Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (42)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          VΙΙΙ
         ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
                                    ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ

 23. ΑΠΌ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

4. Αγωνία, ναυτία, θαυμασμός…
    
Το συναίσθημα τής αγωνίας που όπως είδαμε εμφανίζεται στους εκπροσώπους τής γερμανικής πρώιμης και το καθαυτό ρομαντικής παράδοσης, όπως ο Γκαίτε και ο Σέλινγκ, επανεμφανίζεται στον Χάιντεγκερ. Ο τελευταίος αναλύει αυτό το συναίσθημα κυρίως στο έργο του Είναι και Χρόνος. Με αξιοθαύμαστη διαύγεια ο Alhonse Waelhens συνοψίζει τη σκέψη τού Χάιντεγκερ γράφοντας:
     «Αυτό που μας τρομοκρατεί σ’ αυτό τον κόσμο […] αυτό στο οποίο παραδοθήκαμε χωρίς άμυνα και χωρίς βοήθεια, είναι […] το ωμό, σκληρό, αδυσώπητο και ανυπέρβλητο γεγονός της ύπαρξής-μας-μέσα-στο-κόσμο. Αυτό που με αναγκάζει σε μια αγωνιώδη υποχώρηση είναι αυτή η αποξένωση στην οποία βυθίζομαι ως υπάρχων, χωρίς να το θέλω και χωρίς να μπορώ να το ελέγξω. Η αγωνία προέρχεται από τη συνθήκη ύπαρξής μας και μας την αποκαλύπτει. Αποτελεί το γνησιότερο συναίσθημα μιας αρχέγονης κατάστασης».
     Όπως και στον Σέλινγκ, ο τρόμος ή η αγωνία προκαλούνται από αυτό το είναι-εδώ, δηλαδή το είναι-στον-κόσμο στην καθαρή γυμνότητά του, αποξενωμένο από το οικείο περιβάλλον της καθημερινής μας ζωής, στο οποίο καταφεύγουμε για να προστατευθούμε από την αγωνία. Αυτή η αγωνία απέναντι στο είναι-στον-κόσμο περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το είναι-στον-κόσμο είναι επίσης το είναι-στο-θάνατο, και βαθύτερα ακόμη ότι το Είναι είναι αδιαχώριστο από το Χάος. Ο Jean Wahl πίστευε ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην κατά Κίρκεγκαρντ και στη κατά Χάιντεγκερ αγωνία είναι ότι στον πρώτο η προέλευσή της είναι ψυχολογικής και θρησκευτικής τάξεως – την προκαλεί η συναίσθηση της αμαρτωλότητας – ενώ στον δεύτερο «συνδέεται με ένα κοσμικό γεγονός», τη συναίσθηση μιας ύπαρξης που αποσπάται από ένα χαώδες βάθος. Ο Alphonse de Waelhens βελτιώνει αυτή την εκδοχή διευκρινίζοντας ότι η αγωνία όπως τη συλλαμβάνει ο Χάιντεγκερ είναι επίσης «πνευματικής» τάξεως, στο βαθμό που αυτή η αγωνία απέναντι στον κόσμο είναι τελικά «η αγωνία του ανθρώπου απέναντι στη μοναξιά του».
     Το συναίσθημα της αγωνίας εξακολουθεί να έχει τη θέση του στους μεταγενέστερους του Χάιντεγκερ φιλόσοφους. Στο μυθιστόρημα Η Ναυτία ο Σαρτρ περιγράφει τη συνειδητοποίηση του είναι-μέσα-στον-κόσμο από τον ήρωά του, στον κήπο της Bouville, παρατηρώντας τη ρίζα ενός δέντρου: εδώ διακρίνουμε ότι αυτό που προκαλεί τη ναυτία κατά τον Σαρτρ είναι ένα αντικείμενο της φύσης. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν ένα κατασκευασμένο από τον άνθρωπο αντικείμενο θα προκαλούσε τις ίδιες συνέπειες. Αυτό που προκαλεί την αγωνία είναι ο ανεξήγητος χαρακτήρας της εμφάνισης τη φύσης. Απέναντι σε μια τέτοια εμπειρία όλα τα όντα χάνουν την ιδιαιτερότητά τους, την ατομικότητά τους, γίνονται καθαρή ύπαρξη: «Δεν είχαμε κανένα λόγο ύπαρξης εδώ, ούτε οι μεν ούτε οι δε». Ανακαλύπτει επομένως τον καίριο παραλογισμό της ύπαρξης: «Τίποτα – ούτε ένα βαθύ και μυστικό παραλήρημα της φύσης – δεν μπορεί να το εξηγήσει». «Υπάρχω σημαίνει απλώς είμαι-εδώ. […] κανένα από τα απαραίτητα όντα δεν μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξη. […] Όλα είναι άσκοπα, αυτός ο κήπος, αυτή η πόλη και εγώ ο ίδιος. Όταν το αντιλαμβάνεται κανείς αρχίζει να ζαλίζεται και όλα γύρω του αιωρούνται […] αυτό είναι το συναίσθημα της Ναυτίας». Η περιγραφή που δίνει ο Σαρτρ στη συνειδητοποίηση του υπάρχειν αγγίζει τα όρια της καρικατούρας: τα αντικείμενα που βλέπει μεταμορφώνονται σε «τερατώδεις και ευμετάβλητες μάζες σε πλήρη αταξία – γυμνές, με μια τρομακτική και άσεμνη γυμνότητα». «Ήμασταν ένα συνονθύλευμα από αδέξιες υπάρξεις, αμήχανες απέναντι στον εαυτό μας […] ο καθένας μας συγκεχυμένος, σχετικά ανήσυχος, αισθανόταν ότι ήταν βάρος για τους υπόλοιπους».
     Στην πραγματικότητα, η συνειδητοποίηση του  ανεξήγητου και ενδεχόμενου χαρακτήρα της ύπαρξης μας στον κόσμο απέναντι στην ωμή και απόλυτη παρουσία κάποιου αντικειμένου ή του ίδιου του κόσμου, δεν προκαλεί αναγκαία την αγωνία. Παρότι η ρίζα του δέντρου στον κήπο της Bouville προκαλεί στον Σαρτρ των αρχών του αιώνα (1902)  ναυτία, ένα έντομο μέσα στο ποτιστήρι μπόρεσε να προκαλέσει τον εκστατικό θαυμασμό του Hugo von Hofmannsthal:
     «Ένα βράδυ ανακαλύπτω ένα μισογεμάτο ποτιστήρι κάτω από μια καρυδιά που είχε ξεχάσει εκεί ο νεαρός κηπουρός, και αυτό το ποτιστήρι με το νερό που σκιάζεται από το δέντρο, ένας σκαραβαίος που περιφέρεται στην επιφάνεια του σκοτεινού νερού, αυτή η συνύπαρξη ευτελών εντυπώσεων, με πλημμυρίζει με μια τέτοια παρουσία του απείρου που με διαπερνά από την κορφή μέχρι τα νύχια, που αισθάνομαι την ανάγκη να ξεσπάσω με λέξεις που γνωρίζω ότι αν μπορούσα να τις προφέρω θα αποστόμωνα και αυτά τα χερουβείμ στα οποία δεν πιστεύω».
     Το συναίσθημα της αγωνία, εξ όσων γνωρίζω, δεν παίζει σημαντικό ρόλο στη φιλοσοφία του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, που προτιμά να αναφέρεται σε ένα «φιλοσοφικό ξάφνιασμα». Εν τούτοις αποδέχεται και αυτός στο τέλος του προλόγου του στο βιβλίο με τίτλο Η φαινομενολογία της αντίληψης, ότι η ύπαρξη του κόσμου αποτελεί ανεξήγητο μυστήριο:
     «Ο κόσμος και η λογική δεν αποτελούν πρόβλημα· μπορούμε να πούμε ότι είναι μυστηριώδη, αλλά αυτό το μυστήριο είναι που τα ορίζει, και δεν τίθεται θέμα να το αντικαταστήσουμε με κάποια λύση. Βρίσκεται πέρα από κάθε λύση. Αληθινή φιλοσοφία είναι να ξανακοιτάξουμε τον κόσμο».
     Αντιπαραθέτοντας το πρόβλημα στο μυστήριο, ο Μερλώ-Ποντύ υπαινίσσεται πιθανόν την ενδιαφέρουσα διάκριση του χριστιανού υπαρξιστή Gabriel Marcel. Πρόβλημα γι’ αυτόν είναι κάτι που βρίσκεται έξω από μας. Μπορούμε να το λύσουμε σχετικά εύκολα ή δύσκολα, αλλά μόλις βρεθεί η λύση του εξαλείφεται: «Αντίθετα, μυστήριο είναι κάτι στο οποίο έχω προσχωρήσει και δεν είναι δυνατόν να βρεθώ αντιμέτωπος με το σύνολό της ουσία του». Επομένως δεν μπορεί ούτε να λυθεί ούτε να ερμηνευτεί: έχω μετάσχει σ’ αυτό, μπορώ μόνο να το βιώσω.
     Η δήλωση του Μερλώ-Ποντύ εξαλείφει οριστικά το μυστικό της φύσης με την έννοια του “αστυνομικού” αινίγματος του οποίου η εξιχνίασή θα έλυνε το πρόβλημα και θα ικανοποιούσε κάθε περιέργεια. Μπορεί όμως να θυμίσει τη στάση του Γκαίτε απέναντι στα Urphänomene, τα αρχετυπικά φαινόμενα, τα οποία και δεν ερμηνεύονται, προκαλώντας μόνο την έκπληξη και απαιτώντας τη σιωπή. Από την πλευρά του ο Μερλώ-Ποντύ βλέπει στη φιλοσοφία αυτό που «μας καλεί να αναγνωρίσουμε την προβληματική πλευρά του κόσμου και του εαυτού μας, με έναν τρόπο που απαιτεί να προστρέξουμε, όπως έλεγε ο Μπεργκσόν, “στις σημειώσεις του δασκάλου”, δηλαδή να αντιμετωπίσουμε ακριβώς τα φαινόμενα του κόσμου σαν τα αντίγραφα προτύπων που είναι παρόντα σε ένα είδος σκέψης ικανής να υπερβεί τον κόσμο». Διότι η φιλοσοφία δεν πρέπει να συγκαλύψει το μυστήριο της ύπαρξης δια της μεσολαβήσεως του Θεού, ενός αναγκαίου Είναι που θα ερμήνευε τη συνθήκη του κόσμου. Η ύπαρξη του κόσμου δεν είναι ένα πρόβλημα που περιμένει τη λύση του, αλλά ένα ανεξήγητο μυστήριο. Κάθε ερμηνεία «μοιάζει για  το φιλόσοφο πολύ πεζή, σε σχέση με τη πλημμυρίδα των φαινομένων σε όλα τα επίπεδα του κόσμου και με αυτή τη συνεχόμενη γέννηση που καλείται να περιγράψει». Κρίνοντας από το περιεχόμενο των σελίδων που έπονται αυτού του αποσπάσματος στο έργο του Ύμνος στη φιλοσοφία και προτείνουν έναν καινούργιο ορισμό του ιερού, οφείλω να παρατηρήσω ότι αν η οποιαδήποτε ερμηνεία φαίνεται «πεζή», η συνειδητοποίηση του ανεξήγητου μυστηρίου της εμφάνισης του κόσμου είναι «ιερή».
      Στο τέλος του έργου του Tractatus logico-philosophicus (Λογικο-Φιλοσοφική Πραγματεία), ο Βιτγκενστάιν αναφέρεται επίσης στην ύπαρξη, στο είναι-εδώ του κόσμου:
     «Το μυστικό δεν αφορά στο πώς (wie) είναι ο κόσμος αλλά στο γεγονός ότι (daß) είναι».
   Το «πώς είναι ο κόσμος» συνάγεται από τη αλληλουχία των γεγονότων που συμβαίνουν μέσα στον κόσμο και αποτελεί αντικείμενο της επιστήμης, είναι δηλαδή κάτι που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της λογικής, κάτι το «ρητό». «Το γεγονός ότι ο κόσμος είναι» ανάγεται στην ύπαρξη του κόσμου, δηλαδή  σε κάτι που κατά τον Βιτγκενστάιν  δεν μπορούμε να περιγράψουμε αλλά μόνο να φανερώσουμε. Ο Βιτγκενστάιν ορίζει «το μυστικό» ως εξής: «Υπάρχει κάτι ανέκφραστο· η εμφάνισή του είναι το μυστικό». Σε μία μελέτη μου πριν από περίπου σαράντα χρόνια διέκρινα στη σκέψη του Βιτγκενστάιν τέσσερα είδη χειρισμού του λόγου. Το πρώτο είναι το αντιπροσωπευτικό ή ρητό είδος: απαρτίζεται από προτάσεις που έχουν λογική μορφή, έχουν δηλαδή συγκεκριμένο νόημα, διότι συναρτώνται από σημεία με νόημα. Το δεύτερο είναι το ταυτολογικό ή αναλυτικό ή το στερούμενο νοηματικού περιεχομένου: πρόκειται για προτάσεις καθαυτό λογικές. Υπάρχει επίσης ένα είδος που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μη λογικό που παράγει ψευτο-προτάσεις: η πλειοψηφία των φιλοσοφικών προτάσεων λανθάνουν ως προς τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού· περιλαμβάνουν σημεία χωρίς συγκεκριμένο νόημα· δεν έχουν επομένως ούτε λογική μορφή ούτε νόημα. Υπάρχει τέλος το είδος του λόγου που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ενδεικτικό: είναι ένας χειρισμός που ο Βιτγκενστάιν θεωρεί θεμιτό· η πρόταση δεν έχει περιεχόμενο, αλλά μας δείχνει κάτι το οποίο δεν μπορεί να εκφράσει.
      Αυτός ο ενδεικτικός χειρισμός του λόγου είναι που μας επιτρέπει να αναφερθούμε σε μια εμπειρία ύπαρξης του κόσμου. Πρόκειται για μια πραγματική εμπειρία και μάλιστα για μια εμπειρία συναισθηματικής φύσεως. Διότι για τον Βιτγκενστάιν αυτό που αποκαλεί «αίσθηση του κόσμου» είναι μια αίσθηση «μυστικιστική». Στη Διάλεξη περί της ηθικής (1929-1930) αναφέρει μια εμπειρία, που είναι όπως λέει «η δική του» εμπειρία και η οποία περιγράφει το θαυμασμό που προκαλεί η ύπαρξη του κόσμου. Επομένως ο Βιτγκενστάιν αισθάνεται θαυμασμό και όχι ναυτία απέναντι στην ύπαρξη του κόσμου. Εν τούτοις η ύπαρξη του κόσμου γι αυτόν ούτε έχει ούτε μπορεί να ερμηνευτεί, επειδή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί με μια πρόταση που θα την περιλαμβάνει.
     Ο Μερλώ-Ποντύ, όπως είδαμε, είπε ότι δεν μπορούμε να εντάξουμε τον κόσμο σε ένα πρόβλημα που θα επιδεχόταν επομένως και μια λύση η οποία θα οδηγούσε στην εξάλειψή του. Στην ίδια προοπτική τοποθετείται και ο Βιτγκενστάιν: η ανυπαρξία απάντησης εξαλείφει και τη δυνατότητα ερωτήματος: «Μια απάντηση που δεν μπορεί να διατυπωθεί προϋποθέτει ένα αδύνατο ερώτημα». Ο Μερλώ-Ποντύ έλεγε ότι η σχέση μας με τον κόσμο δεν τοποθετείται στο επίπεδο του προβλήματος (υπονοώντας: όπως ακριβώς συμβαίνει και με την επιστημονική έρευνα), αλλά στο επίπεδο του μυστηρίου. Ο Βιτγκενστάιν δεν χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη πρόβλημα αλλά τη λέξη «αίνιγμα»: «Το Αίνιγμα δεν υπάρχει». Θα μπορούσαμε όντως να υποθέσουμε ότι όπως σταδιακά λύνονται από την επιστήμη επιμέρους προβλήματα που αφορούν στα συμβάντα που απαρτίζουν τον κόσμο, θα μπορούσε να λυθεί και το συνολικό πρόβλημα της ύπαρξης του κόσμου. Αρκεί να μπορούσε να λυθεί το Αίνιγμα καθαυτό. Αλλά αφού ο χειρισμός του λόγου δεν μας επιτρέπει να διατυπώσουμε οποιαδήποτε λύση σχετικά με τον κόσμο, συμπεραίνουμε ότι «μια απάντηση που δεν μπορεί να διατυπωθεί προϋποθέτει ένα αδύνατο ερώτημα», και ότι επομένως «Το Αίνιγμα δεν υπάρχει». Όπως για τον Μερλώ-Ποντύ, έτσι και για τον Βιτγκενστάιν οι μεταφυσικές υποθέσεις δεν προσφέρουν καμιά λύση:
     «Η διαχρονική αθανασία της ψυχής, δηλαδή η αιώνια μετά τον θάνατο ύπαρξή της, όχι μόνο δεν είναι κατά κανένα τρόπο εγγυημένη, αλλά κυρίως δεν παρέxει ως υπόθεση ούτε τις αναμενόμενες συνέπειες. Λύνεται μήπως ένα αίνιγμα επειδή θα ζήσω αιωνίως ; Αυτή η αιώνια ζωή δεν είναι εξίσου αινιγματική με την παρούσα ζωή ;»  
     Ο κόσμος σαν ολότητα είναι ανεξήγητος: ο Βιτγκενστάιν μέμφεται τη σύγχρονη επιστήμη επειδή δίνει την εντύπωση ότι όλα ερμηνεύονται, κάτι που όπως πιστεύει δεν ισχύει. Διότι είναι αδύνατον να εξέλθουμε από τον κόσμο για να τον χειριστούμε σαν αντικείμενο μελέτης. Βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο όπως βρισκόμαστε και μέσα στο λόγο.
     Για τον Μερλώ-Ποντύ ο κόσμος είναι ένα άλυτο μυστήριο το οποίο τον οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Φιλοσοφία είναι η επανεκμάθηση του κόσμου». Από την πλευρά του, στο τέλος του Tractatus o Βιτγκενστάιν συμβουλεύει τον αναγνώστη να υπερβεί όλες τις υποθέσεις τού βιβλίου του προκειμένου να ατενίσει τον κόσμο με τον ορθό τρόπο. Απλοποιώντας προφανώς σε μεγάλο βαθμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και για τους δύο «βλέπω τον κόσμο» σημαίνει  επιστροφή σε μια αντίληψη του κόσμου όπως μας εμφανίζεται:  φαινομενολογική και αισθητική αντίληψη για τον Μερλώ-Ποντύ, αισθητική αντίληψη και ηθική στάση για τον Βιτγκενστάιν – διότι γι αυτόν ο κόσμος και η ζωή (με την ηθική έννοια) συμπίπτουν. Θα μπορούσαμε επίσης να εντοπίσουμε ένα είδος συγγένειας ανάμεσα στην ορθή θέαση του κόσμου κατά τον Βιτγκενστάιν και την ανιδιοτελή θέαση του κόσμου κατά τον Σοπενχάουερ. Αναφερόμενος στην ανιδιοτελή θέαση του κόσμου, που θα ήταν επομένως απαλλαγμένη από την αρχή της λογικής, ο Σοπενχάουερ επικαλέστηκε την αρχή του Σπινόζα: μιαν αντίληψη των πραγμάτων στην προοπτική της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis), θέλοντας να αναδείξει την άποψη ότι το άτομο που θεάται μ’ αυτό τον τρόπο υπερβαίνει την ατομικότητα και ταυτίζεται με το αιώνιο υποκείμενο της γνώσης. Αλλά και ο συγγραφέας του Tractatus  γράφει επίσης: «Θέαση του κόσμου sub specie aeternis σημαίνει τη θέαση του κόσμου στην ολότητά του– αλλά μια ολότητα οριοθετημένη. Η αίσθηση του κόσμου σαν οριοθετημένη ολότητα συνιστά ακριβώς τη μυστικιστική αίσθηση». Επομένως, κατά τον Βιτγκενστάιν δεν θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αιωνιότητα σαν μια χρονική διάρκεια χωρίς τέλος, αλλά σαν αχρονικότητα: «αιώνια ζει μόνον αυτό που ζει στο παρόν». «Ορθή θέαση του κόσμου» θα μπορούσε επομένως να είναι η ανιδιοτελής, δηλαδή η αισθητική και ηθική αντίληψη του κόσμου στην παρούσα στιγμή, σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, δηλαδή τελικά ένα είδος αντίληψης αχρονικής.  Επανερχόμαστε έτσι στην εμπειρία του θαυμασμού απέναντι στον κόσμο που όπως περιγράψαμε βίωσε ο Βιτγκενστάιν.
     Ο λόγος που επεχείρησα τη σύγκριση ανάμεσα σε δύο σημαντικά διαφορετικούς φιλοσόφους, όπως ο Μερλώ-Ποντύ και ο Βιτγκενστάιν είναι για να διαφανεί ένα είδος γενικής τάσης της φιλοσοφίας του 19ου αιώνα, η οποία συνίσταται στην εγκατάλειψη των αφηρημένων ερμηνειών περί της ύπαρξης του κόσμου, προς όφελος μιας εμπειρίας του μυστηρίου της ύπαρξης μέσα στον κόσμο, και μιας βιωμένης επαφής με την ανεξήγητη αποκάλυψη της πραγματικότητας, δηλαδή με τη φύση, στην αρχική σημασία της λέξης.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: