Συνέχεια από:Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019
Συνεχίζεται
Η γραφή ως παράδοση
Η αποδόμηση του λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom
Ι. 3 Η
Σημαντική τής Kabbala α
Η πρώτη πρόταση
τού μυθιστορήματος που παραθέτει το κακό, και η τελευταία πρόταση που είναι
αφιερωμένη στην αιδώ, οριοθετούν την έκταση ενός στοχασμού, που έχει ως
έμπνευσή του την Γένεσι. Αλλά ακόμα και η πρώτη πρόταση επιτρέπει να
μεταφραστεί η αιτία και η πορεία τής δίκης αυτής βάσει τής μυθολογικής γλώσσας.
Το ότι «κάποιος»
«συκοφάντησε» τον Josef K., παραθέτει τον διάβολο (diabolos), ο μυθικός τίτλος τού οποίου, όπως θα το
βρήκε ο Kafka στην «Ιστορία τού διαβόλου» τού Roskoff18, είναι ο «συκοφάντης». Για την
παρουσία τής αρχέγονης κρίσεως, από απόψεως σημαντικής, φαίνεται πως δεν
γνωρίζουν κάτι, ούτε ο Josef K., ούτε οι τρεις υπάλληλοι, που τον συλλαμβάνουν
ανήμερα τών τριακοστών του γενεθλίων. Οι φύλακες είναι φυσικά «κατώτεροι
υπάλληλοι, που σχεδόν τίποτα δεν γνωρίζουν για τα νομικά έγγραφα» (Ρ11), ούτε
για τα έγγραφα που νομιμοποιούν το δικαστήριο για το οποίο εργάζονται. Αν και
δεν είναι σε θέση να επιδείξουν κάποια ταυτότητα, και δεν διαθέτουν «ένταλμα
συλλήψεως» (Ρ10), τα βιβλία με τα οποία εμφανίζονται (Ρ8/14), θυμίζουν την
ουσία τού δικαστηρίου, στην «υπηρεσία» (Ρ11) τού οποίου βρίσκονται.
Η «κωμωδία» τής
σύλληψης, στην οποία ο Κ. πιστεύει πως «παίζει», αντλεί το κείμενό της από τα
βιβλία αυτά. Την αιτία τής σύλληψής του θα μπορούσε να την είχε μαντέψει ήδη με
το ξύπνημά του. Γιατί το πρώτο πράγμα που ο Κ. βλέπει εκείνο το πρωινό, είναι
εκείνη η γριά, που από το απέναντι παράθυρο «τον παρακολουθούσε με μιά, για
αυτήν την ίδια, ασυνήθιστη περιέργεια» (Ρ7), και που αργότερα «έναν πολύ
μεγαλύτερο γέρο» τραβά στο παράθυρο και κρατά «περιτυλιγμένο» (Ρ12). Τέλος, από
τους «θεατές» (Ρ17) θα προκύψει μια μικρή «συντροφιά», καθώς πίσω από τους
γέρους, «στεκόταν ένας άνδρας, που τους ξεπερνούσε κατά πολύ, με ανοικτό στο
στήθος του τό πουκάμισο, και με ένα κοκκινωπό μυτερό γένι, που στριφογύριζε στα
δάκτυλα του» (Ρ14). Ο Κ. αμύνεται κατά αυτής τής «γεροντικής περιέργειας» (Ρ8),
πολύ πιο έντονα παρά εναντίον τών υπαλλήλων στο διαμέρισμα τής κυρίας Grubach:
«Η συντροφιά ήταν
ακόμα εκεί στο παράθυρο, και φάνηκε πως μόλις τώρα, που ο Κ. πλησίασε το
παράθυρο, διαταράχτηκε λίγο η ησυχία τής παρακολούθησης. Οι γέροι ήθελαν να
σηκωθούν, αλλά ο άνδρας που βρισκόταν πίσω τους, τους καθησύχασε. „Και εκεί
είναι τέτοιοι παρατηρητές“, φώναξε ο Κ. στον φύλακα και έδειξε με τον δείκτη
του πρός τά έξω. „Φύγετε από εκεί“, τους φώναξε. Οι τρεις απομακρύνθηκαν αμέσως
μερικά βήματα προς τα πίσω, οι δυο γέροι μάλιστα βρέθηκαν πίσω από τον άνδρα,
που τους απέκρυβε με το πλατύ του σώμα…“Ενοχλητικοί, αδιάκριτοι άνθρωποι!“ φώναξε
ο Κ., όταν γύρισε προς το δωμάτιο». (Ρ17)
«Εκεί», στον
ορίζοντα τού Josef K.,
θα έπρεπε να είχε γίνει φανερή η πραγματικά πανάρχαια διαμόρφωση πού προερχόταν
από την Γένεσι. Η «περιέργεια» πού επέδειξε το ζευγάρι γερόντων παραπέμπει στήν
Γραφή, και η τόσο ισχυρά κυρίαρχη μορφή τού άνδρα, που «καθησυχάζει» τους
γέρους και τους προστατεύει «με το κορμί του», παραπέμπει σε ένα βιβλικό
μοτίβο. Ο προστάτης είναι η πρώτη εκείνων των μεσσιανικών μορφών, τις οποίες θα
συναντήσει Κ. στο τριακοστό έτος τής ηλικίας του19.
Ο Κ. έχει δίκαιο
όταν ονομάζει μια τέτοια παρουσία ως «ενοχλητική» και «αδυσώπητη». Δεν
καταλαβαίνει όμως πιο «πνεύμα» αυτή παρουσιάζει, και σε ποια σημαντική
ημερομηνία λαμβάνει χώρα η σύλληψή του. Καθώς «εκεί» μια ζωντανή εικόνα (tableau vivant) παριστάνει τα
αρχετυπικά χαρακτηριστικά τής Γενέσεως, τα γεγονότα στο διαμέρισμα τής κυρίας Grubach ακολουθούν μια παράδοση, που διηγείται τον
τρόπο με τον οποίο το προπατορικό αμάρτημα επαναλαμβάνεται τελετουργικά κάθε
χρόνο.
Ο Ιουδαϊσμός
εξασκούνταν στήν ακατάβλητη διαρκή παρουσία τής καταδικαστικής απόφασης την
πρώτη μέρα κάθε έτους, την ημέρα δηλαδή εκείνη, που σύμφωνα με τό Sohar «λαμβάνει χώρα η δίκη τού κόσμου και ο
ενάντιος ασκεί τήν κατηγορία»20. Και έτσι, ο «συκοφάντης» που
κατηγόρησε τον Κ. την ημέρα τών γενεθλίων του, θα ήταν εκείνος ο διάβολος, ο
οποίος την ημέρα τής εβραϊκής πρωτοχρονιάς, την «ημέρα τής δίκης», αναλαμβάνει
και πάλι την «κατηγορία», η οποία κληρονομείται από την εποχή τής Γενέσεως. Την
ημέρα όμως τής δίκης, το δικαστήριο ανοίγει τα σχολικά βιβλία, τα οποία είχε
στοιχειοθετήσει για τις πράξεις τών ανθρώπων, τούς κατηγορεί, και τους δίνει
μέχρι την «ημέρα τής καταλλαγής» δέκα μέρες χρόνο για μετάνοια-και τότε
ταξινομεί αμετάκλητα τήν ενοχή21. Δέκα μέρες όμως περνούν, μέχρι ο
Κ. να κληθεί στην πρώτη και τελευταία «ανάκριση», και με την συμπεριφορά του,
σύμφωνα με τον ανακριτή, αφαιρεί από μόνος του τό μεγάλο του «πλεονέκτημα»,
«καθώς μια ανάκριση αυτό σημαίνει (πλεονέκτημα) για τον συλληφθέντα» (Ρ45).
Το ίδιο το
μυθιστόρημα ανοίγει στο πρώτο του κεφάλαιο τα παλιά βιβλία. Ήδη από την
σύλληψή του ο Κ. χάνει όλα του τα πλεονεκτήματα, τα οποία τού εγγυάται το
τελετουργικό ενώπιον τής Γενέσεως η οποία έχει και πάλι αναστηθεί. Συγχυσμένος
ως προς τις έννοιες αναζητά τις νομιμοποιήσεις και τις δικαιολογίες. Η διαταγή
των φυλάκων, να φορέσει το «γιορτινό του κοστούμι», «το καλύτερό του μαύρο
ένδυμα» (Ρ14), το χλευάζει ως «γελοίο τελετουργικό» (Ρ13), χαίρεται «που οι φύλακες
ξέχασαν να τον αναγκάσουν να πάει στο μπάνιο» (Ρ14) και αγνοεί παντελώς το
νόημα που υπόσχεται ένα τέτοιο «τελετουργικό»22 αναφορικά προς την
ιστορία τής σωτηρίας.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου