Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (1)

ENRICO BERTI

1. Η διαλεκτική θεμελίωση του Γίγνεσθαι στον Χέγκελ.

Το πρόβλημα του Γίγνεσθαι σαν ενότητος τού Είναι και του μή-Είναι, είναι ήδη όλο το πρόβλημα τής διαλεκτικής. Στις σελίδες τής επιστήμης τής Λογικής και τής Εγκυκλοπαίδειας που είναι αφιερωμένες σ’ αυτό το θέμα, βρίσκεται ακριβώς όχι μία απλή περιγραφή ή ορισμός τής διαλεκτικής, αλλά η διαλεκτική η ίδια, για πρώτη φορά στο έργο καί στο πεδίο που της ανήκει μετά βεβαιότητος, δηλ. εκείνο τής έννοιας σαν ενότητος τής σκέψης και τής πραγματικότητος. Είναι φανερό επίσης πώς η αξία όλων των μετέπειτα εφαρμογών αυτής της εξελίξεως, μάλιστα δέ η αξία της ίδιας τής διαλεκτικής σαν νόμου τής αναπτύξεως τής σκέψης και τής πραγματικότητος, εξαρτήθηκε από την επιτυχία αυτής της πρώτης του παρεμβάσεως. Αυτό εξηγεί γιατί η αρχή τής λογικής υπήρξε η στιγμή η οποία πρώτη καί περισσότερο από κάθε άλλη συζητήθηκε από τήν ύστερη φιλοσοφία, απο τον Φώυερμπαχ στον Τρεντέλενμπουργκ και στον Φίσερ στη Γερμανία, ώς τον Τζεντίλε της Ιταλίας, για να αναφέρουμε μόνον μερικά απο τα πιό σημαντικά ονόματα.
Όπως είναι γνωστό η αρχή, το ξεκίνημα, της λογικής, δηλ. της φιλοσοφίας στο σύνολό της, τής επιστήμης ολοκλήρου της πραγματικότητος, για τον Χέγκελ είναι το Είναι (seyn), το οποίο εννοείται σαν απολύτως ακαθόριστο, το Είναι μεταβάλλεται στο «Μηδέν» (Nichts), κατανοημένο σάν Είναι απολύτως ακαθόριστο, κενό, αφηρημένο. Ακριβώς δέ επειδή απολύτως ακαθόριστο, τό Είναι μεταστρέφεται στό μηδέν (Nichts), που είναι η απουσία κάθε προσδιορισμού, κάθε περιεχομένου, η τελεία κενότης. Το Μηδέν με την σειρά του, καθότι απλή ταυτότης με τον εαυτό του, δέν διαφέρει σε τίποτα απο το Είναι και γι’αυτό μεταστρέφεται σ’αυτό. Στην θέση του Είναι και του Τίποτα, κατανοημένα σαν αντίθετα, αποκτάται η ενότης του Είναι και του Τίποτα, και αυτή η ενότης κατά τον Χέγκελ, είναι το «Γίγνεσθαι» (Werden).
Η πιό διάσημη κριτική που στράφηκε σ’αυτή την επιχειρηματολογία είναι εκείνη του Τρεντέλενμπουργκ. Αυτή, παρότι χρονικώς δέν υπήρξε η πρώτη, αποτέλεσε ένα είδος παραδείγματος για όλες τις συζητήσεις που υπήρξαν στην συνέχεια, και γι’αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα σαν κόσκινο για να δοκιμάσουμε την αξία της Εγελιανής θεμελίωσης του γίγνεσθαι και της διαλεκτικής γενικώς.
Ο Τρεντέλενμπουργκ αμφιβάλλει πώς ο Χέγκελ κατόρθωσε να βρεί για την λογική του ένα αυθεντικό ξεκίνημα, ένα σημείο δηλ. εκκινήσεως απολύτως ελεύθερο προϋποθέσεων. Οι έννοιες του Είναι και του Τίποτα, κατά την γνώμη του, αποκτήθηκαν διά της αφαιρέσεως, και γι’αυτό προϋποθέτουν κάτι που προηγείται αυτών και από το οποίο έχουν αφαιρεθεί. Αυτό το κάτι δέν μπορεί να είναι παρά η έμπνευση, η αισθητή σύλληψη του γίγνεσθαι, η οποία αντιπροσωπεύει επομένως την πραγματική αρχή, το ξεκίνημα, αλλά ένα ξεκίνημα που δέν είναι πλέον λογικό, όπως το επιθυμεί ο Χέγκελ, αλλά εμπειρικό!
Η επιβεβαίωση πώς το Είναι και το τίποτα δέν μπορούν να αποτελέσουν το ξεκίνημα είναι το γεγονός πώς, καθώς το καθένα απο αυτά τα δύο είναι ίδιον, ταυτόσημο με τον εαυτό του, βρίσκονται και τα δύο σε ησυχία και δέν είναι δυνατόν απο την ένωση δύο πραγματικοτήτων που βρίσκονται σε ησυχία να γεννηθεί η κίνηση, δηλαδή το γίγνεσθαι. «Εάν όμως η σκέψη απο εκείνη την ενότητα γεννά κάτι άλλο -παρατηρεί ο Τρεντέλενμπουργκ- είναι φανερό πώς η σκέψη προσθέτει αυτό το άλλο και εισάγει την κίνηση αθέμιτα, με τον σκοπό να μεταφέρει το είναι και το μή-είναι στην ροή του γίγνεσθαι». Το γίγνεσθαι δέν θα μπορούσε ποτέ να προέλθει απο το Είναι και απο το Τίποτα, εάν δέν είχε προηγηθεί αυτών η αναπαράσταση του ιδίου τού Γίγνεσθαι, μάλιστα δέ η αναπαράσταση της κινήσεως στον χώρο, η οποία είναι η συνθήκη για την αναπαράσταση του γίγνεσθαι γενικώς. Η κίνηση στον χώρο λοιπόν, της οποίας έχουμε μόνον αισθητή διαίσθηση και της οποίας διαμορφώνεται εν τέλει μία εμπειρική εικόνα, είναι η προϋπόθεση της Εγελιανής λογικής, δηλαδή εκείνης της λογικής που απαιτεί να είναι απολύτως χωρίς προϋποθέσεις.
Είναι περίεργο δέ πώς, απέναντι σ’αυτή την αντίρρηση, την πρώτη και πιό γνωστή, αλλά όχι και την σημαντικότερη, απο εκείνες που απηύθυνε ο Τρεντέλενμπουργκ, οι Εγελιανοί περιορίστηκαν απλώς να επαναλάβουν τις διατυπώσεις του δασκάλου, χωρίς να εμβαθύνουν το νόημα, ή ακόμη χειρότερα ομολόγησαν την ήττα τους και προέβλεψαν στην συνέχεια να μεταρρυθμίσουν την διαλεκτική. Σε μία γενικότερη ανάγνωση του κειμένου του Χέγκελ, που δέν θα περιορίζεται στις τρείς παραγράφους της Εγκυκλοπαίδειας που ανέφερε ο Τρεντέλενμπουργκ, δίνεται η εντύπωση πώς μία τέτοια αντίρρηση προκύπτει αποκλειστικώς απο την έλλειψη κατανοήσεως της σκέψης του Χέγκελ.
Πρώτα απ’όλα δέν υπάρχει αμφιβολία πώς οι έννοιες του Είναι και του Τίποτα αποκτώνται δι’αφαιρέσεως απο την αισθητή αναπαράσταση του γίγνεσθαι. Αυτό ομολογείται απο τον ίδιο τον Χέγκελ, ο οποίος όπως είναι γνωστό, υποστηρίζει γενικώς πώς η φιλοσοφία προϋποθέτει μία κάποια γνώση των αντικειμένων της, στην οποία υπεισέρχονται και οι αναπαραστάσεις, και ο σκοπός της είναι ακριβώς αυτός, να μεταμορφώσει τις αναπαραστάσεις σε έννοιες. Ακριβέστερα, στην Επιστήμη της λογικής, ομολογεί πώς οι έννοιες του Είναι και του Τίποτα αντλούνται μέσω αφαιρέσεως ή «αναλύσεως», απο την αισθητή αναπαράσταση του ξεκινήματος,  δηλαδή του ξεκινήματος να είναι, που είναι μία μορφή του γίγνεσθαι, καί στήν Εγκυκλοπαίδεια δείχνει ακριβώς τήν αναπαράσταση τού γίγνεσθαι, πρίν ακόμη απο εκείνη του ξεκινήματος, σαν τήν πλησιέστερη καταγωγή των εννοιών τού είναι και τού τίποτα.
Αυτό όμως δέν σημαίνει πώς το Είναι και το Τίποτα δέν είναι το αυθεντικό λογικό ξεκίνημα, δηλαδή το εννοιολογικό ξεκίνημα, καθότι η αναπαράσταση που προϋποθέτουν, προέρχεται απο την ψυχολογική οπτική γωνία, δηλαδή την συνειδησιακή και επομένως δέν επηρεάζει με κανέναν τρόπο την αξία τους σαν εννοιών! Για να γίνει κατανοητό, αρκεί να έχουμε υπ’όψιν μας την σχέση η οποία σταθεροποιήθηκε απο τον Χέγκελ ανάμεσα στην κίνηση της επιστήμης ή της έννοιας που εκτίθεται στην λογική, και την κίνηση τής συνειδήσεως, ή της Φυσικής γνώσεως, που εκτίθεται στην Φαινομενολογία του Πνεύματος, όπως επίσης την Εγελιανή έννοια τού «ξεκινήματος». Η συνείδηση όπως είναι γνωστό, είναι αυτό που δέν έχει πραγματοποιήσει ακόμη την ταυτότητα του ιδίου, αυτού του ιδίου με το αντικείμενο, της γνώσεως με την αλήθεια, και γι’αυτό η ιδιαίτερη γνώση της συνειδήσεως δέν είναι ακόμη αληθινή γνώση, είναι μία μή-γνώση και η διαδρομή της συνειδήσεως είναι απο την μή-γνώση στην γνώση. Η επιστήμη αντιθέτως είναι η ταυτότης τής συνειδήσεως με το αντικείμενο, της γνώσεως με την αλήθεια, η οποία όμως αναπτύσσεται προοδευτικά, ώστε απο υπονοούμενη ή εις εαυτή, να γίνει σαφής ή καθ’εαυτή. Τώρα επειδή η ταυτότης ανάμεσα στην συνείδηση και το αντικείμενο υφίσταται ήδη, ακόμη και όταν η συνείδηση δέν το γνωρίζει, η κίνηση της επιστήμης είναι ήδη εν ενεργεία καθώς προοδεύει η κίνηση της συνειδήσεως. Αυτό πραγματοποιείται, όπως λέει ο Χέγκελ, πίσω απο τις πλάτες της συνειδήσεως, και είναι αυτό που προσφέρει «αναγκαιότητα» και «αλήθεια» στην ίδια την κίνηση της συνειδήσεως. Έτσι λοιπόν εάν για την συνείδηση, η πρόοδος απο την μή-γνώση στην γνώση, που είναι επίσης και η πρόοδος της αναπαραστάσεως στην έννοια, προηγείται της εσωτερικής κινήσεως προς την ίδια την γνώση, δηλαδή της κινήσεως των εννοιών, δέν προσφέρει γι’αυτόν τον λόγο την αξία της αλήθειας, αλλά αντιθέτως προσλαμβάνει απο αυτό το τελευταίο την δική του αλήθεια.
Η αναπαράσταση ανήκει στην συνείδηση και πρέπει να μεταμορφωθεί σε μία έννοια. Είναι κάτι «γνωστό» δηλαδή άμεσο, και πρέπει να μεταμορφωθεί σε κάτι «κατανοημένο», δηλαδή μεσολαβημένο. Αυτή η μεταμόρφωση κατορθώνεται σε δύο χρόνους: ο πρώτος αποτελείται απο την ανάλυση, δηλαδή από την αποδόμηση της αναπαραστάσεως στα συστατικά της στοιχεία, από την αφαίρεση. Μ’αυτόν τον τρόπο κατορθώνονται σκέψεις, που είναι και αυτές γνωστοί καθορισμοί, δηλαδή άμεσοι σταθεροί και ακίνητοι, ξεχωριστοί ο ένας απο τον άλλον, δηλαδή αρνητικοί. Αυτή είναι η εργασία της διάνοιας. Ακολουθεί η εργασία της νοήσεως, η οποία υπερβαίνει την αφαιρετική αμεσότητα των διανοητικών προσδιορισμών, μεσολαβώντας ανάμεσα τους και πραγματοποιώντας μ’αυτόν τον τρόπο την γνώση. Η πρώτη κίνηση πραγματοποιείται μέσα στο πλαίσιο της συνειδήσεως, η δεύτερη στο πλαίσιο της επιστήμης. Η πρώτη είναι ακόμη ξένη προς την αληθινή γνώση, ενώ η δεύτερη είναι αληθινή γνώση.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου