Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ (13)

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Παράστασις (Παρουσίαση) ότι τα πράγματα που επιδέχονται τον ίδιο λόγο (τον αυτόν λόγον) δεν είναι εντελώς και οπωσδήποτε ένα και ότι η άκτιστη ουσία όχι μόνο επιδέχεται τον ίδιο λόγο με την άκτιστη ενέργεια, αλλά και δεν επιδέχεται τον ίδιο (λόγο) κατά τον μέγα Βασίλειο· όπου και πολυειδής ανασκευή όλης της κακονοίας του Ακίνδυνου.

41. Λέγει ο Ακίνδυνος· «και πώς είπε ο μέγας Βασίλειος ότι επί της απλής και ασώματης φύσεως η ενέργεια επιδέχεται τον ίδιο με την ουσία λόγο;». Ας αντερωτήσουμε κι εμείς όμως αυτόν που προβάλλει τούτο για να δείξει ότι σε τίποτε δεν διαφέρει από την ουσία η ενέργεια· αυτά που επιδέχονται μεταξύ τους τον ίδιο λόγο είναι δύο ή απλώς ένα; Αν μεν είναι ένα, πώς και ποιά μεταξύ τους θα πεί κάνεις ότι είναι ταυτά (τα ίδια), αφού είναι εντελώς και οπωσδήποτε ένα; Αν δε όμως δεν είναι εντελώς ένα, διότι εκείνα που είναι ταυτά με το αυτό και μεταξύ τους ταυτά, δεν είναι μόνο δύο αλλά και περισσότερα, που είναι ίδια (ταυτά) και επιδέχονται τον ίδιο (τον αυτό) λόγο. Αν λοιπόν είναι περισσότερα από το ένα τα επιδεχόμενα τον αυτό λόγο, χωρίς να έχουν μεταξύ τους καμμιά διαφορά, και μάλιστα κατά γνώμη των θείων πατέρων, πώς είναι ενδεχόμενο να βρει κανείς αριθμό χωρίς καθόλου διαφορά;

42. Και όμως τα συνώνυμα επιδέχονται όλα τον ίδιο (τον αυτό) λόγο, είναι δε πολλά τα συνώνυμα κι’ όχι ένα. Διότι εγώ και εσύ ως άνθρωπος είμαστε συνώνυμοι και κατά τούτο επιδεχόμαστε τον ίδιο λόγο, αλλά είμαστε δυο άνθρωποι και όχι ένας. Αν δε ισχυρισθείς ότι ο άνθρωπος είναι συνωνύμως κατηγόρημα με σένα και πάλι θα ειπείς ότι τούτο είναι με την προϋπόθεση ότι διαφέρεις κάπως από εκείνον (τον άνθρωπο), διότι εσύ δεν είσαι μόνο ουσία· κι’ αν οριζόμενος προσθέσεις τα ιδιαίτερα προσόντα σου, δίπλα στην κοινή φύσιν, θα δείξεις ευθύς ότι εσύ και ο άνθρωπος δεν επιδέχεσθε τον ίδιο λόγο. Έτσι και επί των μη συνωνύμων μερικές φορές θα βρεθούν και τα δύο να είναι κατά διαφορετικό (έτερον) τρόπο.

43. Έτσι και ο μέγας Βασίλειος, γράφοντας Προς Ευστάθιον, λέγει ότι η θεία ενέργεια δεν επιδέχεται τον ίδιο λόγο με τη θεία ουσία. Είπε δηλαδή ότι «η ταυτότης της ενεργείας επί Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος δεικνύει σαφώς το απαράλλακτο της φύσεως», δείχνοντας με αυτό τη διαφορά της θείας ουσίας προς τη θεία ενέργεια (διότι το δεικνύον διαφέρει από το δεικνυόμενο), και προσέθεσε ότι «το όνομα της θεότητος δεν σημαίνει φύσιν, αλλά η προσηγορία φέρει ένδειξη της εποπτικής και ενεργητικής εξουσίας». Με αυτό όχι μόνο παρέστησε τη διαφορά της θείας ουσίας προς τη θεία ενέργεια, αλλά και έδειξε σαφώς ότι και η διαφέρουσα αύτη από τη θεία φύσιν ενέργεια είναι άκτιστη· διότι πώς δεν θα ήταν άκτιστη η εποπτική και ενεργητική εξουσία του Θεού; Προσθέτει επίσης και την απαρίθμηση των ακτίστων του Θεού, διότι λέγει, «ακούοντας ευεργέτη και κριτή αγαθό και δίκαιο και άλλα παρόμοια, διδαχθήκαμε τις διαφορές ενεργειών, ενώ την φύσιν του ενεργούντος δεν μπορούμε να επιγνώσουμε καθόλου καλύτερα διά της κατανοήσεως των ενεργειών» , κι’ έτσι πάλι δεν επέδειξε απλώς, αλλά και απέδειξε ότι διαφέρει από τη θεία ουσία η θεία ενέργεια· διότι αυτή μεν δεν είναι μόνο μιά, όπως έδειξε αυτός στην αρχή του λόγου, αλλά και πολλές, όπως υπέδειξε εδώ με την απαρίθμηση, ενώ η ουσία του Θεού διατηρεί εντελώς και με κάθε τρόπο το ενιαίο και δεν προβάλλεται ποτέ πληθυντικώς και δεν διαιρείται με κανένα τρόπο. Όχι δε μόνο είναι πολλές οι θείες ενέργειες αλλά και διαφέρουν μεταξύ τους, εφ’ όσον λέγει, «διδαχθήκαμε διαφορές ενεργειών», οι δε διαφορετικές μεταξύ τους, διαφέρουν κατ’ ανάγκη και από τη μια ουσία· διότι τα μη διαφέροντα προς ένα δεν είναι δυνατό να έχουν διαφορά μεταξύ τους. Αφού έδειξε λοιπόν από αυτά ότι διαφέρει η θεία ενέργεια από τη θεία ουσία επιφέρει επαυξάνοντας ακόμη τη μεταξύ τους διαφορά· «πράγματι, όταν αποδίδει λόγο για καθένα από αυτά τα ονόματα και για την ίδια τη φύσιν γύρω από την οποία στρέφονται τα ονόματα, δεν θ’ αποδώσει και για τα δύο τον ίδιο λόγο· και όποιων ο λόγος είναι άλλος, τούτων είναι κι’ η φύσις διαφορετική».

44. Βλέπεις εναργέστατη τη διαφορά της θείας ουσίας προς τη θεία ενέργεια και ότι αυτές δεν επιδέχονται πάντοτε τον ίδιο λόγο; Διότι η μεν ενέργεια δεικνύεται τί είναι, πλην των άλλων, και από τα θεια ονόματα, αν και αμυδρά, και τη θεία ουσία ως γνωριμώτερη από αυτήν υποδεικνύει μόνο ότι είναι· η δε ουσία του Θεού ούτε από τα ονόματα γενικώς δεικνύεται και δια της ενεργείας μόνο υποδεικνύεται. Προφυλασσόμενος δε ο μέγας πατέρας από τις πράγματι παρακινδυνευμένες μωρολογίες ανθρώπων σαν τον Ακίνδυνο (διότι αυτοί εύκολα θα μπορούσαν να ειπούν ότι ο μέγας είπε ότι των απλών ονομάτων οι λόγοι είναι διαφορετικοί), επιφέρει τα παρακάτω για να δείξει ότι δεν κάμνει λόγο απλώς περί των ονομάτων αλλά περί της σημασίας τους· «επομένως άλλο μεν είναι η ουσία, της οποίας δεν βρέθηκε ακόμη λόγος μηνυτής, άλλη δε η σημασία των γύρω από αυτήν ονομάτων που αποδίδονται από κάποια ενέργεια ή αξία», με το “κάποια” εδώ δεικνύοντας πάλι ότι και πολλές είναι οι θείες ενέργειες και διαφορά έχουν μεταξύ τους, εφ’ όσον είναι απεργαστικές για όλα τα έξω, που δεν είναι μόνο πολλά αλλά και διάφορα.

45. Καθ’ όσο λοιπόν διαφέρουν μεταξύ τους η θεία ουσία και η θεία ενέργεια, δεν επιδέχονται τον ίδιο λόγο· καθ’ όσο όμως δεν διαφέρουν μεταξύ τους, επιδέχονται τον ίδιο λόγο. Ποιά λοιπόν είναι αυτά; Διότι πρέπει κι’ αυτά να τα παρουσιάσουμε συντόμως.

46. Κοινή και η αυτή είναι η θεία ουσία του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Κοινή και η αυτή είναι και η θεία ενέργεια τούτων. Άκτιστη η ουσία, άκτιστη και η ενέργεια· ασώματη η ουσία, ασώματη και η ενέργεια. Ως προς αυτά λοιπόν η θεία ενέργεια επιδέχεται τον ίδιο λόγο με τη θεία ουσία. Είναι επίσης σ’ αυτές κοινό και ότι από αυτή την αιτία έχουν την ένωσιν μεταξύ τους· διότι δεν εφάνηκε ποτέ μιά από αυτές χωρίς την άλλη. Βέβαια ότι, καθ’ όσον διαφέρουν, δεν επιδέχονται τον ίδιο μεταξύ τους λόγο, το αποδεικνύει δια μακρών και ο θειος Γρηγόριος Νύσσης στο έργο Προς Ευνόμιον, ο οποίος μάλιστα προσμαρτυρεί ότι είναι δίδαγμα της παραφοράς του Ευνομίου το να λέγει ότι η άκτιστη ενέργεια επιδέχεται τον ίδιο καθ’ όλα λόγο με την άκτιστη ουσία, σαν να μην έχουν καμμιά διαφορά μεταξύ τους. Ο δε μέγας Βασίλειος και στο σημείο εκείνο της πραγματείας του, όπως λέγει ότι ενέργεια και ουσία έχουν τον ίδιο λόγο, δεικνύει και τη μεταξύ τους διαφορά.

47. Εκείνοι λοιπόν πού λέγουν ότι τα κτίσματα είναι οι ενέργειες του Θεού, ας ακούσουν αυτόν να λέγει, «ότι δεν είναι ως ένέργεια εκ του Πνεύματος το σώμα τού Χριστού, επειδή είναι κτιστό». Επομένως κανένα κτιστό δεν είναι ενέργεια θεία· διότι τα κτίσματα είναι αποτελέσματα των θείων ενεργειών. Αλλά και για την άκτιστη ενέργεια έχουμε διδαχθεί ότι είναι από την ουσία, αλλά για την άκτιστη ουσία κάνεις ποτέ δεν είπε ότι είναι από την ενέργεια. Δεν είναι λοιπόν εντελώς το ίδιο (ταυτόν) ουσία και ενέργεια επί του Θεού. Δεικνύοντας λοιπόν ο μέγας με πόσους τρόπους προέρχονται τα εκ του Πνεύματος, διέστειλε την ενέργεια του Πνεύματος από τα δημιουργικώς από αυτό παραγόμενα και δίδαξε ότι είναι φυσικώς από το Πνεύμα, όπως και στον προηγούμενο λόγο τον φέραμε να λέγει ότι οι αϊδίως προϋπάρχουσες στο Πνεύμα ενέργειες πηγάζουν από αυτό. Επειδή λοιπόν κι’ εδώ είπε ότι η άκτιστη ενέργεια είναι από το Πνεύμα, υπέδειξε σαφώς την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της θείας ενεργείας και της θείας φύσεως. Διότι η θεία φύσις δεν είναι από το Πνεύμα. Και από εδώ λοιπόν δεικνύεται να υπάρχει κάποια διαφορά της άκτιστης αυτής ενεργείας και προς το ίδιο το άγιο Πνεύμα. Πράγματι στα εντελώς αδιάφορα ποτέ δεν θα μπορούσε να ειπεί κανείς από το ένα εκ των δύο το άλλο· όπως δεν λέγουμε ότι ό άνθρωπος προέρχεται από τον μέροπα (θνητό) ούτε επί του Θεού η ουσία από τη φύσιν.

48. Καλείται βέβαια και το άγιο Πνεύμα ενέργεια και δύναμις, αλλά για το λόγο ότι έχει δυνάμεις και ενέργειες· διότι κατά την ουσία είναι ανώνυμο ως υπερώνυμο. Γι’ αυτό το άγιο Πνεύμα, όταν καλείται δύναμις ή ενέργεια, έχει συνυπακουόμενο και συνεκφωνούμενο το ενυπόστατο. Όπως και ο καθ’ όλα ακριβολόγος αυτός εδώ, λίγο παραπάνω, λέγει, «δύναμις αγιαστική είναι το άγιο Πνεύμα, ενούσια, ενύπαρκτη, ενυπόστατη». Στα κεφάλαια Περί Πνεύματος όμως αποφάνθηκε ότι όλες οι από το Πνεύμα προερχόμενες ενέργειες δεν είναι ενυπόστατες. Με αυτό φανερώνεται πάλι ότι τις διαστέλλει και από τα κτίσματα· διότι τα από το Πνεύμα προερχόμενα ως κτίσματα είναι ενυπόστατα, εφ’ όσον ο Θεός εδημιούργησε ουσίες με ποιότητες. Αλλά και για τον Υιό ο μέγας Βασίλειος, όπως προυποδείξαμε στον πρώτο λόγο Προς Ακίνδυνον, φανερά αρνήθηκε ότι είναι ενέργεια, τα εκεί δε γραφόμενα θα μπορούσε κανείς να τα χρησιμοποιήσει με λογική συνέπεια και περί του Πνεύματος. Εδώ όμως, δεν είπε απλώς ότι η άκτιστη ενέργεια είναι από το Πνεύμα, αλλά και ότι είναι φυσικώς από το Πνεύμα· τα δε φυσικά προσόντα και συνυπάρχουν πάντοτε με τη φύσιν, από την οποία έχουν το είναι, και φύσις δεν είναι. Αλλά ότι μεν συνυπάρχουν αχώριστα, είναι παραδεκτό από όλους, ότι δε εκτός του ότι και επί Θεού διαφέρουν τα φυσικά από τη φύσιν και δεν προκαλούν καμμιά σύνθεσιν, μόλις το εξεθέσαμε στον προηγούμενο λόγο, προς το τέλος του, ενώ συνεπιμαρτυρούσαν μαζί μας οι ιεροί θεολόγοι ότι είναι γνώρισμα της παρανοίας των Ελλήνων και της κακονοίας του Ευνομίου το να φαντάζεται κανείς σύνθεσιν στην περίπτωση τού Θεού από τα φυσικώς προσόντα. Τώρα όμως θα μας αρκέσουν και τα υποστατικά γι’ απόδειξη. Όπως δηλαδή εκείνα είναι πολλά γύρω από κάθε θεία υπόσταση και δεν είναι υπόσταση το καθένα από αυτά, αλλά είναι χαρακτηριστικά ιδιώματα της κάθε υποστάσεως και δεν προκαλεί καμμιά σύνθεσιν, κατά τον ίδιο τρόπο και τα φυσικά ιδιώματα προσυπάρχουν στη θεία φύσιν και το καθένα από αυτά δεν είναι φύσις, αλλά είναι όλα χαρακτηριστικά της φύσεως, και δεν ενεργούν μέσα στη θεία φύσιν καμμιά σύνθεσιν, έστω και αν διαφέρουν από αυτήν.

49. Επειδή δε και η ενέργεια είναι σχεδόν κοινό όνομα των φυσικώς παρατηρουμένων γύρω από τον Θεό, γι’ αυτό κι’ εδιδαχθήκαμε να λέγουμε πολλές θείες ενέργειες και ως παντοδύναμο τον ανυμνούμε, πρέπει να σκεφθούμε αν δεν διαφέρουν μεταξύ τους και αυτές οι θείες ενέργειες. Διότι, αν διαφέρουν, όπως και διαφέρουν, καθώς προϋπέδειξε ολοκάθαρα o μέγας Βασίλειος λίγο παραπάνω και καθένας που έχει νου αντιλαμβάνεται (διότι το άγιο Πνεύμα δεν θέλει όσα δύναται, ούτε ζωοποιεί όλα όσα παράγει δημιουργικώς, ούτε θεοποιεί όσα θεάται), πώς το καθένα από αυτά τα διαφέροντα μεταξύ τους, η δύναμις, η θέλησις, η πρόγνωσις, η θέωσις και όλα τα άλλα, δεν έχουν καμμιά διαφορά προς το ένα θειο Πνεύμα και τη θεία φύσιν;

50. Άραγε ο Ακίνδυνος δεν βλέπει σαν εντελώς ένα τα διαφέροντα μεταξύ τους, επειδή είναι τυφλός στη διάνοια, και από άκρα απόνοια (παραφροσύνη) δεν έχει την απαίτηση να καθοδηγεί και να διδάσκει τους υγιώς βλέποντες και από πλήρη αναισθησία δεν προβάλλει ως μάρτυρες τους ολοφάνερα κατηγορούντες αυτόν; Αλλά εκείνος μεν ας αισχύνεται έτσι και δια των προτεινομένων απ’ αυτόν, εμείς όμως, αφού ελέγξαμε τη συνέχεια του συγγράμματός του Περί ενεργείας στον επιστολιμαίο λόγο μας, θα επαναλάβουμε τώρα για λίγο τον λόγο μας τούτον και θα τον συνάψουμε στη συνέχεια της πραγματείας.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

7 σχόλια:

  1. Ανώνυμος26/1/20 8:30 μ.μ.

    Όπως και ο καθ’ όλα ακριβολόγος αυτός εδώ, λίγο παραπάνω, λέγει, «δύναμις αγιαστική είναι το άγιο Πνεύμα, ενούσια, ενύπαρκτη, ενυπόστατη». Στα κεφάλαια Περί Πνεύματος όμως αποφάνθηκε ότι όλες οι από το Πνεύμα προερχόμενες ενέργειες δεν είναι ενυπόστατες.
    Μπορείς να εξηγήσεις λίγο αμέθυστε το απόσπασμα αυτό;Υπάρχουν ενέργειες ενυπόστατες και ανυπόστατες;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οπως μάς είπε ο Κύριος Πνεύμα ο Θεός.. Οι κοινές άκτιστες ενέργειες τής Αγίας Τριάδος, η Πρόνοια τού Θεού, ουσιώνουν τήν κτίση, τής δίνουν νόημα καί σκοπό, γένος καί είδος, τήν διαιώνιση τού είδους η οποία φτάνει ακόμη καί μέχρι τήν αυτοθυσία γιά τήν προστασία τής νέας ζωής. Καί μέ τήν παράδοση καί τήν παιδεία δίνουν τά ουσιώδη, τήν ουσία καί τήν εμπειρία τής ζωής πού τελειούται στήν σοφία,στόν άνθρωπο ο οποίος μπορεί νά θυσιάσει τήν ζωή τού είδους πρός χάριν τής ζωής τού γένους, τού πολιτισμού. Μάς είπε ο Θεός αυξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί κατακυριεύσατε τήν δημιουργία μου καί περιμένετε τήν δική μου θυσία. Η οποία θά σάς δώσει τήν ενυπόστατη ενέργεια τής νίκης στόν θάνατο καί τήν ολοκλήρωση κάθε Πρόνοιας. Τήν Ανάσταση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν"· (Προφ. Δαυίδ). "Και τίνες αν είεν Θεού ασωμάτου ασώματοι χείρες, αι το στερέωμα και τους ουρανούς δημιουργήσασαι, Τώ λόγω Κυρίου, φησίν ο ψαλμωδός, οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τώ Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών. Αλλ' ώσπερ ου προφορικός λόγος εν τω Θεώ, αλλά ζών και υφεστηκώς, και των όλων δραστήριος ούτως εν τω Θεώ ου πνεύμα διαχεόμενον, ου διαλυόμενος αήρ, αλλά δύναμις αγιαστική, ενούσιος, ενύπαρκτος, ενυπόστατος". (Μ. Βασίλειος)
    Λέγει ο Αγιος Μάξιμος. «Έστι μεν εν πάσιν απλώς το Πνεύμα το Άγιον, καθ’ ο πάντων εστί συνεκτικόν, και των φυσικών σπερμάτων ανακινητικόν, και δι’ αυτού προς συναίσθησιν των πλημμελώς παρά τον θεσμόν της φύσεως πεπραγμένων άγον τον αισθανόμενον. προσδιωρισμένως δε εν πάσι. τοις εν Νόμω, καθότι της των εντολών έστιν υποδεικτικόν παραβάσεως, και της κατά Χριστόν προαγορευθείσης επαγγελίας φωτιστικόν. εν δε πάσι τοις κατά Χριστόν προς τοις ειρημένοις και ως υιοθετικόν, ως δε σοφίας ποιητικόν εν ουδενί των ειρημένων εστίν απλώς, πλην των συνιέντων, και εαυτούς δια της ενθέου πολιτείας αξίους ποιησαμένων της αυτού θεοτικής ενοικήσεως. πας γαρ μη ποιών τα θεία θελήματα, καν πιστός ή ασύνετον έχει την καρδίαν, ως πονηρών λογισμών εργαστήριον, και το σώμα κατάχρεων αμαρτίαις, ως δια παντός μολυσμοίς παθών ενεχόμενον»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Διαβάζοντας τη φράση:"...καί περιμένετε τήν δική μου θυσία. Η οποία θά σάς δώσει τήν ενυπόστατη ενέργεια τής νίκης στόν θάνατο...",μπορούμε να πούμε,ότι όλες οι προσπάθειες για νίκη του θανάτου από οποιονδήποτε μέσα στην Ιστορία,πριν την Ανάσταση του Κυρίου,αποτελούσαν ανυπόστατες ενέργειες και αδύνατον να μην αποτύχουν,ακόμα κι αν πολλές από αυτές εμπεριείχαν θυσία;(ή μήπως είναι η μέρα που τα καταλαβαίνω στραβά;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ηταν προδρομικές καί ακολούθησαν τόν Κύριο όταν τούς επισκέφθηκε στόν Αδη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Και μπορούμε να πούμε,ότι η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη αποτέλεσε γι'αυτούς,ταυτόχρονα,τη δικιά τους Πεντηκοστή,μιας και η πράξη τους προϋπήρξε της Ανάστασης του Κυρίου;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Θά είναι μαζί Του στόν Παράδεισο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή