Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΤΟΥ DAVOS (4)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΤΟΥ DAVOS 
ανάμεσα στον Ernst Cassirer και τον Martin Heidegger.

Και τώρα ας έλθουμε στην ερώτηση του Cassirer σχετικά με τις αιώνιες αλήθειες και την καθολική τους αξία! Όταν λέω: η αλήθεια είναι σχετική με το παρόν-Είμαι, δεν πρόκειται για μία οντική βεβαίωση με την έννοια ότι είναι πάντοτε αλήθεια μόνον εκείνο που σκέπτεται ο ατομικός άνθρωπος. Πρόκειται αντιθέτως για μία μεταφυσική πρόταση που σημαίνει: η αλήθεια γενικώς μπορεί να είναι σαν αλήθεια, και σαν αλήθεια, έχει γενικώς ένα νόημα μόνον εάν υπάρχει το παρον-Είμαι (ή είμαστε). Εάν δεν υπάρχει το παρόν-είμαστε, δεν υπάρχει καμία αλήθεια και δεν υπάρχει τίποτε γενικώς. Μόνον με την ύπαρξη τού κάτι τι σαν το παρόν-είμαστε φτάνει η αλήθεια στο παρόν-είμαστε. Τότε όμως τίθεται το ερώτημα: πώς βρίσκονται τα πράγματα όσον αφορά την ισχύ τής αιωνιότητος τής αλήθειας; Αυτό το ερώτημα υπολογίζεται πάντοτε από την άποψη τής ισχύος της προτάσεως που εκφράζεται και μόνον μετακινούμενοι από αυτόν τον όρο αναφοράς επιστρέφουμε στην συνέχεια στο πρόβλημα αυτού που ισχύει και γι’αυτόν τον σκοπό βρίσκονται στην συνέχεια αξίες ή τα παρόμοια.

          Εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα οφείλει να αναπτυχθεί με άλλο τρόπο. Η αλήθεια είναι σχετικά με το υπαρκτό Είναι (Dasein) αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότης να γίνει φανερό το όν για όλους, έτσι όπως είναι! Θα έλεγα όμως ότι αυτή η διυποκειμενικότης της αλήθειας, αυτό το ξέσπασμα της αλήθειας πέρα από το ίδιο το άτομο σαν είναι-στην αλήθεια, σημαίνει ήδη να έχουμε παραδοθεί στο ίδιο το όν, να έχουμε τοποθετηθεί στην δυνατότητα να το μορφοποιήσουμε!

          Εκείνο που μπορεί να αναταραχθεί εδώ σαν αντικειμενική γνώση, συμμορφούμενο στην ξεχωριστή ύπαρξη η οποία σιγά-σιγά γίνεται αποτελεσματική, είναι ότι έχει ένα περιεχόμενο αλήθειας, το οποίο λέει καθαυτό κάτι γύρω από το όν. Είναι λανθασμένη η ερμηνεία της ιδιαίτερης ισχύος που του αποδίδεται να πούμε: απέναντι στην ροή της ζωντανής βιωμένης εμπειρίας υπάρχει κάτι το μόνιμο, το αιώνιο, το νόημα και η έννοια. Εγώ θέτω μάλλον το αντίθετο ερώτημα: τί σημαίνει εδώ ακριβώς “αιωνιο”; Από που αντλούμε την γνώση αυτής της αιωνιότητος; Αυτή η αιωνιότης δεν είναι μόνον η παραμονή στην σημασία του αεί του χρόνου; Αυτή η αιωνιότης δεν είναι μόνον αυτό που είναι δυνατόν βάσει μιας εσωτερικής υπερβατικότητος του ιδίου του χρόνου; Ολόκληρη η δική μου ερμηνεία της χρονικότητος έχει αυτή την μεταφυσική πρόθεση, δηλαδή την ερώτηση: Όλοι αυτοί οι όροι της υπερβατικής μεταφυσικής όπως a’priori, αεί όν, ουσία, είναι συμπτωματικοί (τυχαίοι) ή διαφορετικά, από που έρχονται; Αυτοί οι όροι μπορούν να γίνουν κατανοητοί και είναι δυνατοί (εφικτοί) μόνον επειδή η ουσία του χρόνου συνεπάγεται μία εσωτερική υπερβατικότητα, αλλά έχει εις εαυτόν τον χαρακτήρα του ορίζοντος, μόνον επειδή στην σχέση και στην συμπεριφορά του συμβάντος και της ενθύμησης έχω πάντοτε ταυτοχρόνως  έναν ορίζοντα του παρόντος, μέλλοντος και παρελθόντος, μόνον επειδή εδώ βρίσκεται ένας οντολογικός υπερβατικός καθορισμός του χρόνου, στο εσωτερικό του οποίου και μόνον μπορεί να συσταθεί κάτι σαν την παραμονή και την διάρκεια της ουσίας;

          Σ’αυτή την οπτική πρέπει να κατανοηθεί η δική μου ερμηνεία της χρονικότητος και η προσπάθεια τού βιβλίου μου απαντούσε στην ανάγκη να έλθει στο φως αυτή η εσωτερική δομή τής χρονικότητος και να δείξω ότι ο χρόνος δεν είναι μόνον ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι βιωμένες εμπειρίες, και να καταστήσω σαφή αυτόν τον εσωτερικό και οικείο χαρακτήρα τής χρονικότητος στο ίδιο το Είμαι-παρόν. Κάθε σελίδα εκείνου του βιβλίου γράφτηκε μόνον για να φανερώσει ότι το πρόβλημα του Είναι ξεκινώντας από την αρχαιότητα ερμηνεύτηκε πάντοτε σε σχέση με τον χρόνο με μία σημασία όλως μη-νοητική και ότι ο χρόνος αποδίδεται πάντοτε στο υποκείμενο εν όψει τού δεσμού αυτού τού προβλήματος με τον χρόνο. Εν όψει τού προβλήματος τού Είναι γενικώς, έπρεπε να αναδειχθεί η χρονικότης του Είναι-παρόν (Εγώ-ειμί ο ών), όχι με την έννοια να δοθεί μία κάποια επεξεργασία θεωρητική, αλλά να τεθεί σε μία συγκεκριμένη και καθορισμένη προβληματική το ερώτημα του Είμαι-παρόν του ανθρώπου.

          Όλη αυτή η προβληματική του Είναι και Χρόνος, όπου έχει την διαπραγμάτευση του Είμαι-παρόν στον άνθρωπο, δεν είναι καθόλου μία ανθρωπολογική φιλοσοφία. Σε σχέση μ’έναν τέτοιο σκοπό είναι πολύ στενάχωρη, πολύ πρόχειρη. Πιστεύω ότι βρίσκεται ένας προβληματισμός ο οποίος δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί καθαυτός, ένας προβληματισμός καθορισμένος από την ακόλουθη ερώτηση: Εάν η δυνατότης κατανοήσεως του Είναι, και επομένως η δυνατότης της υπερβατικότητος του ανθρώπου και επομένως η δυνατότης της διαμόρφωσης της συμπεριφοράς σε σχέση με το όν, και επομένως των ιστορικών συμβάντων στην παγκόσμια ιστορία του ιδίου του ανθρώπου, πρέπει να είναι δυνατόν και εάν αυτή η δυνατότης είναι θεμελιωμένη στην κατανόηση του Είναι, και εάν αυτή η οντολογική κατανόηση κατευθύνεται με βάση τον χρόνο, τότε η υποχρέωση είναι αυτή: σε σχέση με την δυνατότητα κατανοήσεως του Είναι, να έλθει στο φως η χρονικότης του Είναι-παρόν. Σ’αυτό κατευθύνονται όλα τα προβλήματα! Η ανάλυση του θανάτου έχει την λειτουργία να καταστήσει προφανή σε μία καθορισμένη κατεύθυνση την ριζική σύνδεση του Είναι-παρόν με το μέλλον, αλλά όχι να εκθέσει μία τελική θέση και συνολικά μεταφυσική στην ουσία του θανάτου. Η ανάλυση της αγωνίας έχει τον σκοπό όχι να καταστήσει ορατό ένα κεντρικό φαινόμενο στον άνθρωπο, αλλά μόνον να ετοιμάσει την οδό στην ερώτηση: βάσει ποιάς μεταφυσικής σημασίας του Είναι-παρόν του ιδίου είναι δυνατόν ο άνθρωπος γενικώς να τεθεί απέναντι από κάτι σαν το Μηδέν; Η ανάλυση της αγωνίας είναι τοποθετημένη σε σχέση με το γεγονός ότι η δυνατότης να σκεφθούμε κάτι σαν το Μηδέν, ακόμη και σαν ιδέα μόνον, είναι θεμελιωμένη συμπληρωματικώς σ’αυτόν τον προσδιορισμό του πραγματικού τόνου που είναι η αγωνία. Μόνον εάν κατανοήσω το μηδέν, ή την αγωνία, έχω την δυνατότητα να κατανοήσω το Είναι. Το Είναι είναι ακατανόητο, εάν είναι ακατανόητο το Μηδέν. Μόνον στην ενότητα της κατανοήσεως του είναι και του μηδενός αναπηδά το θέμα της καταγωγής τού “Γιατί”. Γιατί ο άνθρωπος μπορεί να θέσει το θέμα του “γιατί” και γιατί δεν μπορεί παρά να ρωτήσει; Αυτά τα κεντρικά προβλήματα του είναι, του τίποτα και του γιατί είναι τα πιο βασικά και συγκεκριμένα προβλήματα! Και σ’αυτά τα προβλήματα κατευθύνεται όλη η αναλυτική του Είναι-παρόν. Πιστεύω ότι αυτό αρκεί για να δείξει ότι το σύνολο των προϋποθέσεων από τις οποίες κινήθηκε η κριτική του Είναι και Χρόνος δεν συνέλαβε τον πυρήνα της προθέσεως του! Εξ’άλλου από το άλλο μέρος, δεν έχω καμία δυσκολία να δεχθώ ότι εάν σε κάποιο μέτρο λαμβάνεται αυτή η αναλυτική του Είναι-παρόν στο Είναι και Χρόνος σαν κάτι καθαυτό ολοκληρωμένο, σαν μία έρευνα στον άνθρωπο και στην συνέχεια τίθεται το ερώτημα τού πώς στην βάση αυτής της κατανοήσεως του ανθρώπου είναι δυνατόν να κατανοηθεί η μορφοποίηση της κουλτούρας και των πλαισίων της, είναι απολύτως αδύνατον να βρεθούν επιχειρήματα για μία απάντηση! Όλες αυτές οι ερωτήσεις δεν είναι κατάλληλες σε σχέση με το κεντρικό μου πρόβλημα!

Συνεχίζεται.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου