Συνέχεια από: Σάββατο 13 Ιουλίου 2019
Η ώρα του κόσμου
Του Frank Schirrmacher
Εισαγωγή 4
Η κατάκτηση τής
σελήνης ή μια ανέκδοτη διήγηση γιά τήν βούληση τής τέχνης
Το πείραμα αυτό
δεν το εκτελεί μόνο η τέχνη τού Strindberg, αλλά το επαναλαμβάνει ολόκληρη η
ανθολογία τής εποχής η οποία μόλις αρχίζει. Η ψυχή είναι το φεγγάρι, ο ποιητής
η φωτογραφική πλάκα, η γλώσσα το παντεποπτικό μάτι τής φωτογραφικής. Διδαγμένη
από την ποικιλία των προοπτικών τής παρατήρησης τής ψυχής και τής σελήνης, η
τέχνη τολμά να αφήσει τις φωνές να μιλήσουν άτακτα, να διασπάσει το σταθερό εγώ
σε άπειρες αναγωγές, και προπάντων, να
ανταλλάξει τις μορφές τού χρόνου.
Εμείς σήμερα
είμαστε μαθημένοι, στο εγχείρημα αυτό, να αποκαλύπτουμε ένα αισθητικό μεταίχμιο
εποχών. Στον δρόμο τής φυγής από οριστική (που δίνει ορισμούς) δύναμη τής
επιστήμης, αυτή είναι η κοινή τοποθέτηση, οι καλλιτέχνες κατέκτησαν εκείνο τον
χώρο, στον οποίο η εμπειρία τών θετικών επιστημών θα παρέμενε χωρίς
αρμοδιότητα. Η τοποθέτηση αυτή όμως, αποκρύπτει την ριζοσπαστικότητα τής
συμφωνίας, την οποία έκαναν οι τέχνες με τις επιστήμες και το αντίστροφο, που
ήταν μεν στιγμιαίες (οι συμφωνίες), είχαν όμως μια ατελείωτη επίδραση.
Ο William Crookes, που είχε
φωτογραφήσει το φεγγάρι, είχε γίνει πανευρωπαϊκά θέμα συζήτησης, από τον Anatole France μέχρι τον Hugo von Hofmannsthal, γιατί μια μέρα τράβηξε 44 φωτογραφίες
της ερωμένης του, Katie King, και ισχυρίστηκε πως στις φωτογραφίες φαίνεται
ένα φάντασμα. Παρουσίασε στην
δημοσιότητα τις φωτογραφίες, όπως και το πώς προέκυψαν, με την ίδια εκείνη
περηφάνια τού εξερευνητή, που είχε όταν παρουσίαζε τίς φωτογραφίες τού φεγγαριού. Έξι μήνες είχε εξετάσει την γυναίκα, την είχε ανακρίνει και
ξεμπροστιάσει- εν τέλει ήταν βέβαιος πως αγαπούσε ένα φάντασμα. Για να
αποδείξει την ύπαρξή του (πνεύματος) έκανε τις φωτογραφίες, στις οποίες, λίγο
άτσαλα, γυρνάει με το χέρι την Katie King για να αντικρύσει την φωτογραφική.
Το περίεργο
πείραμα τού Crookes με ένα μέντιουμ λαμβάνει χώρα στα βαθιά ρεύματα τής ιστορίας τής
επιστήμης. Ακόμα και το 1923, ο Γάλλος νομπελίστας Charles Richet θεωρεί τις φωτογραφίες τού Crookes άκρως ανησυχητικές. Το ανησυχητικό δεν ήταν το αποτέλεσμα (που έδειχναν οι
φωτογραφίες), αλλά η ιδιαίτερη ενέργεια, στην οποία οφείλεται το αποτέλεσμα.
Γιατί το μέντιουμ τού Crookes είχε ως σκοπό να μιλήσει εμπειρικά για τό μέλλον, να «προβλέψει την γνώση
τών επερχόμενων αιώνων», ώστε να την κατακτήσει για τον κόσμο τού τέλους του 19ου
αιώνα.
Περιττό να πούμε
πως ο Crookes απέτυχε, και όπως τα
φεγγάρια του van Gogh και οι φωτογραφικές
πλάκες τού Strindberg, έτσι και οι δικές του εικόνες παρουσιάζουν μια
αποκαλυπτική ιστορία όσον αφορά την αποδοχή τους. Ο Hugo von Hofmannsthal τις θεωρεί ως απόδειξη τού υπερφυσικού, καθώς δείχνουν, πως ακόμα και «πολύ
λογικοί άνθρωποι», μπορούν να καταληφθούν από την νοσταλγία για το «όνειρο». Τα
τέλη της δεκαετίας του 1920 δίνουν την εντύπωση, εντελώς στο στιλ τής
διαφωτισμένης κοινωνίας, πως το παιχνίδι αυτό έχει παγώσει, και οι κανόνες
καθορίζονται από τον φόβο τής αποκάλυψης (τού τι κάνω) και τής κοινωνικής
διάκρισης. Ο Crookes ονόμασε την ερωμένη του
μέντιουμ, για να μπορεί να την έχει στο σπίτι και να διατηρεί την σχέση μαζί
της μπροστά στα μάτια της γυναίκας του. Σήμερα εξηγούν το ρεζιλίκι τού Crookes ως αποτέλεσμα μιας δηλητηρίασης με θάλλιο,
που προκαλεί ψυχώσεις και που έκαναν τον παγκοσμίως διάσημο ερευνητή να
πιστέψει μια απάτη- η Katie King είναι το τίμημα της ανακάλυψης. Όλα αυτά είναι ενδείξεις που είναι επαρκείς
για μια συγκεκριμένη εποχή, που όμως δεν αίρουν το πραγματικά προβληματικό.
Η μοίρα του Crookes είναι μόνο ένα μικρό κεφάλαιο στην ιστορία
της φαντασίας του 20ου αιώνα. Οδηγεί όμως αναπόφευκτα στο ερώτημα,
τι απομένει σήμερα στον καλλιτέχνη, να πει και να κάνει, μετά από όλα αυτά τα
πειράματα και τούς αυτοπειραματισμούς. Η φαντασία τού καλλιτέχνη έχει προσαρτηθεί από
τον κόσμο που υπήρξε πριν από αυτόν. Ο κόσμος αυτός δεν άφησε τίποτα ανέγγιχτο,
τα δοκίμασε όλα, και στο τέλος θέλησε με μια απελπισμένη προσπάθεια να μπει στο
βασίλειο των πνευμάτων: ακόμα και η αποτυχία, η μη-γνώση, η χρεοκοπία τής
γνώσης-αυτά τα τελευταία καταφύγια τής τέχνης-έχουν καταστεί ένα δεδομένο τού επιστημονικού κόσμου. Πως βλέπει κανείς τον κόσμο; Ποιες προοπτικές παραμένουν
για τις τέχνες; Τού ιθαγενή που από την ακτή κοιτά τον ωκεανό και βλέπει να
πλησιάζει το πλοίο, το οποίο θα σβήσει την ιστορία του; Ή του κατακτητή, που
συμπληρώνει τον τίτλο ιδιοκτησίας τής χώρας προς την οποία κατευθύνεται; Εδώ
και πενήντα χρόνια, από το τέλος των μεγάλων καλλιτεχνικών κατακτήσεων, η τέχνη
ασχολείται με το ερώτημα αυτό. Ο Jorge Luis Borges, που φώτισε όλες τις γωνίες τής αποικισμένης φαντασίας, περιγράφει σε ένα ποίημα την στιγμή, που ο καλλιτέχνης
διαπιστώνει, πως δεν του έχει μείνει πια τίποτα να πει. «Όταν η τύχη, στη
Γενεύη ή την Ζυρίχη, το θέλησε έτσι, να γίνω και εγώ ποιητής, ανέλαβα, όπως
όλοι, την μυστική ευθύνη, να ορίσω το φεγγάρι.» Αναγκάστηκε όμως να βιώσει, πως
τα φεγγάρια τής νύχτας και των στίχων, είχαν ήδη μετρηθεί και απεικονιστεί. Του
μένει μόνο η λέξη φεγγάρι. «Ξέρω, πως το φεγγάρι, ή η λέξη φεγγάρι, είναι ένα
σημάδι, τής ολοκληρωμένης γραφής αυτού του σπάνιου σχηματισμού, που είμαστε
εμείς, πολλά και ένα».
Σε αυτή την
κατάσταση ανάγκης, ως προς την περιγραφή, βρίσκεται όποιος γεννήθηκε αργότερα. Τότε
όμως, ο ποιητής διασπά την συνάφεια των λέξεων: ο πλανήτης είναι ένα από τα
σύμβολα, «τα οποία δίνει στον άνθρωπο η μοίρα ή η τυχαιότητα». Ο Ινδιάνος του Lichtenberg χάνει την ιστορία του για πάντα. Κερδίζει
ίσως μια νέα, εάν μπορέσει να πιστέψει, πως τυχαία τον ανακάλυψαν, και
φανταστεί την εντελώς άλλη ιστορία της μη-ανακάλυψης. Αυτή είναι η ιστορία, την
οποία θα μπορούσε να διηγηθεί ακόμα η τέχνη του αιώνα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου