Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (40)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τετάρτη,18 Μαρτίου 2020
                                 Jacob Burckhard
                                                            ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
7. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (συνέχεια 4η)
     
Το καθεστώς τών Τριάκοντα υπήρξε ολέθριο ως προς τις αρχές και ως προς τη διαδικασία εφαρμογής του, αλλά η συμπεριφορά τής αρχαίας Αθήνας, όπως εκδηλώθηκε αμέσως μετά την πτώση τους, πρόσφερε στους τυράννους μιαν, έστω μικρή, δυνατότητα δικαίωσης. Ο ίδιος ο Λυσίας αναδεικνύει αυτή την αποτρόπαιη κατάσταση: «Αυτό ακριβώς», θα μπορούσαν να πούν όσοι από τούς οπαδούς τών τυράννων επέζησαν, «επιδιώξαμε να εξαλείψουμε για πάντα, και νά που επανέρχεται». Πρακτικές όπως η εκμετάλλευση ακολουθούν τον δρόμο τους ατιμώρητα, μέχρι τη στιγμή που φτάνουν σε αδιέξοδο. Ακόμη και τα Παναθήναια οδηγήθηκαν, κατά τη μακεδονική ίσως περίοδο, σε κάποια λιτότητα. Στη συνέχεια η Αθήνα πτώχευσε εμφανώς, και επιβίωσε χάρη στους ξένους. Ο λόγος όμως για τον οποίον ο αθηναϊκός λαός τήρησε αυτή τη στάση είναι εξαιρετικά απλός: Ένας λαός που συνήθισε να απέχει από κάθε τίμια εργασία, αφιερώνοντας τον χρόνο του σε συνελεύσεις και δικαστήρια, υπέπεσε σε μια στρεβλή και άπληστη φαντασιοπληξία· όπως ένας ακαμάτης που σκέπτεται μόνο την τροφή, προσέβλεπε στα αγαθά τών θυμάτων του και στην πιθανή λεία τους με ασυγκράτητη επιθυμία. Είναι επόμενο κάποιοι να αποφεύγουν, συχνά με άνομο τρόπο, τους φόρους και να απαλλάσσονται με κάθε τρόπο από τα βάρη· ήταν κι αυτοί Αθηναίοι που εκτίθονταν στον κίνδυνο της απάτης και παραποιούσαν τα στοιχεία· συνήθως όμως οι ένοχοι αποκαλύπτονταν και κατέληγαν στο λαϊκό δικαστήριο (την Ηλιαία), που ήταν γνωστό για την αυστηρότητά του. Οι Αθηναίοι προσέφευγαν εκεί με ιδιαίτερο ζήλο, ιδίως μετά τον τριπλασιασμό τών απολαβών τών δικαστών από τον Κλέωνα, γεγονός που οδήγησε σε τεράστια οπισθοδρόμηση. «Έναν ή δυό μήνες τραγουδούν τα τζιτζίκια στα κλαριά, οι Αθηναίοι στα δικαστήρια μια ζωή» (Αριστοφάνης).
     Ανάμεσα σε όλες τις αρχαίες μαρτυρίες, θα αρκούσε να δώσουμε τον λόγο στον Φιλοκλέωνα του Αριστοφάνη, ο οποίος περιγράφει με ιδιαίτερη ικανοποίηση την ευχάριστη πλευρά τής άσκησης του δικαστικού του επαγγέλματος. Είναι βέβαιο εδώ ότι κάθε λεπτομέρεια σκιαγραφείται με ακρίβεια, και ότι το πρότυπο αυτού τού απαίσιου Φιλισταίου αναπαράχθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα: ο ευτυχής που προκαλεί τον φόβο και περιβάλλεται από δυστυχείς κατηγορουμένους και τις οικογένειές τους· ο ψυχαγωγούμενος από τη διαδικασία σαν να επρόκειτο για καλοστημένη παράσταση, δεδομένου ότι δύσμοιροι και απειλούμενοι άνθρωποι αναγκάζονται να τον καλοπιάνουν ή ακόμη και να τον κολακεύουν· κι εκείνος να απολαμβάνει τον ανεύθυνο αυταρχισμό και τον τρόμο που διασπείρει. Το λιγότερο που θα μπορούσαν να κάνουν οι Ηλιαίοι δικαστές θα ήταν, αντί να αποφασίζουν με βάση το συμφέρουν τους, να δώσουν τουλάχιστον λίγη προσοχή στην οργή ή το έλεος ή την ευφράδεια των δύο πλευρών (ήταν υποχρεωμένες να καταθέσουν αυτοπροσώπως) ή και του λογογράφου, που είχε συντάξει για λογαριασμό τους την αγόρευση. Χάρη σ’ αυτήν τη συνήθεια γνωρίζουμε αρκετά γι’ αυτές τις δίκες και ο Λυσίας, που είναι κυρίως εκείνος που τοποθετείται με οξύνοια τόσο απέναντι στην ίδια την υπόθεση όσο και στη θέση τών πελατών του αποδεικνύει σε ποιαν έκταση ήταν δυνατόν να επιδείξει κανείς τις διανοητικές του ικανότητες κατά τη δίκη. Στην Αθήνα το νόημα του δικαίου ήταν ασήμαντο, η αλήθεια χωρίς αντίκρισμα, η πειθώ το παν· οι δικαστές συχνά πολιορκούνταν από απαρηγόρητους γονείς που παρουσιάζονταν στη δίκη, ή από φίλους με κύρος που επενέβαιναν για να υποστηρίξουν τον κατηγορούμενο. Επίσης συχνά λέγονταν στο δικαστήριο πράγματα, που κανένας πρόεδρος δεν θα επέτρεπε σήμερα να ακουστούν. Ο Λυσίας παραθέτει την προφανώς ευφυή κατάθεση ενός άπειρου νεαρού κατηγορουμένου: «Συχνά συνέβη να αποκαλύπτονται οι ψευδομάρτυρες, χωρίς τα θύματά τους να μπορούν πλέον να επωφεληθούν… Εάν υπάρχουν πολλοί κατηγορούμενοι σε μια δίκη, οι πρώτοι καταδικασθέντες τιμωρούνται σκληρά, ενώ οι τελευταίοι συχνά απαλλάσσονται· επειδή η οργή σας μειώνεται, δίνετε προσοχή στην κατάθεσή τους και λαμβάνετε υπόψη σας τις αποδείξεις τους». Στον Ερμογένη τού Ξενοφώντα συναντάμε μια συνολική κριτική διάσταση: «Γοητευμένοι από την ευφράδεια, οι δικαστές στη Αθήνα καταδίκασαν πολλές φορές αθώους και απάλλαξαν συχνά τούς ένοχους». Έκτοτε, και σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, όλες οι ικανότητες της ευφράδειας, αν όχι οι αποτελεσματικότερες, καλλιεργήθηκαν εξ αιτίας τών δικαστικών απαιτήσεων· η αλήθεια είναι ότι αυτή η τέχνη ξεκίνησε από τη Σικελία, μέσα από τα δικαστήρια, και παράλληλα με αυτή τη δραστηριότητα, που συνεχίστηκε παντού και πάντοτε, η πολιτική ευφράδεια είχε μάλλον την τάση να αναδεικνύει τη δύναμή της, έστω και ευκαιριακά.
     Στο επίκεντρο αυτής τής τελευταίας τοποθετείται στην Αθήνα η διάσημη συνέλευση του λαού, η οποία είχε υφαρπάξει, όπως σε όλες τις δημοκρατίες, τις υποθέσεις τού Συμβουλίου (στην προκειμένη περίπτωση, της Βουλής τών Πεντακοσίων), υποκαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συνέλευση αυτή ανταποκρίθηκε αποτελεσματικά και με μεγάλο ενθουσιασμό, αν και σε δυσαναλογία ως προς τις υπάρχουσες δυνατότητες. Ο Δημοσθένης την παρέσυρε σε ρήξη με τον Φίλιππο και στην διεξαγωγή τής μάχης τής Χαιρώνειας. Τα κριτήρια των επιλογών της συμπίπτουν εν πολλοίς με την κριτική που ασκήθηκε στην ιστορία τού Αθηναϊκού πολιτεύματος, και υπήρξαν, συγκρινόμενα με άλλες πόλεις, συνήθως θετικά. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, που ακολούθησε την πτώση τών Τριάκοντα, η συνέλευση του λαού υπήρξε και παρέμεινε ένας, ασφαλώς δυσανάλογα ευρύς, αλλά συνεχώς δραστήριος θεσμός αυτού τού Κράτους, και ενώ σε άλλες πόλεις συνεχίζονταν οι αιματηρές εξεγέρσεις, η Αθήνα έμεινα πιστή σ’ αυτή τη διαδικασία τών διαβουλεύσεων και της λήψης αποφάσεων, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες. Σε μεταγενέστερη εποχή, όταν επιδιώχθηκαν τομές στο ελληνικό παρελθόν, ο Παυσανίας θα γράψει: «Δεν γνωρίζουμε καμμιά δημοκρατία που να γνώρισε μια τόσο σημαντική εξέλιξη όσο η δημοκρατία τών Αθηναίων, διότι η φυσική τους ευφυΐα ήταν ανώτερη όλων τών υπολοίπων Ελλήνων, και επιπλέον ήταν οι μόνοι που  αθέτησαν σε μικρότερο βαθμό τούς υπάρχοντες νόμους». Αυτός ο λαός αντιμετωπίστηκε στο σύνολό του σαν μια ζωντανή ύπαρξη, και μάλιστα απέκτησε μιαν εξιδανικευμένη μορφή στον χώρο τής τέχνης· είναι αλήθεια ότι οι σατιρικοί συγγραφείς τον αντιμετώπισαν με λιγότερο σεβασμό, και ότι στον Πλάτωνα αναφέρεται ως «ένα μεγάλο ζώο», του οποίου οι ιδιαιτερότητες και το πάθος για τη μελέτη θεωρούνται ως η σοφία τού Κράτους. Ένα παλαιό (παρότι εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Πλούταρχο) πορτρέτο, τον απεικονίζει ως «επιρρεπή στην οργή, και προσφιλή στο έλεος· που προτιμά να φανεί εξαιρετικά δύσπιστος, παρά να αφεθεί σε καθοδήγηση· που άλλοτε ευχαριστείται να προσφέρει τη βοήθειά του σε απλούς και ασήμαντους ανθρώπους, και άλλοτε επιλέγει να εκφράζεται με καυστική ειρωνεία· συμπαθεί αυτούς που τον επαινούν, αλλά δεν εχθρεύεται αυτούς που τον λοιδορούν· επικίνδυνο για τους αφέντες του, και καλοπροαίρετο ακόμη και απέναντι στους εχθρούς του».
     Ως προς το κύρος τών συνελεύσεων που συγκαλούνταν για να αποφασίσουν, φρόντιζαν να τις περιβάλλουν με μεγάλη επισημότητα. Διατυπώσεις όπως: «ο αθηναϊκός λαός που έχει κάθε είδους εξουσία στην πόλη και το δικαίωμα να πράττει όπως επιθυμεί» είναι πολύ συχνές, ενώ μέσα στο κτίριο της Συνέλευσης υπήρχε ναός τού Βουλαίου Διός και της Βουλαίας Αθηνάς, στους οποίους οι εισερχόμενοι προσεύχονταν και πρόσφεραν θυσίες για τη σωτηρία τής δημοκρατίας. Επιπλέον, επειδή γι’ αυτόν τον λαό η ψευδορκία ήταν σύνηθες φαινόμενο, πίστευαν ότι τους προστάτευε ο όρκος που έδιναν όλοι οι Αθηναίοι τακτικά, πριν από τα Διονύσια, κατά τον εχθρών τής δημοκρατίας, δεσμευόμενοι να τους φονεύουν, και ιδιαίτερα όσους δέχονταν να υπηρετήσουν ένα μη δημοκρατικό καθεστώς, όπως αυτό τών τυράννων και των ακολούθων τους· να θεωρούν επίσης αθώους αυτούς που τους εκτελούσαν, να επιδοτούν την πώληση των αγαθών τών καταδικασθέντων, δίνοντας τα μισά στους δολοφόνους, και να προικίζουν τούς απογόνους τού δολοφόνου, όπως έγινε στην περίπτωση των φόνων που διέπραξαν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων. Σε όποιον τηρούσε  πιστά τον όρκο του, υπόσχονταν κάθε δυνατή ευτυχία, αλλά σε όσους ψευδορκούσαν, τον θάνατο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.  Όταν ο φόνος ενός απεχθούς προσώπου, φόνος που είχε κριθεί νόμιμος και επιθυμητός, εκτελείτο, η πόλη ζητωκραύγαζε και τιμούσε τούς αυτουργούς, όποιοι κι αν ήταν. Όταν δολοφονήθηκε ο Φρύνιχος, οι Αθηναίοι (408 π. Χ.) τον ανακηρύξαν ένοχο προδοσίας, και δεν στεφάνωσαν τον δολοφόνο, που ήταν δούλος, αλλά τον αφέντη του Έρμοντα και τους ακολούθους του. Φαίνεται όμως ότι ο λαός απέκτησε προβλήματα συνείδησης, και παρότι οι μάζες αναγκαστικά ακολουθούσαν, άρχισε να βλέπει παντού συνομωσίες, τις οποίες η αυστηρότητά του καθιστούσε βέβαια αναπόφευκτες. Όταν συνέβη η περίφημη καταστροφή τών κεφαλών των Ερμών (415 π. Χ.), κρίθηκε, ανεξάρτητα από την προέλευση των αυτουργών, ότι αυτό απέβλεπε στην καταστροφή τού λαού, και ο καταδότης Διοκλείδης θεωρήθηκε σωτήρας τού Κράτους, στεφανώθηκε και οδηγήθηκε με άρμα στο Πρυτανείο, όπου και του εκφωνήθηκε τιμητικός λόγος· για να παραδεχτεί αργότερα ότι οι καταγγελίες του ήταν ψευδείς.
    Είναι προφανές ότι οι προθέσεις τής Αθήνας, να κηδεμονεύσει σε ολόκληρο τον κόσμο, θα μπορούσαν να εκπληρωθούν ευκολότερα και ασφαλέστερα μέσα από άλλες διαδικασίες, παρά μέσα από τη συνέλευση του λαού. Και μοιάζει πραγματικά ανούσιο το να διαλαλείται σε πολλές περιπτώσεις η επιτυχία της στην εξωτερική πολιτική. Ο Δημοσθένης, αναφερόμενος στην πολιτική που ασκούσαν οι Αθηναίοι, τους λέει μεταξύ άλλων τα εξής: «Γνωρίζετε ότι συμφέρει το Κράτος μας, η Θήβα και η Λακεδαιμονία να μην είναι τόσο ισχυρές, η πρώτη να μάχεται τη Φωκίδα και η δεύτερη κάποιους άλλους λαούς.  Αυτές οι συνθήκες αποτελούν προϋπόθεση για την ασφάλεια και το μεγαλείο μας». Στη συνέχεια δηλώνει ότι ασφαλώς οι Αθηναίοι επιθυμούν, περισσότερο από τούς υπόλοιπους Έλληνες, τον θάνατο του Φιλίππου. Αλλά η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς αποδεκτό από όλους, και μόνον επειδή υπήρξε μια καθολική ενότητα και μια απόλυτη επιθυμία ενιαίας βουλήσεως, μπόρεσε να γεννηθεί και να γίνει απόλυτα συνειδητή αυτή η επιλογή. Την εποχή τού Πελοποννησιακού πολέμου η δημοκρατία ήταν, επιπλέον. ήδη σε μεγάλη παρακμή και οι ζωντανές αναμνήσεις αφορούσαν σχεδόν μόνο σε ορισμένα πρόσωπα και σε σημαντικά γεγονότα· είχε καταλήξει σε μιαν απλή πρακτική, κι έτσι παρατάθηκε η ζωή της κάτω από στιγμιαίες, εξωτερικές πιέσεις. Οι καταστροφικές εμπειρίες δεν αποδόθηκαν στο σύνταγμα, αλλά σε κείνους που έκαναν κακή χρήση.
     Επομένως, παρότι οι ιδιοφυία, η θέληση και η μοίρα συνιστούν εδώ μιαν αδιαχώριστη ενότητα, οι μεταγενέστεροι έχουν συνεχώς την τάση να μέμφονται και πάλι τούς Αθηναίους. Αυτό το Κράτος, όχι μόνο καλλιέργησε ένα πάθος που το οδήγησε στους πλέον επιζήμιους  παραλογισμούς και βιαιότητες, αλλά έσπευσε να εξουθενώσει και να αποκαρδιώσει τούς πιο προικισμένους άνδρες του. Αυτό όμως που ενδιέφερε τις επόμενες χιλιετίες δεν ήταν η Αθήνα ως Κράτος, αλλά η Αθήνα ως υψίστης σημασίας κοιτίδα πολιτισμού, ως πηγή τού πνεύματος.
     Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο παλμός τής ορμητικότητας της συνέλευσης του λαού και της αυταπάρνησης στη μάχη ήταν ένας και κοινός, ενώ σε άλλες, στο μεταξύ. περιπτώσεις ο λαός επέδειξε μετριοπάθεια και σύνεση. Ορισμένοι κίνδυνοι παραμερίστηκαν με τη παρέμβαση των ευγενών. Αλλά κατά την αδιανόητη δίκη τών στρατηγών μετά τη ναυμαχία τών Αργινουσών, «ο όχλος απαίτησε το δικαίωμα να εφαρμοστεί η απόφαση του λαού», και τον επόμενο χρόνο η δυστυχία επέπεσε με όλη της την αγριότητα πάνω την πόλη τών Αθηνών. Εξ άλλου ο λαός είχε αναλάβει προηγουμένως, και ανέλαβε και πάλι στη συνέχεια, μετά την αποκατάσταση του Κράτους, τη διεκπεραίωση των τρεχουσών υποθέσεων, καθώς και τη νομοθετική διαδικασία, προκηρύσσοντας αδιάκοπα νέα διατάγματα, λαμβάνοντας μόνο κατά βούληση υπόψη του την προπαρασκευαστική γνωμοδότηση της Βουλής τών Πεντακοσίων. Η θεσμοθέτηση διαταγμάτων ήταν μια διαδικασία, που έφερε τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου «ο οποίος δεν διαφέρει από τα κοκόρια και τα υπόλοιπα ζώα παρά μόνον ως προς το ότι αυτά δεν κατασκευάζουν διατάγματα» (Αριστοφάνης). Αλλά αυτά που υπαγορεύει η έμπνευση της στιγμής, δεν αποκτούν ποτέ διαρκή αξία.
      Θα πρέπει τώρα να αναρωτηθούμε ποιες ήταν οι επιρροές που δέχτηκε πραγματικά το Κράτος. Για το διάστημα μέχρι το τέλος τού Πελοποννησιακού Πολέμου θα μπορούσαμε να ενοχοποιήσουμε εν μέρει την εχθρότητα που εξυφαινόταν μυστικά από μερικούς ολιγαρχικούς, που είχαν συμφέρον να ανατρέψουν τα πάντα, και εν τέλει το κατόρθωσαν· αλλά μετά την αποκατάσταση του Κράτους, οι δημοκρατικοί ήταν αποκλειστικά αυτοί που επιδίωξαν να ασκήσουν πιέσεις στη συνέλευση του λαού και στο λαϊκό δικαστήριο, και διακρίνονται σε δύο τύπους ανθρώπων: τον πολιτικό αγορητή (ρήτορα ή δημαγωγό) και τον συκοφάντη. Οι οποίοι συχνά συνέπιπταν στο ίδιο πρόσωπο. Και είναι προφανές, ότι περιστοιχίζονταν από καταδότες, διώκτες και ψευδομάρτυρες.
 (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου