Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ (16)

Συνέχεια από: Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 
Και ο Χριστιανός Πλατωνισμός.
Του Salvatore Lilla.
                              Τρίτο κεφάλαιο: Η Ελληνική Ανατολή.

Από τούς Καππαδόκες στόν ψευδο-Διονύσιο τόν Αρεοπαγίτη.   

Στους τρείς Καππαδόκες Πατέρες οφείλεται η εννοιολογική συστηματοποίηση τών όρων τής Τριαδικής Θεολογίας: τα τρία πρόσωπα τής Τριάδος διακρίνονται καθαρά, παρότι μέσα στην προφύλαξη τής θεμελιώδους έννοιας τής ενότητος τού Θεού. Και ακριβώς το Άγιο Πνεύμα λαμβάνει μία συγκεκριμένη θέση και μία αναβάθμιση στους κόλπους τής Τριάδος, καθότι μέχρι τότε η πραγμάτευσή του ήταν θολή και έφτανε μέχρι τήν υποβάθμιση και τήν μείωση κατά τήν διάρκεια τού IV αιώνος. Οι δεσμοί τής θεολογικής σκέψης τών Καππαδοκών με τήν Ιουδαιο-ελληνιστική φιλοσοφία και με τον νεοπλατωνισμό υπήρξαν πολυπληθείς, εκτός μίας βασικής διαφοράς τους με το σύστημα τού Πλωτίνου. Αυτή η διαφορά εντοπίζεται στην ιεραρχική θέση τών τριών υποστάσεων. Ενώ στον Πλωτίνο οι τρείς υποστάσεις (το Ένα-αγαθό, ο νούς-σοφία-είναι-ζωή και η ψυχή του κόσμου) κατέχουν τρία διαφορετικά ιεραρχικά επίπεδα σύμφωνα με τον νεοπλατωνικό νόμο, κατά τον οποίο “η γενετική αρχή γεννά ένα κατώτερο όν (Ενν, V, 2,2-293), οι τρείς Καππαδόκες, αντιδρώντας εναντίον τών ανόμοιων και τών πνευματομάχων, επιβάλλουν την ίση κυριότητα και αξιοπρέπεια τών τριών προσώπων τής Τριάδος.
          1. Βασίλειος.
          Η περιγραφή τής Θείας φύσεως στο πρώτο κεφάλαιο τής δέκατης πέμπτης ομιλίας περί Πίστεως, του Βασιλείου, βασίζεται στην πλούσια χρήση των εννοιών και των όρων τής “αποφατικής Θεολογίας”, η οποία χαρακτηρίζει την πλατωνική παράδοση!
          “Σχημάτισε έτσι τήν Θεία φύση: ακίνητη, αναλλοίωτη, απαθή, απλή, χωρίς σύνθεση, άτμητη, φως απρόσιτο, άφατη δύναμη, άπειρη στο μέγεθος, δόξα υπερκόσμα λαμπρή, κάλλος εκπληκτικό το οποίο ακουμπά με δύναμη την ψυχή, αμετάβλητη, άρρητη” PG 31,465 2-8.
          Οι ιδιότητες (κατηγορήματα) ακίνητη, αμετάβλητη, αναλλοίωτη, απαθής, απλή, χωρίς σύνθεση, άτμητη, άφατη δύναμις, άπειρο μέγεθος είναι αποφατικές έννοιες (αρνητικές) οι οποίες συναντώνται κανονικά στην πλατωνική παράδοση. Το κατηγόρημα φώς απρόσιτο, παρότι είναι μία πιστή ανάμνηση τού Παύλου 1 Τμ. 6,16, δεν απομακρύνεται από την σκέψη πού υπάρχει ήδη σε χωρία τού Πλάτωνος, τού Πλωτίνου (Πολιτεία IV, 432 C 7-8, Ενν. V5,10). Ακόμη και οι ιδιότητες αγαθότης επιθυμητή, εκπληκτικό κάλλος έχουν προηγούμενα. Για τον Πλωτίνο ο Θεός, το απόλυτο αγαθό είναι αντικείμενο επιθυμίας εκ μέρους όλων των όντων (Ενν. I, 7.1. Πρόκειται για Αριστοτελική ιδέα (Ηθικά Νικομάχεια Ι, 1094 α 3). Στον Πλωτίνο εμφανίζεται και η έκφραση “ακούμπα με δύναμη τήν ψυχή την πληγωμένη” και στον Φαίδρο τού Πλάτωνος βρίσκουμε την έκφραση “δεν μπορεί να αποκαλυφθεί καταλλήλως με τις λέξεις” (Φαιδρ. 247 C4). Αυτή η τελευταία έκφραση είναι η ιδέα τής άφατης Θείας φύσεως, η οποία παρουσιάζεται στενά συνδεδεμένη με την αγνωσία τής φύσεως τού Θείου. Η άμεση συνέπεια τού άφατου είναι η σιγή: “πώς μπορεί η σιγή να μην είναι αναγκαία έτσι ώστε να αποφύγουμε αυτή η υπέροχή πραγματικότης που είναι η Θεολογία να μειωθεί από την μετριότητα των λέξεων;” Και πράγματι η σιγή είναι ο μοναδικός τρόπος δοξολογίας τών άφατων πραγματικοτήτων. Και αυτή η ιδέα είναι χαρακτηριστική του νεοπλατωνισμού (Ενν. VI, 8,11).
          Η καθαρή διάκριση ανάμεσα στα τρία πρόσωπα τής Τριάδος, όπως την απαιτούσε η πολεμική εναντίον του Σαβελλιανισμού, βασίζεται αναγκαίως στην εξίσου καθαρή διάκριση ανάμεσα στις έννοιες τής ουσίας και τής υποστάσεως (Βασίλειος, ομιλία 24, όπου στην θέση τής υπόστασης χρησιμοποιεί τούς παρόμοιους περίπου όρους, ύπαρξις και προσώπον, παρότι διαθέτουν μία λεπτή διαφορά από την υπόσταση καθότι αναφέρονται στην ενσάρκωση τού Χριστού), οι οποίες εχρησιμοποιούντο σαν συνώνυμοι με την ουσία: ενώ ο όρος ουσία είναι πιο γενικός και δείχνει το σύνολο των κοινών ιδιοτήτων στα τρία πρόσωπα της Τριάδος, ο όρος υπόστασις αναφέρεται σε ατομικές οντότητες!
          Η σχέση η οποία διατρέχει ανάμεσα σ’αυτό που είναι κοινό και αυτό που είναι ιδιαίτερο, υφίσταται ανάμεσα στην ουσία και την υπόσταση… Ο όρος ουσία είναι κοινός και αρκεί να σκεφθούμε για παράδειγμα τον όρο αγαθότης, στην Θεότητα και σ’ άλλες ανάλογες έννοιες. Η υπόσταση όμως ανήκει στην ατομικότητα τής Πατρότητος, της Υιότητος και τής δυνάμεως τής Αγιότητος” (Επιστ. 214,4).
          “Ανάμεσα στην ουσία και την υπόσταση υπάρχει η διαφορά ανάμεσα σ ’αυτό που είναι κοινό και αυτό που είναι ατομικό και γι’ αυτό δεχόμαστε στην Θεότητα μία μοναδική ουσία… αλλά υποστηρίζουμε την ατομικότητα τής υποστάσεως, έτσι ώστε να αποφευχθεί η σύγχιση και να μείνει καθαρή η ιδέα που έχουμε του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος” (Επιστ. 236,6).
          Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η σημασία της “ατομικής οντότητος” η οποία αποδίδεται από τον Βασίλειο στον όρο υπόστασις είναι ακριβώς εκείνη η οποία εμφανίζεται τόσο στον Ωριγένη όσο και στον Τίτλο μιας από τις Εννεάδες τού Πλωτίνου, περί των Τριών αρχικών υποστάσεων, VI, 1. (η ταυτότης τής σημασίας τής υποστάσεως στον Βασίλειο και στον τίτλο τής πρώτης πραγματείας τής Πέμπτης Εννεάδος τού Πλωτίνου, ίσως ανήκει στο πλαίσιο τής τάσεως, χαρακτηριστικής μερικών Ελλήνων Πατέρων, να πλησιάσουν την κορυφαία Τριάδα του Πλωτίνου (Ένα-αγαθό, νους, και κοσμική ψυχή) στην Χριστιανική τριάδα, εκτός βεβαίως τής διαφορετικής θέσεως των Καππαδοκών Πατέρων στο Ιεραρχικό επίπεδο των τριών προσώπων. (Δεν διαθέτουν ιεραρχική τάξη).
          Ο Πατήρ είναι η αρχή του Παντός, η αιτία της υπάρξεως των όντων, η ρίζα των ζωντανών όντων, η ρίζα και η πηγή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για έννοιες που βρίσκονται ήδη στον Πλωτίνο και στην προηγηθείσα Πλατωνική παράδοση. (Πολιτ. VI, 511 b, Ενν. V,1.7). Πάντοτε στην πλατωνική παράδοση βρίσκουμε και ορισμένες έννοιες τις οποίες χρησιμοποιεί ο Βασίλειος, ιδιαιτέρως ενάντια στον Ευνόμιο: Ο Πατήρ δεν προέρχεται από κανένα άλλο όν, είναι αγέννητος και άφθαρτος, είναι άπειρος και δεν είναι ούτε πιο νέος ούτε πιο γέρος από τον εαυτό του. Όσον αφορά την έλλειψη γεννήσεως του Πατρός ο Βασίλειος δεν μπορεί να συμφωνήσει με τον Ευνόμιο ο οποίος την  θεωρούσε σαν μία έκφραση τής ουσίας του! Ο Βασίλειος βλέπει στην φράση του Ευνόμιου “το γεγονός ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος είναι μία συνέπεια της προτεραιότητος του σε σχέση με όλα τα πράγματα” μόνον μία συμπληρωματική συνέπεια, μία ιδιότητα η οποία απεκτήθη και επομένως ξένη στην αρχική ουσία (μία ιδιότητα που αποκτάται και συνεπάγεται δεν μπορεί να αποτελεί μέρος της ουσίας) και απορρίπτει τους δύο ορισμούς “ουσία αγέννητος” και αγεννησία τους οποίους δίνει ο Ευνόμιος αντίστοιχα στον Πατέρα και στην ουσία Του με τον σκοπό να αποδείξει την διαφορετικότητα ανάμεσα στην ουσία Του και σε εκείνη τού Υιού. (Ομ. 21,4).

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου