Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (82)

Συνέχεια από: Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

  ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.        
                                               Κεφάλαιο ΙΙΙ.
ΜΕΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ “ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΑ” ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ (συνέχεια)
          

Το λάθος για τό οποίο κατηγορείται ο Χέγκελ είναι μία συνέπεια εκείνου για το οποίο κατηγορήθηκε προηγουμένως, δηλαδή το γεγονός ότι ξεκινά από το αφηρημένο, το ιδανικό και ότι συλλαμβάνει το πραγματικό μόνον σαν άρνηση αυτού! Αλλά η διάκριση ανάμεσα στην αλλοτρίωση και την αντικειμενοποίηση είναι σημαντική, από το ένα μέρος διότι δείχνει την θετική αξία τής αντικειμενοποιήσεως, από το άλλο διότι στηρίζεται στην διάκριση ανάμεσα στην εργασία σαν προϊόν, παραγωγή ενός αντικειμένου, θεωρημένου εντελώς φυσικού και την αλλοτριωμένη εργασία από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, θεωρημένης, τελείως αφύσικης και επομένως προορισμένης να αφαιρεθεί μέσω τής επαναπόκτησης, από μέρους τού εργαζόμενου, τού προϊόντος τής εργασίας του δηλαδή τού κεφαλαίου. Αυτή η διάκριση δεν προέρχεται από τον Φόιερμπαχ, μάλιστα δε αποτελεί τήν πρωτοτυπία τού Μαρξ και ο λόγος τής αποστάσεώς του από την εννοιολόγηση του ανθρώπου σαν όν καθαρά “φυσικού” και όχι “κοινωνικού”, όπως θεωρούσε ο Φόιερμπαχ. Πέραν αυτής τής κριτικής, παρ’όλα αυτά, ο Μαρξ δέχεται πλήρως την σύλληψη τής διαλεκτικής τού Χέγκελ, η οποία εκτίθεται κυρίως στην Φαινομενολογία (διαλεκτική αφέντη-δούλου), σαν μία πρόοδο κατά την οποία κάποιο πράγμα πριν αλλοτριώνεται, δηλαδή γίνεται άλλο από τον εαυτό του, χάνει την ουσία του, και στην συνέχεια επαναποκτά αυτή την ουσία. Πρόκειται για μία πρόοδο η οποία κινείται από μία καταγωγική ενότητα σε έναν επόμενο διαχωρισμό και σε μία τελική επανένωση, συμφιλίωση! Αυτό που άλλαξε είναι το υποκείμενο αυτής της προόδου, που δεν είναι πλέον η αφηρημένη σκέψη, αλλά η πραγματικός άνθρωπος, δηλαδή ο εργάτης, ενώ η φόρμα της προόδου παραμένει ίδια! “Η φαινομενολογία-δηλώνει ο Μαρξ- είναι γι’αυτό η κρυμμένη κριτική, η οποία δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη στον εαυτό της και είναι παραποιητική. Αλλά στο μέτρο κατά το οποίο κρατά σταθερή την αποξένωση του ανθρώπου-ακόμη και αν ο άνθρωπος μάς φανερώνεται μόνον στην φόρμα τού πνεύματος- όλα τα στοιχεία τής κριτικής βρίσκονται σ’αυτή κρυμένα και πολύ συχνά ήδη έτοιμα και επεξεργασμένα μ’έναν τρόπο ο οποίος πηγαίνει πέραν της οπτικής γωνίας τού Χέγκελ… Η σπουδαιότης στην Φαινομενολογία του Χέγκελ και στο τελικό της αποτέλεσμα- η διαλεκτική τής αρνήσεως σαν αρχή κινήσεως και γενέσεως - βρίσκεται λοιπόν στο γεγονός ότι ο Χέγκελ συλλαμβάνει τήν αυτογένεση του ανθρώπου σαν μία πρόοδο, την αντικειμενοποίηση σαν μία αντίθεση, σαν αλλοτρίωση και καταστολή αυτής της αλλοτρίωσης”.
          Λίγο πιο κάτω ο Μαρξ δείχνει ανάμεσα στις “θετικές στιγμές τής Εγελιανής διαλεκτικής την “καταστολή, την καταπίεση, σαν αντικειμενική πίεση η οποία ανακαλεί επαναφέροντάς την εις εαυτή, την αλλοτρίωση” και δηλώνει ότι αυτή είναι η οικειοποίηση, αλλά επαναλαμβάνει την κριτική σύμφωνα με την οποία “η ακύρωση τής αλλοτριώσεως, δεν είναι…. στον Χέγκελ… τίποτε άλλο παρά η αφηρημένη κατάργηση, χωρίς περιεχόμενο, εκείνης τής  αφαιρέσεως χωρίς περιεχόμενο, την άρνηση τής αρνήσεως”. Εδώ η “άρνηση της αρνήσεως” δεν κρίνεται καθαυτή, αλλά καθόσον προικισμένη με ένα αφηρημένο περιεχόμενο. Καθότι δηλαδή κενή περιεχομένων: σαν άρνηση τής αυθεντικής αρνήσεως, δηλαδή τής αλλοτριώσεως και επομένως σαν επανιδιοποίηση  “διαλεκτική”, είναι τελείως αποδεκτή από τον Μαρξ.
          Την ίδια εννοιολόγηση τής διαλεκτικής βρίσκουμε σαράντα χρόνια αργότερα, στο διάσημο υστερόγραφο στην δεύτερη έκδοση τού Κεφαλαίου (1873). Σ’αυτό επανέρχεται η αρχαία κριτική στην διαλεκτική τού Χέγκελ. “Για το θεμέλιό της-γράφει ο Μαρξ- η δική μου διαλεκτική μέθοδος όχι μόνον διαφοροποιείται από εκείνη τού Χέγκελ, αλλά είναι και αμέσως αντίθετη. Για τον Χέγκελ η πρόοδος τής σκέψης, την οποία αυτός, κάτω από το όνομα τής ιδέας, μεταμορφώνει σε ανεξάρτητο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός τού πραγματικού, ενώ το πραγματικό δεν είναι παρά το εξωτερικό φαινόμενο τής προόδου τής σκέψης! Για μένα αντιθέτως, το ιδανικό στοιχείο δεν είναι άλλο από το υλικό στοιχείο μεταβιβασμένο και μεταφρασμένο στον εγκέφαλο των ανθρώπων”. Να λοιπόν το διάσημο “αναποδογύρισμα”, η αναστροφή τής Εγελιανής διαλεκτικής, η επανατοποθέτηση “στα πόδια” αυτό που ο Χέγκελ είχε τοποθετήσει “στο κεφάλι”.
          Σ’αυτή την κριτική όμως ο Μαρξ  προσθέτει στην συνέχεια μία αποδοχή τής διαλεκτικής τού Χέγκελ. “Άσκησα κριτική στην πλευρά τής διαλεκτικής τού Χέγκελ η οποία εξαπατά με τον μυστικισμό της σχεδόν  τριάντα χρόνια, από όταν ήταν ακόμη η μόδα τής ημέρας. Αλλά ακριβώς καθώς επεξεργαζόμουν τον πρώτο τόμο τού Κεφαλαίου οι κακόβουλοι, υπερήφανοι και μέτριοι επίγονοι οι οποίοι κυριαρχούν τώρα στην Γερμανία τών μορφωμένων, ευχαριστούντο να μεταχειρίζονται τον Χέγκελ όπως στους χρόνους τού Λέσινγκ ο καλός Moses Mendelssohn μεταχειριζόταν τον Σπινόζα: σαν ένα “ψόφιο σκυλί”. “Γι’αυτό παρουσιάστηκα ανοιχτά σαν μαθητής εκείνου τού μεγάλου στοχαστού και αστειεύτηκα εδώ κι εκεί, στο Κεφάλαιο, στην θεωρία της αξίας, με τον τρόπο που προτιμούσε να εκφράζεται. Η αλλοίωση στην οποία παραδίδεται η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ δεν αφαιρεί με κανένα τρόπο το γεγονός ότι υπήρξε ο πρώτος ο οποίος εξέθεσε λεπτομερώς και συνειδητώς τις γενικές φόρμες τής κινήσεως τής ίδιας τής διαλεκτικής. Σ’αυτόν η διαλεκτική είναι αναποδογυρισμένη. Πρέπει να την αντιστρέψουμε για να ανακαλύψουμε τον λογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό περίβλημα”. Ο Μαρξ όχι μόνον δηλώνει ότι έπαιξε εδώ κι εκεί με τον τρόπο που εκφράζεται ο Χέγκελ- πιθανότατα είναι μία αναφορά στις σχέσεις αποκλεισμού- εμπλοκής, στην “συγχρονότητα”, ίσως και στην “αντίφαση”-αλλά δηλώνει ανοιχτά ότι είναι “μαθητής εκείνου του μεγάλου στοχαστού”, και του αναγνωρίζει ότι φανέρωσε τις γενικές φόρμες τής ίδιας τής διαλεκτικής κινήσεως! Πάνω σ’αυτή την τελευταία, δηλαδή σ’εκείνη που ονομάσαμε η δομή τής διαλεκτικής, ο Μαρξ είναι τελείως σύμφωνος με τον Χέγκελ. Και είναι ξεκάθαρο τί πράγμα εννοεί σαν “λογικό πυρήνα” και σαν “μυστικιστικό τσόφλι”, εκφράσεις γύρω από τις οποίες έγινε πολύς λόγος: αυτός ο λογικός πυρήνας ακριβώς, οι γενικές φόρμες τής κινήσεως τής διαλεκτικής, δηλαδή ο τριαδικός ρυθμός της τής θέσεως-αρνήσεως-αρνήσεως τής αρνήσεως, ενώ το μυστικιστικό τσόφλι είναι το γεγονός ότι έλαβε σαν υποκείμενο τήν ιδέα, τήν σκέψη! Δεν πρέπει να μας παρασύρει η χωρική μεταφορά κουκούτσι-φλοιός και να πιστεύουμε ότι το κουκούτσι είναι το περιεχόμενο τής διαλεκτικής και ο φλοιός είναι ο φόρμα του: αντιθέτως ο μυστικός φλοιός του είναι το ιδανικό περιεχόμενο τής Εγελιανής διαλεκτικής και το λογικό κουκούτσι είναι η τριαδική της δομή, με την παρουσία τής αντιφάσεως και την κίνηση την οποία αφήνει στην πρόοδο! Η μεταφορά χρειάζεται για να δείξει, όχι αυτό που υπάρχει μέσα, σε αντίθεση μ’αυτό που υπάρχει έξω, αλλά αυτό που είναι ουσιώδες, δηλαδή αξίζει, σε αντίθεση μ’αυτό που είναι τυχαίο, δηλαδή πτωτικό, μειωτικό!

Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου