Τρίτη 13 Απριλίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (81)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

                                      

Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 25

       Προκειμένου να ερευνήσουμε τις διαφορετικές όψεις τού ιδιαίτερα σημαντικού φαινομένου τής ελληνικής λατρείας, θα ήταν σκόπιμο να ξεκινήσουμε από το θεμελιώδες αίσθημα, σύμφωνα με το οποίο η λατρεία είναι κτήμα αυτών που τη θεσπίζουν και την ασκούν. Η θρησκεία αυτή απαρτίζεται από επιμέρους ουσιαστικά λατρείες, με τούς δικούς της η καθεμιά πιστούς· και ό,τι συνιστά γενικώς ιδιοκτησία, εκτιμάται και προστατεύεται με διαφορετικό συνήθως τρόπο από τούς απλούς «θεσμούς», οι οποίοι μπορεί όμως να αποβούν με τον καιρό πιεστικοί, και να υποβληθούν σε αυθαίρετη τροποποίηση ή και κατάργηση. Θα ήταν ευχής έργο, οι νόμοι και τα άρθρα του πολιτικού συντάγματος να ενέπνεαν ένα ανάλογο αίσθημα, που θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή βάση και προστασία ! Τα συντάγματα όμως αυτά κατέστησαν βορά μιας αχαλίνωτης ανακαίνισης. Με τους θεούς τα πράγματα ήταν ωστόσο διαφορετικά. Ο άνθρωπος κατείχε τούς θεούς και τη λατρεία τους σαν αποκλειστικό δικαίωμα, οι τοπικοί μύθοι συνιστούσαν τον πλούτο τής πόλης ή τής περιοχής, και  όλοι οι άθεοι και ορθολογιστές φάνταζαν απέναντι σ’ αυτό το αίσθημα απλώς γελοίοι. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητο να συμμετέχει ένας Έλληνας –εξαιρουμένων τών μεγάλων μαντείων και λατρευτικών προσκυνημάτων – στη λατρεία μιας άλλης ελληνικής πόλης ή να εισέρχεται στους βωμούς της. Ήταν επομένως απολύτως φυσικό, να τιμούν οι αλλοδαποί πληθυσμοί που ενσωματώνονταν στην πόλη, όπως οι Γεφυραίοι στην Αττική, τους δικούς τους ελληνικούς θεούς, και να λατρεύουν οι δούλοι τούς αλλοεθνείς θεούς τους, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Υπολείμματα αρχαίων ελληνικών φύλων, που παρέμεναν σε πρωτόγονη κατάσταση και ανέχεια σε βαθμό που σχεδόν να μην αναγνωρίζονται, κατόρθωσαν να επιβιώσουν μένοντας πιστά σε μιαν αρχαία λατρεία· οι Δρύοπες της Ασίνης στη Μεσσηνία ήταν περήφανοι για την καταγωγή τους, επειδή διατηρούσαν ακόμη τη λατρεία τού Απόλλωνα, που έφεραν μαζί με τις θρησκευτικές τελετές και τους θρύλους τους από τον Παρνασσό. Παρόμοια και οι θυσίες, οι τελετουργίες και τα μυστήρια των γυναικών ήταν κτήμα της δικής τους, ιδιαίτερης λατρεία. Κυρίως η οικιακή όμως λατρεία αποτελούσε ιερό αγαθό τής οικογένειας, και ήταν μεγάλη τιμή για τον φιλοξενούμενο ή τον προστατευόμενο να του επιτραπεί να συμμετέχει· υπήρχε επιπλέον κάτι το απολύτως μυστικό, ένα επιμελώς φυλαγμένο οικογενειακό κειμήλιο εδώ, το οποίο θα το παρέδιδε συχνά ο πατέρας στον πρωτότοκο γυιό, και η μητέρα στην κόρη, λίγο πριν πεθάνουν. Χωρίς να είναι αποτελέσματα ψηφισμάτων και εκκλησιαστικών συνόδων όλα αυτά, αλλά η συνέχεια μιας πανάρχαιας αλλά ζωντανής πίστης, σε θεωρούμενα ως απολύτως αυτονόητα έθιμα και ήθη.

     Η θρησκεία αυτή δεν ανήκε κατ’ αρχήν στους ιερείς, και μια από τις σημαντικότερες αιτίες τής ισχύος και της διάρκειάς της ήταν η απουσία κλήρου και ιερατείου, καθώς οι Έλληνες και οι Ελληνίδες ασκούσαν οι ίδιοι ανέκαθεν με ζήλο τα καθήκοντα της λατρείας. Ολόκληρο το έργο τού Ομήρου είναι διάσπαρτο από περιστατικά ηρώων, που θυσιάζουν οι ίδιοι στους θεούς τους και είναι απόλυτοι γνώστες κάθε είδους πρακτικής. Ενώ είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι ο καθαρμός από έναν φόνο δεν γίνεται  με τη μεσολάβηση κάποιου ιερέα κατά την ηρωϊκή εποχή, ούτε από τούς μάντεις που συμβούλευαν συνήθως τούς ηγέτες, ούτε όμως μέσα σε ιερά ή μαντεία, αλλά από έναν ήρωα και έναν βασιλιά, στον οποίον είχε καταφύγει ως ικέτης ο δράστης. Η λατρεία τών ελληνικών θεών ξεκίνησε ίσως να τελείται, σε τακτά χρονικά διαστήματα και από τον αρχηγό τής οικογένειας, στην ίδια την εστία έτσι, ώστε δεν χρειάστηκε, όταν αναγέρθηκαν αργότερα βωμοί και ναοί τών κοινών θεών, να αναζητηθούν ιερείς· «ιερωσύνη παντός ανδρός είναι», λέει ο Ισοκράτης, γιατί ο κάθε Έλληνας είχε εξ αρχής συνηθίσει, είτε να διοικεί είτε να επιβλέπει τη διοίκηση των ιερών τόπων. Η εμφάνιση των κληρονομικών ιερατικών αξιωμάτων είναι μάλιστα απλή και κατανοητή σε ορισμένους επιμέρους ναούς, που αποτελούσαν κατάλοιπα κάποιας αρχαίας ιερατικής κάστας. Το  υπόδειγμα της οικιακής λατρείας ήταν καθαυτό κληρονομικό, και η ελληνική παράδοση της κληρονομικότητας οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός, ότι οι οικογένειες επεδείκνυαν ιδιαίτερες ικανότητες, προθυμία και ζήλο στην εξάσκησή του. Η οικογένεια που τηρούσε αυτή την παράδοση, μπορούσε μάλιστα να ευεργετήσει μιαν ολόκληρη κοινωνία, επιτρέποντάς της να συμμετέχει – σταδιακά ή και εξαίφνης – στη λατρεία της. Και παρότι η πόλη μπορούσε να αναθέτει οριστικά σε μια τέτοια οικογένεια την εκ μέρους της άσκηση της λατρείας προς τιμήν μια σημαντικής θεότητας, δεν απέκλειε και τη δυνατότητα ενός ετήσιου, περιοδικού, ή και ισόβιου διορισμού κάποιου άλλου προσώπου.

     Η σύγχρονη εποχή αρνείται ασφαλώς να αποδεχτεί ιερείς που δεν έχουν καμία σχέση με την καθοδήγηση μιας «κοινότητας», το κήρυγμα, τα δόγματα και την κατήχηση, αλλά επιτελούν μόνο θυσίες. Υπήρξαν όμως πραγματικά, από τους αρχαιοτάτους χρόνους, τέτοιοι ιερείς, ιδίως όταν η παραδοσιακή λατρεία απαιτούσε μιαν ιδιαίτερη πρακτική, ή εκεί όπου εκδίδονταν χρησμοί, άρχισαν όμως να εμφανίζονται πιο συχνά, όταν η πόλη απέκτησε, αμέσως μετά την ίδρυσή της ή και σταδιακά,  ένα πλήθος από ναούς. Η περιοδικότητα της λατρείας απαιτούσε έναν ιδιαιτέρως εξοικειωμένο άνθρωπο· υπήρξαν δηλαδή ιερείς, επειδή προϋπήρξε η λατρεία, και όχι το αντίστροφο· οποιοσδήποτε γνώριζε όμως να θυσιάζει και να προσεύχεται στον οίκο του, ήταν κατάλληλος, κατά βάσιν, γι’ αυτή τη λατρεία. Υπάρχουν ασφαλώς μύθοι που αναφέρονται στην ιδιαίτερη δύναμη προσευχής ενός ευλογημένου από τούς θεούς προσώπου, όπως υπήρξε ο Αιακός, οι δε Αθηναίοι πίστεψαν, ακόμα και σε μεταγενέστερους χρόνους, και με αφορμή κάποια μεγάλη συμφορά, ότι η Πυθία ανέθεσε σε ολόκληρο τον πληθυσμό τής πόλης να προσευχηθεί για όλους τούς Έλληνες και τους Βαρβάρους, αλλά η παραδοσιακή άσκηση της λατρείας αρκούσε σε γενικές γραμμές, και ο ιερεύς δεν ήταν, πέρα από τα λειτουργικά του καθήκοντα, παρά ένας απλός πολίτης. Πιθανόν να του παραχωρείτο κάποια τιμητική θέση στα θέατρα, ή στην εκκλησία τού δήμου, χωρίς να απολαμβάνει όμως κανέναν άλλον, ιδιαίτερο σεβασμό, πέρα από αυτόν που συνεπάγονταν οι αρετές τής ιδιότητάς του, δηλαδή η ακεραιότητα και η αξιοπρέπεια. Φαίνεται πως μόνο στη Σικελία αποδιδόταν μια ιδιαίτερη αξία σ’ αυτό το λειτούργημα.

     Η ανάδειξη των ιερέων κρινόταν, όπου δεν υπήρχε κληρονομικό έθιμο, από τον λαό· η επιλογή δια κλήρου ήταν επίσης μια ακραία δημοκρατική συνήθεια, ενώ αναφέρονται και περιπτώσεις εξαγοράς, την εποχή τής παρακμής. Κι αυτό, όχι επειδή το ιερατικό αξίωμα αποτελούσε πηγή πλούτου, αλλά διότι απουσίαζαν άλλες μορφές ικανοποίησης των πολιτικών φιλοδοξιών· μια επίσης μεταγενέστερη συνήθεια, η συσσώρευση ιερατικών αξιωμάτων, οφείλεται στους ίδιους λόγους. Ένας μεγάλος αριθμός ιερατικών αξιωμάτων παραχωρήθηκαν, καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, για ορισμένο χρονικό διάστημα,  ακόμα και σε νεαρά κορίτσια και αγόρια, ανάλογα με τα έθιμα των ναών, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η αγαμία. Στις λατρείες του Φόβου ήταν όμως απαραίτητο, οι ιερείς τους να έχουν και τα ανάλογα προσόντα.

     Στην καθαυτό τώρα κλασσική ελληνική εποχή υπήρχαν συγκεκριμένοι ιερείς για τους ναούς τής καθεμιάς θεότητας, και κάθε ναός είχε έναν μόνον ιερέα, ή μιαν ιέρεια, σε αντίθεση προς τους πολυάριθμους ιερείς τών αιγυπτιακών και ανατολικών ιερών τόπων. Τη διοίκηση του ναού και της περιουσίας του, καθώς και τη διοργάνωση τελετών, τα ανέθεταν σε υπαλλήλους, και τις εξωτερικές υπηρεσίες στον απαραίτητο αριθμό βοηθών, θυτών, νεωκόρων κ.τ.λ.  Δεν υπήρξαν ποτέ καθεαυτό ιερείς για τους Έλληνες, που η ύπαρξή τους θα ήταν εντελώς αδιανόητη για τον λαό.

     Κάθε ιερέας ασχολείτο αποκλειστικά με τον ναό του, χωρίς να έχει ευθύνη για τη θρησκεία εν γένει, ή δικαιοδοσία σε οτιδήποτε άλλο σχετικό μ’ αυτήν. Μια πόλη όμως τόσο πλούσια σε ναούς, όπως η Αθήνα στα τέλη τού 7ου αιώνα, παρέμεινε εντελώς αβοήθητη πνευματικά, την ημέρα που η άγρια σφαγή τών οπαδών τού Κύλωνα προκάλεσε όχι μόνο μεγάλη σύγχυση, αλλά και την αφύπνιση κάθε είδους δεισιδαιμονίας, όπως εμφανίσεις πνευμάτων και φαντασμάτων στους δρόμους τής πόλης· οι μάντεις περιορίστηκαν να δηλώσουν ότι τα εγκλήματα αυτά θα επέφεραν δεινά και βεβηλώσεις (άγη και μιασμούς) που έπρεπε να καθαρθούν· οι ιερείς σίγησαν. Κλήθηκε τότε (ύστερα από παραίνεση, καθώς λέγεται, των Δελφών) ο σοφός Επιμενίδης από την Κρήτη, γνώστης τών μυστηρίων καθαρμού, ο οποίος και καθησύχασε, οργανώνοντας νέες λατρείες και απλοποιώντας κάποιες άλλες, τους υπέρμετρους ιδίως οδυρμούς για τους νεκρούς, εκτελώντας και διάφορες καθαρτήριες τελετές, την πόλη και αποκατέστησε την ειρήνη. Ο Επιμενίδης δεν ήταν ωστόσο ιερέας κάποιου θεού, αλλά ένα είδος ημίθεου, γυιός Νύμφης, ή ένας Κουρήτης (πιθανόν ο τελευταίος), ένα πρόσωπο ιδιαιτέρως πάντως αγαπητό στους θεούς.   

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: