Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (27)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη,26 Νοεμβρίου 2019
                                              Jacob Burckhard
                                                               ΤΟΜΟΣ 1ος
                                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                               ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                                        – ΙΙ
                                    Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
5. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ

Ελάχιστα είναι τα συγκεκριμένα στοιχεία που μας παραδόθηκαν σχετικά με τη μορφή που απέκτησαν τα ελληνικά Κράτη μετά την κατάρρευση της βασιλείας, και η εποχή που ακολούθησε μοιάζει να μην είχε συνειδητοποιήσει ακόμη ούτε αυτά που γνώριζε· οι αποσπασματικές εντυπώσεις που αποκόμισε – κάποιες κλυδωνιζόμενες ολιγαρχίες τού 4ου αιώνα – οδηγούσαν σε μια μάλλον συγκεχυμένη γνώση τής αρχαίας αριστοκρατίας. Δεν σκοπεύουμε να ασχοληθούμε εδώ με τις διάφορες πολιτικές μορφές της. Στις περιπτώσεις που μετά από τη δωρική εισβολή μια ολόκληρη νικηφόρα φυλή αναδείχθηκε άμεσα σε παντοδύναμη αριστοκρατία εξουσιάζοντας κυρίαρχα τις εδαφικές εκτάσεις (όπως π.χ. η Σπάρτη), τα πράγματα εξελίχθηκαν με τρόπο σχετικά απλό. Γνωρίζουμε επίσης το πώς, σε άλλες περιπτώσεις, μια παντοδύναμη τάξη ευγενών σχηματίσθηκε από την προϋπάρχουσα αυλή τών βασιλέων, ή από όσους είχαν αποκτήσει τόσο σημαντική περιουσία, ώστε να διαθέτουν ιππικό, ή αυτούς που ήσαν οι πιο ικανοί πολεμιστές, ανήκαν δηλαδή στην ίδια αρχική δυναστεία (όπως π.χ. στην Κόρινθο), καθώς και σε ποιο βαθμό η τάξη αυτή κατείχε ήδη τα περισσότερα και πλουσιότερα εδάφη, είτε τα αποσπούσε από άλλους ελεύθερους πολίτες, και σε ποιο βαθμό επίσης αποτελούσε την κάστα, από την οποία προερχόταν το ιερατείο και η δικαστική εξουσία, η οποία σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις (π.χ. στην Αθήνα) έφτασε στο σημείο να πουλήσει ως δούλους τούς οφειλέτες της. Η αριστοκρατία αυτή παρέμεινε δυνατή για όσο διάστημα ήταν πολυπληθής, και η ιδιοκτησία γης αποτελούσε τον μόνο καθοριστικό παράγοντα· οι αριστοκράτες ούτε γνώριζαν ούτε επιθυμούσαν να αποκτήσουν κινητή περιουσία και να την αυξήσουν για προσωπικό όφελος, εκτός από τη διοικούσα τάξη τών φοινικικών πόλεων, που φαίνεται πως είχαν συλλάβει το νόημα. Και όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι ελεύθεροι πολίτες που έχασαν τη γη τους απετέλεσαν την πλειοψηφία αυτών που μετανάστευαν στις αποικίες, ενώ δούλοι που αγοράστηκαν κάλυψαν τα κενά που άφησαν πίσω τους. Επομένως η μορφή τού αριστοκρατικού Κράτους δημιουργήθηκε αυθόρμητα και η εξουσία του υπήρξε ενδογενής· μόνο στις πόλεις τής Μικράς Ασίας και της Μεγάλης Ελλάδας, που ήταν ήδη αποικίες, η κυριαρχία τών πλουσιοτέρων βασίστηκε σε κάποια κριτήρια (τιμοκρατία), και είδαμε να θεσπίζεται ένα είδος συμβολαίου. Η διάρκεια της αριστοκρατίας και της τυραννίας, με την οποία, όπως θα δούμε, εναλλασσόταν η αριστοκρατία, ήταν ανάλογη με το πόσο αργά ή γρήγορα αναπτύσσονταν οι ενάντιες δυνάμεις. Σε γενικές γραμμές, διατήρησε την εξουσία επί τρείς ή τέσσερις αιώνες. Πρόκειται για μιαν εποχή που, παρά τις σποραδικές συγκρούσεις στις δύο όχθες τού αρχιπελάγους, αποτελεί μια περίοδο πραγματικής ειρήνης και αρμονίας σε σχέση με ό,τι ακολούθησε· η τάξη τών ευγενών είχε τη συνείδηση μιας ανώτερης κάστας στους κόλπους τού έθνους· κι αυτό που δεν πρέπει ποτέ να παραλείπουμε είναι ότι οι συγκρούσεις και οι αμοιβαίες καταστροφικές εξεγέρσεις δεν είχαν ακόμη κάνει την εμφάνισή τους.
Αυτή όμως η τάξη τών ευγενών δεν συνιστούσε μόνο μια πολιτική εξουσία αλλά και μια κοινωνική δύναμη, και η επίδρασή της παρέμεινε ζωντανή στην Ελλάδα ακόμη και όταν είχε από καιρό εξαφανιστεί και το τελευταίο υπόλειμμα του αριστοκρατικού Κράτους. Η μεγάλη κληρονομιά που αυτή η αριστοκρατική εποχή άφησε στο έθνος είναι η καλοκαγαθία, αυτή η αδιαχώριστη σύζευξη μιας ταυτόχρονα ηθικής, αισθητικής και υλικής πεποίθησης σε μια μοναδική έννοια που δεν μπορούμε να αποδώσουνε με ακρίβεια, αλλά μόνο να περιγράψουμε περιφραστικά· μπορούμε να πούμε ότι το καλός τονίζει το ηθικό και αισθητικό περιεχόμενο, και το αγαθός μάλλον το υλικό, δεδομένου ότι ήδη στον Όμηρο αγαθοί είναι οι διακεκριμένοι και πλούσιοι άνδρες, σε αντίθεση με τους πτωχούς (χείρωνες, χέρηες). Η σύζευξη αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που ο λαός αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του, σημάδεψε με το νόημά της το σύνολο της ιστορίας τών Ελλήνων· οι φιλόσοφοι προσπάθησαν, μάταια κι αυτοί, να προσφέρουν καινούργιο νόημα στην καλοκαγαθία, ενώ ακόμη και ο ισχυρότερος εκδημοκρατισμός τού Κράτους δεν κατόρθωσε να την εξαλείψει. Όλα τα ωραία λόγια περί αριστείου το οποίο απορρέει από μια προσωπική αρετή παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Η πίστη στην παράδοση της γενεαλογίας επιβλήθηκε οριστικά.
Ο βίος τών αριστοκρατών αποτελούσε συνέχεια του ηρωικού βίου· τα όπλα, οι ασκήσεις και τα συμπόσια κάλυπταν τη ζωή τών «ευγενών», στον βαθμό που δεν ήταν απασχολημένοι σε λειτουργήματα του Κράτους, της δικαιοσύνης ή τής θρησκείας. Το αποκορύφωμα αυτής τής βιωτής αποτελούσαν οι συναθροίσεις σε διάσημες τοποθεσίες και η συμμετοχή σε αγωνίσματα, όπως οι ιπποδρομίες και οι αρματοδρομίες. Ο «ευγενής» άνθρωπος συνδύαζε τη ζωή του με το ευγενές ζώο, το άλογο, που τον συνόδευε τόσο στον πόλεμο όσο και σε δημόσιες εκδηλώσεις, το οποίο υιοθετούσε, προσφέροντάς του έτσι μιαν επίσημη ονομασία, καθιστώντας το πολυτιμότερο αγαθό του. Η εκτροφή αλόγων ήταν το διακριτικό τού αριστοκρατικού βίου, και όποιος διέθετε τα μέσα και συντηρούσε άλογα αγώνων, διέθετε «την πλέον άριστη και θαυμαστή απασχόληση». Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού τού τρόπου ζωής αναδεικνύονται από τη γοητευτική περιγραφή τού Ηρόδοτου σχετικά με τον γάμο τής Αγαρίστης. Ο πατέρας της, Κλεισθένης ο Σικυώνιος, μετά τη νίκη του στον αγώνα τών τεθρίππων στην Ολυμπία, διακήρυξε ότι θα παραχωρούσε τη θυγατέρα του σε έναν ολοκληρωμένο Έλληνα· οι δεκατρείς υποψήφιοι που εμφανίστηκαν προσφέρουν ένα υπόδειγμα της σημασίας που είχε η λέξη «ολοκληρωμένος» εκείνη την εποχή. Επιπλέον, ένας νικητής στο τέθριππο κατακτούσε τον θαυμασμό ολόκληρου του έθνους, και μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του την ικανοποίηση κάθε είδους υπερβολής· έπρεπε μόνο να αποφύγει την εξάρτησή του από ένα τυραννικό Κράτος, διότι τότε ο θρίαμβός του θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του.
Η γνώση μας περί τού βαθμού συμμετοχής τών ευγενών εκείνης τής εποχής στην πνευματική ζωή του τόπου τους είναι ως προς τις λεπτομέρειές της ατελής· η παράδοση ευνόησε περισσότερο μάλλον τις αυλές τών τυράννων, στις οποίες καλλιεργήθηκαν κατά προτίμηση η τέχνη και η ποίηση. Αντιθέτως τα αριστοκρατικά Κράτη διέθεταν μια μεγάλη ποικιλία ιδιαίτερα προικισμένων ανθρώπων, οι οποίοι στο σύνολό τους εκπροσωπούσαν το ιδανικό τού ελληνικού βίου, όπως ακριβώς το διακρίνουμε στη διάρκεια των αιώνων τής ιστορίας του: κοινή αφοσίωση στο Κράτους, επιδεξιότητα στον πόλεμο, διάκριση στους αθλητικούς αγώνες και ευγενής αναψυχή. Σ’ αυτούς οφείλεται κυρίως αυτό το πνεύμα τού αγώνα και της άμιλλας μεταξύ ίσων, που επανέρχεται συνεχώς, με διαφορετικές μορφές, και χαρακτηρίζει όλα τα έργα και το σύνολο της σκέψης τών Ελλήνων.
Ο αριστοκρατικός τρόπος με τον οποίον αυτοί οι ευγενείς προσέρχονταν στον πόλεμο, έχει περιγραφεί με τόσες λεπτομέρειες, που μπορούμε να τον αναπαραστήσουμε. Οι Μάγνητες του Μαιάνδρου, στον πόλεμο εναντίον των Εφεσίων, είχαν ο καθένας από έναν κυνηγετικό σκύλο και έναν δούλο οπλισμένο με ακόντιο· την ώρα τής αναμέτρησης, πρώτοι ορμούσαν οι άγριοι και τρομακτικοί σκύλοι, προκαλώντας πανικό στις γραμμές τού εχθρού· αμέσως μετά, με ακόμη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, παρενέβαιναν οι δούλοι, κραδαίνοντας τα ακόντια· και τότε μόνο, στην τρίτη φάση, επιτίθονταν οι Μάγνητες. Στη νήσο Εύβοια, η αριστοκρατία τού ιππικού (Ιπποβότες) τής Χαλκίδας και της Ερέτριας πολέμησαν για την κατάληψη της γόνιμης πεδιάδας τού Λήλαντος. Δεν ξεκίνησαν όμως έναν πόλεμο όπου όλα επιτρέπονται, αλλά συμφώνησαν προηγουμένως ποιο θα ήταν ακριβώς το είδος της μάχης (που χαρακτηριστικά αποκαλείται αγών). Μια επιγραφή στο τέμενος της Αμάρυνθου, που υπήρχε ακόμη την εποχή τού Στράβωνος, αναφέρει: «Απαγορεύεται η χρήση βλημάτων». Σύμφωνα με μια επεξήγηση, εξαιρούντο λοιπόν οι τοξότες και οι ακοντιστές, έτσι ώστε να παραμείνουν μόνο τα ξίφη και τα μικρά δόρατα. Στην ετήσια πομπή προς τιμήν τής Αμαρύνθιας Αρτέμιδος, οι Ερετριείς συμμετείχαν με 3.000 οπλίτες, 600 ιππείς και 60 άρματα. Πρόκειται πιθανότατα για το σύνολο της αριστοκρατίας στην εξουσία, της οποίας ο τρόπος διοίκησης είχε οδηγήσει πολλούς κατοίκους σε φυγή προς τις μακρινές αποικίες.
Στις πόλεις της Μικράς Ασίας και της Μεγάλης Ελλάδας δεν υπήρξε ποτέ εξ’ αρχής μια καθαρά αριστοκρατική κάστα· η ύπαρξη μιας τιμοκρατίας, αποτελούμενης από τους χίλιους πλουσιότερους πολίτες – συνήθως για ένα μικρό χρονικό διάστημα – κατέστη δυνατή μόνο αν λάβουμε υπόψη τον ρόλο που έπαιξε σε ένα τέτοιο καθεστώς η κινητή περιουσία, η οποία βασίστηκε στις εμπορικές συναλλαγές, αποκλείοντας τη δυνατότητα αριστοκρατικού βίου με την καθαυτό ελληνική σημασία του όρου· παράλληλα με την προτεραιότητα της γενεαλογίας και της ευγενούς απασχόλησης, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του ο ανερχόμενος πλουτισμός και το κέρδος. Για την Κολοφώνα επίσης είχε προ πολλού παρέλθει η εποχή που το ιππικό της αποφάσιζε για την τύχη κάθε μάχης, και που οι «Χίλιοι» της συνήθιζαν να εμφανίζονται στη συνέλευση με πορφυρά ενδύματα. Και αργότερα, μια απλή διαφορά επιπέδου του πλούτου δεν ήταν πλέον αρκετή για να εξασφαλίσει και τον απόλυτο έλεγχο του Κράτους.
Όπως ακριβώς για τη βασιλεία οι περισσότερες πληροφορίες που μας παραδόθηκαν αφορούν στην πτώση της, έτσι και για την αριστοκρατία οι αιτίες και οι διαδρομές τής αποσύνθεσής της μάς επέτρεψαν να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Άρχισε να εκφυλίζεται, όταν έχασε τον αυτοέλεγχο· μετατράπηκε σε ολιγαρχία, με τον σχηματισμό στους κόλπους της μιας πανίσχυρης, στενής κάστας, η οποία όχι μόνον υφαρπάζει την εξουσία, αλλά και τις μεγαλύτερες περιουσίες και τα σημαντικότερα επαγγέλματα, και αρχίζει να κυβερνά όχι μόνο με τη βία αλλά και με αρπακτικότητα. Παραμελήθηκε, όπως και στη Σπάρτη, η διατήρηση των παλαιών κλήρων γης, όπως όριζαν κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις· ολόκληροι οικογενειακοί κλάδοι κατέληξαν πολύ σύντομα να αποτελούν ένα ανησυχητικό στοιχείο μέσα στο Κράτους, είτε διότι απέμειναν ενδεείς, είτε διότι η κληρονομιά τους είχε κατακερματιστεί· ύστερα από βίαιες διαμάχες, η κάστα αντιμετώπισε τη γέννηση στους κόλπους της ενός σημαντικού αριθμού αριστοκρατών χωρίς ιδιοκτησία, οι οποίοι, έχοντας ίσως ακόμη συνείδηση της ευγενούς καταγωγής τους, δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να ζήσουν ως ευγενείς· πρωταρχική προϋπόθεση για την επιβίωση της κάστας θα ήταν το να μοιράζεται τον τρόπο ζωής της με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό πολιτών, διότι, ως γνωστόν, τα προνόμια επιβιώνουν μόνον όταν υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να τα υπερασπιστούν.
Στο μεταξύ αυξήθηκε υπερβολικά ο αριθμός τών ελεύθερων, αλλά χωρίς δικαιώματα πολιτών, που πλημμύριζαν την αγορά και τους χώρους αναψυχής. Από ποια στοιχεία απαρτιζόταν άραγες, κυρίως, αυτός ο κυρίαρχος λαός, όταν κάποια στιγμή ένας τύραννος διεκδικούσε το δικαίωμα να τον αντιπροσωπεύσει; από οικογένειες που αδυνατούσαν να επιβιώσουν; από τούς δευτερεύοντες κλάδους τους; από υπηρέτες σε αγροκτήματα που προϋπήρχαν ; από ανθρώπους που, μετά από κατακτήσεις η εποικισμούς, είτε ήρθαν καθυστερημένα στην ευρύτερη πόλη, είτε ήσαν σε μειονεκτική θέση, ώστε να συμπεριληφθούν στην κατανομή τής γης; από ανθρώπους που έχασαν την περιουσία τους; ή από κατοίκους προαστίων τέλος, που ανήκαν στην ίδια φυλή και είχαν εγκατασταθεί ως τεχνίτες έξω από την περίμετρο της ιερής πόλης; Όποιο κι αν ήταν το κυρίαρχο κριτήριο, το χρήμα ή η κινητή περιουσία, η βιομηχανία και το εμπόριο ακμάζουν στα χέρια κυρίως τών πληβείων. Οι τεχνίτες και οι ναυτικοί τροφοδοτούσαν τούς βιομηχάνους, τους πλοιοκτήτες και τους εμπόρους. Και τώρα που αυτές οι κατώτερες τάξεις άρχισαν να σχηματίζουν ισχυρά ετοιμοπόλεμα τάγματα οπλιτών και διαθέσιμο ναυτικό προσωπικό για τους στόλους, δίπλα στους ευγενείς ιππότες, ήταν επόμενο να καταστούν ιδιοκτήτες τής πόλης. Δεν είχαν πλέον σχέσεις σεβασμού προς τους κυρίους τους, διότι διέθεταν το ίδιο πολιτικό κριτήριο, το οποίο είχε αναδείξει στο παρελθόν, σε εκατοντάδες αποικίες, καλές και κακές συνταγματικές ρυθμίσεις
Θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ τη σκληρή πρακτική τού δικαίου τών υποχρεώσεων, όπως εφαρμόστηκε κυρίως από τούς ευπατρίδες στην Αττική, που η συμπεριφορά τους αποδείχθηκε εξίσου επικίνδυνη για τους ίδιους, όσο και σκληρή και απάνθρωπη για τους υποδεεστέρους τους . Έφτασαν στο σημείο να υποδουλώσουν μεγάλον αριθμό οφειλετών, πουλώντας τους στο εξωτερικό· εξουθενωμένοι από τα χρέη πολίτες, αναγκάστηκαν να πουλήσουν ακόμη και τα παιδιά τους. Η προσφορά τού Σόλωνα σ’ αυτήν την τραγωδία υπήρξε εξίσου σημαντική με ολόκληρη την υπόλοιπη νομοθεσία του. Τόλμησε μάλιστα να επικαλεστεί τη μαρτυρία τής θεάς Γης στα ιαμβικά του τρίμετρα, για να αιτιολογήσει την άρση μεγάλου αριθμού υποθηκών, να πετύχει την επιστροφή όσων πουλήθηκαν, δικαίως ή αδίκως, ως δούλοι, καθώς και όσων εξ αιτίας μακρόχρονης περιπλάνησης στο εξωτερικό – υπό καθεστώς εξορίας – είχαν πάψει να μιλούν την αττική διάλεκτο, και την απελευθέρωση τέλος στην ίδια τους τη χώρα όσων είχαν καταλήξει δούλοι σκληρών αφεντικών. Δικαίως θα αναρωτηθούμε, πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν να συνυπάρξουν στην πόλη τών Αθηνών με τους πρώην δημίους τους.
Το καθεστώς τού δικαίου τών υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με ορισμένες ιδιαίτερα δυσάρεστες πράξεις βίας, θα μπορούσε να οδηγήσει άμεσα είτε στην τυραννία είτε στη δημοκρατία. Αυτή η τελευταία επιτεύχθηκε με τη διαγραφή τών χρεών, την ανακατανομή τών κλήρων γης που είχε αρπάξει η εύπορη τάξη, την αποδοχή στους κόλπους τής κυρίαρχης πόλης τών καλλιεργητών που ζούσαν ως δούλοι, με τους υποχρεωτικούς γάμους νεαρών κοριτσιών ευγενούς καταγωγής με αυτούς κ.ο.κ. Την οδύνη και την πικρία όσων είχαν χάσει τις περιουσίες τους εκφράζει ανάγλυφα ο Θέογνις, ο οποίος είχε την ίδια τύχη στην πόλη που γεννήθηκε, τα Μέγαρα. Και δεν είναι λίγα τα θύματα που δεν κατόρθωσαν να επιβιώσουν.
Είναι προφανές ότι η δημιουργία πολυάριθμών αποικιών δεν κατόρθωσε να διασώσει την αριστοκρατία από την εξαφάνιση, και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις την επιτάχυνε, διότι μαζί με τις αποικίες αυξήθηκε το εμπόριο, δηλαδή η κινητή περιουσία, καθώς και ο πληθυσμός τών μητροπόλεων, και επομένως το πνεύμα ανεξαρτησίας που απορρέει από αυτό. Η Μίλητος, που ίδρυσε 75 αποικίες, έζησε περιόδους μεγάλης κρίσης. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η αριστοκρατία κινδυνεύει άμεσα, όταν ένας μεγάλος αριθμός μελών της χαθεί στον πόλεμο, και ο Τάραντας πέρασε π.χ. στη δημοκρατία μετά την ήττα του από τούς Ιάπυγες· το ίδιο όμως φαίνεται ότι υπέστη και η ιδιαίτερα ικανή, κυρίαρχη τάξη τών γεωμόρων τής Σάμου μετά από μια νίκη, διότι η νίκη αυτή δεν οφειλόταν στους ίδιους τους γεωμόρους, αλλά στον στόλο που έστειλαν στην περιοχή· τα πληρώματα του στόλου συμμάχησαν όμως με τους ηττημένους, τους οποίους και έφεραν πίσω στη Σάμο δήθεν αλυσοδεμένους, και όλοι μαζί όρμησαν τότε στους συγκεντρωμένους στο βουλευτήριο γεωμόρους και τους κατέσφαξαν. Λίγο αργότερα κατέληξε ωστόσο η νεοσύστατη δημοκρατία στα χέρια τού Πολυκράτη
Τα αριστοκρατικά πολιτεύματα που έζησε ο Αριστοτέλης δεν ήταν οι παραδοσιακές και παλαιές ολιγαρχίες, αλλά προσωρινά καθεστώτα, που δημιουργήθηκαν για να αντισταθούν στη δημοκρατία και να στηρίξουν, σε ορισμένες περιπτώσεις τις ίδιες τις πόλεις. Δεν επρόκειτο για ευγενείς τής παλιάς γενιάς, αλλά για εύπορους κυρίως πολίτες, που είχαν καταλάβει την εξουσία στην πόλη, για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους: «Κατά την άποψή μου, λέει, οι εύποροι είναι συνήθως αυτοί που διαδέχονται τους ευγενείς στην καταγωγή». Πρόκειται για ολιγάρχες τού είδους που, αφού φορτώσουν τις ευθύνες τού Κράτους στις πλάτες κάποιων άλλων, επιδιώκουν να αποκτήσουν, πέρα από τις τιμές που το Κράτος τούς προσφέρει, ακόμη μεγαλύτερο πλούτο. Ανάμεσά τους αναδύεται τότε, οδηγώντας τους στην κατάρρευση, όπως παντού εκείνη την εποχή, ο έκφυλος απένταρος, ο αναρχικός, ο οποίος είτε καταληστεύει το Κράτος σπέρνοντας το χάος ανάμεσα στους διοικούντες, είτε σχεδιάζει να ανατρέψει τα πάντα και να αναδειχθεί ο ίδιος σε τύραννο, ή να προωθήσει κάποιον δικό του σ’ αυτήν τη θέση. Όποια κι αν ήταν η διάρκεια που θα μπορούσε να επιτύχει μια τόσο όψιμη ολιγαρχία, υπάρχουν στη δεύτερη Ρητορική τού Αριστοτέλη χρήσιμες συμβουλές, που δεν γνωρίζουμε αν εφαρμόστηκαν στην πράξη, ή αν είχαν, ακόμη κι αν αυτό συνέβη, οποιοδήποτε αποτέλεσμα απέναντι σε μια συνεχώς ανερχόμενη δημοκρατία.
Αυτή η ευγενικής προελεύσεως παλαιά αριστοκρατία δεν υπερασπίστηκε, τουλάχιστον, απλά και μόνο δικαιώματα ή συμφέροντα, αλλά και μιαν ολόκληρη φιλοσοφία και ηθική. Ο δε Πίνδαρος που την ύμνησε, όταν αυτή είχε ήδη απωλέσει την εξουσία στις περισσότερες πόλεις ή βρισκόταν στο κατώφλι τής απωλείας της, αντιπροσωπεύει, κατά μίαν έννοια, ένα κεφάλαιο συνεχούς επικοινωνίας με τον τρόπο σκέψης της.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου