Το δίλημμα της μοντέρνας θεολογίας : Ιησούς ή Χριστός;

Ας προσπαθήσουμε όμως τώρα να εμβαθύνουμε αυτή την κίνηση σαν ζίγκ-ζάγκ της σύγχρονης θεολογίας, γιατί παρατηρώντας τις κινήσεις θα μπορέσουμε να πλησιάσουμε καλύτερα αυτό το Ίδιο το πρόβλημα. Ακολουθώντας την πρώτη κίνηση -φυγή από τον Χριστό στον Ιησού- στις αρχές του ΧΧ αιώνος ο Harnack έγραψε το έργο «ουσία του Χριστιανισμού». Ένα βιβλίο που προτείνει μια μορφή Χριστιανισμού γεμάτο με την υπερηφάνεια και την αισιοδοξία τού ορθολογισμού, σύμφωνα με τα οποία ο Φιλελευθερισμός είχε ξεκαθαρίσει το πρώτο πιστεύω. Μια βασική θέση αυτού του βιβλίου είναι η εξής "Όχι ο Υιός, αλλά μόνον ο πατήρ πρέπει να παραμείνει στο Ευαγγέλιο, ακριβώς όπως ο Υιός το ανακοίνωσε». Πόσο απλό ακούγεται, πόσο απελευθερωτικό! Διότι ενώ η Ομολογία πίστεως στον Υιό χώρισε -Χριστιανούς από όχι-Χριστιανούς, Χριστιανούς διαφορετικών ομολογιών μεταξύ των- η γνώση του Πατρός μπορεί αντιθέτως να ενώσει. Ενώ ο Υιός ανήκει σε λίγους, ο πατήρ ανήκει σε όλους και όλοι ανήκουν σ' Αυτόν. Ενώ η πίστη χώρισε, η αγάπη μπορεί να ενώσει. Ο Ιησούς εναντίον του Χριστού, πράγμα που σημαίνει εγκαταλείπουμε το δόγμα και συνεχίζουμε με την φιλανθρωπία".
Το γεγονός πως από τον Ιησού που ανακοινώνει, ο οποίος είχε αναγγείλλει σε όλους τους ανθρώπους τον κοινό τους πατέρα, κάνοντας τους τοιουτοτρόπως αδελφούς, περάσαμε στον αναγγελμένο Χριστό, ο οποίος τώρα απαιτούσε πίστη και είχε καταλήξει σε δόγμα, κατά τον Harnack, δημιούργησε το τελικό σχίσμα! Ο Ιησούς είχε αναγγείλλει το μήνυμα της αγάπης, το οποίο δεν άνηκε σε δόγμα, ξεκινώντας μ’αυτόν τον τρόπο την μεγαλειώδη επανάσταση με την οποία τίναξε στον αέρα τον Φαρισαϊσμό, εισάγοντας στην θέση της αδιάλλακτης τυπικής πίστεως την απλή εμπιστοσύνη στον Πατέρα, την αδελφότητα των ανθρώπων και την κλίση σε μια μοναδική αγάπη. 

Και όμως όλα αυτά θα αντικατασταθούν από το δόγμα τού ανθρώπου-θεού, του “Υιού”, και στην θέση τής ανοχής και τής αδελφότητος, που είναι η σωτηρία, μπαίνει ένα δόγμα σωτηριολογικό που μπορεί να σημαίνει μόνον καταστροφή και το οποίο εξαπέλυσε μάχες πάνω στις μάχες, χωρισμούς στους χωρισμούς (ο Βολταίρος καθίσταται πατέρας της Εκκλησίας). Από εδώ λοιπόν προκύπτει η ανάγκη ενός καινούργιου μηνύματος:Επιστροφή λοιπόν στα μετόπισθεν από τον αναγγελθέντα Χριστό, αντικείμενο μιας πίστεως που χωρίζει, και επιστροφή στον Ιησού που αναγγέλλει, στο μήνυμα και στην κλήση στην ενοποιό δύναμη της αγάπης, κάτω από τον μοναδικό πατέρα με τα πολλά παιδιά. (Μέ τούς μεσσίες τής νέας εποχής)

Δεν μπορούμε βεβαίως να αρνηθούμε πως αυτές οι δηλώσεις είναι αρκετά διεγερτικές, και δεν μπορούμε να τις παρακάμψουμε εύκολα (λειτουργούν σαν πειρασμός). Και όμως ενώ ο Harnack διαλαλούσε ακόμη το αισιόδοξο μήνυμα του Ιησού, μπορούσαμε να ακούσουμε ήδη στην πόρτα τα βήματα όσων θα έθαβαν το έργο του για πάντα (Αμφίβολο. Απ’ότι γνωρίζουμε το κράτησαν ζωντανό οι Ρώσοι θεολόγοι και οι Έλληνες Ορθόδοξοι). Ταυτόχρονα λοιπόν, προσφέρθηκαν οι αποδείξεις πως ο Ιησούς για τον οποίο μιλούσε ήταν μόνον ένα ρομαντικό όνειρο, μια Fata Morgana του Ιστορικού, το είδωλο της δίψας του και της επιθυμίας του, το οποίο διαλύεται όσο το πλησιάζουμε. 


Ετσι λοιπόν ο Bultmann παίρνει αυτόν τον δρόμο. Όσoν αφορά τον Ιησού είναι απολύτoυ σπουδαιότητος το «τί» (das Dass), το γεγονός πώς υπήρξε, όσο δέ για τα υπόλοιπα, η πίστη δέν μπορεί να αρπαχτεί σε τόσο αμφίβολες υποθέσεις πάνω στις οποίες δέν υπάρχει καμμία δυνατότης να φτάσουμε σε οποιαδήποτε ιστορική βεβαιότητα, απλώς αναφέρεται αποκλειστικώς στο συμβάν του λόγου στο Κήρυγμα, μέσω του οποίου η κλειστή ανθρώπινη ύπαρξη ανοίγει στην αυθεντικότητα της. Όμως ένα κενό «τί» (Dass) είναι άραγε πιό εύκολο να το υποστηρίξουμε απο ένα γεμάτο περιεχόμενο;
Μήπως αποκτήθηκε οποιοδήποτε κέρδος αρνούμενοι με αδιαφορία το ερώτημα του «τί», τί πράγμα και πώς ήταν αυτός ο Ιησούς, εξαρτώντας αντιθέτως τον άνθρωπο σε ένα απλό συμβάν του λόγου; Αυτός ο τελευταίος συμβαίνει όπωσδήποτε μιας και αναγγέλεται. Αλλά το πραγματικό του περιεχόμενο και η νομιμότης του συνεχίζουν να παραμένουν προβληματικά.
Έχοντας υπ’οψη αυτά τα προβλήματα, γίνεται κατανοητό πώς αυξάνει ο αριθμός όσων απο το απλό κήρυγμα και απο τον Ιστορικό Ιησού, μειωμένο κατα κάποιο τρόπο στο φάντασμα ενός απλού «τί», επιστρέφουν πίσω στον πιό ανθρώπινο απο τους ανθρώπους, η ανθρωπότης του οποίου φαίνεται τώρα, μέσα σε έναν αθεϊστικό κόσμο, σαν ή τελευταία σπίθα του Θείου που επέζησε του « Θανάτου του Θεού». Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Θεόλογία που λέγεται « Θεολογία του θανάτου του Θεού», η οποία μας λέει : Ναί δέν έχουμε πια Θεό, μας έμεινε όμως ο Ιησούς σαν σημείο της εμπιστοσύνης που μας δίνει κουράγιο να συνεχίσουμε τον δρόμο. Σε έναν κόσμο άδειο απο Θεό, η ανθρωπότης του πρέπει να γίνει ένα είδος αντιπροσώπου εκείνου του Θεού που δέν κατορθώνουμε πλέον να βρούμε.
Με πόση έλλειψη κριτικής όμως, πάνω σε αυτό το σημείο, πολλοί διεκδικούσαν με πάθος και επέτρεπαν μία Θεόλογία χωρίς Θεό, μόνο και μόνο για να μήν φανούν οπισθοδρομικοί στους προοδευτικούς συναδέλφους τους.
Θα έπρεπε απο την αρχή να τίθεται, κάθε φορά, το ερώτημα και να στοχαζόμαστε μήπως εμφανίζεται μια επικίνδυνη έλλειψη κριτικού Πνεύματος ήδη απο την πρόθεση μας να πραγματοποιήσουμε μια θεολογία ανεξαρτήτως του Θεού. 
Όπως και να έχει πάντως δέν μπορούμε πλέον να σβήσουμε τα τελευταία 40 χρόνια. Και να πεισθούμε πώς η επιστροφή στον Ιησού και μόνον είναι αρκετή και δέν είναι πλέον αδιανόητη.
Η προσπάθεια που κατεβλήθη, αδιαφορώντας για τον ιστορικό Χριστιανισμό, να κατασκευαστεί ένας καθαρός Ιησούς, αντλημένος απο τους αποστακτήρες των Ιστορικών, με τον οποίο όμως έπρεπε ταυτοχρόνως να κατορθώσουμε να ζήσουμε, είναι απολύτως ακατανόητη.
Η απλή ιστορία ( Historia) δέν δημιουργεί κανένα παρόν παρά μόνον αντιστρατεύεται αυτό που υπήρξε, έτσι λοιπόν και ο ρομαντισμός γύρω απο τον Ιησού είναι ουσιαστικώς χωρίς μέλλον και είναι επιπλέον ξεκομμένος απο το παρόν όσο ήταν και η φυγή στο καθαρό γεγονός του λόγου.
Παρόλα αυτά αυτό το εκκρεμές του μοντέρνου πνεύματος ανάμεσα στον Ιησού και στον Χριστό, που παρακολουθήσαμε συνοπτικά, δέν ήταν εντελώς άχρηστο. Πρέπει να μείνει για πάντα ζωντανή η γνώση που αποκτήθηκε πώς δέν υπάρχει το ένα ( ο Ιησούς) χωρίς το άλλο  ( Χριστός), διαφορετικά θα συνεχίζουμε την κίνηση του εκρεμούς εσσαεί, διότι τα δύο αυτά είναι αδιαιρέτως ενωμένα.
Πρέπει, αν προχωρήσουμε ένα βήμα μπρός, και πρίν απο κάθε ανοικοδόμηση, που μπορεί να μας δώσει μόνον τεχνητές φιγούρες που δημιουργούνται πάντοτε σε έναν δεύτερο χρόνο, να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τί μας λέει η πίστη, η οποία δέν είναι ανοικοδόμηση αλλά παρουσία, δέν είναι θεωρία, αλλά ζωντανή και υπαρξιακή πραγματικότης. Ίσως κατορθώσουμε και νά εμπιστευθούμε την επικαιρότητα της πίστεως η οποία αντιστέκεται στους αιώνες, μια πίστη η οποία δέν θέλησε να είναι τίποτε άλλο απο μία κατανόηση του τί είναι αληθινά αυτός ο Ιησούς. Ίσως πρέπει να στηριχθούμε πιό πολύ σε αυτή παρά στην ανοικοδόμηση, η οποία ψάχνει τον δρόμο της αφαιρετικά απο την πραγματικότητα. Τουλάχιστον ας ερευνήσουμε τί λέει στα αλήθεια αυτή η πίστη.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΣΗΜΕΡΑ.
Η Χριστιανική Πίστη στον Θεό συνεπάγεται πάνω απ’όλα την απόφαση για το πρωτείο του Λόγου πάνω στην καθαρή ύλη. Η ομολογία «Εγώ πιστεύω πως ο θεός υπάρχει» περιλαμβάνει την θέση υπέρ της Ιδέας πως ο λόγος, δηλαδή η σκέψη, η ελευθερία, η αγάπη δεν μας περιμένουν μόνον στο τέλος, αλλά και από την αρχή. Πως ο λόγος είναι η δύναμις η οποία παράγει και αγκαλιάζει κάθε όν. Με άλλους όρους: η πίστη εμπλέκει μόνον την απόφαση ότι η σκέψη και η σημασία δεν συστήνουν μόνον ένα δευτερεύον και τυχαίο προϊόν του είναι, αλλά ότι όλη η ύπαρξη είναι προϊόν της σκέψης, μάλιστα δε πως, στην πιό εσωτερική της δομή είναι σκέψη.
Σ’αυτή την απόφαση για την λογικό-ιδεατή δομή της υπάρξεως, η οποία κατάγεται από το νόημα και την κατανόηση, δηλώνεται ταυτοχρόνως και η πίστη στην Δημιουργία. Αυτή η πίστη συνεπάγεται την πεποίθηση πως το αντικείμενο πνεύμα, το οποίο βρίσκαμε να είναι παρόν σε κάθε πράγμα, μάλιστα δε λόγω του οποίου μαθαίνουμε να γνωρίζουμε όλο και καλύτερα κάθε πράγμα, είναι αναπαραγωγή και έκφραση του υποκειμενικού πνεύματος και η ιδανική δομή του είναι πώς είμαστε ικανοί να ξανασκεφτούμε, είναι έκφραση μιας προυπάρχουσας δημιουργικής σκέψης, λόγω της οποίας όλα τα πράγματα υπάρχουν.
Ας προχωρήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια: Στην αρχαία πυθαγορική θεωρία ενός θεού που έχει σαν πρόθεση να σχεδιάσει την γεωμετρία του σύμπαντος, εκφράζεται το όραμα της μαθηματικής δομής τού είναι, το οποίο μας οδηγεί να το αντιληφθούμε σαν ένα προϊόν σκέψης, σαν να είναι δομημένο μ’ένα λογικό Ιδεαλιστικό τρόπο. Εκφράζεται η γνώση πως ούτε και η ύλη είναι απλώς μια έλλειψη νοήματος η οποία διαφεύγει από την κατανόηση, αλλά φέρει και αυτή μέσα της αλήθεια και κατανόηση τα οποία καθιστούν δυνατή την συλλογική κατανόηση.
Αυτό το όραμα απέκτησε ένα πρωτοφανές βάρος σήμερα, λόγω και της μελέτης της μαθηματικής δομής της ύλης, της δυνατότητος να την σκεφτούμε και να την αξιολογήσουμε με μαθηματικούς όρους. Ο Άινσταιν δηλώνει σχετικά με το θέμα πως μέσα στη Φύση «φανερώνεται μια Νόηση τόσο θαυμάσια, που απεναντί της κάθε προσπάθεια σκέψης με κάποιο νόημα και κάθε ανθρώπινη οργάνωση δεν αντιπρόσωπεύει  παρά μόνον μια αντανάκλαση άνευ αξίας».
Αυτό σημαίνει πως όλη μας η σκέψη αντιπροσωπεύει μόνον έναν αναστοχασμό πραγμάτων που είναι προιόντα σκέψης πολύ πριν τα ανακαλύψουμε. Σε μας δεν απομένει παρά μόνον η μίζερη προσπάθεια να αναστοχαστούμε την τάξη του Είναι, ένα όν που είναι ήδη εννούμενο και να βρούμε σ’αυτό την αλήθεια.
Η μαθηματική σύλληψη του κόσμου, μέσω του μαθηματικού σύμπαντος, βρήκε, ας πούμε τον «Θεό των φιλοσόφων». Τον ξανα-ανακάλυψε, με όλη την δυσκολία του πράγματος, η οποία εμφανίζεται μπροστά μας, όταν για παράδειγμα ο Αινστάϊν συνεχίζει να απωθεί την έννοια ενός προσωπικού Θεού σαν «Ανθρωπομορφισμό» και τον κατατάσσει στην «ηθική θρησκεία» και στην « Θρησκεία του φόβου», στις οποίες αντιπαραθέτει σαν μόνη εναλλακτική λύση την «κοσμική θρησκευτικότητα», η οποία κατα την γνώμη του, φανερώνεται στον «εκστατικό θαυμασμό  απέναντι στην αρμονία της φύσεως», σε μία « βαθειά πίστη στο έλλογο της δομής του σύμπαντος» και στον «πόθο να συλλάβουμε μια αντανάκλαση, έστω και μικρή, της Νοήσεως που αποκαλύπτεται σ’αυτόν τον κόσμο».
Έχουμε μπροστά μας εδώ, όλο το πρόβλημα της πίστεως στον Θεό : απο το ένα μέρος φαίνεται η διαύγεια τού είναι, καθότι έλλογο παραπέμπει σε μία σκέψη, αλλά ταυτοχρόνως συναντούμε και την αδυναμία να σχετίσουμε αυτή την σκέψη τού είναι με τον άνθρωπο. Το εμπόδιο είναι φανερό: πρόκειται για μία ανεπαρκέστατη έννοια τού προσώπου, η οποία εμποδίζει να ταυτίσουμε τον «Θεό τών φιλοσόφων» με τον «Θεό της πίστεως».
(Συνεχίζεται) 

Σχόλιο : Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Harnack μάς φανέρωσε ένα καινούριο θεό, τόν οποίο όλοι ακολούθησαν καί ιδιαιτέρως οι ορθόδοξοι, από τόν Ζηζιούλα καί τόν Γιανναρά μέχρι τόν Ράμφο καί όλους τούς καθηγητάς τών θεολογικών μας σχολών. Τόν συναντήσαμε ακόμα καί στόν πρ.Ζήση. Σήμερα ακόμη καί ο τελευταίος ιερεύς τής επαρχίας πιστεύει στόν θεό–Πατέρα. Βλέπουμε επίσης καί τίς ρίζες τού οικουμενισμού καί τής αγαπολογίας.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΚΑΛΑ ΠΩΣ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΜΙΑ ΑΙΡΕΣΗ. 

Ακόμη καί στό διαδίκτυο η ΟΟΔΕ διδάσκει τόν θεό–Πατέρα.

Τό Πρόσωπο λοιπόν προυποθέτει τήν αναβάθμιση τού Ιησού εις βάρος τού Χριστού, ο οποίος έπεσε θύμα τού θανάτου τού θεού. Καί τήν τοποθέτηση στήν θέση του τού Πατρός

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου