Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (82)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 13 Απριλίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

                                           

Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 26

     Ο Ηρόδοτος γνώρισε αρχιερείς στην Αίγυπτο· στην Ελλάδα, πρώτος ο Πλάτων συνέλαβε την ιδέα τού αρχιερέα, προτείνοντας κάποιον με αυτήν την ιδιότητα ως πρόεδρο μιας αποτελούμενης αποκλειστικά από ιερείς τού Απόλλωνα και του Ήλιου ανώτατης επιτροπής ελέγχου, η οποία θα πλαισίωνε την Ουτοπία του (στους Νόμους). Όταν στην πραγματική πόλη εμφανίζεται κάποιο τέτοιο αξίωμα, πρόκειται απλώς για έναν ανώτερο κρατικό λειτουργό, ο οποίος εκτελεί για λογαριασμό τού λαού, όπως ο βασιλέας στους αρχαίους χρόνους, τις επίσημες εν γένει θυσίες, και όχι για έναν θρησκευτικό ηγέτη.

     Οι ιερείς είναι εδώ απλοί πολίτες, που έχουν αναλάβει, ο καθένας για τον ναό του, την παραλαβή τών θυσιαστικών προσφορών, και τη μεταβίβαση στους θεούς, σύμφωνα με ένα ορισμένο τελετουργικό, των επικλήσεων των πιστών και ενίοτε ολόκληρου του πληθυσμού μιας πόλης. Δεν αποτελούν κατά κανέναν τρόπο τον κλήρο τής πόλης και δεν έχουν μεταξύ τους καμιά απολύτως σχέση εξάρτησης. Σπανιότατες είναι οι περιπτώσεις που εμφανίζονται ως «σώμα», όταν για παράδειγμα καλούνται όλοι οι ιερείς και οι ιέρειες μιας πόλης να απαγγείλουν κατάρες εξ αιτίας μιας μεγάλης συμφοράς – και όμως μια θαρραλέα ιέρεια αρνήθηκε κάποτε να λάβει μέρος. Δεδομένου τού ότι κάθε θεσμοθετημένη επίκληση αποτελεί στο εξής ιδιοκτησία τού επικαλούντος, είτε πρόκειται για την πόλη, είτε για κάποιαν ένωση, είτε για ένα άτομο, καθώς και του ότι κάθε προσφορά, επίσημη ή ιδιωτική, αφορά στη λατρεία και τα σχετικά μ’ αυτήν, και όχι στους ιερείς, αυτοί δεν έχουν κανένα κίνητρο για τη δημιουργία σωματείου, όπως δεν υπάρχουν και αφορμές συγκρότησης μιας ιερατικής τάξης. Μια τέτοια τάξη θα μπορούσε να λειτουργήσει π.χ. στην Ολυμπία· όμως βλέπουμε αντίθετα, η μεν τρέχουσα λατρεία να ανατίθεται στους Ηλείους, τα δε οργανωτικά καθήκοντα να ανατίθενται εκ περιτροπής κάθε μήνα σε διακεκριμένους πολίτες και δημόσιους λειτουργούς (οι τελευταίοι αναλαμβάνουν αυτά τα καθήκοντα μόνο για ένα χρόνο)· οι υπόλοιπες υπηρεσίες αφορούν σε διάφορες εργασίες, όπως τού νεωκόρου, του δούλου, που έναντι κάποιας αμοιβής παρέδιδε τα ξύλα για τις θυσίες, και των απογόνων τού ψαρά που ανακάλυψε το φθαρμένο από την αρμύρα λείψανο της ωμοπλάτης τού Πέλοπα, και στους οποίους ανατέθηκε η φύλαξή του.

     Αδιανόητη θα ήταν όμως η δημιουργία ενός κλήρου, μιας ιεραρχίας δηλαδή σε πανελλήνιο επίπεδο, και λόγω τής ίδιας της φύσεως της πόλης. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε ότι η πόλη απαιτούσε από τους πολίτες ό,τι και μια φανατική θρησκεία από τούς πιστούς της, και ότι τα αισθήματα αφοσίωσης που ανέμενε απ’ αυτούς δεν αφορούσαν καθόλου στους θεούς, αλλά στον δημόσιο βίο. Χάρη στους ναούς και τις λατρείες της η πόλη συγκροτούσε σε μεγάλο βαθμό αυτό που αποκαλείται εκκλησία, και επομένως διατηρούσε ένα ζηλότυπο κτητικό δικαίωμα επί τής θρησκείας τών πολιτών της. Σε περίπτωση ρήξης μεταξύ δύο πόλεων, κάθε σχέση μεταξύ τών ιερέων τους μπορούσε να θεωρηθεί ως εσχάτη προδοσία, ή  να κινήσει σοβαρές τουλάχιστον υποψίες. Η θρησκεία, που σε άλλους τομείς τής παγκόσμιας ιστορίας, του καθολικισμού και του Ισλάμ, συνέδεε λαούς που τους χώριζαν τεράστιες αποστάσεις, κρατούσε απεναντίας τούς Έλληνες χωρισμένους, όχι μόνον επειδή κάθε πόλη διέθετε τα δικά της λατρευτικά έθιμα και τελετουργίες, που καθόριζαν μάλιστα και το ιδιαίτερό της ημερολόγιο, αλλά επειδή η τοπική ευλάβεια είχε τεθεί επίσης στην υπηρεσία τής πόλης-κράτους, ενός  εχθρικού συνήθως προς τους γείτονες θεσμού. Η πρώτη υποχρέωση της θρησκείας είναι εδώ η προστασία  και η διασφάλιση της συγκεκριμένης κοινότητας. Επρόκειτο ασφαλώς για την κοινή θρησκεία ολόκληρου του ελληνικού λαού, και για ένα δικό του δημιούργημα, όπως αποδεικνύουν οι μεγάλες εθνικές εορτές με τους αγώνες τους, και οι μεγάλοι προσκυνηματικοί τόποι, όπως τα μαντεία. Όπως όμως το κοινό συμφέρον τής πόλης υπερείχε τών επιμέρους συμφερόντων τής κοινότητας, έτσι και οι θεοί της απολάμβαναν την ύψιστη ευλάβεια και λατρεία ως προστάτες τής συγκεκριμένης πόλης-κράτους. Αυτό ακριβώς ίσχυε για κάθε μεγάλη τοπική θεότητα· η Αθήνα τελούσε υπό την προστασία τής Παλλάδος Αθηνάς, και οι πολίτες έψαλαν από την παιδική τους ηλικία τον ύμνο: «Τρομερή Παλλάδα, εσύ που γκρεμίζεις τα τείχη τών πόλεων»· στις μάχες μετέφεραν ομοιώματα των θεών (δηλ. τους ίδιους τους θεούς) και μια φορητή εστία. Η θεία λατρεία σε κάθε πόλη αφορούσε κατ’ αρχάς την ασφάλεια και τη σωτηρία της, και οι θεοί της ήταν κυρίως επίκουροι, αλλά και ζηλότυπα όντα. Έχοντας την ίδια αντίληψη και για τους θεούς τών άλλων πόλεων, δεν δίσταζαν συχνά, όταν κατέστρεφαν ως κατακτητές μια πόλη, να αφανίσουν και τους ναούς, ακόμη και τα αγάλματα των ίδιων θεών που λάτρευαν στον τόπο τους, καθώς ήταν δεδομένο ότι με αυτόν τον τρόπο αφαιρούσαν από τούς αντιπάλους τους την ισχυρότερη δυνατή βοήθεια. Οι ενέργειες αυτές βασίζονταν στην αντίληψη, ότι οι θεοί εγκαταλείπουν στην τύχη της μια πόλη που παραδίδεται, και ότι μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η άλωσή της. Ενίοτε προσπαθούσαν να πάρουν τούς θεούς με το μέρος τους προσφέροντας θυσίες, όπως έκανε ο Σόλων για τους ήρωες της Σαλαμίνας, ή άρπαζαν κρυφά από μια πολιορκούμενη πόλη τα είδωλά της – αυτό φαίνεται να είναι και το νόημα του μύθου τής αρπαγής τού τρωικού Παλλαδίου – ή τέλος ζητούσαν από τούς θεούς την άδεια να καταλάβουν την πόλη τους. Όσο αμφίβολη κι αν θεωρείτο η πραγματική συνδρομή τών θεών και η ανταπόκρισή τους στις επικλήσεις τών θνητών, άλλο τόσο σταθερή ήταν και παρέμενε η λαϊκή πίστη στη στενή σχέση ανάμεσα στην πόλη και τους θεούς της. Η ασέβεια στους λόγους δεν είχε συνέπειες και οι απρεπείς χλευασμοί δεν έλειπαν, εκείνο όμως που πραγματικά συνιστούσε προσβολή τών θεών και της τοπικής λατρείας ήταν οι πράξεις ιεροσυλίας.

     Σε όλες αυτές τις διαδικασίες οι ιερείς αποτελούν απλώς εργαλεία. Ως καθαυτό ιερείς είναι σε μεγάλο βαθμό περιττοί, αφού ο κάθε πολίτης μπορούσε να είναι πολύ ευσεβής, χωρίς να γνωρίζει κάποιον ιερέα, μπορούσε να επισκέπτεται τους ναούς ή και να μετέχει στα μυστήρια· αρκούσαν άλλωστε γι’ αυτό η οικιακή λατρεία και η συμμετοχή στις επίσημες θυσίες, που τελούσαν κρατικοί λειτουργοί. Σε μια λατρεία που ολοκληρώνεται με τη συμμετοχή σε συμπόσια και σε αθλητικούς αγώνες, ο ρόλος τών ιερέων είναι ανύπαρκτος.

     Καμμιά ελληνική λατρεία δεν απέκτησε ποτέ εξουσία σε εδάφη και πρόσωπα, εκτός από το μικρό θρησκευτικό Κράτος τών Δελφών, που χαρακτηριζόταν γι’ αυτόν τον λόγο από μιαν ιερή ουδετερότητα. Κατά τη μυθική εποχή, ο Μέλαμπος είχε απαιτήσει για τον ίδιον και τους αδελφούς του την ιδιοκτησία τών δύο τρίτων τής χώρας τών Αργείων, των οποίων θεράπευσε τις παραφρονημένες συζύγους· δεν ανταμείφθηκε όμως ως ιερέας, αλλά ως θεραπευτής, και μετά από μια γενιά η δυναστεία αυτή εξαφανίστηκε. Αν υπήρχαν επομένως κάποιοι ναοί, όπως τής Λακίνιας Ήρας στον κόλπο τού Τάραντα, ή τού θεού Ήλιου στην Απολλωνία τής Ιλλυρίας, που κατείχαν σημαντικές εκτάσεις γης, αυτό οφειλόταν σε γενναιόδωρες προσφορές για την εκτροφή μεγάλων κοπαδιών. Τα μυθικά πρότυπα αυτών τών εκτάσεων τοποθετούνται «στα σκιερά βουνά, όπου σταβλίζονταν οι αθάνατες αγελάδες τών μακαρίων θεών, βόσκοντας στους απαγορευμένους, εκλεκτούς λειμώνες» (Όμηρος).

     Η υπάρχουσα άλλοτε αντίληψη περί ενός ισχυρού ιερατείου στην προϊστορία τής Ελλάδας, δεν χρειάζεται καν να ανασκευαστεί. Ένα τέτοιο ιερατείο θα είχε ασφαλώς αφήσει τα ίχνη του στον μύθο και στο έπος· οι επικοί όμως ήρωες και βασιλείς είχαν  ως συμβούλους, όχι ιερείς αλλά μάντεις, οι οποίοι ερμήνευαν τα σημεία τών θυσιών, το πέταγμα των πτηνών, και άλλους οιωνούς, οι οποίοι δεν σχετίζονταν με κάποια λατρεία. Το ιερατικό όμως προσωπικό, που πρέπει όντως να υπήρχε, και να ήταν και πολυάριθμο, το προσωπικό δηλαδή τών ιερών μαντείων, δεν εμφανίζεται πουθενά ως ένα σύνολο. Η ύπαρξη ενός ισχυρού ιερατείου θα προϋπέθετε, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο, την κρατική ενότητα του λαού, η οποία δεν συμβιβάζεται όμως ούτε με τη γεωγραφική διαμόρφωση της Ελλάδας. Μια ισχυρή ιερατική εξουσία, που διαχειρίζεται αποκλειστικά την ιερή και λαϊκή γνώση και συγκροτείται σε κάστα, προϋποθέτει την ύπαρξη μεγάλης αυτοκρατορίας· μόνον έτσι μπορεί να επικρατήσει, στηριζόμενη στην τρομοκρατία τής φύσης και του ανθρώπινου βίου, και στην απολίθωση κάθε συμβολικού στοιχείου.

     Στην Ελλάδα δεν υπήρξαν όμως ουδέποτε, όπως είπαμε, αυτόχρημα (με όλη τη σημασία τής λέξης) ιερείς, ιερατείο και ιερατική τάξη, και επομένως ούτε θεολογία, πνευματική γνώση ή ιερά κείμενα καθολικής ισχύος, όπως στην Ανατολή. Η θρησκεία στο σύνολό της μαρτυρεί τη λαϊκή της προέλευση και ανάπτυξη.

(συνεχίζεται) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου