Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (80)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή, 2 Απριλίου  2021

                                                Jacob Burckhard

                                                       ΤΟΜΟΣ 2ος

                                       

Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 24

         Παράλληλα με την πίστη στις Μοίρες γεννήθηκε, σε μιαν εποχή προωθημένου πιθανότατα στοχασμού, η ιδέα ότι η ανθρώπινη μοίρα βρισκόταν στα χέρια των θεών, και ιδιαιτέρως τού Δία, μια προσπάθεια να διευρυνθή δηλ. η εξουσία τών θεών, κάτι που είχε ασφαλώς τούς λόγους του. Η συγκέντρωση τόσο περιορισμένων και εχθρικών ταυτόχρονα μεταξύ τους δυνάμεων, όπως αυτές τών θεών, επέβαλλαν τη δημιουργία μιας ανώτερης, καθολικής δύναμης, την οποία αποκαλούσαν το θείον εν γένει· αναφερόμενοι, συνδυάζοντας την αρχαία με τη νεότερη αντίληψη, σε μια «θεία μοίρα» και σε έναν «άνωθεν κίνδυνο». Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί σε κάποιες περιπτώσεις παρόμοιες εκφράσεις, παρότι δηλώνει σε μια περίπτωση, ότι και οι θεοί υποτάσσονται στο πεπρωμένο. Η πίστη στο πεπρωμένο παρέμενε όμως κατά βάθος ακλόνητη, ενώ επεδίωκαν απλώς να εξευμενίσουν μ’ αυτές τις επιφανειακές φιλοφρονήσεις τούς θεούς, που εξακολουθούσαν να τους εμπνέουν φόβο.

     Ο Ζευς καθίσταται τώρα συχνά κύριος του πεπρωμένου, ρυθμιστής τής ζωής και του θανάτου. Ο Θάνατος εμφανίζεται σ’ έναν κορινθιακό θρύλο ως υπηρέτης τού Δία, ο οποίος τον εξαπολύει, προδομένος σε μια περίπτωση απαγωγής, ενάντια στον Σίσυφο, χωρίς όμως επιτυχία· ο Σίσυφος αλυσοδένει τον Θάνατο έτσι, ώστε κανείς δεν μπορεί, για κάποιο χρονικό διάστημα, να πεθάνει, μέχρις ότου ο Άρης τον απελευθερώνει και του παραδίδει τον Σίσυφο! Ο οποίος εξαπατά όμως στον Κάτω Κόσμο τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, που τον ελευθερώνουν· για να επιστρέψει μόνο μετά τον θάνατό του από φυσικά αίτια και σε βαθύ γήρας στον Άδη, όπου και θα υποστή την ποινή πού όλοι γνωρίζουμε.

     Ακόμη κι όταν ο Δίας, ή κάποιος άλλος θεός, ονομάζεται «ηγέτης τών Μοιρών», δεν υπονοείται οπωσδήποτε ότι ορίζει και το πεπρωμένο. Στον Παυσανία π.χ., που αντλεί το υλικό του από πανάρχαιες πηγές, ο Δίας γνωρίζει μόνο τί κομίζουν οι Μοίρες στον άνθρωπο και τί όχι. Και παρότι τα αγάλματα του Απόλλωνα και του Δία είχαν τοποθετηθεί, φέροντας αμφότερα τον τίτλο τού μοιραγέτη, δίπλα σε δύο Μοίρες στους Δελφούς, είναι βέβαιο, ότι ο Απόλλων τουλάχιστον γνωρίζει απλώς τα πεπρωμένα, αλλά δεν τα αποστέλλει ο ίδιος στους ανθρώπους. Το γεγονός πάντως ότι ο Δίας αποστέλλει τις Μοίρες στο αρκαδικό σπήλαιο, όπου θρηνεί η Δήμητρα, για να την πείσουν να παραμερίσει την οργή και τη θλίψη της, προσδίδει ένα κύρος στον Δία, διότι η απουσία τής θεάς τής γονιμότητας είχε οδηγήσει πολλούς ανθρώπους στον θάνατο εξαιτίας τού λιμού, και όχι σύμφωνα μ’ αυτό που καθόριζε το πεπρωμένο τους ! Υπάρχουν όμως και στην Οδύσσεια κάποια δείγματα ενός νεώτερου τρόπου σκέψης, όπως η μεταφορά τής συμβολικής δραστηριότητας της Κλωθούς στους θεούς, που υφαίνουν πλέον οι ίδιοι τις τύχες τών ανθρώπων.

      Τη Μοίρα παραστέκουν δύο ακόμη μορφές σε μεταγενέστερη εποχή, η Αδράστεια (η Αναπόφευκτη) και η Τύχη· η πρώτη είναι συνώνυμη της Ατρόπου, συγχέεται όμως και με τη Νέμεση, ως μια εξευγενισμένη εκδοχή τής εκδίκησης. Η Τύχη αποκτά ωστόσο μια πολύ σημαντικότερη φήμη. Στον Όμηρο αναφέρεται μεταξύ άλλων ως Ωκεανίδα, ο Πίνδαρος τη θεωρεί ως μια από τις τρείς Μοίρες, και μάλιστα την ισχυρότερη, καταλήγοντας να είναι αφ’ ενός η κατ’ εξοχήν προστάτις της πόλεως, υποσκελίζοντας και τις τοπικές, μερικές φορές, θεότητες, και μια καθολική αφ’ ετέρου θεότητα με το όνομα Φορτούνα κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, στην οποία και αποδίδονταν εξίσου λαμπρές, όπως και στις μεγάλες θεϊκές μορφές, τιμές· είναι δε τότε, που και ο Παυσανίας τη χαρακτηρίζει ως την κραταιότερη ανάμεσα στους θεούς αναφορικά προς τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ενσαρκώνει το τυφλό και ασταθές πεπρωμένο, το οποίο μπορεί μόνο να ελπίσει κανείς ότι θα το εξευμενίσει με προσφορές και θυσίες, εφ’ όσον οι Μοίρες, εκτός που ήταν ανηλεείς,  δεν διέθεταν ούτε καν λατρεία. Το άγαλμα τής Τύχης στον ναό τών Θηβών, κρατούσε τον μικρό Πλούτο στην αγκαλιά του, μια απλοϊκή απεικόνιση της παραδοχής ότι η «θεά τύχη» είναι η μητέρα, ή η τροφός τής αφθονίας· ενώ ο Παυσανίας θεωρούσε συνετό το ότι ήταν η Ειρήνη που κρατούσε, στην Αθήνα, στην αγκαλιά της τον Πλούτο. Η Τύχη θεωρείται αναξιόπιστη· ο δε Διόδωρος, που εκπροσωπεί, ακόμη κι όταν αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν, αντιλήψεις τής αυγούστειας εποχής, λέει σχετικά μ’ ένα προγενέστερο συμβάν για την Τύχη, ότι ευχαριστείται με τις δυστυχίες τών ανθρώπων, και προκαλεί ραγδαίες μεταβολές σε κάθε συνθήκη ευτυχίας.

     Ο Γοργίας πίστεψε κάποτε, ότι λέει κάτι πολύ έξυπνο αντικαθιστώντας μια λέξη με μιαν άλλη, τη Μοίρα με τη Φύση· θεωρούσε ότι η Φύση ορίζει, την ημέρα τής γέννησης, και τον θάνατο του ανθρώπου, είτε με τη γενική του έννοια, είτε ως συγκεκριμένη ημερομηνία. Είναι πολλές εξάλλου οι ομολογίες διαφόρων Ελλήνων σε διάφορες εποχές, σχετικά με το ζήτημα του πεπρωμένου, όπως για παράδειγμα του Πλούταρχου, που γράφει: «Οι θεοί δεν μας έδωσαν τη ζωή για να νομοθετούμε, αλλά για να υπακούμε στον νόμο που αυτοί έθεσαν με την παντοδυναμία τους, και στα προστάγματα της μοίρας και της πρόνοιας, μεταξύ τών οποίων είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε». Στον δε ερμηνευτή ονείρων Αρτεμίδωρο υπάρχει η ακόλουθη απαρίθμηση: «Η φύση του σύμπαντος, και η μοίρα, και η πρόνοια, και όλες οι υπόλοιπες, ισοδύναμες έννοιες…». Τέλος στον Λουκιανό οι σαρκασμοί για την άστοχη κατανομή εξουσίας μεταξύ των αδύναμων θεών και της μοίρας συνιστά το αντικείμενο διαλόγου στο έργο Ζεύς Ελεγχόμενος, όπου χλευάζονται οι Μοίρες και το πεπρωμένο, καθώς και οι θεοί, ενώ δεν αναγνωρίζεται κανένα πλέον υπόλειμμα μιας ανώτερης καθοδήγησης των επίγειων υποθέσεων ή έστω τής επίγνωσής τους, και επικρατεί το ανομολόγητο αξίωμα της πίστης σε μιαν απολύτως τυφλή τύχη. Σε έναν μάλιστα από τούς Νεκρικούς Διαλόγους του, ο Λουκιανός υπερασπίζεται το κακό ως προσφορά τής μοίρας: ο Μίνωας επιτρέπει σ’ έναν φοβερό ληστή, που προβάλλει ως πρόφαση για τις πράξεις του τη Μοίρα, να διαφύγει στο βασίλειο των σκιών, ενώ αρχικά είχε την πρόθεση να τον ρίξει σ’ έναν πύρινο ποταμό. Ο πνευματικός αυτός ανήρ αρκείται σε έναν πρωτόγονο φαταλισμό, αποδεχόμενος την ηθική αιτιοκρατία.

     Η ελληνική φιλοσοφία δεν πρόσφερε καμία διέξοδο σ’ αυτό το πρόβλημα. Όταν έκανε την εμφάνισή της, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια προϋπάρχουσα ρύθμιση, που είχε προκύψει, θα μπορούσαμε να πούμε, μέσα από τη φιλοσοφική βούληση του έθνους, και έτσι δεν ήταν πλέον σε θέση να απαλλαγεί από την καθιερωμένη ορολογία. Ακόμη και η θεωρία τών Στωικών, που ασχολήθηκαν περισσότερο μ΄ αυτό το θέμα, είναι ασαφής και γεμάτη αντιφάσεις. Επιπλέον, μάταια θα αναζητήσει κανείς στους Έλληνες μεγαλύτερη εμβάθυνση στα θέματα της ελεύθερης βούλησης και της αναγκαιότητας· ακόμη και οι αναφορές τού Αριστοτέλη στα Μεγάλα Ηθικά είναι πολύ ανεπαρκείς. Κάποιο είδος αντιστάθμισης προσφέρει πάντως η ακλόνητη βεβαιότητα των Ελλήνων στο αμετάβλητο των χαρακτήρων. Για όσο διάστημα η μοιρολατρία παρέμενε πάντως ζωντανή στους Έλληνες, οι φιλόσοφοι δεν κατόρθωσαν να ασκήσουν καμιάν ουσιαστική επίδραση.

     Το ουσιαστικό ερώτημα που προβάλλει πιεστικά είναι, πώς συνέβη θεοί με τόσο αμφίβολη δύναμη και πληρότητα να διατηρηθούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και με τέτοιαν ισχύ στην παράδοση ενός λαού, ανοιχτού σε κάθε μορφή συλλογισμού.

     Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι, ότι η εξαιρετική ισχύς αυτής τής θρησκείας οφειλόταν προφανώς στη φύση και στη μαζικότητα της λατρείας της, που συνιστούσε μιαν αντικειμενική δύναμη ζωής και μια πρακτική· η λατρεία αυτή ενστερνίστηκε  ολόκληρην εξάλλου τη χαρά τής ζωής, ενσωματώνοντας όμως στις υψηλότερες ταυτόχρονα λειτουργίες της τις προσδοκίες τής αδυσώπητης ελληνικής πόλης, κλείνοντας τον δρόμο σε κάθε είδους νεωτερισμό. Όποιος δεν πίστευε, βρισκόταν επιπλέον αντιμέτωπος με την αυταπάτη ενός λαού, που είχε τη συνήθεια να αποδίδει όλα τα δεινά τού έθνους σε παραλείψεις ως προς τα λατρευτικά του καθήκοντα. Το ακλόνητο ωστόσο υπόβαθρο των πάντων ήταν  η οικιακή λατρεία, αρχικό θεμέλιο και συνεχής πηγή ανανέωσης της δημόσιας λατρείας, διατηρώντας μιαν εξαιρετική ισχύ και πληρότητα μέχρι και τα πολύ μεταγενέστερα χρόνια. Οι Έλληνες θα είχαν τέλος αμφισβητήσει από νωρίς μια δογματική θρησκεία, ενώ η δική τους ήταν μόνο μια λατρεία, που δεν δίδασκε το παραμικρό που θα χρειαζόταν να ανασκευαστεί. Ακόμα και στα χρόνια παρακμής αυτής τής λατρείας, ακούμε τα εξής από το στόμα ενός χριστιανού: «Deorum cultus non habet sapientiam, quia nihil ibi discitur, quod proficiat ad mores excolendos vitamque formandam· nec habet inquisitionem aliquam veritatis sed tantummodo ritum colendi, qui ministerio corporis constat» («Η λατρεία τών θεών δεν περιέχει σοφία, διότι δεν υπάρχει εκεί τίποτα που να βοηθά τη γνώση, την καλλιέργεια του ήθους και τη διαμόρφωση του βίου· ούτε μπορεί να συντελέσει στη διερεύνηση οποιασδήποτε αλήθειας, αλλά αποτελεί μόνο μια τελετουργία, που ανταποκρίνεται σε υλικές ανάγκες τού σώματος»). Μια φανατικά δημοκρατική πόλη δεν μπορούσε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, να συγκρουστεί με τη θρησκεία της, ενώ δεν υπήρχε επιπλέον καμιά μεταξύ τους αντιδικία ως προς τη δημόσια παιδεία.                                                                      

(συνεχίζεται)

ΣΧΟΛΙΟ:(«Η λατρεία τών θεών δεν περιέχει σοφία, διότι δεν υπάρχει εκεί τίποτα που να βοηθά τη γνώση, την καλλιέργεια του ήθους και τη διαμόρφωση του βίου· ούτε μπορεί να συντελέσει στη διερεύνηση οποιασδήποτε αλήθειας, αλλά αποτελεί μόνο μια τελετουργία, που ανταποκρίνεται σε υλικές ανάγκες τού σώματος»)

  Η ελληνική φιλοσοφία δεν πρόσφερε καμία διέξοδο σ’ αυτό το πρόβλημα. Όταν έκανε την εμφάνισή της, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια προϋπάρχουσα ρύθμιση, που είχε προκύψει, θα μπορούσαμε να πούμε, μέσα από τη φιλοσοφική βούληση του έθνους, και έτσι δεν ήταν πλέον σε θέση να απαλλαγεί από την καθιερωμένη ορολογία. 

ΕΑΝ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΜΑΣ, ΤΗΣ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ ΜΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: