Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (37)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

                                    Jacob Burckhard
                                                                 ΤΟΜΟΣ 1ος
                         ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
7. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Η υπεροχή τού στοχασμού στους κόλπους ενός Κράτους θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, σε μια μεγάλης κλίμακας ισότητα των πολιτών· αλλά τα είδη σχέσεων που αυτή η ισότητα δύναται να συμπεριλάβει, θα εξαρτηθούν από τις περιβάλλουσες συνθήκες. Ανάμεσα στις παλαιότερες μορφές διακυβέρνησης, η παραδοσιακή βασιλεία και η αριστοκρατία βασίστηκαν στις αρχικές κατακτήσεις και τη φυσική υπεροχή· η δε τυραννία στην αποτελεσματική παρέμβαση και την εγγενή φιλοδοξία να υπερασπισθεί τα συμφέροντα όλων απέναντι σε μια μειοψηφία. Θα αναζητήσουμε τώρα ελληνικά Κράτη στα οποία, ήδη από την ίδρυσή τους, ο στοχασμός δεν ήταν απλώς παρών, αλλά συνιστούσε αναγκαία τον αποφασιστικό παράγοντα.
     Πρόκειται για τις αποικίες. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά, σαν ένα φυσικό χάρισμα των Ελλήνων, η συνειδητή ικανότητα καινοτόμου δημιουργίας και εγκαθίδρυσης θεσμών ικανών να ενσωματώσουν στοιχεία και δυνάμεις διαφορετικής προέλευσης. Οι εξελίξεις δεν ακολουθούν πρωτόγονες διαδρομές, ούτε ενεργούνται με πράξεις βίας· οι παράγοντες που συνθέτουν τη δημιουργία μιας αποικίας απαιτούν αντιθέτως μια νομοθετική βάση. Έτσι το λειτούργημα του «νομοθέτη» εμπλουτίζεται με ένα καινούργιο νόημα· αν ο Θησέας και ο Λυκούργος υπήρξαν μόνο μυθικές υπάρξεις, δηλαδή προσωποποιήσεις μιας ακολουθίας συγκεκριμένων περιστάσεων, βλέπουμε τώρα να εμφανίζονται μεμονωμένα άτομα στα οποία το Κράτος αναθέτει να συντάξουν σύνταγμα και νόμους, όπως ο Χάρωνδας και ο Ζάλευκος στη Μεγάλη Ελλάδα· σε κάποιες περιπτώσεις είναι το μαντείο τών Δελφών που προσδιορίζει την αποστολή ενός μεταρρυθμιστή σε μια κατεστραμμένη αποικία, όπως για παράδειγμα του Μαντίνειου Δημώνακτα στην Κυρήνη. Η νομοθεσία είχε πάντοτε τη μορφή μιας ανεξάρτητης δημιουργίας· δεν επρόκειτο δηλαδή για μιαν απλή αντιγραφή ενός υπάρχοντος ξένου προτύπου, παρότι και κάτι το ξένο θα ήταν αποδεκτό, αν αποδεικνυόταν αληθινό. Ακόμη και όταν κρίθηκε απαραίτητο να εγκαταλειφθούν τα αρχικά συντάγματα των αποικιών ως πρωτόλεια κείμενα, και οι μετέπειτα μεταρρυθμίσεις τους ως γενικά αποτυχημένες, κάτι που δεν ήταν πάντοτε απαραίτητο, όλες αυτές οι τόσο εκτεταμένες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες υπήρξαν το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερα αξιοθαύμαστης και ισχυρής θέλησης. Η θρησκεία, που άλλοτε είχε συνεισφέρει αποφασιστικά στη δημιουργία τού Κράτους, κατέχει δευτερεύουσα θέση σ’ αυτά τα απολύτως βέβηλα δημιουργήματα, παρότι ο Απόλλων τών Δελφών μπορεί να ήταν αυτός που αρχικά είχε προσδιορίσει την τοποθεσία μιας αποικίας. Έμβλημα της αποικίας-πόλης υπήρξε πάντοτε «το δίκαιο», και είναι χαρακτηριστικό το ότι η πόλη Puteoli μετονομάστηκε σε Δικαιάρχεια.
     Η ίδια κινητήρια δύναμη και η ίδια έντονη επιθυμία εκδηλώθηκαν και στην κάθε μητρόπολη, αλλά εδώ με αποκλειστική κατεύθυνση τη μεταρρύθμιση και την ανατροπή τού αριστοκρατικού και του τυραννικού πολιτεύματος. Η Αθήνα τού Σόλωνα τοποθετείται στο σύνορο των εποχών· αυτός είναι που κατόρθωσε (από το 549 π.Χ.) να εξασφαλίσει στο σύνολο του λαού το δικαίωμα εκλογής τής Βουλής, και να αναγνωρίσει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι αρχικά μόνο στους γαιοκτήμονες (οι οποίοι ήταν όντως στην πλειοψηφία τους παλαιοί ευγενείς), αποφεύγοντας προσωρινά να παραχωρήσει ισονομία στην κινητή περιουσία· αλλά όλες οι σημαντικές αποφάσεις παραδόθηκαν στην εξουσία τής συνέλευσης του λαού. Η δόξα τής Αθήνας πηγάζει από το γεγονός ότι, όχι μόνο γέννησε έναν τέτοιον άνδρα, αλλά επίσης τού πρόσφερε την εμπιστοσύνη και την υπακοή της, σ’ αυτήν τουλάχιστον τη μεταβατική περίοδο, κάτι που γίνεται κατανοητό μόνον υπό μιαν προϋπόθεση, η οποία διαφεύγει συνήθως τής προσοχής μας: την εσωτερική ωριμότητα την οποία κατέκτησε αυτός ο ιδιαίτερα χαρισματικός λαός, ήδη από την εποχή τών Ευπατρίδων, και μάλιστα μέσα απ’  αυτήν ακριβώς την κάστα. Αυτό που συμβαίνει όμως αμέσως μετά είναι η τυραννία κατ’ αρχάς τού Πεισίστρατου και των απογόνων του· από την εποχή ωστόσο τού Κλεισθένη παρατηρούμε μιαν ακολουθία μεταρρυθμίσεων, που καταλήγει στην καθαυτό δημοκρατία. Έτσι κρίνουμε απαραίτητο να περιορίσουμε προς το παρόν τη μελέτη μας στο καθεστώς τών Αθηνών και να εξετάσουμε στη συνέχεια τις δημοκρατίες σε άλλες περιοχές τής Ελλάδας.
     Κατ’ αρχάς θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι δεν αρκεί να καταστήσει κανείς κυβερνήτες τής πόλης το σύνολο των πολιτών και να βασιστεί στην πραγματική ή μη συμμετοχή τους στα κοινά. Παρότι η νομοθεσία που αποδίδεται στον Σόλωνα, σύμφωνα με την οποία κανένας δεν επιτρέπεται να παραμείνει ουδέτερος σε περίπτωση πολιτικής διχόνοιας απέναντι στην επιβολή τής ποινής τής ατιμίας, κατέληξε ένας ευσεβής και μόνον πόθος, είναι γεγονός ότι οι μετέπειτα ηγέτες επεδίωξαν με όλα τα μέσα να κρατήσουν τον λαό σε εγρήγορση· οι πολίτες ήταν στο εξής υποχρεωμένοι να  εκλέγουν κάθε χρόνο τη Βουλή τών Πεντακοσίων (σε αναλογία 50 εκπροσώπων από κάθε φυλή), καθώς και το Δικαστήριο του Λαού με Πέντε Χιλιάδες μέλη, που συνεδρίαζε κατά τμήματα και το οποίο αναλάμβανε πλέον όλες τις υποθέσεις· από τα μέλη τής Βουλής τών Πεντακοσίων, 50 αναλάμβαναν εκ περιτροπής την εξουσία κάθε 35 μέρες. Παράλληλα αυξήθηκε ο αριθμός τών πολιτών με την εισροή ξένων και μετοίκων, και με την κατάληψη της Εύβοιας, που πρόσφερε στην Αθήνα ένα επιπλέον έδαφος, κατανεμημένο σε 4.000 κλήρους. Σε ποιον άραγε βαθμό υπήρξαν ο Κλεισθένης και οι διάδοχοί του κυβερνήτες ή κυβερνώμενοι, παραχωρώντας αυτά που ήταν αδύνατον πλέον να αρνηθεί κανείς στο αθηναϊκό πνεύμα, από τη στιγμή που αφυπνίστηκε; Πρόκειται για  ένα ερώτημα, στο οποίο η απάντηση περιττεύει. Επειδή κάθε Αθηναίος ήταν πραγματικά πολίτης με την πλήρη έννοια του όρου, είχε ο καθένας  και τη θέση που του αναλογούσε σε κάθε πολιτικό όργανο και σε κάθε λειτούργημα, και μόλις αυτό το σύστημα εμπεδώθηκε, οι εκλογές για τη Βουλή τών Πεντακοσίων αντικαταστάθηκαν με την δια κλήρου επιλογή, χάρη στην οποία εξέλειπε οριστικά η μονιμότητα του προσωπικού και η παγίωση μιας γραφειοκρατικής ρουτίνας, ταυτόχρονα με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνεπαγόταν μια τέτοια απόφαση. Επειδή όμως εθεωρείτο δεδομένο, ότι η ισχυρή ανάμειξη των πολιτών με ξένους και μετοίκους δεν παρείχε ικανοποιητική εξασφάλιση, κρίθηκε απαραίτητο να εγκαθιδρυθεί ως διορθωτικό μέτρο ο έλεγχος (δοκιμασία) των δικαστικών λειτουργών που είχαν κληρωθεί, και να  εφαρμοσθεί αυτό το μέτρο και σε όσους λειτουργούς είχαν εκλεγεί. Η ίδια η Βουλή, της οποίας τα μέλη είχαν ήδη υποβληθεί σ’ αυτή τη δοκιμασία, εκκαλείτο να ανακρίνει όποιον ανελάμβανε μία θέση δια κλήρου ή εκλογής, εν σχέσει προς τη ζωή του και τον χαρακτήρα του, τη συμπεριφορά του απέναντι στους συγγενείς και τους φίλους, τη συμμετοχή του σε πολεμικές εκστρατείες, την απουσία κάθε είδους δικαστικής δίωξης εναντίον του κ. ο. κ., ενώ δεν του ζητείτο καμία πληροφορία σχετικά με τις γνώσεις και τις ιδιαίτερες ικανότητές του. Αν οι απαντήσεις δεν κρίνονταν ικανοποιητικές ή αν κάποιος είχε αντιρρήσεις, η Βουλή παρέπεμπε την υπόθεση σε κάποιο από τα δικαστήρια του λαού, ή αποφάσιζε επί τόπου η ίδια.
     Πολύ θα θέλαμε να γνωρίζουμε ποιές δυνάμεις επενέβησαν κατά την αποπομπή τού Ιππία και τις ταραχές με τις οποίες συνδέθηκαν τα ονόματα του Κλεομένη, του Ισαγόρα και του Κλεισθένη· σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση, η περίοδός αυτή, από τη στιγμή που η δημοκρατία απογειώνεται με τα δικά της φτερά, διακρίνεται ριζικά από την εποχή τών Πεισιτρατιδών, χάρη στην εξής ουσιώδη διαφορά: τα οικονομικά τής πόλης ήταν τότε στα χέρια των δικαστών, ενώ τώρα ικανοί καιροσκόποι συνεργάζονται για να υπονομεύσουν το Κράτος. Απέναντι σε τέτοιου είδους ανθρώπους, ο Αριστείδης αποτελεί μιαν εντελώς ξεχωριστή προσωπικότητα.
     Ακόμη και σ’ έναν Θεμιστοκλή, που κρίθηκε ιδιαίτερα μεγάλος και ικανός, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως σημαντικότερο επίτευγμά του την αύξηση των φόρων κληρονομιάς από 3 σε 100, ή το λιγότερο 80 τάλαντα. Τα γεγονότα όμως εξελίχθηκαν από την αρχή χάρη στις κλίκες· ο ίδιος ήταν μέλος πολιτικής «λέσχης». Κι αυτό ακριβώς συνέβη κατ’ επανάληψη στην Αθήνα, σε όλο το βάθος χρόνου τής εσωτερικής της ιστορίας. Όσον αφορά στην προσωπικότητα του Θεμιστοκλή, ο Ηρόδοτος βρέθηκε μπροστά σε μια δεδομένη παράδοση. Η Αθήνα αντιπροσωπευόταν εν μέρει από τα ίδια της τα χαρακτηριστικά: έτσι εξηγούνται αυτές οι περίφημες αχρειότητες που διαπράχθηκαν κατά τούς μηδικούς πολέμους με αποκλειστικά πατριωτικούς στόχους, αυτές οι ιδιαιτερότητες που μας παραπέμπουν ακριβέστατα στην περίπτωση του Αλκιβιάδη. Ο οποίος ξεσήκωσε τον λαό ενάντια στους ευγενείς και τους ενέπνευσε τόλμη, « εναποθέτοντας εξουσία σε χέρια ναυτών, οπλιτών και κωπηλατών»· ο ίδιος κατώρθωσε να εξασφαλίσει μεγάλες ποσότητες χρυσού εκβιάζοντας όσους είχαν εκφράσει συμπάθεια για τους Πέρσες στη διάρκεια του πολέμου. Το γεγονός μάς δημιουργεί υποψίες σχετικά με τη χρήση μιας τέτοιας περιουσίας, και κατά πόσον τελικά στόχευε ο ίδιος σ’ ένα πραξικόπημα· διότι η τύχη τού Μιλτιάδη θα έπρεπε να του είχε διδάξει πως παρόμοιες ενέργειες δεν θα μπορούσαν να αποβούν προς όφελός του στα πλαίσια μιας Αττικής δημοκρατίας, δεδομένου ότι και ο ίδιος είχε κάνει χρήση τού εξοστρακισμού εναντίον άλλων πολιτών. Θα έπρεπε επίσης να είναι σε θέση να διακρίνει, ότι κάποια στιγμή η δημοτικότητά (δημοφιλία) του θα κατέρρεε. Εκείνο όμως που συνέβαλε αποφασιστικά στο να τον καταστήσει συμπαθή στις μάζες, δεν ήταν τόσο η διάκρισή του σε μάχες αποφασιστικής σημασίας, όσο το γεγονός ότι κατόρθωσε να υποτάξει τούς Σπαρτιάτες στο θέλημά του και να τους εντυπωσιάσει με τους λόγους του. Διότι το μίσος που έτρεφαν οι Αθηναίοι εναντίον τους ήταν δυνατόν κάποια μέρα να υποχωρήσει, και ίσως ακόμη να αποκτούσαν και επιρροή, και τότε αυτός δεν θα ήταν δυνατόν να επιδιώξει την τυραννία για να προστατευτεί από το πλήγμα μιας μοίρας, που τελικά δεν απέφυγε.
     Εκείνο το οποίο φαίνεται να ήταν εντελώς αδύνατον να συμβεί στην Αθήνα ήταν η επιβολή ενός συστήματος που να συνδυάζει την κυβέρνηση των ολίγων με την ελευθερία όλων, μιαν ολιγαρχία δηλαδή που θα εγγυάτο την ισότητα δικαιωμάτων τών κυβερνωμένων πολιτών, την ισόνομο ολιγαρχία τού Θουκυδίδη.  Διότι η κατάχρηση της εξουσίας δεν θα ήταν τότε εντελώς αναπόφευκτη, όπως λέει και ο ίδιος ο Θουκυδίδης: η δημοκρατική διακυβέρνηση είναι απαραίτητη, προκειμένου οι φτωχοί να έχουν πρόνοια και οι πλούσιοι χαλινό. Οι Έλληνες δεν αποδέχθηκαν ποτέ τη συνύπαρξη ισότητας πολιτικών δικαιωμάτων με την ανισότητα   στην άσκηση της πολιτικής. Για να αμυνθούν απέναντι στην αδικία, θα έπρεπε να έχουν και οι φτωχοί πλήρη δικαιώματα εκλογής, άσκησης δικαστικής και διοικητικής εξουσίας. Δεδομένης τής ευρύτατης εξουσίας που είχε ανατεθεί στην πόλη ως προς το σύνολο της κάθε ύπαρξης, ακόμη και ο απλοϊκότερος των πολιτών είχε το δικαίωμα να απαιτήσει τη συμμετοχή του στα κοινά. Έτσι η εξουσία που είχε  άλλοτε αφεθεί ολοκληρωτικά στους βασιλείς, τους αριστοκράτες ή τούς τυράννους, περιήλθε τώρα στα χέρια του λαού, ο οποίος τής πρόσφερε πολύ μεγαλύτερο εύρος, και εναπόθεσε το βάρος της στο σώμα και την ψυχή τού κάθε ατόμου· διότι ο λαός είναι περισσότερο ταραχώδης και φθονερός στον τρόπο που κυβερνά, και αυτό που θα πρέπει κατ’ αρχάς να λάβουμε εδώ υπόψη μας είναι τα μέσα με τα οποία αντιστέκεται στην επιρροή που ασκούν τα προικισμένα άτομα, τη συμπεριφορά του κατά την εκλογή τών στρατηγών και στον εξοστρακισμό.
     Όπως γνωρίζουμε, την ευθύνη τών στρατιωτικών επιχειρήσεων αναλάμβαναν δέκα στρατηγοί, οι οποίοι εκλέγονταν για ένα έτος, προκειμένου να αποφεύγεται η κατάχρηση εξουσίας· ο καθένας απ’ αυτούς διοικούσε τούς άνδρες τής φυλής του, ενώ κάθε μέρα ένας άλλος στρατηγός αναλάμβανε την ανώτατη διοίκηση. Ευτυχώς στον Μαραθώνα ο Αριστείδης είχε την πρόνοια να αναθέσει την αρχιστρατηγία μόνο στον Μιλτιάδη· αλλά τρεις γενιές αργότερα, πριν από την ήττα στους Αιγός Ποταμούς, ο Αλκιβιάδης ματαίως προειδοποίησε τον λαό για το ότι ο Σπαρτιατικός στρατός είχε μόνον έναν αρχηγό (στράτευμα μοναρχούμενον). Αργότερα, με πρόσχημα την οριστική αποτροπή τής τυραννίας, καθιερώθηκε ο εξοστρακισμός: κάθε χειμώνα η Βουλή ρωτούσε τον λαό, αν υπήρχε λόγος να αποπεμφθεί κάποιος πολίτης· όποιος συγκέντρωνε περισσότερους από 6.000 ψήφους εξοριζόταν για δέκα χρόνια, ή το λιγότερο για πέντε, σε εποχές που η παραμονή έξω από την πόλη ήταν επικίνδυνη και η εξορία ισοδυναμούσε με θανατική ποινή. Όλοι οι επιφανείς Αθηναίοι τού 5ου αιώνα αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν κάποτε αυτόν τον δρόμο, ή βρέθηκαν κάτω απ’ αυτή την απειλή, όπως και ένας σημαντικός αριθμός σκοτεινών φυσιογνωμιών. «Οι στοχασμοί επιφανών ανδρών θα πρέπει να είναι πιο ταπεινοί, επειδή κινδυνεύουν να εξοριστούν»: αυτή υπήρξε μια συνεχής φροντίδα που κατέτρεχε τον ίδιον τον Περικλή. Εδώ εκδηλώνεται ο αιώνιος φθόνος, όχι όμως τών μαζών, διότι οι σκέψεις και οι συμπάθειες των λαϊκών μαζών κατευθύνονται κυρίως προς αυτούς που τρέφουν ευγενείς φιλοδοξίες, εκτός εάν τις τροφοδοτούν με ψευδαισθήσεις, αλλά ο φθόνος τών κενόδοξων και ανίσχυρων απέναντι σε ό,τι είναι σπάνιο και ιδιαίτερο· ο εξοστρακισμός υπήρξε ένα εφεύρημα του εσμού τών καιροσκόπων. Ο αθηναϊκός λαός είχε μιαν ιδιομορφία, που του επέτρεπε να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του, και θα ήταν υπερβολή να περιβάλουμε με τραγικότητα το γεγονός τού εξοστρακισμού και να του αποδώσουμε ως κίνητρο όχι τον φθόνο, αλλά τον φόβο τών ενδιαφερομένων· είναι γεγονός ότι, από τότε που υπάρχει κόσμος, η μετριότητα δεν εμπνεύστηκε ποτέ μιαν τόσο εξαιρετική ιδέα, οχυρωμένη απλώς και μόνο πίσω από ένα κοινό αίσθημα, ώστε να αναδυθεί ο εξοστρακισμός, που επιβαλλόταν μόλις ο λαός εναπέθετε την εμπιστοσύνη του σε κάποιον, κάτι που αποκλειόταν συστηματικά σ’ αυτήν την πόλη-κράτος, μέχρι  την ημέρα που άρχισαν να το χρησιμοποιούν ανεπιφύλακτα κατά τών δημαγωγών. «Περήφανος για την πρόσφατη νίκη του (στον Μαραθώνα), ο λαός που πίστευε ότι τού άξιζαν οι ύψιστες τιμές, υπέμεινε με ανυπομονησία τούς πολίτες εκείνους, που η φήμη και η δόξα τους επισκίαζε τους υπόλοιπους. Ο εξοστρακισμός δεν απoτελούσε τιμωρία ενόχων πολιτών: καλύπτοντάς τον με μιαν απατηλή ονομασία, ο λαός τον θεώρησε ως υποβιβασμό και εξασθένιση μιας δύναμης και ενός μεγαλείου, που θα μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνα. Κατά βάθος δεν ήταν παρά η παραχώρηση μιας μετριοπαθούς ικανοποίησης της ζήλιας», λέει δικαίως ο Πλούταρχος, με αφορμή την εξορία τού Αριστείδη. Μόνον όταν η συχνή χρήση τού θεσμού τής ατιμίας, σε διάφορα επίπεδα, σε βάρος οποιουδήποτε μισητού προσώπου, καθώς και οι εκδικητικές ενέργειες της πόλης σε βάρος συγκεκριμένων ατόμων έθεσαν σε εφαρμογή πολύ πιο αποτελεσματικές μεθόδους απαλλαγής, ο λαός παραιτήθηκε, ήδη τον 5ον αιώνα, από αυτό το καθαυτό φορτικό και υπερβολικά εμβληματικό μέσο άσκησης εξουσίας.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: