Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (43)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                          
                                                   Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α
     
Διανύοντας την ιστορία τής σκέψης σχεδόν 25 αιώνων δεν παύουμε να θαυμάζουμε τη ζωντανή παρουσία μέσα στο χρόνο τών αποφθεγμάτων, των παραστάσεων και των εικόνων που εφευρέθηκαν στην αρχαία Ελλάδα. Μπορούμε για παράδειγμα να υποθέσουμε ότι η σκέψη τού Χάιντεγκερ, φιλοσόφου του 20ου  αιώνα, οφείλει σε μεγάλο βαθμό την έμπνευσή της σε στοχασμούς σχετικούς με τον αφορισμό που μας απασχόλησε σε ολόκληρο αυτό το βιβλίο, και ο οποίος χρονολογείται από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Γεγονός που μας οδηγεί να αναλογιστούμε αυτό που ο Νίτσε έλεγε για το «ορθό απόφθεγμα»:
     «Ένα ορθό απόφθεγμα αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, επιβιώνει μέσα στις χιλιετίες, παρότι προσφέρεται συνεχώς ως τροφή· καταλήγει να είναι το μέγα παράδοξο της λογοτεχνίας, το αναλλοίωτο δια μέσου των αλλαγών, η πάντοτε εκτιμώμενη τροφή, όπως το αλάτι, που όμοια μ’ εκείνο ποτέ δεν χάνει την ουσία του.»
     Από αυτό το ορθό απόφθεγμα τρέφεται ανελλιπώς μια ολόκληρη ακολουθία γενεών, αλλά η θρεπτική του ουσία υπέστη επανειλημμένα απρόβλεπτες μεταμορφώσεις ανά τους αιώνες. Έτσι παρακολουθήσαμε πώς οι τρείς λεξούλες τού Ηράκλειτου απέκτησαν διαδοχικά το νόημα πως ό,τι γεννιέται τείνει προς τον θάνατο, ότι δύσκολα η φύση προσφέρεται στη γνώση, ότι καλύπτεται από αισθητές μορφές και μύθους, κρύβει μέσα της απόκρυφες αρετές, αλλά επίσης ότι το Είναι βρίσκεται αρχικά σε μια κατάσταση συρρίκνωσης και μη-ανάπτυξης, και τελικά, με τον Χάιντεγκερ, στο ότι το Είναι αποκαλύπτει καλυπτόμενο. Οι τρείς αυτές λεξούλες προσφέρθηκαν διαδοχικά για την ερμηνεία τών δυσχερειών που αντιμετωπίζει η φυσική επιστήμη, για την κατανόηση της αλληγορικής ερμηνείας των βιβλικών κειμένων, ή τη δικαίωση της ειδωλολατρίας· ως κριτική της βίας που ασκείται στη φύση από την τεχνολογία και την εκμηχάνιση του κόσμου, για την εξήγηση τής αγωνίας που προκαλεί στον σύγχρονο άνθρωπο το είναι-μέσα-στον-κόσμο. Η ίδια διατύπωση προσέλαβε μέσα στους αιώνες διαφορετικές σημασίες. Γράφοντας την ιστορία τής εξέλιξής της είναι σαν να γράφουμε την ιστορίας μιας διαδοχής αντιφάσεων, αλλά αντιφάσεων δημιουργικών, με την έννοια ότι αυτές οι τρείς λεξούλες πυροδότησαν την έκφραση, αλλά ίσως επίσης και την εμφάνιση συνεχώς νέων προοπτικών της πραγματικότητας, καθώς επίσης εντελώς αποκλίνουσες συμπεριφορές απέναντι στη φύση, όπως ο θαυμασμός, η εχθρότητα, η αγωνία.
Το ίδιο ισχύει και ως προς την αλληγορία τών μυστικών της φύσης. Παρέμεινε ζωντανή διασχίζοντας τους μαιάνδρους της ιστορίας τής επιστήμης της φύσεως, τόσο στην εποχή της μηχανικής επανάστασης όσο και σ’ αυτήν της επικράτησης του ρομαντισμού, ενσωματώνοντας έναν ολόκληρο κόσμο αντιλήψεων, άλλοτε εννοιολογικών και άλλοτε επινοητικών, που ακολούθησαν μια σημαντική εξέλιξη διά μέσου τών αιώνων. Αρχικά προϋπέθετε ότι οι θεοί κρύβουν ζηλότυπα τα μυστικά τής κατασκευής των φυσικών όντων. Η προσωποποίηση της φύσης,  που ξεκίνησε τον 4ο π.Χ. αιώνα, οδήγησε στην υπόθεση ότι η ίδια η Φύση αρνείται να αποκαλύψει τα μυστικά της. Αυτή η αλληγορική αντίληψη θα μπορούσε να σημαίνει ότι η φύση περιλαμβάνει ιδιότητες, κρυφούς σπερματικούς λόγους, που θα μπορούσαν να καρποφορήσουν από μόνοι τους, ή  να έρθουν στο φως εξαναγκαζόμενοι από τη μαγεία ή τη μηχανική. Θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι τα φυσικά φαινόμενα δύσκολα εξιχνιάζονται, και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις αθέατες πλευρές τους, όπως για παράδειγμα τα άτομα, ή τα εσωτερικά όργανα του σώματος. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν το μικροσκόπιο άνοιξε στον άνθρωπο τον ορίζοντα παρατήρησης τού απειροελάχιστου, οι επιστήμονες διακήρυξαν ότι ανακάλυψαν τα μυστικά της φύσης. Την εποχή αυτή, δηλαδή τον 17ο αιώνα που ξεκίνησε η μηχανική επανάσταση, διαμορφώνονται δύο επίπεδα αντίληψης των μυστικών της φύσης. Αφ’ ενός τα φυσικά φαινόμενα που εξιχνιάζονται δια της εξοπλισμένης με τα κατάλληλα μέσα παρατηρήσεως, αλλά επίσης, και κυρίως, οι μαθηματικοί νόμοι λειτουργίας τους, και αφ’ ετέρου οι ανεξιχνίαστες θείες εντολές, που ορίζουν τον τρόπο δημιουργίας τού σύμπαντος.
     Καθ’ όλη τη διάρκεια του αφηγήματός μας παρακολουθήσαμε την εκδήλωση δύο θεμελιακών συμπεριφορών απέναντι στα μυστικά της φύσης: τη βουλησιαρχική και τη στοχαστική. Την πατρότητα τής πρώτης αποδώσαμε στον Προμηθέα, που προς χάριν της εξυπηρέτησης των ανθρώπων, αποσπά δια της απάτης ή της βίας τα μυστικά των θεών. Η συμπεριφορά αυτή διεκδίκησε αμέσως τη νομιμοποίησή της βασιζόμενη στο προνόμιο του ανθρώπου να εξουσιάζει τη φύση – προνόμιο που του παρεδόθη από το Θεό της Γενέσεως –  και να την υποβάλει, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο, σε ανακριτικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένου και του βασανισμού της, προκειμένου να παραδώσει τα μυστικά της: τη διάσημη αυτή αλληγορία του Φράνσις Μπέηκον θα επαναλάβει ο Καντ ή ο Cuvier. Μαγεία, μηχανική και τεχνική, τοποθετούνται στην ίδια παράδοση, και έχουν εξ άλλου στόχο τους, η κάθε μια με τον τρόπο της, να υπερασπιστούν τα ζωτικά συμφέροντα του ανθρώπου. Η άρνηση της φύσης να παραδώσει τα μυστικά της ερμηνεύεται αλληγορικά ως μια εχθρική συμπεριφορά προς τον άνθρωπο. Η φύση αντιτίθεται στον άνθρωπο και επομένως θα πρέπει να νικηθεί και να εξημερωθεί. Όσο για την πατρότητα της άλλης συμπεριφοράς απέναντι στα μυστικά της φύσης την αποδώσαμε στον Ορφέα. Σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται δεκτό ότι η φύση αρνείται να παραδώσει τα μυστικά της, επειδή η αποκάλυψή τους ενέχει κινδύνους για τον άνθρωπο. Επεμβαίνοντας με τεχνητό τρόπο στις φυσικές διαδικασίες ο άνθρωπος κινδυνεύει να τις διαταράξει και ακόμη χειρότερα, να προκαλέσει απρόβλεπτες συνέπειες. Σε μια τέτοια προοπτική, η φιλοσοφική ή αισθητική προσέγγιση, ο ορθολογισμός και η τέχνη, δύο διαδικασίες  που αυτοπραγματώνονται και προϋποθέτουν μιαν ανιδιοτελή στάση,  αποτελούν τα ιδανικά μέσα γνωριμίας με τη φύση. Παράλληλα με την επιστημονική αλήθεια θα πρέπει να γίνει αποδεκτή μια αισθητική αλήθεια, η οποία ακριβώς εξασφαλίζει μιαν αυθεντική γνώση της φύσης.
     Και οι δύο αυτές συμπεριφορές είναι καθαυτές απόλυτα αιτιολογημένες, παρότι υπόκεινται σε σοβαρές παρεκβάσεις. Και παρότι εμφανίζονται ως διαμετρικά αντίθετες, δεν αλληλοαποκλείονται κατ’  απόλυτο τρόπο. Σύγχρονοι επιστήμονες, που όπως ο Ζακ Μονώ ασκούν μιαν επιστήμη που είναι πλέον αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την τεχνική, επαγγέλλονται επίσης την απόλυτη αξία της ανιδιοτελούς επιστημονικής προσέγγισης, μιας ουσιαστικής έρευνας που θα αποβλέπει στην καθαυτό γνώση.
     Στο αφήγημά μας αυτό αναφερθήκαμε επίσης στη ζωή και το θάνατο, όχι ασφαλώς της ίδιας της φύσης, αλλά της αντίληψης για τα μυστικά της. Παρότι η αντίληψη αυτή παρέμεινε ζωντανή και μετά την επικράτηση της τεχνικής επανάστασης, εξαφανίστηκε σταδιακά υπό την επιρροή δύο κυρίως παραγόντων. Αφ’ ενός η αντίληψη περί του μυστικού της φύσης ήταν αναντίρρητα συνδεδεμένη με ένα είδος προσωποποίησης της φύσης, και προϋπέθετε μιαν αντίθεση ανάμεσα σε έναν ορατό φλοιό και έναν αόρατο πυρήνα, ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική υπόσταση. Η πρόοδος της επιστήμης και του ορθολογισμού εξάλειψαν αυτές τις πεποιθήσεις. Αφ’ ετέρου, η επιστημονική πρόοδος απέσπασε το ενδιαφέρον των φιλοσόφων από την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, η οποία παραδόθηκε έκτοτε στην επιστήμη, και το προσανατόλισε στο πρόβλημα του καθαυτό Είναι.
     Στο σημείο αυτό συναντήσαμε ένα αρχαίο κείμενο κεφαλαιώδους σημασίας για τη διαμόρφωση της δυτικής σκέψης. Πρόκειται αυτή τη φορά για τον αυτοπροσδιορισμό της θεάς της Σάϊς, την οποία ο Πλούταρχος ταύτισε με την Ίσιδα: «Είμαι αυτό που ήταν, αυτό που είναι και αυτό που θα είναι. Κανένας θνητός δεν ανέσυρε το πέπλο μου». Υπό την επίδραση της μασονικής ερμηνείας αυτού του κειμένου, στα τέλη του 18ου αιώνα, η Ίσις, ως αλληγορική προσωποποίηση της Φύσης, θα ενσαρκώσει στο εξής το σύμβολο του άπειρου και άρρητου καθολικού Είναι. Το πέπλο της Ίσιδας δεν συμβολίζει πλέον τα μυστικά της φύσης, αλλά το μυστήριο της ύπαρξης. Όμως ταυτόχρονα, η Ίσις που εμφανίζεται αποκεκαλυμμένη, και κατά κάποιον τρόπο υποταγμένη στις προμετωπίδες των επιστημονικών συγγραμμάτων του 17ου και του 18ου αιώνα, αντιπροσωπεύοντας μια φύση που αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης, πειραματισμών και επιστημονικής μεθόδευσης, μετατρέπεται πλέον σε αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού, και τρόμου επίσης. Η προειδοποίηση της θεάς της Σάις – «κανένας θνητός δεν ανέσυρε το πέπλο μου» – αποκτά ιδιαίτερο βάρος. Και έτσι η αλληγορική ερμηνεία του πέπλου της Ίσιδας προσφέρει στους ρομαντικούς  ένα λογοτεχνικό μέσο έκφρασης συναισθημάτων, τα
οποία ασφαλώς δεν είναι νεοφανή, αλλά αποκτούν μεγαλύτερη ένταση κυρίως την εποχή του Ρουσσώ, του Γκαίτε και του Σέλινγκ: θαυμασμός και τρόμος ταυτόχρονα απέναντι στην ύπαρξη του κόσμου και του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα επίλυσης επιμέρους αινιγμάτων που να αφορούν στη λειτουργία φυσικών φαινομένων, αλλά συνειδητοποίησης του καθαρά προβληματικού και μυστηριακού στοιχείου στην ανάδυση της καθολικής πραγματικότητας. Η εποχή μας φέρει τα σημάδια της καθιέρωσης αυτής της παράδοσης.
       Ίσως ο αναγνώστης διαβαίνοντας στις σελίδες του βιβλίου μου, να αντιλήφθηκε τα ζητήματα που αιχμαλώτισαν την προσοχή μου και στα οποία επέμεινα κάπως ιδιαίτερα: πρόκειται για μιαν ιδέα και μιαν εμπειρία. Μιαν ιδέα: ότι η φύση είναι τέχνη και η τέχνη φύση, και επομένως η ανθρώπινη τέχνη δεν είναι παρά μια ιδιαίτερη μορφή τής τέχνης της φύσης· ιδέα που μας βοηθά πιστεύω να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο αυτό που μπορεί να είναι η τέχνη, όσο και αυτό που μπορεί να είναι η φύση. Μιαν εμπειρία: αυτή του Ρουσώ, του Γκαίτε, του Χέλντερλιν, του Βαν Γκογκ και αρκετών άλλων· εμπειρία που συνίσταται στην έντονη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι αποτελούμε μέρος της φύσης, και με αυτήν την έννοια είμαστε εμείς οι ίδιοι αυτή η απέραντη και άρρητη φύση που μας περιλαμβάνει ολοκληρωτικά. Ας θυμηθούμε τον Χέλντερλιν: «Να γίνεται κανείς ένα με όλα τα ζωντανά πράγματα, να επιστρέφει, μέσα από μια πρόθυμη λήθη του εαυτού του, στο Όλον της Φύσης»· ας θυμηθούμε και τον Νίτσε: «Να πορευτεί κανείς πέρα από το εγώ-ο-ίδιος και πέρα από το εσύ-ο-ίδιος. Να δοκιμαστεί με έναν τρόπο συμπαντικό».

                                                   Τ Ε Λ Ο Σ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου