Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Η εποχή των μάγων(6)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ

Η εποχή των  μάγων

Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας

1919-1929

Wolfram Eilenberger

Εκδόσεις Klett-Cotta, 2018

Ι. Πρόλογος-Οι μάγοι

Που είναι ο Benjamin;

Κατά τις ανοιξιάτικες μέρες του μαγικού έτους 1929, όταν συναντήθηκαν οι καθηγητές Ernst Cassirer και Martin Heidegger, για να σχεδιάσουν στην κορυφή του Davos το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης, τον ελεύθερο δημοσιογράφο και συγγραφέα Walter Benjamin, στην μεγάλη πόλη του Βερολίνου, βασανίζουν άλλες ανησυχίες. Η ερωμένη του, η Λετονή σκηνοθέτης Asja Lacis, τον είχε μόλις διώξει από την πρόσφατα ενοικιασμένη ερωτική φωλιά τους στην Düsseldorfer Straße, και είναι- για ακόμα μια φορά- αναγκασμένος να επιστρέψει στο πατρικό του, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στην Delbrückstraße, όπου τον περιμένουν η ετοιμοθάνατη μητέρα του, η γυναίκα του Dora και ο εντεκάχρονος πια γιος του Stefan. Το αλλόκοτο δεν είναι από μόνο του κάτι νέο. Είναι μάλλον ένα σχήμα-πρότυπο που αποτελείται από ερωτική μέθη ως αρχή, τις οικονομικές υπερβολές που συνδέονται με αυτήν, και μια πολύ γρήγορη λήξη της περιπέτειας. Το σχήμα αυτό είναι γνωστό από τα προηγούμενα χρόνια σε όλους τους εμπλεκόμενους. Την χρονική αυτή περίοδο όμως, η κατάσταση είναι οξυμένη, καθώς ο Benjamin κοινοποιεί στην σύζυγο του Dora, την απαρέγκλιτη απόφαση του να την χωρίσει-με σκοπό μάλιστα να παντρευτεί την Λετονή ερωμένη του,  η οποία τον είχε μόλις χωρίσει.

Έχει μια γοητεία το να φανταστούμε τον Benjamin ως ένα ακόμα συμμέτοχο στις πανεπιστημιακές συζητήσεις του Davos. Ως απεσταλμένο της «Frankfurter Zeitung» ή του περιοδικού «Literarische Welt», φύλλα για τα οποία έγραφε τακτικά τις κριτικές του. Τον φανταζόμαστε, πως κάθεται στην πιο απομακρυσμένη γωνία της αίθουσας εκδηλώσεων, και τραβάει το μαύρο του σημειωματάριο (Να γράφεις στο σημειωματάριο σου με τόση αυστηρότητα, με όση η υπηρεσία αλλοδαπών κρατάει τα βιβλία της), να διορθώνει τα γυαλιά του με σκελετό από νικέλιο και φακούς σαν τον πάτο γυάλινης μπουκάλας, και με την πολύ ψιλή γραφή του να κρατάει σημειώσεις για τις πρώτες παρατηρήσεις του, για τα σχήματα στις ταπετσαρίες, και μετά από μια σύντομη κριτική για το κοστούμι του Heidegger, να παραπονεθεί για την γενική πνευματική φτώχεια της εποχής, στην οποία οι φιλόσοφοι εξαίρουν την «simple life», και όπως ο Heidegger καλλιεργούν «ένα χωριάτικο στιλ της γλώσσας», το οποίο είναι διαποτισμένο από «προτίμηση για βίαιους αρχαϊσμούς», και «πιστεύει πως έτσι εξασφαλίζει τις πηγές της ζωής της γλώσσας». Τότε ίσως να στρεφόταν προς τις πολυθρόνες μέσα στο σαλόνι, στις οποίες ο «άνθρωπος-κασετίνα», ο Cassirer, θα καθόταν άνετα, και χρησιμοποιούσε το έπιπλο αυτό των μεγαλοαστών, ως εκπρόσωπο  μιάς μουχλιασμένης φιλοσοφίας, που πιστεύει πως μπορεί να στριμώξει όλη την ποικιλία του μοντέρνου κόσμου στο κορσέ ενός ενιαίου συστήματος. Και από εξωτερικής άποψης, ο Benjamin θα φαινόταν ως ένα τέλειο υβρίδιο αποτελούμενο από Heidegger και Cassirer. Και αυτός είχε ξαφνικά επεισόδια πυρετού, τελείως αγύμναστος, αλλά παρά το χαμηλό του ύψος, με μια παρουσία, ελκυστικότητα και κομψότητα, που προκαλούσε αμέσως εντύπωση.

Και πράγματι, τα θέματα που συζητήθηκαν στο Davos αποτελούν το κέντρο της εργασίας του: την μεταμόρφωση της φιλοσοφίας τού Kant, έχοντας ως υπόστρωμα μια νέα εποχή της τεχνικής, την μεταφυσική ουσία τής συνηθισμένης γλώσσας, την κρίση της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, την εσωτερική διάσπαση της μοντέρνας συνείδησης και αίσθησης του χρόνου, την ολοένα αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της αστικής ζωής, την αναζήτηση της λύτρωσης σε μια εποχή  πλήρους κατάπτωσης της κοινωνίας… ποιος αν όχι ο Benjamin, είχε δημοσιεύσει τα προηγούμενα χρόνια κείμενα πάνω στα θέματα αυτά; Γιατί δεν τον έστειλε κανείς στο Davos; Ή, ακόμα πιο σκληρά ρωτώντας: γιατί δεν τον κάλεσε κανένας ως ομιλητή;

Η απάντηση είναι: από ακαδημαϊκής-φιλοσοφικής άποψης, το 1929 ο Walter Benjamin είναι ένας κανένας. Ναι μεν προσπάθησε τα προηγούμενα χρόνια σε πολλά πανεπιστήμια (Bern, Heidelberg, Frankfurt, Köln, Göttingen, Hamburg, Ιερουσαλήμ) να ξεκινήσει μια καριέρα ως καθηγητής, αλλά κάθε φόρα αποτύγχανε παταγωδώς: εν μέρει λόγω δυσχερών συνθηκών, εν μέρει λόγω αντισημιτισμού, πάνω απ’ όλα όμως λόγω της δικής του αναποφασιστικότητας.

Όταν το 1919 έγινε διδάκτορας του πανεπιστημίου της Βέρνης, παίρνοντας άριστα (summa cum laude) για την εργασία «Η έννοια της κριτικής της τέχνης στον γερμανικό ρομαντισμό», όλες οι πόρτες φαινόταν πως του είναι ανοικτές. Ο επιβλέπων καθηγητής, ο φιλόλογος-γερμανιστής Richard Herbertz, τού πρότεινε μια έμμισθη θέση λέκτορα. Ο Benjamin διστάζει, τσακώνεται με τον πατέρα του, και καταστρέφει έτσι όλες τις προοπτικές που είχε στην ακριβή Ελβετία, και αποφασίζει να διάγει μια ύπαρξη ως ελεύθερος κριτικός. Το ότι τα επόμενα δέκα χρόνια θα προσπαθήσει πολλές φορές να προσληφθεί σε κάποιο πανεπιστήμιο, οφείλεται κυρίως στη διαπίστωση, πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος αυτός (του ελεύθερου συγγραφέα), όταν κάποιος γράφει, ζει και ξοδεύει όπως ο Benjamin. Σε αυτά τα ζωηρά χρόνια ήταν δύσκολο να είναι κανείς Benjamin. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην δύσκολα δαμαζόμενη προτίμηση του για εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα, καζίνα και οίκους ανοχής, αλλά και στο πάθος του για συλλογές, όπως για παλιά παιδικά βιβλία, τα οποία ανιχνεύει σε όλη την Ευρώπη και τα αγοράζει σχεδόν καταναγκαστικά.

Μετά την τελειωτική ρήξη με τους γονείς του, η ζωή τού καλά πληρωμένου δημοσιογράφου-συγγραφέα—η αγορά των γερμανόφωνων εφημερίδων και η ζήτηση για επιφυλλίδες  βρισκόταν σε έκρηξη—χαρακτηριζόταν από συνεχή οικονομική ανάγκη. Και πάντα, όταν τα πράγματα στενεύουν άσχημα, ο Benjamin λοξοκοιτάει προς το πανεπιστήμιο. Μια ακαδημαϊκή θέση θα έδινε στην νεαρή, πολυταξιδεμένη οικογένεια, πέραν της οικονομικής ασφάλειας, και μια σταθερότητα, και με τον τρόπο αυτό, τα δυο εκείνα πράγματα, που ο εσωτερικά διχασμένος στοχαστής ποθούσε και φοβόταν ταυτόχρονα.

Αποτυγχάνοντας καλύτερα

Το καταστροφικό και, στο μεταξύ, θρυλικό πια σημείο καμπής των ακαδημαϊκών φιλοδοξιών του Benjamin ήταν η αποτυχημένη εξέταση επί υφηγεσία στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, το 1925. Η προσπάθεια του αυτή ειχε δρομολογηθεί από τον μοναδικό του υποστηρικτή εκεί, τον κοινωνιολόγο Gottfried Salomon-Delatour (ένας από τους κύριους οργανωτές των πανεπιστημιακών συζητήσεων στο Davos), και ο Benjamin του παρέδωσε μια εργασία με τον τίτλο «Η πηγή του γερμανικού δράματος». Με την πρώτη ματιά, σκοπός της εργασίας ήταν η ταξινόμηση της παράδοσης του δράματος της εποχής του Μπαρόκ στον κανόνα της γερμανικής λογοτεχνίας. Λόγω κυρίως του «Γνωσιολογικού προλόγου», το έργο αυτό αναγνωρίζεται σήμερα ως ορόσημο της φιλοσοφίας και της θεωρίας της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Τότε όμως, δεν είχε καν ανοίξει η επίσημη διαδικασία, καθώς οι εξεταστές που είχε καλέσει το πανεπιστήμιο, εξαντλημένοι από την ορμή του έργου, παρακάλεσαν τον συγγραφέα να αποσύρει εθελοντικά την αίτηση εξέτασης επί υφηγεσία. Η αποτυχία ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής θα ήταν αναπόφευκτη.

Αλλά ακόμα και μετά από αυτήν την τελειωτική ταπείνωση, ο Benjamin δεν μπορεί να εγκαταλείψει εντελώς το πανεπιστήμιο. Και έτσι τον Χειμώνα του 1927/28 ψάχνει, μετά από μεσολάβηση του φίλου και χρηματοδότη του, του συγγραφέα Hugo von Hofmannsthal, να έρθει σε επαφή με τον κύκλο του Αμβούργου, την λεγόμενη σχολή Warburg, γύρω από τους Erwin Panofsky και Ernst Cassirer. Και αυτή η προσπάθεια καταλήγει σε φιάσκο. Η απάντηση του Panofsky είναι τόσο αρνητική που Benjamin αναγκάζεται να ζητήσει συγγνώμη από τον υποστηρικτή του τον Hofmannsthal, που τον έμπλεξε στην ιστορία αυτή. Πρέπει να υποθέσουμε πως και ο Ernst Cassirer γνώριζε για την προσπάθεια προσέγγισης. Για τον Benjamin αυτό ήταν ιδιαίτερα πικρό, καθώς όταν σπούδαζε στο Βερολίνο, 1912-13, παρακολουθούσε με ζήλο τις παραδόσεις του τότε υφηγητή Cassirer. Οι κύκλοι είναι στενοί, οι υποστηρικτές του όλα όσα έχει, και ο Benjamin θεωρείται μια απελπιστική περίπτωση: πολύ αυτόνομες οι ιδέες του, πολύ ιδιόρρυθμο το στιλ του, στα έργα που γράφει για να βγάλει το ψωμί του υπερέχει το στιλ της επιφυλλίδας, στην θεωρία του τόσο πρωτότυπος που είναι σχεδόν αδύνατο να αποκρυπτογραφηθεί.

Η αίθουσα εκδηλώσεων του Davos ενσάρκωνε, και αυτό δε θα διέφευγε από τον ανταποκριτή Benjamin, ένα είδος πινακοθήκης προγόνων που περιλάμβανε όλα για όσα ο Benjamin ντρεπόταν στον ακαδημαϊκό χώρο-πριν απ’ όλους ο Martin Heidegger, τον οποίο ο Benjamin μισούσε βαθιά. Τα χρόνια 1913-14 παρακολουθούσαν μαζί τα σεμινάρια του νεοκαντιανού Heinrich Rickert (που αργότερα θα γινόταν ο επιβλέπων στο διδακτορικό του Heidegger). Ο Benjamin παρακολουθούσε την άνοδο του Heidegger με  προσοχή και ζήλεια. Το 1929 σχεδιάζει, για ακόμη μια φορά, την ίδρυση ενός περιοδικού («Κρίση και Κριτική», θα ήταν ο τίτλος), αποστολή του οποίου, όπως το εμπιστεύτηκε στον καινούργιο του καλύτερο φίλο, Bertolt Brecht, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η «συντριβή του Heidegger». Αλλά και από αυτό το σχέδιο δεν έγινε τίποτα. Μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα από την αρχή του αποτυχημένο σχέδιο.

Στα 37 του μόλις χρόνια, ο Benjamin έχει μια ντουζίνα τέτοιες προσπάθειες. Γιατί κατά την περασμένη δεκαετία ήταν ελεύθερος φιλόσοφος, δημοσιογράφος και κριτικός, αλλά πάνω απ΄ όλα ήταν ένα πράγμα: αστείρευτη πηγή αποτυχημένων μεγάλων σχεδίων. Περιοδικά, ίδρυση εκδοτικών οίκων, ακαδημαϊκά έντυπα, ή μνημειώδεις μεταφράσεις (τα άπαντα των Proust και Baudelaires), σειρές αστυνομικών μυθιστορημάτων, ή φιλόδοξα θεατρικά έργα…κατά κανόνα, όλα μένουν στις μεγάλες ανακοινώσεις. Ελάχιστα από τα σχέδια φτάνουν στο στάδιο του σχεδιαγράμματος ή αποσπάσματος. Πρέπει εν τέλει να κερδίζει παράλληλα χρήματα, πράγμα που επιτυγχάνει με την καθημερινή εργασία γράφοντας πολεμικές, στήλες και βιβλιοκριτικές. Μέχρι την Άνοιξη του 1929 έχει δημοσιεύσει κάποιες εκατοντάδες σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Τα θέματα του επεκτείνονται από την ιουδαϊκή μυστική των αριθμών μέχρι τον «Λένιν ως επιστολογράφο» και παιδικά παιχνίδια. Δελτία περί εκθέσεων τροφίμων ή ειδών ραπτικής προστίθενται σε μεγάλα δοκίμια για τον σουρεαλισμό ή τα κάστρα στην κοιλάδα του Loire.

Και γιατί όχι; Όποιος μπορεί και γράφει, μπορεί να γράφει για τα πάντα. Πάνω απ’ όλα τότε, όταν η προσέγγιση του συγγραφέα έγκειται στην ερμηνεία κάθε επιλεγμένου αντικειμένου ως ένα είδος μονάδας. Αυτό σημαίνει, πως στο Είναι τού επιλεγμένου αντικειμένου μπορεί να καταδειχθεί σύνολη η κατάσταση του κόσμου, στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μέθοδος και η μαγεία του Benjamin. Η δική του θεώρηση του κόσμου είναι βαθιά συμβολική: κάθε άνθρωπος, κάθε έργο τέχνης, κάθε αντικείμενο της καθημερινότητας, είναι γι’ αυτόν ένα σημάδι που χρήζει αποκωδικοποίησης. Και καθένα από τα σημάδια αυτά βρίσκεται σε μια δυναμική σύνδεση με όλα τα άλλα σημεία. Και αυτό σημαίνει, πως η προς την αλήθεια στραμμένη ερμηνεία ενός τέτοιου σημαδιού, δεν καταλήγει γι’  αυτόν πουθενά αλλού, παρά στην προσπάθεια να καταδείξει και να παραστήσει στη διάνοια τη σύνδεση του με το μεγάλο, και διαρκώς μεταβαλλόμενο σύνολο των σημείων: τήν Φιλοσοφία.

Συνεχίζεται

3 σχόλια:

  1. Χαίρε. Μάλλον είναι το έκτο στη σειρά γιατί το πέμπτο δεν κάνει λόγο για τις τσαχπινιές του Benjamin.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε φίλε, τό διορθώσαμε. Ωραίος χαρακτηρισμός γιά τόν Benjamin.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος27/2/21 2:08 μ.μ.

    ''Από την σημερινή προοπτική, το έργο των στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία μεγάλη σύγχρονη προσπάθεια για να προσφερθεί υπερβατικότητα, νόημα και θρησκευτικότητα, μάλλον παρά "χειραφέτηση" και "αλήθεια". Η εξέλιξη της σκέψης τους, τους οδήγησε να επικρίνουν τον ορθόδοξο μαρξισμό και τελείωσε με μία πλήρη ρήξη με αυτή την παράδοση, καθώς ανέπτυξαν μία αναζήτηση για μία θρησκευτικότητα ενός μοναδικού είδους, που συνδέονταν με την Γνωστική παράδοση και προέρχονταν, σε έναν ορισμένο βαθμό, από τον Ιουδαϊσμό'' http://theodotus.blogspot.com/2012/11/new-left.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή