ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα,9 Μαρτίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ –
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
7. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (συνέχεια 3η)
Θα μπορούσαμε να αφήσουμε κατά μέρος τούς θεσμούς και τις δικαστικές
αρχές τουύ αθηναϊκού Κράτους. Δεδομένου τού ελεύθερου χρόνου που διέθεταν οι
πολίτες, ήταν εξαιρετικά εύκολο να δημιουργήσουν υπηρεσίες, συλλόγους και
επιτροπές για κάθε είδους πρόβλημα. Αλλά οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες
είχαν ασφαλώς πετύχει καλύτερη και ακριβέστερη διοργάνωση! Διότι ο όγκος τών
υποθέσεων που απορρέει από το γεγονός ότι ο λαός είχε αναλάβει την ευθύνη όλων
γενικά τών υποθέσεων και κάθε μιας ξεχωριστά, οδήγησε σε μιαν εξίσου μεγάλη
αναστάτωση· έτσι ο μοναδικός μόνιμος και ικανός δημόσιος υπάλληλος, μεταξύ τών
μελών τού δικαστικού σώματος τα οποία ανανεώνονταν ακατάπαυστα με κλήρο, ήταν ο
γραμματέας, ο οποίος είχε και τη μεγαλύτερη επιρροή, επειδή αυτός
ασχολείτο πραγματικά με τις δημόσιες υποθέσεις· αυτός όμως ακριβώς δεν ήταν παρά
ένας δούλος τού Κράτους. Η αρχαία
Βενετία δεν έφτασε ποτέ σ’ αυτό το σημείο εξάρτησης από τούς γραμματείς της.
Φυσικά οι Αθηναίοι, που είχαν την πρόνοια να επανορθώνουν εκ των υστέρων
οτιδήποτε αποδεικνυόταν στην πορεία τής εφαρμογής του εσφαλμένο, φρόντισαν να
εκδώσουν ένα διάταγμα που απαγόρευε στο
ίδιο άτομο να παραμείνει πέραν τών
δύο ετών στην ίδια διοικητική υπηρεσία. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να
εξακριβώσει κανείς αν ένας τέτοιος νόμος εφαρμόστηκε πραγματικά, διότι υπήρχε
μια απίστευτη ολιγωρία σχετικά με
στις υποθέσεις που δεν παρακολουθούσε κάποιο υπεύθυνο και διορισμένο γι’ αυτήν
την εργασία πρόσωπο, και κυρίως σχετικά με τις υποθέσεις που αναβάλλονταν από
ραδιούργους.
Αξίζει τον κόπο να ερευνήσουμε τί ακριβώς
συνέβη με αφορμή τις εξαιρετικά σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις τού
Σόλωνα, καθώς και με αυτές τις πολυάριθμες και συχνά αμφίβολης αξίας που
εκδόθηκαν αργότερα.
Γνωρίζουμε ότι η Αθήνα δεν στερείτο παλαιών
νόμων, βασισμένων στην κοινή λογική, στους οποίους αναφερόταν συχνά με
εγκωμιαστικούς λόγους· αλλά η αθηναϊκή ιστορία είναι επίσης πλούσια σε
παραβιάσεις δύο νόμων απ’ τους πλέον σημαντικούς, που καθόριζαν ότι δεν μπορεί να θεσπιστεί κανένας νόμος που
δεν θα ισχύει ταυτόχρονα για όλους
τούς Αθηναίους πολίτες, και ότι ποτέ
ένα απλό διάταγμα, προερχόμενο από
τη Βουλή ή από τον λαό, δεν μπορεί να υπερισχύσει
τού νόμου. Όσο κι αν επέμεναν να αναρτούν ωστόσο τούς νόμους στα περιστύλια
και να τους χαράζουν σε στύλους, οι παραβιάσεις τους συνεχίζονταν ακόμα και στο
υλικό πεδίο. Παρ’ ότι ο Πεισίστρατος εμφανίζεται στους Όρνιθες του Αριστοφάνη να χρησιμοποιεί αισχρά λόγια για έναν απ’
αυτούς τούς στύλους, ένας μεταγενέστερος εκδότης πρόσθεσε άδικα ότι: «και οι λαϊκές μάζες συμπεριφέρονται συχνά μ’ αυτόν τον
τρόπο», ενώ ο Πεισίστρατος είναι αξιοσέβαστος πολίτης. Ταυτόχρονα όμως
συνέχιζαν να επαναλαμβάνουν, όπως και οι αρχαιότεροι, ότι οι νόμοι πηγάζουν από
τούς θεούς, και είναι πράγματι αλήθεια ότι ο νόμος και το δίκαιο ήταν κατ’ αρχήν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη
θρησκεία. Ορισμένες δικαστικές επιταγές προέρχονταν εμφανώς από μια πολύ
παλαιότερη εποχή, και ταυτίζονταν με το συμφέρον
τής πόλης, ένα συμφέρον συχνά τυραννικό, που απορρέει από το φυσικό δίκαιο
(η αναγκαστική μεταβίβαση μιας κατοικίας μετά την απόκτηση τέκνου, το αναπαλλοτρίωτο
της ακίνητης περιουσίας, η αποκλήρωση των θυγατέρων και των ομαίμων κ.ο.κ.). Η
θεία προέλευση των νόμων τούς καθιστούσε
αναλλοίωτους. Ο Αντίφων είχε το θάρρος να δηλώσει: «Οι δικοί μας νόμοι,
όντας πολύ παλαιοί, πάντοτε οι ίδιοι, και ρυθμίζοντας τα ίδια πράγματα, αποδεικνύουν την ακρίβειά τους, διότι τόσο ο χρόνος όσο και η πείρα μάς διδάσκουν
αυτό που δεν επιτρέπεται».
Πρόσθεταν όμως έτσι, χωρίς να καταργούν ποτέ τούς νόμους, σταδιακά
καινούργιους, αποδεχόμενοι τις
αντιφάσεις τους. Στα δικαστήρια γινόταν επίκληση εντελώς αντιφατικών νόμων,
και η βλάβη που προέκυψε κατέστησε τελικά απαραίτητη μια κωδικοποίηση. Ένα έργο
που κατέληξε ωστόσο, από επιτροπή σε
επιτροπή, σε κάποιον Νικόμαχο το 411 π.χ., γυιό ενός δούλου, ο οποίος
διέγραψε, προσπαθώντας να το επισπεύσει, αληθινούς νόμους, αντικαθιστώντας τους
με ψευδείς και φανταστικούς, έναντι
αμοιβής. Πριν όμως προλάβουν να τού ζητήσουν να επανορθώσει, η Αθήνα υπέστη
την τραγωδία στους Αιγός Ποταμούς. Μετά την παλινόρθωση του Κράτους
συγκροτήθηκε ένα νέο, πιο σημαντικό συμβούλιο και μια επιτροπή επιφορτισμένη με
την κωδικοποίηση της νομοθεσίας, αλλά χάρη στους πολιτικούς προστάτες του, ανέλαβε και πάλι τη διεκπεραίωση του
έργου ο Νικόμαχος, ο οποίος επεδίωξε, χρονοτριβώντας και πάλι επί τέσσερα
χρόνια, να γίνει δημοφιλής στον ιδιαίτερο τομέα του, τις θρησκευτικές
υποθέσεις, εφευρίσκοντας νόμους σχετικούς με μεγαλοπρεπείς θυσίες, σε βαθμό που
κάποιος που τον κατηγόρησε να αναγκαστεί να καταφύγει στα έσχατα μέσα για να
αποφύγει να χαρακτηρισθεί από τον αντίπαλό του ως ασεβής. Ο κατήγορος αυτός
κατέληξε τον λόγο του λέγοντας, ότι «όλοι όσοι αναμένουν (με αγωνία) την έκβαση
αυτής τής δίκης, (πρέπει να ξεύρετε ότι) προτίθενται
να κλέψουν το Κράτος· κι αν δεν τιμωρήσετε αυτόν τον άνθρωπο, θα τους
αποθρασύνετε». Δεν αναφέρεται ποια ήταν η έκβαση της διαμάχης· αλλά μπορούμε,
ό,τι και αν προέκυψε, να σχηματίσουμε από αυτά που γνωρίζουμε μια γνώμη για τον
τρόπο που χειρίζονταν τις υποθέσεις στην Αθήνα.
Η πόλη τών Αθηνών είχε μιαν ιδιαίτερα
αυστηρή νομοθεσία σχετικά με συγκεκριμένες απαιτήσεις απέναντι σε συγκεκριμένους -ορισμένους πολίτες, απέναντι δηλαδή στους εύπορους ή
σε κείνους που θεωρούνταν εύποροι. Δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να αμφισβητηθεί η σύλληψη της ιδέας της ελληνικής πόλης,
η οποία συνιστούσε, όπως είδαμε, ένα
σύνολο ερμητικά κλειστό, με ένα απόλυτο
δικαίωμα επί τού πολίτη, αν δεν είχαν παρουσιαστεί φαινόμενα υπερβολικού εκβιασμού τής ανθρώπινης φύσης, και ιδιαίτερα της φύσης τού Έλληνα. Ο
άνθρωπος αυτής τουλάχιστον της φυλής αναζητά, από τη στιγμή που παύει να είναι
βάρβαρος, παράλληλα με το Κράτος και τη δημόσια διαβίωση, μιαν ατομική ύπαρξη, μια προστατευμένη κατοικία και έναν
χώρο μέσα στον οποίο θα μπορέσει να
εκφράσει ελεύθερα τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να προσφέρουν, σε κάποιον βαθμό, μια
καθαυτό πολιτική υπόσταση σε όσους ανήκαν στην άρχουσα τάξη· αλλού, αντιθέτως,
και ιδιαίτερα στην Αθήνα, η πόλη δημιούργησε, προωθώντας την ατομική υπόσταση,
τις προϋποθέσεις, ταυτόχρονα, για μια πλήρη ανάπτυξη του ατόμου, ενθαρρύνοντας
με κάθε μέσο την απόκτηση ιδιωτικής περιουσίας και ό,τι αυτή συνεπαγόταν. Ο
λαός διεκδικούσε επιτακτικά τώρα το δικαίωμα να επωφεληθεί και αυτός από τον
πλούτο τής πόλης που προσφερόταν με τη μορφή κάθε είδους παροχών, ενώ η γενναιοδωρία υπήρξε, μέχρι και την
εποχή τού Πελοποννησιακού πολέμου, απόδειξη εν μέρει πραγματικής αφοσίωσης, και
υπόθεση εν μέρει φιλοδοξίας. Ο Κίμων διέθεσε με κάθε δυνατό τρόπο τον πλούτο
του· ο Κλεινίας, πατέρας τού Αλκιβιάδη, έλαβε μέρος με τη δική του τριήρη και
διακόσιους άνδρες στη μάχη τού Αρτεμισίου, εξοπλίζοντας με δικά του μέσα το
πλοίο. Όταν όμως ανατράπηκαν οι συνθήκες, παρατηρήθηκε μια πραγματική
εκμετάλλευση απέναντι στους εύπορους, η οποία
κατέστη ευρέως αισθητή, σύμφωνα με πληθώρα μαρτυριών, και συνέβη κυρίως λόγω
τού ότι δεν ήταν πλέον δυνατόν να εγκαταλείψουν οι εύποροι την πόλη, επειδή θα
εκτίθονταν τότε σε παρόμοιους ή και σε ακόμη χειρότερους κινδύνους
Αν αυτές οι συνεισφορές (λειτουργίες)
αφορούσαν μόνο στις ανάγκες τού Κράτους, έτσι όπως τις αντιλαμβάνονταν οι
αρχαίοι, δεν θα υπήρχε κανενός είδους αντίρρηση. Eκτός από τούς
καθαυτό φόρους, που ήταν συχνά πολύ υψηλοί, οι λειτουργίες προς χάριν τού Κράτους
περιελάμβαναν επίσης την τριηραρχία (υποχρέωση, διαφορετική σε κάθε εποχή,
εξοπλισμού τών πλοίων)· όλες οι υπόλοιπες αφορούσαν σε εθελοντικές, ή εν μέρει εθελοντικές προσφορές: τη βοήθεια προς τους
απόρους σε καιρό πολέμου, καθώς και προς τις θυγατέρες τους σε ηλικία γάμου,
ανάληψη εξόδων κηδείας κ. τ. λ., αλλά και προσφορές
για την ψυχαγωγία αποκλειστικά τού λαού: κατ’ αρχάς τη χορηγία, την πλήρη
δηλαδή κάλυψη της δαπάνης τού χορού στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς και της
χορωδίας στις εορτές και τις θρησκευτικές τελετές, αλλά και των χορευτών, των
μουσικών κ.τ.λ.· ακολούθως τη γυμνασιαρχία, και την πλέον δαπανηρή μάλιστα
μορφή της, τη λαμπαδηδρομία, όλα τα έξοδα που απαιτούσαν δηλαδή οι διάφοροι
αθλητικοί αγώνες· την εκπροσώπηση κατόπιν σε διάσημους αγώνες σε μακρινά τεμένη·
και τέλος τα συμπόσια, προς τιμήν
τών συντρόφων τής φυλής ή ενός συγκεκριμένου δήμου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις
δεν υπήρχε θέμα εθελοντισμού ή κλήρωσης· οι δέκα φυλές επέλεγαν,
αντιθέτως, τους συμπολίτες τους που θα
τα χρηματοδοτούσαν, και εκείνοι όφειλαν να αναλάβουν τις λειτουργίες με την
καθορισμένη σειρά, τόσο τις ετήσιες όσο και τις έκτακτες. Κανείς δεν διανοείτο
να επιδιώξει να εξαιρεθεί, ενώ κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι εύποροι ήταν
σίγουροι ότι κάθε άρνησή τους θα τροφοδοτούσε το εναντίον τους μίσος. Όταν ο Νικίας αντιτάχθηκε στη Σικελική εκστρατεία, ελάχιστοι ευγενείς τον
υποστήριξαν, διότι οι εύποροι, που φοβήθηκαν ότι θα τους
κατηγορήσουν πως προσπαθούν να
αποφύγουν τις λειτουργίες και τις τριηραρχίες, προτίμησαν να σιωπήσουν και να μην εκφράσουν γνώμη. Η αλήθεια είναι
ότι οι απαιτήσεις γι’ αυτές τις λειτουργίες απευθύνονταν σε πολίτες που είχαν
περιουσία τουλάχιστον τριών ταλάντων, και αν το ετήσιο
κόστος τής ζωής ήταν περίπου ένα τάλαντο (= 6.000 δραχμές), και με δεδομένο το
ότι η περιουσία απέφερε 12% επιπλέον κατά μέσον όρο σε τόκους, αν η χορηγία
ανερχόταν σε μόλις 1200 δραχμές κατ’ έτος, η επιβάρυνση για έναν εύπορο άνδρα,
που μπορεί να είχε γύρω στα 15 τάλαντα περιουσία, δεν ήταν, υπό τον όρο ότι δεν
θα πολλαπλασιαζόταν, καταστροφική· ενώ θα απέβαινε καταστροφική, από τη στιγμή που θα επιβαλλόταν δια της βίας
και με τρόπο ανέντιμο και αυθαίρετο. Ανεξάρτητα ωστόσο και από αυτήν την
εκτίμηση, παρέμενε η αίσθηση, ότι επρόκειτο για τιμητική προσφορά, και κανείς
δεν επιθυμούσε να στερηθεί κατά βάθος την εύνοια των συμπολιτών του,
έτσι ώστε πολλοί να προσπαθούν να αυξήσουν με κάθε μέσο τον πλούτο τους· αν
κάποιος δεν είχε, όπως π.χ. ο Πλάτων, τα μέσα για να συνεισφέρει σε μια
χορηγία, προτιμούσε να ενισχυθεί από
πλούσιους φίλους, παρά να την αποφύγει· αλλά εκείνος που ήταν εύπορος και είχε συνεισφέρει
σε μια νίκη τής Πόλης με τη χορηγία του, δεν παρέλειπε να προσφέρει και μια λάρνακα, για τον τρίποδα που του αφιέρωναν. Σε
γενικές ωστόσο γραμμές, και σε όλες τις εποχές και όλους τούς λαούς, εθεωρείτο κάτι
επίπονο το να υποβάλλονται κάποιοι σε θυσίες για την αναψυχή τρίτων.
Μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι η περιουσία
που οι ενδιαφερόμενοι θα είχαν αλλιώς και κατά κανόνα χρησιμοποιήσει για τον
προσωπικό τους βίο, εδαπανάτο κατά ένα μεγάλο μέρος, προκειμένου να γνωρίσει
ολόκληρος ο λαός υψηλές καλλιτεχνικές απολαύσεις,
κάτι που τιμούσε αναμφισβήτητα τους Αθηναίους· όμως ο εξαναγκασμός αφαιρεί από
τα πράγματα τον αληθινό τους
χαρακτήρα. Το αθηναϊκό κράτος είχε την εξουσία να φορολογεί κατά βούληση
κάθε εύπορο άτομο, ή τα άτομα εκείνα που επεδίωκαν να ευπορήσουν, ως αντάλλαγμα
για την ασφάλεια, πολύ περιορισμένη στην πραγματικότητα, που τους
πρόσφερε· όμως το ίδιο το Κράτος ήταν
στα χέρια ενός ιδιαίτερα ιδιότροπου και άπληστου λαού, που κατέληξε να
υποδεικνύει ο ίδιος στην πορεία τούς πολίτες με το μεγαλύτερο κύρος, και που
θεώρησε απολύτως δημοκρατικό το να κατανέμει κατ’ ευθείαν τον πλούτο τους σ’
αυτόν τον λαό. Είναι πάντως γεγονός ότι το Κράτος έδωσε το ίδιο το παράδειγμα
εν σχέσει προς τις δαπάνες για αναψυχή, και ότι οι δαπάνες για τους εορτασμούς
ήταν, την εποχή τού Ευβούλου (από το 353 ως το 369 π. Χ.), το σημαντικότερο κονδύλι τού γενικού
προϋπολογισμού, και έτσι παρέμεινε, ενώ όποιος θα τολμούσε να προτείνει τη
χρήση αυτού τού ποσού για στρατιωτικούς σκοπούς, απειλείτο ακόμη και με θάνατο.
Σε κείνην την Αθήνα γοητευόταν ωστόσο η μάζα τών πολιτών πιο πολύ από το
μεγαλείο, παρά από την καλλιτεχνική ποιότητα των εκδηλώσεων. Ας επανέλθουμε
ωστόσο στις ιδιωτικές λειτουργίες.
Για να αποκτήσουμε μια πληρέστερη εικόνα
για τους «πτωχούς πλούσιους» και τις δοκιμασίες τους, θα αρκούσε να ακούσουμε
την ειρωνική συμπαράσταση του Σωκράτη στον Κριτόβουλο. Αφού απαριθμεί όλα όσα
αναγκάστηκε ο Κριτόβουλος να υπομείνει, προσθέτει: «Και αν κρίνουν ότι
υστέρησες σε κάποια απ’ τις προσφορές σου, οι Αθηναίοι θα σε τιμωρήσουν με τόση
αυστηρότητα, όση αν σε είχαν συλλάβει να
κλέβεις τα αγαθά τους». Το πικάντικο χιούμορ εκείνου που υπήρξε ελεύθερος
και ευδαίμων χάρη στην ένδειά του, εικονίζεται στον λόγο τού Χαρμίδη, στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα (IV, 29 s.q). Οι ρήτορες μάς
προσφέρουν ωστόσο μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα αυτής τής πραγματικότητας. Θα
δούμε αργότερα, ποιο ήταν το είδος τών ανθρώπων που υποβλήθηκαν σε ανακρίσεις
και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν λειτουργίες· αλλά στα παρασκήνια κάθε δίκης
παραμόνευε η κατάσχεση ολόκληρης της περιουσίας, η οποία καταβαλλόταν εν μέρει
στο Κράτος και εν μέρει στους καταγγέλλοντες, και η οποία εθεωρείτο ένα
ευπρόσδεκτο σχεδόν, πέρα από κάθε έννοια δικαιοσύνης, δημόσιο εισόδημα. Αρκεί
να διαβάσουμε τον δέκατο ένατο λόγο τού Λυσία, όπου περιγράφονται πολλές
ενδεικτικές περιπτώσεις συγκεκριμένων προσώπων: του ονειροπόλου πατριώτη, που
σε όλη του τη ζωή δαπάνησε την περιουσία του προς όφελος του Κράτους, για να θανατωθεί
επειδή υπήρξε υποκινητής μιας αποτυχημένης εκστρατείας· της οικογένειάς του, που δικάστηκε για
απόκρυψη περιουσίας, επειδή οι κλέφτες δεν βρήκαν κατά την κατάσχεση όλα όσα
υπολόγιζαν· ενός άλλου προσώπου, που προσφέροντας άμεσα χρήματα σε χορηγίες και
τριηραρχίες για λογαριασμό τής πόλης, ενώ συνεισφέροντας στους Αγώνες στα
Ίσθμια και στη Νεμέα βοήθησε τους Αθηναίους να δοξασθούν, δαπάνησε δυό φορές
όσα άφησε κληρονομιά στην οικογένειά του· καθώς και την περίπτωση του γυιού
του, που υποχρεώθηκε να αποδείξει ότι ο πατέρας του δεν είχε προσπαθήσει
καθόλου να επωφεληθεί από μιαν οικογενειακή σχέση, που υπήρχε ωστόσο ήδη με τον
κατηγορούμενο, την ώρα που οι δικαστές αποκάλυπταν μάλιστα μια σειρά
οικογενειακών αποφάσεων μ’ αυτήν την ευκαιρία, για να αποδειχθεί στο τέλος ότι
θα μπορούσαν να είχαν κάνει όλοι έναν πλουσιότερο γάμο· ένας μεγάλος, τέλος,
αριθμός Αθηναίων που θεωρούντο πλούσιοι, κατείχαν όμως μια πολύ λιγότερο
σημαντική κληρονομιά απ’ ό,τι όλοι πίστευαν, απεβίωσαν μέσα σε απόλυτη ένδεια,
γεγονός που παραπέμπει π.χ. στους οίκους τού Νικία και του Καλλία, καθώς
«υφίστανται σημαντικά εσφαλμένες εκτιμήσεις τόσο
ως προς τους κατόχους παλαιάς περιουσίας, όσο και ως προς τους υποτιθέμενους
νεόπλουτους». Η τάση για κατασχέσεις
γινόταν εύκολα αποδεκτή ως πηγή
εσόδων για τις ανάγκες τής φορολογίας, «εν όψει τής τρέχουσας ελλείψεως
χρημάτων», ενώ συνίστατο σε ήπιους τόνους να τηρείται η δέουσα προφύλαξη, και
να ελέγχεται ακόμη και η ελάχιστη δυνατότητα οφέλους της πολιτείας από
οποιαδήποτε προσωπική υπόθεση.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου