Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Η ώρα του κόσμου 5

Συνέχεια από: Tρίτη 16 Ιουλίου 2019

Η ώρα του κόσμου 
Του Frank Schirrmacher
Τα παλιά παραμύθια για τον μεγάλο αποχαιρετισμό 1

Hugo von Hofmannsthal ή το μεταίχμιο τού αιώνα, που δεν τέλειωσε

Κάποτε ζούσε ένας αυτοκράτορας (Kaiser). Ο Franz Joseph I. ανέβηκε στον θρόνο το 1848, σχεδόν δεκαοκτώ ετών, και κυβέρνησε για σχεδόν εφτά δεκαετίες. Οι γενιές, που ήρθαν και πέρασαν, προσέλαβαν, σύμφωνα με τον διάσημο λόγο ενός τών υπηκόων του, την «συχνά σκληρόκαρδη λάμψη τής μεγαλειότητός του. Και μια μέρα κείτονταν θαμμένος στον υπόγειο τάφο των Καπουτσίνων,  κάτω από τα ερείπια τού στέμματός του, και οι άνθρωποι περιπλανιόντουσαν για λίγο ακόμα ανάμεσά τους». Και ενώ τον καταδίκαζαν, όπως έμαθαν να καταδικάζουν στην αυστηρή του σχολή, άρχισαν οι νεότεροι και οι πιο ατίθασοι από τους υπηκόους του, να τον θρηνούν. Κατά παράδοξο τρόπο, δεν σταμάτησαν ποτέ πια να θρηνούν. Η λύπη τους μεγάλωνε όσο περνούσε ο χρόνος από τον θάνατο του, και όσο πιο πολύ ζούσαν, τόσο πιο πεθαμένοι αισθάνονταν οι ίδιοι. «Ζω και μετά τον θάνατο σου. Εσένα, αυτοκράτορά μου Franz Joseph,  αναζητώ, γιατί εσύ είσαι τα παιδικά μου χρόνια και η νιότη μου». Αυτά είπε το 1935, ο Joseph Roth, που δεν ήταν ακόμα σαράντα ετών, κατά την τελευταία του επίσκεψη στον τάφο τού μονάρχη.
Κάποτε ζούσε ένας ποιητής. Ο Hugo von Hofmannsthal, υπήκοος τού αυτοκράτορα Franz Joseph, ανέβηκε στην σκηνή το 1891, σχεδόν δεκαοκτώ ετών, και έγινε διάσημος στη στιγμή. Σε μια εκδρομή στην εξοχή, ο τελειόφοιτος τού γυμνασίου, παρουσίασε το πρώτο του δράμα στους ονομαστούς συγγραφείς τής Βιέννης. «Άφωνοι», σύμφωνα με ύστερη μαρτυρία για το αποτέλεσμα τής ανάγνωσης αυτής, «έμειναν ο Arthur Schnitzler και οι άλλοι που ήρθαν από την πόλη, άνδρες με βέβαιη πέννα και μάστορες τής τέχνης τους, μπρος στο αγόρι, που μάζευε τα χαρτιά του».- «Γνώση, σαφήνεια, τέχνη», σημειώνει ο Arthur Schnitzler τον Μάρτιο του 1891 στο ημερολόγιο του, «είναι πράγμα ανήκουστο για την ηλικία του». Την ίδια κιόλας χρονιά διαδόθηκε η φήμη του αγοριού και πέραν της Βιέννης. Ο Georg Brandes στην Κοπεγχάγη θαύμαζε την μαγεία τών στίχων αυτών, στό Μόναχο ο Stefan George ετοιμαζόταν για ταξίδι, για να εντάξει στον κύκλο τών ποιητών τον «δίδυμο αδελφό», και στο Βερολίνο ο Rudolf Borchardt σκεφτόταν να παρατήσει τις σπουδές του για να γίνει σαν τον Hofmannsthal. «Μου φάνηκε πως όλο μου το βάρος μου είχε αφαιρεθεί», έτσι περιέγραψε αργότερα την εντύπωση που του έκαναν λίγες μόνο γραμμές του νεαρού ποιητή. Και δεκαετίες αργότερα θα παραδεχτεί, πως το «τράνταγμα» που ένιωσε τότε, δεν τον έχει ποτέ πια αφήσει.
Στα 25 του, ο ποιητής είχε καταστεί πια ένας ευρωπαϊκός θρύλος. Μέσα σε μια περίεργη διαδικασία προβολής, μερικοί είδαν σ’ αυτόν την αντίστοιχη νεαρή μορφή τού άλλου επίσης θρύλου, τού εβδομηκονταετούς αυτοκράτορα. Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ο Hugo von Hofmannsthal ήταν ένας ξεπεσμένος, δυστυχισμένος και ξεχασμένος άνδρας, ένα κειμήλιο από αμνημονεύτων χρόνων, και τόσο ξεπερασμένος, όσο και η εποχή τής οποίας υπήρξε παιδί-θαύμα.
Οι αιτίες αυτού τού ξεπεσμού  ήταν πολλαπλές: στον ίδιο βέβαια δεν διέφυγαν οι συμμετρίες τών παγκόσμιων ιστορικών ανατροπών, και μέχρι λίγο πριν από τον θάνατο του, αιτιολογούσε τον ξεπεσμό του με τον θάνατο τού αυτοκράτορα το 1916 και την παρακμή τού οίκου των Αψβούργων: «Ακριβώς επειδή με την κατάρρευση τής Αυστρίας έχασα το γήινο βασίλειο στο οποίο είμαι ριζωμένος…γιατί το ποιητικό μου Είναι έχει καταστεί αμφίβολο μέσα σε αυτό τον ξεπεσμό…επειδή ακριβώς όλα αυτά μου είναι τόσο πλησίον, τόσο αδιανόητα σημαντικά-μπορώ μόνο να σιωπήσω για τα πράγματα αυτά-εφόσον…δε θέλω να διαταραχθώ βαριά». Ο Hugo von Hofmannsthal επέζησε του αυτοκράτορος 13 χρόνια και της αυτοκρατορίας των Αψβούργων 11 χρόνια. «Αν είχε πεθάνει μετά τα ποιήματα και τα πρώτα λυρικά έργα», γράφει ο Thomas Mann με άβολη ειλικρίνεια, στην νεκρολογία του, «είναι αλήθεια, θα ήταν ένας θεός». Έτσι όμως, ακόμα και κατά την διάρκεια της ζωής του, είχε καταστεί σχεδόν ένας νεκρός: στην κυνική κρίση των μεταγενεστέρων του, ήταν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εκπρόσωπος μιας διαλυμένης αυτοκρατορίας.
Ήταν κάποτε ένας αυτοκράτορας, ένας ποιητής και ένα παραμύθι. Το παραμύθι το διηγούνται μέχρι σήμερα: είναι η ιστόρια τής σάπιας, διάτρητης και δικαίως πορευόμενης προς την καταστροφή αυτοκρατορίας. Το παραμύθι μιας στον θάνατο καταδικασμένης κοινωνίας, το σκοτεινό τέλος της οποίας προείπαν προφητικοί καλλιτέχνες. Είναι το παραμύθι για την κοινωνία της Βιέννης γύρω στο 1900, και με τον  τρόπο αυτό ένας από τους μύθους τής γενέσεως του 20ου αιώνα. Έχοντας στην συνείδηση αυτό που ακολούθησε και αυτό που οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι άφησαν πίσω τους, οι μεταγενέστεροι αφουγκράστηκαν με ακούραστη αφοσίωση τους χτύπους και τα σημάδια εκείνης τής κοινωνίας. Εκεί μέσα ήταν και η ελπίδα αποφυγής μελλοντικών καταστροφών, απλώς έπρεπε να συλλάβει κανείς εγκαίρως την «αρνητική ουτοπία» των έργων τέχνης. Σε κάθε σχεδόν έργο τέχνης κάποιου επιπέδου, που δημιουργήθηκε μεταξύ 1890 και 1914, αναζήτησαν και βρήκαν την προφητεία τής επερχόμενης καταστροφής, και συνήγαγαν πως ολόκληρη η κοινωνία ήταν ώριμη για την καταστροφή. Το 1996, καθώς βρισκόμαστε και εμείς στο μεταίχμιο του αιώνα, είναι ίσως καιρός να θέσουμε υπό ερώτημα αυτή την συμφωνία. Ο κόσμος της δεκαετίας του ’90 συμμετείχε σε απρόσμενες πολιτικές και κοινωνικές καταρρεύσεις, και βιώνει τώρα στο πετσί της, πως το κάποτε αδιανόητο, θεωρείται κατόπιν ως κάτι υποχρεωτικά, αναπόφευκτα και ιστορικά αναγκαίο. Η περιοχή, όπου κάποτε κυριαρχούσαν οι Αψβούργοι, βιώνει για δεύτερη φορά σε αυτόν τον αιώνα την κατάρρευση ενός συστήματος το οποίο θεωρήθηκε αιώνιο. Ο κομμουνισμός, για τον οποίο διερωτήθηκε, καθόλου τυχαία, από τους πρώτους ο Grillparzer (1791-1872, εθνικός ποιητής τής Αυστρίας), ήταν σε όλες του τις εκδηλώσεις το αντίθετο τής παλιάς μοναρχίας. Τον παγκόσμιο ιστορικό του ρόλο όμως, ο κομμουνισμός συνήγαγε από την μοναρχία αυτήν: Η παλιά κοινωνία, σύμφωνα με την αποφασιστική αυτή τοποθέτηση, κατέρρευσε αναγκαστικά, δεν υπήρχαν εναλλακτικές και η πρωτοπορία των καλλιτεχνών και διανοουμένων προείδε την κατάρρευση.
Προαισθανθήκαν το τέλος; Και αν το προαισθάνθηκαν, πέραν από την διάθεση (που προκαλούσε η προαίσθηση τής κατάρρευσης), που ήταν χαρακτηριστικό κάθε τέχνης, ήθελαν να έρθει αυτό το τέλος; Και αν το θέλησαν, είχαν δίκαιο να το θέλουν; Αυτά τα ερωτήματα τέθηκαν στην σκιά των μεγάλων κρίσεων τού αιώνα-1918, 1933, 1945-και σχεδόν πάντα η απάντηση ήταν ναι. Την ερμηνεία τής εποχής τού μεσοπολέμου καθόρισε ο Karl Kraus. Ο μαθητής του, ο Hermann Broch, την όξυνε υπό το βάρος των εντυπώσεων τού Τρίτου Ράιχ, στην εκδοθείσα τό 1948, και μέχρι σήμερα σημαντική μελέτη του «Ο Hofmannsthal και η εποχή του». Ο Hofmannsthal παίζει στην μελέτη αυτή τον ρόλο του παραδείγματος ενός ποιητή σε μια εποχή «Κενού» και ως πρόδρομος της καταστροφής. Αλλά ακόμα και οι πρώτες προτάσεις τής μελέτης τού Broch δείχνουν, πόσες από τις αποσιωπημένες προϋποθέσεις του, έχουν σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια, καταρρεύσει. Η αρχιτεκτονική τού δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, έτσι ξεκινά την μελέτη του ο Broch, «είναι από τις πιο οικτρές της παγκόσμιας ιστορίας». Έτσι μιλά ο συνήγορος τού Bauhaus και του Funktionalismus (κινήματα της αρχιτεκτονικής), που ακόμα δεν προαισθάνεται τι καταστροφή θα αφήσουν μετά το 1945 οι νέες αισθητικές ιδεολογίες. Ο Broch κατηγορεί την κουλτούρα του 1900 για πλανεμένη συνείδηση περί κρίσεως, αλλά αποτυγχάνει όσον αφορά το δικό του παρόν. Έχουν εκφρασθεί σοβαρές αμφιβολίες για την εκτίμησή του περί της βιενέζικης αρχιτεκτονικής και τέχνης γύρω στο 1900. Τα προϊόντα του μεταίχμιου του δικού μας αιώνα τα τοποθετούν σε νέο φως. Και έτσι, το πανόραμα που ανορθώνει ο Broch, δίνει την εντύπωση πως είναι στ’ αλήθεια ένα σκηνικό, πάνω στο οποίο θα τεθεί στο προσκήνιο η ιστορία τής κατάρρευσης. Ο Broch έκανε το αποφασιστικό βήμα, διαπιστώνοντας πως πάνω σε αυτή την σκηνή ο Hofmannsthal παίζει τον ρόλο κλειδί για την κατανόηση τής αυτοκρατορίας των Αψβούργων.
Ο Hofmannsthal ήταν ο τελευταίος ποιητής τής παλιάς Αυστρίας. Μετά το 26ο έτος τής ηλικίας του δεν έχει γράψει κανένα ποίημα. Το 1902 εκδίδεται το διάσημο γράμμα τού Chandos, το οποίο καταγράφει την κρίση, την οποία δε θα ξεπερνούσε πια, γλώσσας και δημιουργικότητας. Μετά από αυτό έγραψε δράματα, πρόζα και ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα, αλλά ποτέ πια ποίηση με την αυστηρή έννοια. Αν συμπεριληφθούν όλα τα ευρισκόμενα, συνέταξε σχεδόν εκατόν ποιήματα- ο ίδιος όμως θεωρούσε μόνο 17, όλα γραμμένα μέχρι το 1900, ως άξια διάδοσης. Η πρώιμη ωριμότης, κατόπιν ξαφνικά μια στάσιμη και από την ζωή ξεπερασμένη δημιουργικότητα, κατέστησαν τον Hofmannsthal, πέραν της λογοτεχνικής του επίδρασης, πραγματικό πρωταγωνιστή της καταρρέουσας μοναρχίας. Το «λαμπρό παιδί», για το οποίο μιλούσαν οι Βιενέζοι, φαινόταν πως στα τριάντα του είχε ζήσει ήδη τις καλύτερες μέρες της ζωής του, όπως και ο γέρος και σχεδόν υπέργηρος αυτοκράτορας. Ήδη το 1906, ο Karl Wolfskehl έλεγε σε ένα θαυμαστή τού Rosenkavalier: «Αχ, μιλάτε για τον ποιητή Hofmannsthal; Ήταν τεράστιος. Αλλά πέθανε το 1906. Το λιμπρέττο το έγραψε ένα ξάδελφος του, με το ίδιο όνομα». Μετά την πτώση της παλιάς αυτοκρατορίας, ο Hofmannsthal είχε σαφώς διαπιστώσει την συνάφεια, την οποία ένα χρόνο πριν από τον θάνατο του, διατύπωσε ως εξής: «Το παράδοξο τού να μπορείς-να υπάρχεις-ακόμα, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεσαι στο τέλος».

 Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου