Συνέχεια από: Σάββατο 4 Απριλίου 2020
Συνεχίζεται
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Η πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση την οποία κάνει ο Mugnai όμως είναι μία άλλη, μάλιστα είναι άλλες δύο: η πρώτη είναι ότι η συστηματική αντίφαση “έχει τήν όψη ενός είδους reductio ad absurdum” (αναγωγής στο παράλογο). Βεβαίως! Αλλά είναι μόνον “ένα είδος” αναγωγής στο παράλογο διότι η αναγωγή παράγει ένα συμπέρασμα το οποίο αντιτίθεται σε κάτι το οποίο έχει ήδη προϋποτεθεί σαν αληθές, και γι’αυτό λέγεται παράλογη, αλλά δεν παράγει την αληθινή και πραγματική αντίφαση! Η ανάπτυξη τών επιχειρημάτων η οποία παράγει την αληθινή και πραγματική αντίφαση δεν είναι η μείωση ή η αναγωγή στο παράλογο, αλλά η αναίρεση (έλεγχος), την οποία ο Αριστοτέλης είχε ορίσει, όπως είδαμε ακριβώς “απαγωγή της αντιφάσεως” (συλλογισμός της αντιφάσεως), αλλά είχε ανακαλυφθεί από τον Ζήνωνα, ο οποίος θεωρήθηκε εξ’αυτού “ο επινοήσας τήν διαλεκτικήν” ο Πατέρας τής διαλεκτικής, κάτι που συνιστούσε την κατεξοχήν πρόοδο και ανάπτυξη τής αρχαίας διαλεκτικής από τον Ζήνωνα, στον Σωκράτη, στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη.
Του Enrico Berti.
Κεφάλαιο ΙΙΙ.
ΜΕΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ “ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΑ” ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ (συνέχεια)Η πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση την οποία κάνει ο Mugnai όμως είναι μία άλλη, μάλιστα είναι άλλες δύο: η πρώτη είναι ότι η συστηματική αντίφαση “έχει τήν όψη ενός είδους reductio ad absurdum” (αναγωγής στο παράλογο). Βεβαίως! Αλλά είναι μόνον “ένα είδος” αναγωγής στο παράλογο διότι η αναγωγή παράγει ένα συμπέρασμα το οποίο αντιτίθεται σε κάτι το οποίο έχει ήδη προϋποτεθεί σαν αληθές, και γι’αυτό λέγεται παράλογη, αλλά δεν παράγει την αληθινή και πραγματική αντίφαση! Η ανάπτυξη τών επιχειρημάτων η οποία παράγει την αληθινή και πραγματική αντίφαση δεν είναι η μείωση ή η αναγωγή στο παράλογο, αλλά η αναίρεση (έλεγχος), την οποία ο Αριστοτέλης είχε ορίσει, όπως είδαμε ακριβώς “απαγωγή της αντιφάσεως” (συλλογισμός της αντιφάσεως), αλλά είχε ανακαλυφθεί από τον Ζήνωνα, ο οποίος θεωρήθηκε εξ’αυτού “ο επινοήσας τήν διαλεκτικήν” ο Πατέρας τής διαλεκτικής, κάτι που συνιστούσε την κατεξοχήν πρόοδο και ανάπτυξη τής αρχαίας διαλεκτικής από τον Ζήνωνα, στον Σωκράτη, στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη.
Η δεύτερη ενδιαφέρουσα παρατήρηση τού Mugnai είναι η ακόλουθη: “δεν αποκλείεται η συστηματική αντίφαση να είναι πάνω απ’όλα ένα αποτέλεσμα εκείνου τού φλερτ με την διαλεκτική τού Έγελου για το οποίο ο Μαρξ απολογείται στην Εισαγωγή στην δεύτερη έκδοση τού Κεφαλαίου! Εδώ εμφανίζεται ένας πιθανός σύνδεσμος ανάμεσα στην συστηματική αντίφαση, δηλαδή αναιρετική, δηλαδή στην αρχαία διαλεκτική και την διαλεκτική τού Έγελου, δηλαδή την αντίφαση με την Εγελιανή σημασία. Σε τί πράγμα συνίσταται αυτός ο σύνδεσμος; Ο Mugnai δεν το λέει αλλά ο σύνδεσμος είναι ο ακόλουθος! Και η διαλεκτική αντίφαση επίσης, όπως και η συστηματική, πρέπει να “αφαιρεθεί”: η δεύτερη από τον λόγο, μέσω τής αναίρεσης, και η πρώτη από την πραγματικότητα, μέσω κάποιου πράγματος ανάλογου με την αναίρεση! Η συγγένεια, η οποία συναντάται και στον Χέγκελ, ανάμεσα στην αρχαία διαλεκτική και την μοντέρνα, παραμένει λοιπόν και στον Μαρξ. Ας δούμε πώς:
2. Πολλές και διάφορες είναι οι ερμηνείες οι οποίες κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα γύρω από την αυθεντική σημασία τής διαλεκτικής στον Μαρξ και στην σχέση της με τήν διαλεκτική τού Χέγκελ. Η πιο αξιόλογη μοιάζει να είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ δεν θα είχε προσλάβει απλώς την διαλεκτική τού Χέγκελ σαν “μέθοδο” απορρίπτοντας τον ιδεαλισμό σαν “σύστημα”, αλλά θα είχε μεταμορφώσει από μέσα την ίδια την διαλεκτική. Αυτή η μεταμόρφωση, όμως, δεν θα συνίστατο σε μία τροποποίηση τών νόμων τής διαλεκτικής, δηλαδή τής δομής της, αλλά μόνον σε μία αλλαγή τού περιεχομένου της, το οποίο από “ιδανικό” ή “αφηρημένο” θα είχε μετατραπεί από τον Μαρξ σε “πραγματικό” ή “συγκεκριμένο”. Θα προσπαθήσουμε να πιστοποιήσουμε με συντομία αυτές τις δηλώσεις.
Η πρώτη κριτική, πολύ γνωστή, την οποία απήγγειλε ο Μαρξ στον Χέγκελ και η οποία παρουσιάζεται στην Κριτική στην Εγελιανή φιλοσοφία τού δημοσίου δικαίου, είναι εκείνη η οποία κατηγορεί τον Χέγκελ ότι πραγματοποίησε μία “αντιστροφή τών κατηγορηματικών σχέσεων”, τών κατηγορημάτων, δηλαδή ότι έθεσε το κατηγορούμενο (την ιδέα, το πνεύμα, γενικώς τούς ιδανικούς ή αφηρημένους ορισμούς) στην θέση του υποκειμένου (την συγκεκριμένη πραγματικότητα, την υλική, για παράδειγμα, την οικογένεια, την κοινωνία). “Αυτό που είναι αξιοπρόσεκτο-γράφει ο Μαρξ-είναι ότι ο Χέγκελ κάνει παντού, την ιδέα το υποκείμενο καί τό υποκείμενο όπως ακριβώς λέγεται, πραγματικά,… το κάνει κατηγόρημα”. Τονίστηκε επανειλημμένως και δικαίως, ότι αυτή η κριτική προέρχεται από τον Φόιερμπαχ και έχει γεύση καθαρά αριστοτελική (μάλιστα δε σε ένα σημείο ο Μαρξ δείχνει τό υποκείμενο με τον αριστοτελικό όρο υποκείμενον). Στα οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα τού 1884 ο Μαρξ εφαρμόζει αμέσως αυτή την κριτική στην διαλεκτική τού Χέγκελ. Εδώ παρουσιάζει την κριτική τού Φόιερμπαχ στην διαλεκτική με τον ακόλουθο τρόπο: ο Χέγκελ ξεκινά την διαλεκτική από το αφηρημένο καθόλου, δηλαδή από το άπειρο, το οποίο είναι στην πραγματικότητα κάτι αρνητικό, δηλαδή μία άρνηση, μία αλλοτρίωση. Στην συνέχεια ο Χέγκελ αρνείται, δηλαδή καταργεί το άπειρο και θέτει το πραγματικό, το πεπερασμένο, το ιδιαίτερο, το οποίο στην πραγματικότητα είναι το αληθινό θετικό. Και τρίτον ο Χέγκελ ακυρώνει και αυτό το θετικό και επαναφέρει το αφηρημένο, το άπειρο. Έτσι λοιπόν η δική του “άρνηση τής αρνήσεως”, η οποία απαιτεί να είναι το απολύτως θετικό, είναι απολύτως αρνητική. Ο Μαρξ δείχνει να μοιράζεται αυτή την κριτική, δηλώνοντας ότι ο Χέγκελ “δεν βρήκε άλλη παρά την αφηρημένη, λογική, συλλογιστική έκφραση για την κίνηση τής ιστορίας…. Εμείς εξηγούμε την κριτική φόρμα αυτής τής κινήσεως, η οποία στον Χέγκελ δεν είναι ακόμη κριτική”.
Εδώ διακρίνεται καθαρά ότι η κατηγορία για αφαίρεση καλύπτει ακριβώς την Εγελιανή διαλεκτική, αλλά επίσης ότι αυτή δεν δέχεται κριτική για την δομή της, αλλά μόνον για το περιεχόμενο τών κινήσεών της (αφηρημένη αντί συγκεκριμένη, ιδανική αντί πραγματική). Είναι η κριτική τού Φόιερμπαχ, την οποία προσέλαβε ήδη στο προηγούμενο γραπτό σχετικά με την Εγελιανή φιλοσοφία τού αντικειμενικού πνεύματος και η οποία εφαρμόζεται ιδιαιτέρως στην διαλεκτική.
Υπάρχει όμως, πάντοτε στα χειρόγραφα, μία δεύτερη κριτική την οποία ο Μαρξ κατευθύνει στην διαλεκτική του Χέγκελ: και αυτή την φορά πρόκειται για μία τελείως πρωτότυπη κριτική, η οποία δεν προέρχεται από τον Φόιερμπαχ, αλλά παρ’όλα αυτά επιβεβαιώνει το συμπέρασμα το οποίο μόλις αποκτήσαμε! Ο Μαρξ δηλαδή κατηγορεί τον Χέγκελ ότι μπέρδεψε, στην δεύτερη στιγμή τής διαλεκτικής προόδου, την αλλοτρίωση (δηλαδή την εξαντικειμενοποίηση τού ανθρώπου σε απάνθρωπη φόρμα) με την απλή και καθαρή εξαντικειμενοποίηση (δηλαδή με το αισθητό αντικείμενο καθότι άρνηση τής αφηρημένης σκέψης). “Η αποξένωση-λέει ο Μαρξ μιλώντας για την διαλεκτική τού Χέγκελ- η οποία συνιστά γι’αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτής τής αλλοτρίωσης, είναι η αντίθεση, στο εσωτερικό τής ίδιας τής σκέψης, ανάμεσα στο είς εαυτόν και το δι’εαυτόν, ανάμεσα στην συνείδηση και την αυτόσυνειδησία, ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο, είναι δηλαδή η αντίθεση ανάμεσα στην αφηρημένη σκέψη και την αισθητή πραγματικότητα.. Σαν ουσία τοποθετημένη και επομένως, για την κατάργηση τής αποξένωσης ισχύει (για τον Χέγκελ) όχι το γεγονός ότι το ανθρώπινο όν εξαντικειμενοποιείται με απάνθρωπο τρόπο σε αντίθεση με τον εαυτό του, αλλά το γεγονός ότι εξαντικειμενοποιείται διαφοροποιούμενο και αντιστρατευόμενο την αφηρημένη σκέψη”.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου