ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή,6 Μαρτίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ –
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
7. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (συνέχεια 2η)
Σε άμεσο συσχετισμό με τα προηγούμενα, και
κυρίως αρκετά έγκαιρα, μεσολαβούν οι Μηδικοί
πόλεμοι. Η αθηναϊκή δημοκρατία μοιάζει να έχει φτάσει στο απόγειό της και
να έχει πλέον εγκαθιδρυθεί οριστικά, από τη στιγμή που νίκησε τους Πέρσες στο
Μαραθώνα με τους οπλίτες της και στη Σαλαμίνα με τους ναύτες της, και κυρίως
από τη στιγμή που αυτές οι νίκες συνοδεύτηκαν από την κυριαρχία της πάνω σε άλλα
ελληνικά Κράτη. Η ναυτική ισχύς της συνδέθηκε άμεσα με τη δημοκρατία, και
φαίνεται ότι στον Πειραιά επικρατούσαν δημοκρατικότερες αντιλήψεις από ό,τι
στην πόλη. «Η ισότητα των πολιτών είναι ένα πολύτιμο πλεονέκτημα», λέει ο
Ηρόδοτος· «οι υποταγμένοι στους τυράννους Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να πολεμήσουν
καλύτερα από τούς γείτονές τους, αλλά μόλις απαλλάχθηκαν από την τυραννία, η
υπεροχή τους θριάμβευσε».
Δεν ήταν όμως μονάχα ο λαός που κατέκτησε ένα αξιοθαύμαστο συναίσθημα ισχύος· ο πλούτος τών έμφυτων χαρισμάτων τών Αθηναίων,
και οι ιδιαίτερες συνθήκες εκείνης τής εποχής, ανέδειξαν επίσης ισχυρές προσωπικότητες, παρ’ όλα τα αποτρεπτικά μέτρα που υπαγόρευε η υπάρχουσα δυσπιστία. «Οι
ηγέτες είναι ακόμη περισσότερο απαραίτητοι στη δημοκρατία από ό,τι στην
ολιγαρχία, αλλά εξίσου ανεπιθύμητοι». Ο Μιλτιάδης πέθανε στη φυλακή, και ο
Θεμιστοκλής, παρ’ ότι ο βίος του και ο ρόλος που έπαιξε στην πολιτική τών
Αθηνών προκαλούν ακόμη και σήμερα τον ίλιγγο, κατέληξε στην αυλή τού Μεγάλου
Βασιλέα τών Περσών. Αλλά η επέκταση και η ενίσχυση της ηγεμονίας τών Αθηνών,
καθώς και οι τολμηρές ναυτικές επιχειρήσεις μέχρι την Αίγυπτο, η οποία είχε
ξεσηκωθεί κατά τών Περσών, συνέχισαν την πορεία τους. Και όλο αυτό το βάρος το
σήκωσαν στους ώμους τους το πολύ 20 - 30.000 πολίτες, οι οποίοι αναγκάσθηκαν να
αφιερωθούν στις απαιτήσεις τού δημοσίου βίου, ενώ οι καθημερινές εργασίες
αφέθηκαν στους μέτοικους και τους δούλους (300 ως 400.000;). Καθιερώθηκε επίσης
μια πολεμική αποζημίωση, δεδομένου ότι ο στρατός και το ναυτικό δεν κάλυπταν
μονάχα τις ανάγκες τών Κρατών τής ηγεμονίας (τα οποία επίσης πλήρωναν το
μερίδιό τους σε χρήμα), αλλά αντιπροσώπευαν παντού και πάντοτε την Αθήνα ως
ηγεμονεύουσα δύναμη· μία ακόμη αποζημίωση αφορούσε τους δικαστές, δεδομένου
ότι, αφ’ ενός οι Αθηναίοι δεν επιθυμούσαν να εναποθέσουν τη δικαιοσύνη στα
χέρια των πλουσίων, και αφ’ ετέρου η Αθήνα υπήρξε η έδρα εκδίκασης των διαφορών
μεταξύ τών ομοσπόνδων Κρατών, με αποτέλεσμα να παρίστανται καμιά φορά στις
δίκες σχεδόν το ένα τρίτο των πολιτών · όπως επίσης και μιά αποζημίωση για τη
συνέλευση του λαού, διότι όλα τα γρανάζια τής εσωτερικής πολιτικής, αλλά και το
σύνολο της εξωτερικής πολιτικής τής ηγεμονίας ήταν υπόθεση του λαού, ο οποίος
καλείτο συνεχώς σε δημόσια διαβούλευση· παρ’ ότι ήταν επίσης δυνατόν κάποιος
πολίτης Κράτους να αποκαλύψει μυστικά και να δηλώσει ότι ορισμένα χρηματικά
ποσά χρησιμοποιήθηκαν «για κάποιες απαραίτητες ανάγκες» (βλ. διαφθορά στη
Σπάρτη κ.τ.λ.) Αλλά η πλέον ζημιογόνα αποζημίωση ήταν η αποκαλούμενη θεωρικόν (χρηματοδότηση του θεάματος),
την οποία ελάμβαναν πολίτες άλλοτε για τη διοργάνωση εορτών και αγώνων, άλλοτε
για την είσοδό τους στο θέατρο και άλλοτε για τις θυσίες ή τα δημόσια συμπόσια.
Τηρουμένων τών αναλογιών, η σπατάλη ήταν σχεδόν αντίστοιχη με αυτή που
θα συναντούσε κανείς σε πολυτελείς
βασιλικές αυλές, και αργότερα συνέβη
να χαθούν κάποιοι πόλεμοι εξαιτίας
τής έλλειψης χρημάτων, διότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αγγίξει αυτόν
τον ιερό θεσμό. «Ο αθηναϊκός λαός
είναι ένας τύραννος, και το ταμείο τού θεωρικού
ως ιδιωτική περιουσία του θα πρέπει να είναι πάντοτε γεμάτο, για να καλύπτει
τις επιθυμίες του». Επίσης μοιράστηκαν νέα τεμάχια γης σε αρκετές χιλιάδες
πολίτες (ασφαλώς και σ’ αυτούς που κατοικούσαν σε Κράτη τής ηγεμονίας), όπως
στην περίπτωση της Εύβοιας, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός κληρουχιών,
προωθημένα δηλ. εδάφη τής αθηναϊκής αυτοκρατορίας,
κατά το παράδειγμα των στρατιωτικών αποικιών τής Ρώμης, στις οποίες επίσης
κατοικούσαν ρωμαίοι πολίτες. Ας
προσθέσουμε τέλος ότι την Αθήνα κόσμησαν τα μεγαλοπρεπέστερα μνημεία και έργα
τέχνης, ενώ υπήρξε ταυτόχρονα σημαντικό κέντρο εμπορικών συναλλαγών.
Στον περίφημο Επιτάφιο λόγο του προς τιμήν
τών πρώτων θυμάτων τού Πελοποννησιακού πολέμου, ο Περικλής, που υπήρξε
εμπνευστής μεγάλου μέρους τών προαναφερθέντων μέτρων, δίνει την εντύπωση ότι η
ισχύς και το κάλλος αναδύθηκαν στην πόλη τών Αθηνών αφ’ εαυτών, όπως ανθίζει ένα λουλούδι, και ότι με
μεγάλη ευκολία, και σχεδόν με φυσικό τρόπο πραγματώθηκαν αυτά, που για τους
υπόλοιπους θνητούς αποτελούσαν καρπούς μεγάλου μόχθου. Η αισιόδοξη αυτή οπτική δίνει την εντύπωση, κυρίως όταν την ατενίζει κανείς μετά από αιώνες, μιας
ψευδαίσθησης, που μεγεθύνει ακόμη
περισσότερο το γεγονός ότι όλα αυτά αποτελούν
προϊόν σοφίας και διάκρισης. Αυτές οι τόσο σύντομες δεκαετίες, κατά τις
οποίες η Αθήνα έλαμψε με όλο το μεγαλείο της, βιώθηκαν εκείνη την εποχή ως παρακαταθήκη για όλες τις επόμενες γενιές, όχι μόνο προκειμένου να
καταστήσουν δυνατή την πραγμάτωση των υψίστων επιτευγμάτων στην ιστορία τής
ανθρωπότητας, αλλά και ως κάτι πολύ σημαντικότερο: να αναδείξουν τον βαθμό
τελειότητας του ελληνικού πνεύματος·
οι ευσεβείς ωστόσο πόθοι που εκδηλώνονται εκ των υστέρων, με την ελπίδα ότι
αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να επιβιώσει για μεγάλο διάστημα, είναι εντελώς
μάταιοι, διότι σύντομα η Αθήνα οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, και οποιαδήποτε αλλαγή θα
κατέληγε αναπόφευκτα στην κατάρρευση. Ας ξεκινήσουμε αναγνωρίζοντας ότι οι
Αθηναίοι δεν διέθεταν μόνον αυτές τις πραγματικές δυνατότητες και ικανότητες, αλλά και θανατηφόρα πάθη, και ο
Περικλής ήταν υποχρεωμένος, παράλληλα με τον ρόλο τού «παιδαγωγού», όχι ασφαλώς
να ικανοποιήσει την απληστία τους, διότι κάτι τέτοιο ήταν ακατόρθωτο, αλλά να
τη διασκεδάσει με κάθε είδους ικανοποιήσεις. Αν ήταν εύπορος, όπως ο Κίμων, θα
είχε σπαταλήσει την προσωπική του περιουσία, αλλά στην περίπτωσή του ήταν
αναγκαίο να καταφύγει στα δημόσια έσοδα. Επιπλέον η υπερβολική υπερηφάνεια των
Αθηναίων στρεφόταν αναπόφευκτα κατά τών ίδιων των παιδαγωγών τους, τους οποίους
προσπαθούν να υπερκεράσουν, ενώ και ό ίδιος ο Περικλής θεώρησε, όταν βρέθηκε σε
δεινή θέση περί το τέλος τής ζωής του, ότι ένας γενικευμένος πόλεμος στην
Ελλάδα ήταν αναπόφευκτος, εφ’ όσον είχε πλέον παρέλθει η εποχή, κατά την οποία
ήταν ο ίδιος σε θέση «να μετριάσει την αλαζονεία και να ενδυναμώσει το θάρρος
τών πολιτών». Επιπλέον οι συνεχείς διαβουλεύσεις στις λαϊκές συνελεύσεις και τα
δικαστήρια δημιουργούσαν εντάσεις στους πολίτες, που είχαν στερηθεί την κατευναστική επίδραση της καθημερινής
εργασίας. Έτσι, για παράδειγμα, η απόφαση της συνέλευσης του λαού, που
κατέστησε αναπόφευκτο τον πόλεμο υπέρ τών Κερκυραίων και κατά τών Κορινθίων
(όταν αντιπρόσωποι και των δύο πλευρών εμφανίστηκαν ενώπιον του λαού), υπήρξε
έκφραση αυτής τής γενικής ανησυχίας,
σε μια στιγμή που η διαμεσολάβηση θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει μιαν εύκολη
νίκη. Έπεσαν έτσι σε μιαν απ’ αυτές τις αντιφάσεις, που στρέφονται κατά τών αυτουργών
τους, επιδιώκοντας να επιβάλλουν την
εξουσία ενός δημοκρατικού καθεστώτος σε
άλλες πόλεις, όπως ακριβώς η Αθήνα επί τών Κρατών τής ηγεμονίας της· διότι,
μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, αυτά τα Κράτη άρχισαν να υπομένουν με
δυσφορία την εξάρτηση που τους επιβλήθηκε, καθώς και το γεγονός ότι η Αθήνα
χρησιμοποιούσε τα έσοδά τους όχι μόνο για να εδραιώσει τη δύναμή της, κάτι στο
οποίο θα μπορούσαν ίσως να συμμορφωθούν, αλλά και για να περιβληθεί από
μεγαλοπρεπή μνημεία αποκτώντας μιαν περιβόητη φήμη, ενώ εκείνα θα έπρεπε να
παραμείνουν στην αφάνεια. Αρκεί να
παρακολουθήσουμε τι λέει ο ίδιος ο Περικλής σε μια δεύτερη ομιλία του: «Είναι
αλήθεια ότι είμαστε μισητοί, όπως όλοι όσοι ανέλαβαν να κυβερνούν άλλους, και
θα πρέπει να δεχτούμε και να υπομείνουμε τον φθόνο· η κυριαρχία μας είναι
αληθινά μια τυραννία, αλλά ακόμη και αν σφετεριστήκαμε άδικα αυτήν την
κυριαρχία, είναι εντελώς αδύνατον να παραιτηθούμε, διότι θα γίνουμε θύματα μιας
μεγάλης εκδίκησης». Το έργο Περί τής Αθηναίων Πολιτείας αναδεικνύει
με εκπληκτική ακρίβεια το βάρος τής εξουσίας αυτής τής αυτοκρατορίας επί τών
υπηκόων της. Το πρόβλημα της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς και της αθηναϊκής
πολιτικής στο σύνολό της, ήταν ότι ξεκίνησε με ένα «όλα επιτρέπονται»· στη συνέχεια έπεισε τον λαό ότι «μπορούσε τα
πάντα», λόγω τών χαρισμάτων και των ταλέντων του, και τελικά κατέληξε σε ένα:
«είναι όμως απαραίτητο». Αν κυριάρχησε ωστόσο ένα τέτοιο πνεύμα στην αντίληψη
των Κρατών τής αυτοκρατορίας, δεν ήταν πλέον δυνατόν να επιτύχει το πανελλήνιο
πρόγραμμα του Περικλή, στο οποίο δεν αναγνωρίζουμε καθόλου αυτόν τον διορατικό πολιτικό. Η
συγκέντρωση υπό την εξουσία τών Αθηνών όλων τών ελληνικών Κρατών τής Ευρώπης
και της Ασίας «στην υπηρεσία τής ειρήνης και των κοινών εμπορικών συναλλαγών»
ήταν μια μεγαλειώδης ιδέα με ενδιαφέρουσες προοπτικές, που αναπόφευκτα
παρέμεινε ευσεβής πόθος, διότι η Σπάρτη αρνήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό
το σχέδιο. Και χρειάστηκε να εξαγοράζεται η Σπάρτη κάθε χρόνο, προκειμένου να αναβάλλεται
συνεχώς μια ανοιχτή ρήξη· είναι σε όλους αναμφίβολα γνωστό ότι, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, οι Έλληνες τον
υποδέχτηκαν με μεγάλη ανακούφιση.
Η Αθήνα δαπάνησε σ’ αυτόν τον πόλεμο μια
τεράστια περιουσία, όχι μόνο σε χρήμα αλλά και σε άνδρες προικισμένους με ικανότητες,
γεμάτους θάρρος και έτοιμους να θυσιαστούν, διότι όλοι χρειάστηκε να καταθέσουν
στη μάχη την προσωπική τους τόλμη. Αυτή όμως ακριβώς η τόλμη ήταν που
κατηύθυνε επίσης τούς Αθηναίους στην επιλογή τών δημαγωγών της, όπως τού
Κλέωνα, που τριπλασίασε την αποζημίωση των δικαστών, για να εξασφαλίσει την
επιβίωση των φτωχοτέρων και να μπορεί ταυτόχρονα να τους ελέγχει, ενώ παράλληλα
φρόντισε, αφ’ ενός να απαλλαγεί από το δικό του τεράστιο χρέος, και αφ’ ετέρου
να δημιουργήσει μια προσωπική περιουσία 50 ταλάντων. Το ήθος έπαψε να αποτελεί
κριτήριο επιτυχίας αυτών των ανθρώπων. Στη συνέχεια η Αθήνα υπήρξε θύμα τρόπον
τινά τής γοητείας τού φιλόδοξου Αλκιβιάδη· μέσα απ’ αυτόν και μέσα από την
εκστρατεία στη Σικελία αναδύεται ολόκληρο, για πρώτη φορά, το εσωτερικό πάθος αυτού τού προνομιούχου
δημοκρατικού καθεστώτος, ένα από τα
πλέον παράξενα συμπτώματα παθολογίας τού ιστορικού γίγνεσθαι. Το τέλος τού πολέμου το σηματοδότησε η τραγική κατάληξη
της υποταγής στη Σπάρτη και στους Τριάκοντα.
Η
εσωτερική αναταραχή που προκάλεσε αυτός ο πόλεμος στα διάφορα Κράτη πήρε τη
μορφή τής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους, ισχυρούς ακόμη,
ευγενείς ή εύπορους πολίτες, και η Αθήνα υπήρξε το θέατρο μιας, τελευταίας
επίσης, αναμέτρησης. Από την εποχή τού
Θεμιστοκλή ανθούσαν εδώ οι λέσχες και οι εταιρείες σε όλα τα κόμματα και στον περίγυρο των διοικούντων, που αν
φαινόταν να έχουν εξαφανισθεί την εποχή που ο Περικλής ήταν πανίσχυρος,
αναβίωναν τώρα και επέβαλαν την κυριαρχία τους. Οι συνεταιρισμοί αυτοί, που είχαν
ως εμπροσθοφυλακή την ολιγαρχία, συγκέντρωναν κυρίως άτομα που τα απειλούσε η
φτώχεια, η εκμετάλλευση και η απόλυτη εγκατάλειψη, άτομα που ανήκαν παλαιότερα
στους ευγενείς, καθώς και απλούς γαιοκτήμονες, που προσπαθούσαν να διασωθούν·
οι περισσότερο ευνοημένοι εναπόθεταν τις ελπίδες τους στην καταγωγή τους, και
επεδίωκαν να αποκτήσουν εκ νέου μια θέση στο Κράτος· η κατώτερη όρεξη των
απολαύσεων κατελάμβανε αναμφίβολα δευτερεύουσα θέση, ενώ η σοφιστική τέχνη,
στην οποία δικαίως αποδίδονται ευθύνες, έπαιξε έναν συμπληρωματικό μόνο ρόλο, δεδομένου
ότι και στη Σπάρτη, η οποία δεν δέχθηκε ποτέ τούς σοφιστές στο έδαφός της, οι ισχυροί άνδρες
συμπεριφέρθηκαν με την ίδια ατιμία όπως
και οι χειρότεροι Αθηναίοι. Αυτοί που εμφανίστηκαν ως ένθερμοι υποστηρικτές
τού λαού, επεδίωκαν είτε να προστατευτούν, είτε να προκαλέσουν αναταραχή στους
δημοκρατικούς θεσμούς, προωθώντας εξτρεμιστικά μέτρα. Η σύμπραξη όλων τών
αντιδημοκρατικών συλλόγων επέτρεψε, με την επιβολή βίαιων μέσων, την
εγκατάσταση μετά το 411 π.Χ. ενός καθαρά ολιγαρχικού Κράτους, που διήρκεσε ωστόσο
μερικούς μόλις μήνες. Τα επόμενα χρόνια βρίσκουν τούς ολιγαρχικούς Αθηναίους
συνεχώς έτοιμους να εκτελέσουν τις πλέον επικίνδυνες αποφάσεις και έργα. Όταν η
δημοκρατία είχε μετατρέψει, από την εποχή τού Κλεισθένη, τα πάντα στα μέτρα
της, σαν να επρόκειτο για κάτι το αυτονόητο, δεν έλαβε υπόψη της το ότι οι
αντίπαλοί της ήταν κι αυτοί Έλληνες, εξίσου δηλ. αποφασισμένοι να μην
επιτρέψουν καμιάν αλλαγή· κι ενώ πολλοί απ’ αυτούς ευχαρίστως θα μετοικούσαν, η
δημοκρατία συμπεριφέρθηκε επισήμως με την ίδια οργή απέναντι σε κείνους που
εκπατρίζονταν, όπως και η Γαλλική Επανάσταση απέναντι στους μετανάστες· ίσως να
ήταν ο Αλκιβιάδης εκείνος που βοήθησε τη δημοκρατία να αντιληφθεί, ότι είχε
ενσταλάξει στα ικανά άτομα του κάθε κόμματος μιαν απεριόριστη ελευθερία
κινήσεων στις εσωτερικές υποθέσεις. Έτσι οι ολιγαρχικοί (που ήταν ασφαλώς
πολυάριθμοι) επιτάχυναν, συνεισφέροντας (το 405 π. Χ.) στη συντριβή και της
τελευταίας αντίστασης απέναντι στον Λύσανδρο, με όλες τους τις δυνάμεις τη
συντριβή τής γενέτειράς τους, εφ’ όσον κάθε νίκη της αποτελούσε και νίκη τού
λαού· εξοικειώθηκαν με την προοπτική να καταντήσει η Αθήνα μια πόλη χωρίς βιομηχανίες,
χωρίς κινητή περιουσία και χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα. Μετά τη συνθηκολόγηση
κατέλαβαν την εξουσία με τον τρόπο που μας είναι γνωστός και τροφοδότησαν τις
τρομοκρατικές διαθέσεις τών Τριάκοντα, οι οποίοι επέφεραν, εκτός από τις 1500
εκτελέσεις, σημαντικό πλήγμα και στον τομέα τής ιδιοκτησίας. Η τήρηση της
πειθαρχίας σ’ αυτές της συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολη: σε προηγούμενες
εποχές η στενή γνωριμία επέτρεπε και τη συμπόρευση, και ο Θηραμένης προσπάθησε
να ελιχθεί κάνοντας παραχωρήσεις, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κατ’ εξοχήν
ασυμβίβαστο άνδρα, τον Κριτία, ο οποίος τον ανέτρεψε και τον θανάτωσε. Οι
διάλογοι που αντάλλαξαν μάς πληροφορούν και πάλι για το ποιοι ακριβώς ήταν οι
Έλληνες: το σημαντικότερο γι’ αυτούς είναι η κυριαρχία, αλλά όποιος καθορίζει έναν στόχο, θα πρέπει να καθορίσει
και τα μέσα, και ο Κριτίας παρουσιάζει σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο μια τρομακτική
διαύγεια. Οι λόγοι που απευθύνει, σε μιαν άλλην περίπτωση, στους οπλίτες τών
τυράννων συνοψίζουν το πραγματικό έμβλημα κάθε ελληνικού κόμματος: ότι θα
πρέπει δηλ. να μοιράζονται όλοι τις ίδιες προσδοκίες και τους ίδιους φόβους.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π. Χ., δεν έλειψαν οι υποστηρικτές
τής ολιγαρχίας, χωρίς να υπάρξει ωστόσο ποτέ η δυνατότητα δημιουργίας κόμματος,
έτσι ώστε να απευθύνονται όλες οι μετέπειτα επιθέσεις στους εύπορους και μόνον πολίτες.
Το πλαίσιο της ζωής τού αθηναϊκού Κράτους φαίνεται να μην έχει αλλάξει
στα περισσότερα είδη των σχέσεων μετά απ’ αυτήν την κρίση, έτσι ώστε να είναι
δύσκολο να μιλήσουμε για ρήγμα ανάμεσα στις δύο εποχές· οι μεγάλες διαφορές
ανάμεσα στο πριν και το μετά
εντοπίζονται στη βαθύτερη κυρίως φύση τών Αθηναίων και στην εξωτερική της
έκφραση. Η χειρότερη συνέπεια δεν ήταν το ότι η Αθήνα βρέθηκε σε απόλυτα
μειονεκτική θέση σ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά το ότι τα βαθειά ρήγματα που ο
πόλεμος αυτός προκάλεσε σταδιακά στην ίδια την πόλη αποκαταστάθηκαν πλημμελώς. Ο βασιλικός μανδύας που περιέβαλε έναν
ολόκληρο λαό όταν ήταν κυρίαρχος σε μιαν ολόκληρη αυτοκρατορία, κυμάτιζε πλέον
γύρω από μιαν ισχνή και καταπονημένη μορφή, και καθώς δεν υπήρχαν πλέον
διαφορές προς λύση σε επίπεδο ομόσπονδων Κρατών, η εδραιωμένη συνήθεια μιας
ακατάπαυστης κρίσης, καθώς και η γενική καχυποψία που συνήθως συνοδεύει την
ήττα, οδήγησαν στις καταδίκες ενός μεγάλου αριθμού Αθηναίων· ένα όμως από τα
πρώτα θύματα ονομαζόταν Σωκράτης.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου