Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (122)

Συνέχεια από Δευτέρα,9 Αυγούστου 2021

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                              23.  ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

                                                   ( 7η συνέχεια )

Ο «Πρωταγόρας» έχει απαιτήσει και στα δυό μέχρι τώρα διερευνητικά πεδία που διεξήλθαμε γεωμετρική αυστηρότητα και φιλοσοφική διαλεκτική. Ενώ στο τρίτο τώρα και αποφασιστικό επίπεδο «συμπαρασύρεται», παρ’ όλη την αρχική του αντίσταση, και ο (δάσκαλος των μαθηματικών και του Θεαίτητου) Θεόδωρος, που μπορεί, λόγω τού επαγγέλματός του, να εξασφαλίση το πρώτο απ’ τα δυό, τη γεωμετρική αυστηρότητα. Λέγοντας μάλιστα, πως θα συμμετάσχη στη συζήτηση μέχρι να «μάθουμε», αν έχη άραγες ο καθένας τη δυνατότητα να παρουσιάζη και στη γεωμετρία, την αστρονομία και τις άλλες συγκεκριμένες επιστήμες μια (τη) δική του «κρίση». Ώστε να φανερωθή μ’ αυτόν τον τρόπο το βασικό θέμα, που υπέβοσκε άλλωστε εξαρχής, συμβολιζόμενο εδώ απ’ την «επανάκαμψη» του Θεόδωρου στη συζήτηση.

     Μας υπενθυμίζεται αμέσως, πως ο Πρωταγόρας έχει ήδη παραδεχτή (166 Ι), χωρίς να το αποδεικνύη με τις «δικές του» ωστόσο «δυνάμεις», ότι στην κρίση για το καλύτερο και το χειρότερο ξεχωρίζουν πράγματι ορισμένοι άνθρωποι απ’ τους άλλους, οι λεγόμενοι «σοφοί»· το έχει ήδη δε αποδείξει μέσα απ’ το στόμα τού Σωκράτη. Τί άλλο μπορεί λοιπόν να σημαίνη αυτό – εφ’ όσον δεν μπορεί βέβαια να επιβεβαιώση τίποτα αυτός που απουσιάζει (ο ίδιος δηλ. ο Πρωταγόρας) – παρά το εξής: ο Πρωταγόρας είναι ο ίδιος ένας «σοφιστής» («εμβάλλει» σε άλλους τη σοφία) και φιλοδοξεί να διδάξη, τόν αφορά άρα άμεσα αυτή η παραδοχή. Η συζήτηση οφείλει ωστόσο να θεμελιωθή σε κάτι το ευρύτερο: επικρατεί πράγματι στις γνώμες τών ανθρώπων, τις οποίες και «εκτιμά» ως πραγματικές ο Πρωταγόρας, η πεποίθηση, ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη «σοφία», κάτι που το επιβεβαιώνει εξάλλου και η ανθρώπινη πράξη ή πρακτική: το ότι αναζητούν δηλ. όλοι έναν δάσκαλο και καθοδηγητή. Είναι η πραγματική ζωή, η «ύπαρξη», που «αποφασίζει», ότι οι άνθρωποι διαφέρουν αναμεταξύ τους ως προς τη γνώση (σοφία) και την άγνοια. Είτε ξεκινήσουμε λοιπόν απ’ τη φράση «παν μέτρον άνθρωπος» (homo-mensura), είτε κοιτάξουμε απευθείας την πραγματικότητα, αποδεικνύεται το ίδιο πράγμα.

     Η συζήτηση θα ξεκινήση ωστόσο για άλλη μια φορά απ’ τη θέση τού Πρωταγόρα, ώστε να φανούν καθαρά και με οξύτητα οι αυτοκαταστροφικές της συνέπειες. Καθιστώντας τον καθέναν μέτρο για το σωστό και το λανθασμένο, δεν έχει ούτε η ίδια καθολική ισχύ, αλλά ισχύει ίσως μόνο για τους «εμπνευστές» της, θέτοντας ως κριτή της  την πλειονότητα – για την οποία λέει ωστόσο συνεχώς ο Πλάτων, ότι έχει ελάχιστη αρμοδιότητα να αποφασίζη, όταν πρόκειται για το σωστό και το λανθασμένο (Λάχης 184 Ε· πρβλ. και Κρατύλος 437 D). Το πιο «αστείο» (κομψότατον) είναι εδώ ωστόσο το ότι δικαιώνει ο ίδιος ο Πρωταγόρας με τη διδασκαλία του αυτούς που θεωρούν αυτή τη διδασκαλία ως πλάνη, μια διδασκαλία που υποστηρίζει ότι κάθε γνώμη και «άποψη» αναφέρεται σε κείνο που (όντως) «υπάρχει»! Για να «διαλυθή» έτσι διαλεκτικά η φράση τού Πρωταγόρα. 

      Όσο σημαντική κι αν είναι όμως η αναγνώριση των αυτοκαταστροφικών δυνάμεων εκείνης τής «φράσης», ο Πλάτων δεν έχει τελικά τη «διάλυσή» της στον νου του. Ο Πρωταγόρας θα μπορούσε να «θυμηθή» κάποια πράγματα, «ενάντια» στην παρουσίασή μας, λέει ο Σωκράτης (171 D). Ο μεγάλος σοφιστής είχε πράγματι εξηγήσει επίμονα προηγουμένως μέσα απ’ το στόμα τού Σωκράτη, ότι δεν είχε καμμιά διάθεση να παραιτηθή απ’ τις διαφορές (που όντως υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους) στο πνευματικό πεδίο (166 D κ.ε.). Κάτι που το επιβεβαιώνει άλλωστε και το γεγονός, ότι ονομάζει το κείμενό του: Αλήθεια, παρουσιάζοντας την πρότασή του με το αίτημα να την ακούσουν όλοι έτσι, ώστε να γίνη φανερό, πως αυτή η πρόταση αναφέρεται πέρα κι απ’ τον «εαυτό» της, «αυτοπεριορίζοντας» μ’ αυτόν τον τρόπο την ισχύ της, εφ’ όσον ισχύει φυσικά για όλους. Ισχύοντας άρα στην πραγματικότητα μόνο στο πεδίο τής αισθητηριακής αντίληψης. Και χωρίς καμμιάν ισχύ, όταν πρόκειται για την υγεία και την ασθένεια του καθενός, για την ωφέλεια και τη βλάβη στην πολιτική κοινότητα, εκεί δηλ. όπου η πραγματογνωμοσύνη ή το αντίθετό της δοκιμάζεται μέσα απ’ την επιτυχία της στο ίδιο μας το σώμα. Ώστε να διακριθούν αμέσως δύο «πεδία» μέσα από την κοινή εμπειρία, και οδηγώντας μας στη συνέχεια σ’ ένα ακόμα υψηλότερο «πεδίο» με το ερώτημα, σε ποιο απ’ αυτά τα δυό πεδία πρέπει άραγες να αποδοθούν το ωραίο και το άσχημο, το δίκαιο και το άδικο, το ευσεβές και το ασεβές, έννοιες που ανήκουν στην πολιτική – κατ’ αρχάς – «σφαίρα». Τα οποία και αποδίδονται όμως από πολλούς στην υποκειμενική επίσης βούληση (ή αυθαιρεσία), σαν να μην υπήρχαν καθαυτά.

      Ο Σωκράτης «εκτρέπεται» λοιπόν σ’ αυτό ακριβώς το σημείο (172 Β 8) απ’ την ευθεία οδό. Και η συζήτηση επικεντρώνεται στο «πρότυπο» πλέον τού φιλοσόφου, αντιπαρατιθέμενο στο «πρότυπο» του ρήτορα-πολιτικού, για να επιστρέψη μάλιστα κατόπιν (177 C), όπως ύστερα από μια «παρέκβαση», στο σημείο απ’ το οποίο και είχε αρχικά παρεκκλίνει (επί τά έμπροσθεν ίωμεν): ακόμα κι αν ήθελε να αφήση (να «εγκαταλείψη») κανείς το δίκαιο, μαζί με πολλά άλλα, όπως ειπώθηκε προηγουμένως (172 ΑΒ), με το ωραίο π.χ. και με το ευσεβές, στην υποκειμενική βούληση (ή αυθαιρεσία), - σαν να μπορούσε να αποδειχθή (έτσι) πως είναι (και) ωφέλιμο κάτι απ’ αυτά, αυτό δεν θα εξαρτιόταν σε καμμιά περίπτωση απ’ το «νομίζειν» ή το «τίθεσθαι» ή και τη νομοθεσία (ακόμα) μιας πολιτικής κοινότητας. Γιατί ρωτώντας  για τη συνολική μορφή τού Είναι (περί παντός τού είδους), για την οποία και θα ίσχυε αυτή η «ανεξαρτησία», φτάνει κανείς (αναπόφευκτα) και στο «μελλοντικό». Εκεί όπου πρόκειται όμως για κάτι το επικείμενο, δεν διαθέτει ο οποιοσδήποτε μέτρο κρίσεως (κριτήριον), το οποίο διαθέτει ωστόσο στον «τομέα» του ο γιατρός ή ο αγρότης, δηλ. ο ειδήμων· δεν διαθέτει άρα ούτε ο Πρωταγόρας «μέτρο κρίσεως», όταν πρόκειται για τη μελλοντική συνέπεια ενός δικαστικού π.χ. λόγου· και μπορούμε να δούμε να εμφανίζεται πλέον, πέρα κι απ’ τον δικαστικό λόγο, σε μιαν ακόμα υψηλότερη βαθμίδα η ίδια η πολιτική νομοθεσία. Βοηθά άρα εδώ ο ίδιος ο Πρωταγόρας στο να αναζητήση και να ανακαλύψη κανείς κάποιον άλλον, πέρα απ’ το πεδίο όπου ισχύει χωρίς περιορισμούς η «πρωταγόρεια» θέση, του οποίου την κρίση δεν θα την καθορίζη η υποκειμενική εκτίμηση αλλά η «ειδημοσύνη» (η πείρα). Ποιος μιλά ωστόσο στη θέση εδώ τού Πρωταγόρα; Το ότι «ακούγεται» συνεχώς η φωνή τού (μεγάλου) «είρωνα», το διευκρινίζει με μεγάλη σαφήνεια στο τέλος τού αποσπάσματος ο ίδιος ο Σωκράτης: ο οποίος δεν αποτελεί βέβαια, ως «μη-γνώστης» (ως «αγνοών»), ο ίδιος «μέτρο», ώφειλε όμως αναγκαστικά να καταστή ένα τέτοιο «μέτρο», εφ’ όσον μιλά στη θέση τού Πρωταγόρα. Το πόσο πολύ αποτελεί ωστόσο στην πραγματικότητα, με μιαν εντελώς διαφορετική βέβαια έννοια, κι ο ίδιος ένα «μέτρο», μας το διδάσκει η «παρέκβαση» του διαλόγου, και  προπαντός η στάση του μπροστά στο δικαστήριο.  

      ( συνεχίζεται )

ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ Η ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΤΟΥ, ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου