Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (103)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου 2021

                                                 Jacob Burckhard

                                                  ΤΟΜΟΣ 2ος

                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

ΙΙΙ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ – 4

       Η λατρεία τών ηρώων εξελίχθηκε αργότερα – με την παρότρυνση πάντοτε των χρησμών –  σε μια «μετακομιδή» τών οστών ηρώων που είχαν ταφεί σε άλλη τοποθεσία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση και η ευημερία τής πόλης. Οι αρχαίοι ήρωες μπορεί να είχαν ξεχαστεί ή να αποδείχθηκαν ατελέσφοροι, και η πόλη ήταν διατεθειμένη να υποστεί τούς κόπους και τους κινδύνους που προϋπέθετε η αναζήτηση νέων. Επρόκειτο για φημισμένους συνήθως και ένδοξους άνδρες τής μυθικής, αλλά και της ιστορικής εποχής, καθώς και για ηρωικές γυναίκες, ενώ πολλά από τα ονόματα των ηρώων στους οποίους ανήκαν τα ήδη υπάρχοντα μνήματα είχαν σχεδόν ξεχαστεί. Όλα λοιπόν τα μέσα, ακόμη και μια επιτήδεια ληστεία, θεωρούνταν θεμιτά, προκειμένου να αποκτηθούν κάποια λείψανα ηρώων. Τεράστια σε μέγεθος οστά, που μπορεί να ανήκαν σε κάποιο προϊστορικό ζώο, χρησίμευαν συχνά για να αναδείξουν το σωματικό μέγεθος του ήρωα· και πίστευαν, σύμφωνα μ’ ένα γνωστό απόσπασμα του Πινδάρου, ότι κέρδιζαν έτσι και την ψυχή του: ο Φρίξος, που πέθανε στην Κολχίδα, ζήτησε από τον Πελία την επιστροφή τής «ψυχής» του, κάτι που σήμαινε, με υλικούς όρους, την μετακομιδή τών οστών του στην πατρίδα. Υποθέτουμε δε ότι υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις, όπου ο ίδιος ο ήρωας ζητούσε την μετακομιδή τών οστών του, είτε για να αποφευχθεί μια δημόσια συμφορά, είτε για να ικανοποιηθεί κάποια πολιτική απληστία· η περιοχή που έχανε συνήθως τον ήρωά της, κατέληγε να γίνει συνήθως λεία συλητών, που της επιτίθονταν και τελικά την κατακτούσαν. Ήταν μια συνήθεια που είχε ξεκινήσει από την εποχή που οι Λακεδαιμόνιοι είχαν οικειοποιηθή το νεκρό σώμα τού Ορέστη, που είχε ταφεί στην Τεγέα. Το πιο χαρακτηριστικό όμως παράδειγμα βρίσκεται σε κείνο που τόλμησε να κάνει (περί το 600  π. Χ.) ο τύραννος της Σικυώνας Κλεισθένης, παραβαίνοντας μάλιστα τις εντολές τών Δελφών: επειδή τον δυσαρεστούσε το γεγονός ότι ο αρχαίος ήρωας και προστάτης τής πόλης Άδραστος, του οποίου το μνημείο βρισκόταν στην Αγορά, καταγόταν από το Άργος, θέλησε «να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει την πόλη»· μετέφερε έτσι το λείψανο ενός τοπικού ήρωα από τη Θήβα, του Μελάνιππου, ο οποίος είχε υπάρξει θανάσιμος εχθρός τού Αδράστου όταν ζούσε, και του αφιέρωσε (δηλαδή στα οστά του) έναν βωμό στον περίβολο του Πρυτανείου, στην ασφαλέστερη τοποθεσία της πόλης, την πλέον δηλαδή προστατευμένη από τη λαϊκή οργή· οι μέχρι τότε προσφορές προς τιμήν τού Αδράστου άρχισαν έτσι να αφιερώνονται στον Μελάνιππο· ο δε Κλεισθένης κατήργησε και τα ταφικά ακόμη χωρικά που υμνούσαν τα παθήματα του Αδράστου, αντικαθιστώντας τα με ύμνους προς τιμήν τού Διονύσου. Ο βασιλιάς επίσης Αγησίλαος θέλησε,  σύμφωνα με μιαν ύστερη ιστορική αφήγηση, που περιέχει πολλά αυθεντικά ωστόσο στοιχεία τής ελληνικής παράδοσης, να κάνει εκταφή τών οστών τής Αλκμήνης από την Αλίαρτο της Βοιωτίας, για να τα μεταφέρει στη Σπάρτη· όταν όμως άνοιξαν το μνήμα, ο τάφος ήταν άδειος, και η περιοχή επλήγη, κατ’ αρχάς από ανομβρία και ύστερα από  πλημμύρες, υποχρεώνοντας τον Σπαρτιάτη διοικητή να αποκαταστήσει το μνήμα και να προσφέρει σπονδές.

     Προκειμένου να αποτραπεί η σύληση των ιερών και ευεργετικών αυτών λειψάνων επιλέχθηκε να κρατούνται μυστικές οι τοποθεσίες τών σημαντικότερων, τουλάχιστον, μνημείων. Η πηγή που προαναφέραμε μάς πληροφορεί, πως ορισμένα μόνον, έμπιστα πρόσωπα γνώριζαν πολλές φορές την τοποθεσία τών μνημάτων. Ο διοικητής τών Θηβών δεν μπορούσε έτσι να επισκεφτεί, πιθανότατα, τον τάφο τής Δίρκης, διότι κανένας δεν γνώριζε την τοποθεσία του, εκτός από κείνους που υπήρξαν αρχηγοί τού ιππικού· επειδή κάθε ίππαρχος ήταν υποχρεωμένος να αποκαλύψει μυστικά, πριν εγκαταλείψει το πόστο του, στη διάρκεια της νύχτας την τοποθεσία τού μνήματος σ’  αυτόν που θα τον αντικαθιστούσε, και με την ευκαιρία αυτήν έκαναν και τις προσφορές τους, χωρίς φωτιά, εξαλείφοντας κατόπιν κάθε ίχνος, και επιστρέφοντας ο καθένας χωριστά στην κατοικία του. Όλοι οι επικεφαλής τού ιππικού είχαν, την εποχή που περιγράφει η αφήγηση, αποχωρήσει, κι έτσι δεν μπόρεσε κανένας Σπαρτιάτης να μάθει ποτέ τίποτα. Στην Κόρινθο παρέμεναν μυστικές οι τοποθεσίες ταφής τού Μηλέα και του Σίσυφου, και στην Τροιζήνα τού Ιππόλυτου · κι όταν ο Κίμων επιχείρησε να μεταφέρει τα λείψανα του Θησέα από το νησί τής Σκύρου στην Αθήνα, δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να τα εντοπίσει. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής υπονοεί σ’ ένα έργο του, ότι κάθε καινούργιος βασιλιάς τής Αθήνας αποκάλυπτε μόνο στον πρωτότοκο γυιό του τον τόπο ταφής τού Οιδίποδα, απ’ το οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο τόπος αυτός περιέπεσε, με την εξάλειψη της βασιλείας, σε λήθη.

      Μια παραλλαγή τής μετακομιδής τών οστών υπήρξε και o διασκορπισμός τής τέφρας τού νεκρού σε μια συγκεκριμένη περιοχή· όπως συνέβη με την τέφρα τού Νεοπτόλεμου στην περιοχή τής Αμβρακίας, και του Σόλωνα στο νησί τής Σαλαμίνας. Η ευεργετική επίδραση της τέφρας κάλυπτε έτσι ολόκληρη την περιοχή, και δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα σύλησης.

     Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Αδριανός προσκύνησε οστά Ελλήνων ηρώων στο Ίλιον μαρτυρεί επίσης, ότι ορισμένα οστά φυλάγονταν εκτός  μνήματος. Οστά ηρώων συνόδευαν επίσης, σε κάποιους πολέμους,  τους πολεμιστές στις μάχες. Είναι έτσι γνωστό, ότι η κατάληψη της Τροίας συνέβη την ημέρα που οι Αχαιοί έλαβαν τμήμα τών οστών τής ωμοπλάτης τού Θησέα, τα οποία και μεταφέρθηκαν αργότερα στην Ολυμπία. Όσο για τις περιγραφές τού Ηροδότου περί μεταφοράς Αιακίδων και Τυνδαρίδων (Διοσκούρων) με τη μορφή ομοιωμάτων στον πόλεμο, αυτές αναφέρονται μάλλον σε λείψανα, όπως συνέβαινε άλλωστε συχνά και κατά τον Μεσαίωνα. Όταν συμφωνήθηκε, ότι μόνον ένας από τούς δύο Βασιλείς θα συνοδεύει, μετά τη διαμάχη Κλεομένους και Δημαράτου, τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο, πάρθηκε και η απόφαση ο ένας από τούς Τυνδαρίδες να παραμένει οίκαδε. «Διότι υπήρχε παλαιότερα η συνήθεια, να προσκαλούνται και οι δύο  στις μάχες». Δυσκολευόμαστε πράγματι να πιστέψουμε, ότι όλη αυτή η συζήτηση αφορούσε απλώς σε αγάλματα, στα οποία απέδιδαν τόσο μεγάλη μάλιστα μαγική εξουσία κατά τις μάχες.

      Παράλληλα ωστόσο με την απαίτηση συνεισφοράς τού ήρωα σε καιρό πολέμου ή ειρήνης αναδεικνύεται – από τη μυθική ήδη εποχή – και ο φόβος για τις συνέπειες της οργής του. Μετά την κατάληψη της Τροίας, οι Αχαιοί βρίσκονταν αγκυροβολημένοι στις ακτές τής Θράκης, αδυνατώντας να συνεχίσουν το ταξίδι τους, διότι ο Αχιλλέας εμφανίστηκε πάνω στο μνήμα του και ζητούσε τη θυσία τής Πολυξένης. Ο ηγέτης επίσης κάποιας κρητικής πόλης, που καταδιώκεται από εχθρούς, λαμβάνει τον χρησμό να θυσιάσει μια νεαρή παρθένα στους τοπικούς ήρωες, και ο κλήρος πέφτει, κατόπιν δευτέρου ερωτήματος, στην ίδια του την κόρη. Φρόντιζαν έτσι να προλαμβάνουν, σε αρκετές περιπτώσεις, τις προειδοποιήσεις τών ηρώων· και εξασφάλιζαν μυστικά, πριν ξεκινήσουν μια σημαντική επιχείρηση, την εύνοια των ηρώων τής περιοχής. Ο Σόλων έλαβε π.χ. χρησμό από τούς Δελφούς πριν επιτεθεί στη Σαλαμίνα, που του ζητούσε να εξευμενίσει τούς τοπικούς ήρωες και «προστάτες τής χώρας»· ο Σόλων μετέβη λοιπόν κάποια νύχτα, για να προσφέρει θυσία στους ήρωες Περίφημο και Κυχρέα, στο νησί.

       Ένα αθάνατο μνημείο συγκινησιακής φόρτισης, αναδυομένης από το μνήμα ενός άνδρα τής ιστορικής εποχής, διατραγωδείται στον Οιδίποδα επί Κολωνώ τού Σοφοκλή. Οι Θηβαίοι, από τούς οποίους είχε διαφύγει ο διψασμένος κάποτε για εκδίκηση μάρτυρας, δεν θέλησαν να τον κηδέψουν στην πόλη τους, αλλά στα όρια και μόνον τής περιοχής τους, και δεν ευδόκησαν έτσι να υποδεχτούν τα λείψανά του, υφιστάμενοι αντίθετα την απώλειά τους, καθώς η ταφή του έγινε στην αττική γη. «Το κρυμμένο, κρύο κουφάρι μου θα πιεί μια μέρα το ζεστό τους αίμα». Η Αττική δεν τον δέχτηκε ωστόσο σαν «ανεπιθύμητο συγκάτοικο»· και η αττική γη θα γνωρίσει, με τη συγκατάθεση του Οιδίποδα να πεθάνει και να ταφή στον Κολωνό, μιαν ατελεύτητη ευδαιμονία. Ένα μοναδικό μεγαλείο συνδέει πράγματι αυτό το μνήμα με την είσοδο των πυλών τού Άδη, απ’ όπου κραυγές αντηχούν μέχρι και σήμερα.

     Τις θερμότερες όμως επικλήσεις και την ισχυρότερη πίστη στην παρουσία ηρώων τις συναντάμε κατά την ίδρυση της νέας Μεσσήνης, που συνοδεύτηκε από θαυμαστά γεγονότα, υπό την καθοδήγηση του Επαμεινώνδα και ύστερα από τη συντριβή τής Σπάρτης. Μετά τις θυσιαστικές προσφορές στους μεγάλους τοπικούς θεούς, Θηβαίοι, Αργείοι και Μεσσήνιοι «ικέτευσαν όλοι μαζί τούς ήρωές τους, να επιστρέψουν για να κατοικήσουν μαζί τους, και πρώτα τη Μεσσήνη, κόρη τού Τριόπα, κατόπιν τον Εύρυτο τον Αφαρέα και τους γιούς του, τους Ηρακλείδες Κρεσφόντες και τον Αίγυπτο· αλλ’ εκείνος τον οποίον ικέτευσαν κυρίως ήταν ο Αριστομένης», ο φημισμένος ήρωας του δευτέρου, πριν από τρεις αιώνες, μεσσηνιακού πολέμου. Οι μυθικές ενθυμίσεις ενός λαού που επανέκαμψε από τα πέρατα του κόσμου και αποκαταστάθηκε στα δικαιώματά του, συνδυάστηκαν έτσι με τη σημαντικότερη ιστορική του ανάμνηση.

(συνεχίζεται)

ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΤΟ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΩΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΛΗΘΑΡΓΟ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΑΛΛΑ  Ο ΜΠΟΥΡΧΑΡΝΤ ΜΑΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΡΟΔΑΥΓΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΗΝ ΖΩΗΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΣΤΕΝΗ ΤΟΥΣ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ , ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΩΘΗΣΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΜΕ, ΝΑ ΠΙΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΦΡΑΝΘΟΥΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου