Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (80)

Συνέχεια από: Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.        
                                               Κεφάλαιο ΙΙΙ.
ΜΕΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ “ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΑ” ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ (συνέχεια).      
Ο Μαρξ επιστρέφει στην ίδια αντίφαση στο Κεφάλαιο, όπου προσθέτει: “είδαμε ότι η πρόοδος ανταλλαγής των προϊόντων εμπλέκει αντιφατικές σχέσεις, οι οποίες αλληλοαποκλείονται. Η ανάπτυξη τού προϊόντος δεν ξεπερνά αυτές τις αντιφάσεις, αλλά δημιουργεί την φόρμα μέσα στην οποία μπορούν να κινηθούν. Αυτά είναι γενικώς η μέθοδος με την οποία λύνονται οι πραγματικές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, μία αντίφαση είναι ότι ένα σώμα πέφτει σταθερά πάνω, σ’ένα άλλο και φεύγει μακριά με άλλη τόση σταθερότητα! Η έλλειψη είναι μία από τις φόρμες της κινήσεως στις οποίες εκείνη η αντίφαση πραγματοποιείται και λύνεται μαζί.” (Κεφ σ. 136). Η γλώσσα είναι Εγελιανή-όπως το παράδειγμα τής έλλειψης, η οποία θυμίζει τους νόμους τού Κέπλερ-αλλά σ’αυτό το χωρίο φαίνεται να διαψεύδεται η εντύπωση ότι ο Μαρξ κάνει λόγο για έναν πραγματικό βιασμό τής α.τ.μ.α. Τί νόημα θα είχε να πούμε ότι η απαγορευμένη αντίφαση από αυτή την αρχή “κινείται”; Και πώς μπορεί να υπολογισθεί απαγορευμένη από αυτή την αρχή η κίνηση ενός σώματος που χτυπά σε ένα άλλο και απομακρύνεται, φεύγει μακριά, όπως για παράδειγμα η κίνηση μίας μπάλας η οποία αναπηδά στο πάτωμα;
          Στην συνέχεια ο Μαρξ δηλώνει ότι η “ενδογενής αντίφαση” τού εμπορεύματος, δηλαδή ακόμη εκείνη τής αξίας τής χρήσεως και τής αξίας ανταλλαγής, “λαμβάνει τίς ανεπτυγμένες της φόρμες τής κινήσεως στις αντιθέσεις τής μεταμορφώσεως τών εμπορευμάτων. Επομένως αυτές οι φόρμες συμπεριέχουν την δυνατότητα, αλλά μόνον την δυνατότητα τής κρίσεως” (Κεφ. σ. 146). Δεν συζητούμε εδώ ολόκληρη τήν μαρξιστική θεωρία τής κρίσεως, η οποία αναπτύσσεται κυρίως στις θεωρίες στην υπεραξία, όπου γίνεται λόγος εξίσου εκτεταμένως, για αντιφάσεις, διότι ούτε αυτή η θεωρία λύνει τις αμφιβολίες γύρω από τον πραγματικό βιασμό, από μέρους τού Μαρξ, τής α.τ.μ.α..
          Αυτό που με αφήνει έκπληκτο ακόμη και στην πραγματική πρόθεση, από μέρους τού Μαρξ, να απορρίψει αυτή την αρχή, είναι το γεγονός ότι την χρησιμοποιεί καθαρά, όπως το παρατηρήσαμε ήδη, με τον σκοπό να αναιρέσει τούς αντιπάλους του! Μιλώντας λοιπόν για τον John, Stuart Mill, ο οποίος αποδεχόταν τήν “αμοιβή τής αποχής”, εννοώντας με τον όρο “αποχή” το κεφάλαιο, ο Μαρξ αναφωνεί: “πόσο αγνοεί τήν Εγελιανή αντίφαση , πηγή κάθε διαλεκτικής, ώστε να αισθάνεται άνετος με μπανάλ αντιφάσεις” και εξηγεί ότι κάθε ανθρώπινη πράξη μπορεί να συλληφθεί σαν “αποχή” από το αντίθετό της, όπως για παράδειγμα η εργασία είναι αποχή από την αργία, την τεμπελιά και η αργία είναι αποχή από την εργασία. (Κεφ. σ. 653, σημ. 41). Ο Mill λοιπόν είναι σε αντίφαση με τον εαυτό του, και αυτή είναι μία “ασήμαντη αντίφαση” η οποία φανερώνει το ψεύτικο τού λόγου του. Αντιθέτως είναι τελείως διαφορετική η “αντίφαση του Χέγκελ, πηγή κάθε διαλεκτικής”, η οποία δεν θέτει αυτόν που την φανερώνει σε αντίφαση με τον εαυτό του, δηλαδή δεν παραβιάζει την α.τ.μ.α.. Εδώ ή δεχόμαστε ότι ο Μαρξ εννοεί σαν διαλεκτική αντίφαση κάτι διαφορετικό από εκείνη που παραβιάζει την α.τ.μ.α. ή ίσως θα κατηγορήσουμε τον ίδιο τον Μαρξ για μία αντίφαση με τον εαυτό του, κάτι που ταυτοχρόνως μοιάζει μάλλον απίθανο! Έχει ειπωθεί ότι η διαφορά ανάμεσα στην ασήμαντη αντίφαση ή “δυσαρμονία” και την διαλεκτική αντίφαση, είναι ότι στην πρώτη είμαστε στην παρουσία μίας εξωτερικής, φαινομενικής σχέσεως, μίας “τοποθετήσεως ανάμεσα σε ασύγκριτες διαβεβαιώσεις”, ενώ στην δεύτερη έχουμε να κάνουμε με διαβεβαιώσεις (ή αντίθετες ιδιότητες) εσωτερικώς σχετιζόμενες: και σ’αυτή την δική τους συνάφεια υφίσταται η αντίφαση. Αλλά εάν “συναφείς” δεν σημαίνει ασύγκριτες, η αντίφαση, τουλάχιστον εκείνη που απαγορεύει η α.τ.μ.α., δεν υφίσταται. Οπωσδήποτε το γεγονός ότι ο Μαρξ μιλά για ασήμαντες αντιφάσεις ή μέτριες. μας παραπέμπτει σε πράγματα μικρής σημασίας: είναι σπάνιο, παρότι δεν είναι αδύνατον να βρεθούμε απέναντι σε έναν αντίπαλο ο οποίος αντιφάσκει αμέσως, κάνοντας καθαρά δύο διαβεβαιώσεις ασύγκριτες μεταξύ τους. Αλλά αυτός ο τύπος αντιφάσεως μπορεί να φανεί λιγότερο ασήμαντος όταν δεν τον αντιλαμβανόμαστε απλώς, αλλά είναι προϊόν απαγωγής από τις βεβαιώσεις τού αντιπάλου, ή από τις προτάσεις που σχηματίζουν μία συγκεκριμένη θεωρία, η οποία μπορεί να υποστηρίζεται από εμάς τους ίδιους, αλλά την οποία θα πρέπει να εγκαταλείψουμε. Ο Mugnai σημειώνει με οξυδέρκεια ένα παράδειγμα αυτού του τύπου τής αντιφάσεως, όταν ο Μαρξ, μετά την πρώτη ανάλυση τής προόδου λόγω τής οποίας στην διακίνηση παράγεται περισσότερη αξία από όση έχει εισαχθεί, συμπεραίνει: “έτσι λοιπόν είναι αδύνατον αυτή να μην ξεπηδήσει από την διακίνηση. Πρέπει αναγκαίως να ξεπηδήσει σ’αυτή και ταυτοχρόνως έξω απ’αυτή… Ο κάτοχός μας τού χρήματος, ο οποίος υπάρχει ακόμη σαν κάμπια καπιταλιστού, πρέπει να αγοράσει τα προϊόντα στην αξία τους, πρέπει να τα πουλήσει στην αξία τους, όπως επίσης στο τέλος τής προόδου πρέπει να αντλήσει περισσότερη αξία από όση είχε διαθέσει. Η εξέλιξη του σε πεταλούδα πρέπει να συμβεί μέσα στην σφαίρα τής διακίνησης και δεν πρέπει να συμβεί μέσα στην σφαίρα της διακινήσεως. Αυτές είναι οι συνθήκες τού προβλήματος. Hic Rhodus, hic salta” (Κεφ. σ. 200).
          Αλλά ο ίδιος ο Μαρξ λύνει αυτή την αντίφαση σε μία νέα ανάλυση, πιο βαθιά τής προηγούμενης, η οποία υπολογίζει ανάμεσα στα εμπορεύματα που εισάγονται στην διακίνηση, ένα εμπόρευμα τελείως διαφορετικό, την δύναμη-εργασία, τής οποίας η αξία χρήσεως διαθέτει αυτή η ίδια τήν ικανότητα να είναι πηγή αξίας! Επομένως η προηγούμενη ανάλυση ήταν λανθασμένη ή τουλάχιστον ανεπαρκής και αυτή η ανεπάρκεια απεκαλύφθη από την αντίφαση η οποία προήλθε με απαγωγή από αυτή. Ο Mugnai παρατηρεί ότι αυτή η αντίφαση διαμορφώνεται σαν αναγκαία συνέπεια μιάς λογικής προόδου η οποία κινείται από καθορισμένες εισαγωγικές προτάσεις: αυτή δείχνει με διαύγεια ένα σημείο μετάβασης στην αλυσίδα τών επιχειρημάτων”. Αυτή, κατά την κρίση του δεν είναι το αποτέλεσμα μίας λογικής δυσαρμονίας-μίας απλής τοποθετήσεως ανάμεσα σε ασύγκριτες διαβεβαιώσεις ή αντίθετες στην έκφραση μίας θεωρίας-αλλά είναι το τελικό σημείο στο οποίο οδηγεί μία ιδιαιτέρως επαρκής επιχειρηματολογία! Και όμως από την οπτική γωνία τής συστάσεως είναι και αυτή οικοδομημένη από πρόχειρες τοποθετήσεις αντίθετων διαβεβαιώσεων: “Πρέπει να ξεπηδήσει”, “δεν πρέπει”, και επομένως δεν είναι μία διαφορετική αντίφαση από την ασήμαντη. Η διαφορά βεβαίως είναι ότι η πρώτη είναι άμεση, ενώ η δεύτερη είναι απαγωγική-γι’αυτό ο Mugnai προτείνει να την ονομάσουμε “συστηματική”-αλλά το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το ίδιο, δηλαδή ένα απαράδεκτο πράγμα διότι απαγορευμένο από την α.τ.μ.α..
          Ο ίδιος ο Mugnai μάλιστα αναγνωρίζει : “αυτό που πλησιάζει αυτόν τον τύπο τής αντιφάσεως-την οποία θα ονομάσω συστηματική αντίφαση-στην ασήμαντη αντίφαση είναι το γεγονός ότι τοποθετείται απλώς στο επίπεδο τής συζητήσεως (στην θεωρία, όχι στην πραγματικότητα). Αυτό που την διακρίνει είναι η υποκειμενική συνειδητοποίηση”. Έτσι λοιπόν πρόκειται, και στις δύο περιπτώσεις της αντιφάσεως, την οποία η α.τ.μ.α. απαγορεύει, να την υπολογίσουμε πραγματική. Ακόμη μία φορά, λοιπόν ο Μαρξ φαίνεται συνειδητοποιημένος στο γεγονός ότι οι αντιφάσεις που απαγορεύονται από την α.τ.μ.α. δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές στην πραγματικότητα, και επομένως ή εκείνες που δέχεται ο ίδιος σαν πραγματικές δεν είναι οι αντιφάσεις οι οποίες απαγορεύονται από την α.τ.μ.α. ή ο ίδιος ο Μαρξ αντιφάσκει.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου