Συνέχεια από Παρασκευή,4 Ιουνίου 2021
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ
ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ
ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ :
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
23. ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ
( 6η συνέχεια )
Η «εφόρμηση» παραμένει λοιπόν μια απλή «αψιμαχία» στο πρώτο επίπεδο. Είναι άλλωστε εξαιρετικά μη-συστημική, και το «εχθρικό μέτωπο» πολύ εκτεταμένο για να διαταραχθή απ’ αυτήν. Aντιμετωπίζει την «πρωταγόρεια» και μόνο θέση – χωρίς επαρκές μάλιστα σύστημα - , ούτε όμως τη βάση της στον Ηράκλειτο, ούτε τις συνέπειες που έχει στον (νεαρό) Θεαίτητο. Ο Πλάτων θα επικεντρωθή λοιπόν τώρα σ’ αυτά, με μια σειρά σύντομων «επιχειρημάτων» στο δεύτερο επίπεδο, τα οποία θα αμφισβητήσουν μεν την ταύτιση γνώσης και αντίληψης, χωρίς να κλονίσουν όμως κατά κανέναν ακόμα τρόπο το όλο σύστημα. Καθώς αντιπαρατίθενται κι αυτά σε ένα μέρος και μόνο τού «συστήματος», χωρίς να είναι τα ίδια επαρκώς συστηματικά, ενώ χρησιμοποιούν μερικές μάλιστα φορές τόσο «ευδιάκριτα» σοφιστικά μέσα, ώστε να καταφέρνη να αμύνεται επιτυχώς ο Πρωταγόρας, μέσα απ’ το στόμα βέβαια του Σωκράτη. Το είδος αυτό διεξαγωγής τού διαλόγου μοιάζει να φανερώνη – κάτι για το οποίο μάς πείθει ακόμα περισσότερο η επαναλαμβανόμενη προειδοποίηση, πως δεν θα πρόκειται παρά για λεκτικές απλώς «ξιφομαχίες» (164 C 7. 166 D 8) –, ότι «κερδίζουμε» πολύ λίγα αντικρούοντας (αναιρώντας) διαλεκτικά τη φράση τού Θεαίτητου «παν μέτρον άνθρωπος», χωρίς να έχουμε κρίνει συνολικά και την «κοσμοθεωρία» που τη στηρίζει.
Ο Σωκράτης παρουσιάζει τέσσερα επιχειρήματα σ’ αυτή τη δεύτερη βαθμίδα απέναντι στη φράση τού Θεαίτητου, τέσσερα «φαινόμενα», που δεν συνάδουν με την ταύτιση αντίληψης και γνώσης. Το πρώτο (163 Β), ότι διαφέρουν η ακοή και η γνώση μιας ξένης γλώσσας, καθώς και το να βλέπης από το να κατανοής ένα κείμενο. Το δεύτερο (163 D), ότι η «μνήμη» διαχωρίζεται σαφώς απ’ την αντίληψη (ή «αίσθηση»), «ανήκει» όμως, εξίσου σαφώς, στη γνώση. Το τρίτο (165 Β), ότι μπορούμε μεν να αντιλαμβανόμαστε και ταυτόχρονα να μην αντιλαμβανόμαστε, δεν μπορούμε όμως να γνωρίζουμε και ταυτόχρονα να μη γνωρίζουμε. Και το τέταρτο (165 D), ότι η μεν αντίληψη μπορεί να διαθέτη ποιότητες, όχι όμως και η γνώση (( Ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην αντίληψη δια των αισθήσεων και τη γνώση ενός «άλλου», νοητού κόσμου )) . Ο Θεαίτητος «αμύνεται» απέναντι στο πρώτο επιχείρημα, με τον Σωκράτη να τον επαινή ειρωνικά, ώστε να μπορέσουμε εμείς να αντιληφθούμε, πόσο εύκολα ξεπερνιέται η συγκεκριμένη «άμυνα» (163 C). Το δεύτερο επιχείρημα (ή «ένσταση») το «αντιμετωπίζει» απευθείας ο ίδιος ο Σωκράτης, λέγοντας πως μια συζήτηση επ’ αυτού δεν θα αποτελούσε παρά μιαν εριστική, λεκτική «ξιφομαχία», και πως η αντίθετη δύναμη που ονομάζεται «Πρωταγόρας» παραμένει ανυπέρβλητη. Ακόμα προφανέστερα «σοφιστική» γίνεται η όλη αντιπαράθεση στο τρίτο επιχείρημα: ένας «τολμηρός άνδρας» κρατά δια της βίας κλεισμένο το ένα μάτι τού Θεαίτητου, ρωτώντας τον αν βλέπη και ταυτόχρονα δεν βλέπη, και απαιτώντας να περιοριστή σοφιστικά η απάντηση – όπως συμβαίνει και στον Ευθύδημο (296 Α) – σ’ ένα ούτως ή άλλως «ολισθηρό» Ναι ή ‘Όχι. Όσον αφορά δε στο τέταρτο επιχείρημα, χαρακτηρίζεται κι αυτό ως μια βίαιη επίθεση απ’ τα «μετόπισθεν» (τις «εφεδρείες»). Κι όλα αυτά, όχι σαν να μην οδηγούν όλα τα επιχειρήματα προς τα εκεί όπου οφείλει να κοιτάξη ο αναγνώστης, εφ’ όσον θα επανέλθη αργότερα ακόμα και το τρίτο, και εντελώς «εριστικό» επιχείρημα (182 Ε), εκεί όπου η διαφορά (η «διάκριση») ανάμεσα στη γνώση και την αντίληψη θα καταλήξη στο συμπέρασμα, ότι μπορούμε μεν να βλέπουμε και ταυτόχρονα να μη βλέπουμε, δεν μπορούμε όμως να γνωρίζουμε και ταυτόχρονα να μη γνωρίζουμε.
Έχουμε ήδη επισημάνει το γιατί ο Πλάτων δεν «εκδηλώνει» πλήρως αυτή τη στιγμή την «επίθεση», ή την εκδηλώνει σε τόσο μικρό βαθμό, ώστε η αντίθετη δύναμη να εμφανίζεται στο τέλος σχεδόν ισχυρότερη από πριν: o «Πρωταγόρας» αποκρούει, με το στόμα τού Σωκράτη, μ’ έναν μακρύ και συμπερασματικό λόγο τα επιχειρήματα απέναντι στη φράση τού Θεαίτητου, επιμένοντας στη σχετικότητα της γνώσης μέχρι και την πιο ακραία διάλυση του Εγώ, και στρεφόμενος ευθέως ενάντια στην επιχειρηματολογία, που θα μπορούσε να καταλύση υπό άλλες συνθήκες την «ανθρωπομετρική» φράση· θεωρώντας τη δική του μάλιστα και «ανώτερη» («υπερέχουσα») ικανότητα, να οδηγή τούς ανθρώπους από μια «χειρότερη» σε μια «καλύτερη» γνώμη, απολύτως δίκαιη και σωστή. Ο σοφιστής «παραπονιέται», με μεγάλη μάλιστα «ευφορία» – μέσα απ’ το στόμα βέβαια του φιλοσόφου –, στον φιλόσοφο για τον εριστικό του τρόπο! Και προειδοποιεί, με τον τρόπο που το πράττει αυτό κατά τα άλλα μόνον ο Σωκράτης, για τις συνέπειες μιας τέτοιας «κατάχρησης», που παιδαγωγεί σε μισο-σόφους αντί για φιλοσόφους τούς ανθρώπους, νουθετώντας μάλιστα προς μια γνήσια διαλεκτική διαδικασία, όπως ακριβώς είχε απαιτήσει μια γεωμετρική αυστηρότητα στην προηγούμενη βαθμίδα! Ώστε να εμφανίζεται τελικά ως ακλόνητο το «τριμερές» σύστημα: η διδασκαλία τής «παντοδυναμίας», ο άνθρωπος ως μέτρο (όλων) τών πραγμάτων, και η ταύτιση αντίληψης και γνώσης. Δεν βοήθησε σε τίποτα η «επίθεση» στο δεύτερο ή το τρίτο μέρος ξεχωριστά (καθ’ εαυτά). Πρέπει να στραφούμε προς το σύνολο – όχι για να το γκρεμίσουμε, γιατί δεν ανατρέπεται στις βασικές του τοποθετήσεις· αλλά για να το «διευθετήσουμε» (να το «εντάξουμε»), προσδίδοντάς του έτσι μιαν ορθότητα, που δεν διαθέτει ακόμα. Κάτι που θα συμβή στην τρίτη βαθμίδα τού κεφαλαίου μας.
( συνεχίζεται )
AYTH EINAI Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ: ΠΑΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
2 σχόλια:
"Πώς μπορείς να ξεύρεις ποιος (ή ποια) είμαι εγώ; Με όλα τα βιώματά μου που έφεραν τη ζωή μου μέχρις εδώ; Ούτε στο ένα χιλιοστόγραμμα δεν μπορείς να το γνωρίζεις!". Το υποκείμενο της Δύσεως, το μόνο "υπαρκτό" σήμερα, ορθώνεται ακλόνητο και απόρθητο απέναντι σε οποιονδήποτε άλλον. "Η ζωή μου (σαν να λέει) ανήκει μόνο σε μένα και στον Θεό. Και κανένας άλλος άνθρωπος δεν μπορεί καν να την αγγίξει". Ο άνθρωπος αναφέρεται και "ολοκληρώνεται" (μέχρι θανάτου!) μόνον ως προς τον "εαυτό" του, το εγώ του, το υποκείμενό του, όπως σε μιαν αυτοβιογραφία. Και τελειώνει εκεί, στον τάφο.
Καί όμως η καρδιά, αυτό πού είμαι, δέν γνωρίζεται μέ τήν πρώτη ματιά αλλά στήν διάρκεια τού χρόνου. Η ζωή μου ανήκει μόνο σέ μένα καί τόν θεό, είναι τό σύνθημα τών ιερέων. Τό βίωμα είναι υποκειμενικό. Αλλά η εμπειρία τής ζωής καί τού επέκεινα δέν είναι. Καί γίνεται αντιληπτή κατά κάποιο τρόπο.
Δημοσίευση σχολίου