Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Η γραφή ως παράδοση 11

Συνέχεια από: Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Η γραφή ώς παράδοση 
Η αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στόν Kafka καί Harold Bloom
Ι. 3 Η Σημαντική τής Kabbala β
Μέσα σε αυτά, το νόημα τής Γενέσεως, τών τελετουργικών τού δικαστηρίου και τών τελετών μετανοίας, αναδύεται μόνο μέσα από μια αντίληψη τού θανάτου. Περί αυτού ήθελαν να διαφωτίσουν όλες οι παραδόσεις και να προετοιμάσουν (τον Κ.) να αποδεχθεί την αμετάβλητη αναγκαιότητά του, έστω και με την εντολή τών τελετουργικών πλυσιμάτων. Όπως φαίνεται, και το δικαστήριο, το οποίο συλλαμβάνει τον Josef K., δε θέλει κάτι άλλο. Μπλέκεται όμως σε ένα αναχρονισμό. Οι φύλακες δεν βρίσκουν κάποια ενοχή μέσα στα βιβλία τους. Η ενοχή μπορεί να αποκωδικοποιηθεί μόνο στις συνεδρίες τού δικαστηρίου, στις οποίες είναι κωδικοποιημένο και το νόημα τής Γραφής. Μη γνωρίζοντας όμως τα τελετουργικά και όντας στην πραγματικότητα αγράμματος, ο Josef K. δεν είναι σε θέση πια να αποκωδικοποιήσει τό κάποτε τόσο προφανές νόημα τού βιβλίου, που στην αρχή διηγείτο τήν θνητότητα τού ανθρώπου.
Μόνο σε ένα σημείο συμφωνεί με το δικαστήριο, ότι η άφιξη τών τριών υπαλλήλων δεν είναι τυχαία:
«Τι άνθρωποι ήταν αυτοί; Για ποιο πράγμα μιλούσαν; Σε ποια υπηρεσία ανήκουν;… Είχε την τάση να τα παίρνει όλα ελαφρά, να πιστεύει πως θα έρθει το χειρότερο όταν αυτό έχει ήδη συμβεί, να μην προνοεί καθόλου για το μέλλον, ακόμα και όταν η απειλή αφορούσε τα πάντα. Τώρα όμως του φάνηκε πως η στάση αυτή δεν ήταν ορθή…» (Ρ9)
Υποψιάζεται πως η εμφάνισή τους ανακοινώνει «την έναρξη τού χειρότερου», την πανταχού παρούσα «απειλή», για την οποία ξέχασε να προνοήσει: τον θάνατο. Παραβλέπει πως το δικαστήριο, εφόσον νομιμοποιείται από τα κείμενα και τις εξηγήσεις των παραδεδομένων Γραφών, μέσα σε όλα εκείνα τα αυστηρά και σκοτεινά όνειρα περί ενοχής και θανάτου, θέλει απλώς να σώσει την ζωή ενώπιον τού «χείριστου», και να καθησυχάσει μέσω τής μυθικής ερμηνείας τού θανάτου.
Γιατί η παράδοση, στην υπηρεσία τής οποίας το δικαστήριο έχει την συνείδηση πως βρίσκεται, αναλαμβάνει και εκείνη την εξάσκηση για το «χείριστο», ακόμα και για τον αμελή Josef K. Η Γένεσις εξαναγκάζει στήν «πίστη» στόν θάνατο, πριν αυτός έρθει. Οι νόμοι, τα τελετουργικά και οι εξηγήσεις, που ακολουθούν την Γένεσι, λαμβάνουν εκείνη την «πρόνοια», έχοντας το βλέμμα στραμμένο σε εκείνη την τρομακτική τιμωρία, που απειλεί τον καθένα μετά την πτώση. Ο Κ. όμως ανίκανος να αναγνωρίσει το απελπισμένο μοτίβο αυτής τής εργασίας, αμφισβητεί την απόλυτη έμπνευση των νόμων. Ακόμα προσπαθεί να εκτιμήσει τουλάχιστο το υποκειμενικό τους θεμέλιο, το δικαστήριο όμως ανέκαθεν επιδεικνύεται με την καθαρά φυσική αθλιότητα τής θνητότητας:
«“Δεν γνωρίζω αυτόν τον νόμο“, είπε ο Κ. „Τόσο το χειρότερο για σας“, είπε ο φύλακας. „Υπάρχει μόνο μέσα στα κεφάλια σας“ είπε ο Κ., ήθελε κατά κάποιο τρόπο να μπει στις σκέψεις τών φρουρών, να κερδίσει την εύνοιά τους ή να εγκατασταθεί εκεί. Ο φύλακας όμως είπε αποκρούοντάς τον: Θα το νιώσετε.». (Ρ11)
Κατά την τελευταία φάση, ο Κ. είναι απλώς «συντετριμμένος» για τον ανόητο χαρακτήρα τής σύλληψης:
«Ποιοι είναι αυτοί; Θέλουν ένα νόημα και κάνουν ό,τι πιο ανόητο υπάρχει;» (Ρ16)
Ο Κ. θα μπορούσε τώρα να φέρει το δικαστήριο σε μια απορία. Η προσπάθεια τού δικαστηρίου να δώσει στον θάνατο ένα νόημα δια της μυθικής ερμηνείας, καταντά ένα άλογο θέατρο. Η παράθεση τού θρησκευτικού κειμένου, το γράμμα τού οποίου διατηρήθηκε επιμελώς, δεν μπορεί προφανώς να καθησυχάσει πια την ταραχή που προκαλεί το «συντρίβον» δεδομένο. Η παράδοση λοιπόν, η οποία ήθελε να βοηθήσει με την ερμηνευτική της το ξεπέρασμα τής «ανοησίας» τής απειλής τού θανάτου, καθίσταται ο τόπος τού «εντελώς ανόητου»: το δικαστήριο καθίσταται αποκάλυψη τής παραδεδομένης μεταφυσικής ανοησίας.
Η άγνοια του Κ. έχει την ίδια αποτελεσματικότητα την οποία θα είχε μια διανοητική ένσταση, από την οποία το θεμελιώδες δόγμα, μιάς γνώσεως που προέρχεται από την απόλυτη έμπνευση, θα είχε αφαιρέσει την νομιμοποίηση. Ο Κ. θα είναι στην πραγματικότητα για μερικές τουλάχιστο στιγμές άτρωτος. Δε θέλει όμως (ο Κ.) να απαλλάξει το δικαστήριο χωρίς να διαβεβαιωθεί με την υπηρεσιακή συγκατάθεση για την «ανοησία» τής νομοθεσίας. Η προσωπική του κρίση λοιπόν, μέσα στα πλαίσια τής ρητορικής και τής χρονολογίας τού θρησκευτικού ημερολογίου, πρέπει να επιβεβαιωθεί δια της «συμφιλίωσης»:
« „Λοιπόν, κύριοι“, αναφώνησε ο Κ., τού φάνηκε για μια στιγμή πως τούς σήκωνε όλους πάνω στους ώμους του, „κρίνοντας από την εμφάνισή σας, η υπόθεσή μου έχει τελειώσει. Έχω την γνώμη, πως το καλύτερο είναι να μην αναλογιζόμαστε πια αν είναι νόμιμο ή όχι το τι πράξατε, αλλά να δώσουμε ένα συμφιλιωτικό τέλος στην υπόθεση με μια χειραψία. Αν έχετε και εσείς την ίδια γνώμη, παρακαλώ- και προχώρησε προς το τραπέζι τού φύλακα και τού έδωσε το χέρι.» (Ρ17)
Το ότι όμως η κρίση (η απόφανση) για την μηδαμινότητα τής υπερβατικής απαίτησης για αλήθεια, μπορούσε να μαρτυρηθεί (βεβαιωθεί) από αυτόν τον ίδιο, είναι απλώς το ελπιδοφόρο και φοβισμένο όνειρο μιάς κοσμικής λογικής, η οποία δεν είναι ποτέ βέβαιη για αυτά που πρεσβεύει. Ο φύλακας αρνείται να του δώσει το χέρι. Και η περίεργη παρηγοριά τού αποκαλύπτει το κίνητρο, το οποίο επιτρέπει να συνεχίσει, να αναλογίζεται την «νομιμοποίηση» μιας δίκης η οποία νομιμοποιείται δια της θεονομίας:
«Πόσο απλά σάς φαίνονται όλα! … Θα ‘πρεπε να δώσουμε στην υπόθεση ένα συμφιλιωτικό τέλος, νομίζετε; Όχι, όχι, αυτό δεν γίνεται. Με αυτό όμως δε θέλω να πώ πως πρέπει να απελπίζεστε. Όχι, γιατί; Έχετε συλληφθεί, τίποτα παραπάνω.» (Ρ17)

Συνεχίζεται


Η γραφή ως παράδοση 3



Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει την μυθική της κληρονομιά, η λογική εμφανίζεται ενίοτε ως προάγγελος θανάτου. Ο Δον Κιχώτης, που ζούσε ως τρελός για τα μάτια του κόσμου, έγινε λογικός στον θάνατο. Η αναγνώριση τού μεγάλου του σφάλματος, θρηνούσε ο ασθενής, δεν μπορεί πια να διορθώσει την ζωή του, αλλά δεν θέλει να το επαναλάβει κατά τον θάνατο του. Οι παρόντες άκουγαν παραξενεμένοι, «και θεώρησαν ως σημάδι του θανάτου που πλησίαζε, το ότι μεταμορφώθηκε αστραπιαία από τρελό σε ένα λογικό άνθρωπο»1.
Την τελευταία λέξη σε αυτή την ζωή την είπε η λογική, και μίλησε κατά της ζωής. Εδώ δίνεται «μαρτυρία μιας γενικής απογοήτευσης και διαφωτισμός» για την «παράνοια» μιας ζωής, όπως παρατηρεί ο Nietzsche2, ο οποίος παρομοίασε τον «τον φτωχό, ετοιμοθάνατο Δον Κιχώτη» με τον από τον Θεό εγκαταλελειμμένο Χριστό πάνω στον σταυρό. Ο Δον Κιχώτης όμως, παρά την κρίση του περί τής παράνοιας της ζωής, ήταν πεπεισμένος για την μεσσιανική εγγύηση, βάσει της οποίας, η τραυματική διαπίστωση τών τής απάτης ολόκληρης τής ενθάδε ζωής επιβραβεύεται στο επέκεινα με την αληθινή γνώση.
Το ότι ακριβώς η λογική τον διαφώτισε περί του αναπόφευκτου χαρακτήρα του θανάτου και την σχετικότητα της ζωής, δεν είναι κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της (λογικής). Επειδή η λογική τον καταβάλλει σαν μια θεϊκή έμπνευση: στο τέλος τής ζωής του, το παλιό, φαινομενικά «τρελό» σχέδιο της ζωής τού Δον Κιχώτη δεν παραδίδεται στην απελπισία, αλλά χωρίς κάποια διακοπή, στο χριστιανικό σχέδιο της «σωτηρίας της ψυχής». Άπειρη και κυριολεκτικά προεκτεινόμενη στην ελπιζόμενη αιωνιότητα, η μεταφυσική ταυτολογία του Δον Κιχώτη είναι η προσωποποίηση της ανωτερότητας του πνεύματος έναντι του πραγματικού κόσμου. Καμιά εμπειρία, ούτε αυτή του θανάτου, δεν μπορούσε να χαλάσει την τρομερή αυτοπεποίθηση αυτής της ύπαρξης.
Ο Kafka, εντυπωσιασμένος από την δυνατότητα αυτής της ύπαρξης η οποία υφίσταται μόνο στο πνεύμα, κατονόμασε σε ένα σχεδιάσμα το κεντρικό σημείο αυτού του πράγματος, από την οπτική γωνία του επερχόμενου αιώνος:
«Μια από τις σημαντικότερες δονκιχωτικές πράξεις, πιο επείγουσα από την μάχη με τους μύλους, είναι: η αυτοκτονία. Ο νεκρός Δον Κιχώτης θέλει να σκοτώσει τον νεκρό Δον Κιχώτη. Για να σκοτώσει, χρειάζεται ένα ζωντανό σημείο (του σώματος), αυτό το ψάχνει με τό σπαθί του, ασταμάτητα και μάταια. Μέσα σε αυτή την ενασχόληση, κυλούν οι δυο νεκροί, σαν αξεδιάλυτη και ολοζώντανη κωλοτούμπα δια μέσου των εποχών».
Μήπως λοιπόν η μορφή αυτή προσελκύει περισσότερο με μια ψευδαίσθηση θανάτου και λιγότερο με την παροιμιώδη ψευδαίσθηση της ζωής της («πάλη με τον μύλο»); Τόσο βίαια όσο και καταναγκαστικά, η διαφωτισμένη διανόηση επικεντρώνεται ανέκαθεν στα στίγματα του θανάτου-αυτά του επερχόμενου , όχι του υπερβαθέντος θανάτου. Καθώς μόνο αυτά, και όχι κάποια εμπειρία, αποδεικνύουν αναγκαστικά, πως ο κάθε ένας χωρίς εξαίρεση υπόκειται στον θάνατο, η λογική τους (των στιγμάτων) αποκαλύπτει την ζωή της απορίας (Aporie): την απελπισία. Μια τέτοια επιβάρυνση, δια της επικαιρότητας εκείνου που ακόμα δεν είναι, και που αδιάκοπα πιέζει με την εναλλακτική τής πραγματοποίησης δια της αυτοκτονίας, ο Kierkegaard προσπάθησε να απορρίψει δια του «άλματος μέσα στην πίστη», όταν αποκάλυψε τον χαρακτήρα του αυτοκτονικού συλλογισμού: «Ο θάνατος τής απελπισίας μετατρέπεται διαρκώς σε κάποια ζωή. Ο απελπισμένος δεν μπορεί να πεθάνει, ‘όσο και το στιλέτο μπορεί να σκοτώσει σκέψεις’, τόσο μπορεί και η απελπισία να καταφάει το αιώνιο, τον εαυτό, που βρίσκεται στην βάση τής απελπισίας, το σκουλήκι τής οποίας δεν πεθαίνει και η φωτιά τής οποίας δεν σβήνει»3. Η πρόταση αναφέρεται στις μυθικές μορφές του Σίσυφου και του Τάνταλου, και στον Δον Κιχώτη, σύμφωνα με την απόδοση του Kafka. Ο Kafka όμως δεν εννοεί μόνο την ματαιότητά τους. Το όπλο που δεν μπορεί να σκοτώσει τις σκέψεις, έγινε για το ίδιο σκέψη, η οποία δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του εαυτού της, καθώς δεν έχει κανένα «ζωντανό σημείο», και καμιά πεπερασμένη διάσταση.
Το «σημαντικότερο» και ταυτόχρονα παραπλανητικό σημείο αυτής τής σκέψης βρίσκεται σε ένα ελάχιστο τονισμό τού ιστορικό-πνευματικού ευρήματος. Και αν ο παραδοσιακός στοχασμός είχε ως περιοριστική συνθήκη, το ότι ο στοχασμός περί θανάτου παρακάμπτει την ίδια του την προϋπόθεση, δηλαδή την πραγματική ζωή, καθώς μόνο όποιος ζει μπορεί να στοχάζεται τον θάνατο, στο παράδειγμα του Δον Κιχώτη δείχθηκε πως στην πραγματικότητα ο στοχασμός αυτός παρακάμπτει τον θάνατοσε μια επίσης «ασταμάτητη» και «μάταιη» προσπάθεια, να βρεθεί ένα τέλος, συνεχίζεται ιστορικά, «δια μέσου των εποχών», μια ακατάλυτη ζωή. Η ιστορική μαρτυρία μιας τρόπον τινά μετά-φυσικής ζωής αποχαιρετά τις μεγάλες και σκοτεινές μεταφορές του στοχασμού περί του θανάτου. Συγκρινόμενη προς το salto mortale4 του Kierkegaard θυμίζει μάλλον το salto vitale της δονκιχωτικής ύπαρξης, ως προς την απελπισία της αυτοκτονίας την αδιάκοπη «ενασχόληση» με το «ζωντανό σημείο», και συγκρινόμενη ως προς την δια βίου αγωνία θυμίζει εκέινη την «κωλοτούμπα» (Purzelbaum: ετυμολογικά σημαίνει πτώση και ανόρθωση), όπου ακόμα και ετυμολογικά, η μοναδικότητα της πτώσης και ανόρθωσης εναντιώνεται στην μεταφορά μιας αδιάκοπης επανάληψης.

Δον Κιχώτης, Αβραάμ, Ιησούς, είναι διάσημες σκεπτόμενες μορφές στο έργο του KafkaΕπειδή ο «παροδικός κόσμος» δεν αρκούσε για την «πρόνοια» τους, αποφάσισαν όλοι, να «μεταναστεύσουν στην αιωνιότητα» (H92). Αποτελούν μορφές υπέρβασης για ένα σχεδόν φανερό προσωπικό ενδιαφέρον τού Kafka, κάτω από την αντίληψη του οποίου αρχίζουν να μεταμορφώνονται με παράξενο τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου