Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (106)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

ΙΙΙ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ – 7

      Η περίφημη ιστορία τών φαντασμάτων, που ξετυλίγεται στην πόλη Τεμέση τής Μεγάλης Ελλάδος στις αρχές τού 5ου π.Χ. αιώνα, συνοψίζει τελικά όλα τα στοιχεία που η λαϊκή τυφλότητα και η θρησκευτική σύγχυση μπορούσαν να συγκεντρώσουν στο πρόσωπο ενός ήρωα. Το ενσαρκούμενο πρόσωπο, που αποκαλείται άλλοτε ήρωας και άλλοτε δαίμων, είναι κάποιος ονόματι Πολίτης, που συνόδευε τον Οδυσσέα όταν έφτασε σ’ αυτή την περιοχή, και δολοφονήθηκε από τούς ιθαγενείς επειδή μέθυσε και βίασε  μια νεαρή παρθένα. Εκδικούμενος, άρχισε να σκοτώνει τούς κατοίκους τής Τεμέσης, νέους και γέρους, εξαναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν την περιοχή· ενώ σύμφωνα με μιαν άλλην εκδοχή, εξανάγκασε τους ντόπιους να καταβάλουν υπερβολικές εισφορές, κάτι που μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για συμμορία κακοποιών, που είχε βρει καταφύγιο κοντά στο μνήμα. Η Πυθία συμβούλεψε τελικά τούς Τεμεσιάνους να συνθηκολογήσουν μαζί του, αφιερώνοντάς του ένα περιφραγμένο μνημείο – πιθανότατα το ηρώο μέσα στο άλσος με τις αγριελιές που πρόλαβε να δει ο Στράβων –, και να του παρέχουν κάθε χρόνο την ομορφότερη κόρη τής Τεμέσης, με το πρόσχημα μιας ιέρειας στην ετήσια υπηρεσία αυτού τού «ακέραιου» θεού. Εξέλειπε έτσι η τρομακτική απειλή, ενώ οι απαιτήσεις τών εισφορών, καθώς και οι τακτικές, τιμητικές προσφορές προς τον επικίνδυνο κάτοικο του μνημείου συνεχίστηκαν, σύμφωνα με άλλες εκδοχές. Ο περίφημος ωστόσο πυγμάχος Εύθυμος ζήτησε, επιστρέφοντας κάποτε, μετά τη νίκη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Ιταλία, την άδεια να εισέλθει στο ιερό, για να δει την κόρη· την οποία συμπόνεσε και ερωτεύθηκε, υποσχόμενος να την νυμφευτεί, αν κατόρθωνε να τη σώσει· παραμόνεψε, λοιπόν, οπλισμένος τον «δαίμονα», πολέμησε μαζί του και τον νίκησε, αναγκάζοντας έτσι τον «ήρωα» να εγκαταλείψει τον τόπο και να εξαφανιστεί μέσα στη θάλασσα. Η έκβαση ωστόσο αυτής τής μάχης υπήρξε λιγότερο ρομαντική, κατά τον Αιλιανό: ο Εύθυμος όχι μόνο νίκησε τον δαίμονα-«ήρωα», αλλά τον υποχρέωσε να αποκαταστήσει και όλα όσα είχε αποσπάσει με τη βία· υπήρξε άρα μια ακόμη συναλλαγή με τον Κόβαλο, την έκβαση της οποίας δεν μας αποκαλύπτει ο Αιλιανός. Ο Στράβων προσθέτει επίσης εδώ, ότι ο Εύθυμος εξανάγκασε αυτόν τον δαίμονα να παραιτηθεί από τα χαράτσια που είχε επιβάλει στους κατοίκους.

    Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ωστόσο αυτά που προσέθεσε ο Παυσανίας: ο Εύθυμος «εγκατέλειψε» σε μεγάλη ηλικία, και μετά από έναν ευδαίμονα γάμο, «με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον θάνατο, τον ανθρώπινο βίο». Ο νικητής τού φαντάσματος αποκτά τώρα ο ίδιος υπεράνθρωπες ιδιότητες. Γεγονός παραμένει, ότι διάσημοι αθλητές θεωρούνταν, την εποχή τής επικράτησης των μεγάλων αθλητικών αγώνων, απόγονοι κατά κάποιον τρόπο θεών, και επομένως ήρωες, ακόμη κι όταν ήταν γνωστό το όνομα του θνητού πατέρα τους, κι ο Παυσανίας ισχυρίστηκε, όχι μόνον ότι ο Εύθυμος ήταν γιός ενός θεού-ποταμού, αλλ’ ότι κι ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Θεαγένης τής Θάσου, ήταν απόγονος του Ηρακλή. Είναι πολύ πιθανό, να είχε πιστέψει κι ο ίδιος ο Εύθυμος κάτι ανάλογο για τον εαυτό του, αφ’ ότου αντιμετώπισε με περισσή ανδρεία και τόλμη εκείνο το φάντασμα (ή ό,τι κι αν υπήρξε αυτό στην πραγματικότητα).

     Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε και την απίστευτη ιστορία που διηγείται ο πιστός πληροφοριοδότης μας, σχετικά με τον περίφημο αγωνιστή και πυγμάχο Κλεομήδη τον Αστυπάλαιο. Ο οποίος στερήθηκε τον τίτλο τού νικητή, επειδή στον αγώνα πυγμαχίας τής Ολυμπίας σκότωσε τον αντίπαλό του. Η θλίψη και ο πόνος που του προκάλεσε, όχι η ίδια του η πράξη, αλλά η απόφαση του ελλανοδίκη, τον οδήγησαν στην τρέλα. Επιστρέφοντας στην Αστυπάλαια, γκρέμισε τον κίονα που υποβάσταζε τη σκεπή τού σχολείου, θάβοντας στα ερείπια περί τούς εξήντα μαθητές· και για να γλυτώσει από τούς λιθοβολισμούς τών κατοίκων κατέφυγε στον ναό τής Αθηνάς, και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα κιβώτιο, του οποίου σφράγισε ερμητικά το κάλυμμα· οι διώκτες του, μη μπορώντας να το ανοίξουν, το έσπασαν, και το βρήκαν κενό· απευθύνθηκαν στο Μαντείο τών Δελφών, ζητώντας να μάθουν πού βρίσκεται ο κρυμμένος, και η απάντηση τούς δόθηκε σε δύο εξάμετρα: «Ο Κλεομήδης είναι ο τελευταίος τών ηρώων που πρέπει να τιμάται με θυσίες ως Αθάνατος». Αυτός ήταν και ο τελικός χρησμός. Ανεξάρτητα από κάθε είδους σκέψεις επί τού θέματος, είναι φανερό ότι στον νου τών ανθρώπων τής εποχής συνυπήρχαν, αφ’ ενός ο θρίαμβος της νίκης τού συμπατριώτη τους, καθώς και η φήμη που του πρόσφεραν οι υπερφυσικές του ικανότητες, και αφ’ ετέρου η τρομακτική και επικίνδυνη πλευρά τού ήρωα, για την οποία οι κάτοικοι του νησιού και το Μαντείο είχαν την ίδια γνώμη. Ο Κλεομήδης είχε κατορθώσει να γίνει ήρωας, επειδή αποδείχθηκε απλώς και μόνο τρομακτικός. Διάφορα άλλα φαντάσματα είχαν σπείρει τον πανικό με την εμφάνισή τους, ενώ αυτός με την εξαφάνισή του.

      Επειδή ακριβώς είναι αδύνατον να διακρίνουμε εντελώς τούς ήρωες από τα φαντάσματα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μερικά ακόμη στοιχεία γι’ αυτά τα τελευταία. Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα αφθονούσαν, κι ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις περί ευδαιμονίας τών αρχαίων Ελλήνων συγκαταλέγεται και η πεποίθηση, ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπήρξε στ’ αλήθεια. Συνέβη εδώ ό,τι συνέβαινε συνήθως και σε άλλους λαούς, με τη διαφορά κάποιων ιδιαιτεροτήτων. Και δεν πρέπει να μας ξενίζει η ασάφεια και η αβεβαιότητα που συνόδευε τη διάκριση ανάμεσα στις ψυχές τών νεκρών και στους δαίμονες, καθώς και τους ήρωες.

     Ακόμη και οι ίδιοι οι τάφοι τών νεκρών ενέπνεαν ανησυχία, επειδή πίστευαν ότι ένα μέρος τής συνειδητής και πνευματικής ζωής τους παρέμενε συνδεδεμένο με τη σορό τους. Κι όταν επρόκειτο για τάφους όπου κείτονταν οι συγγενείς τού επισκέπτη, η ευλάβειά του ήταν αρκετή να τον καθησυχάσει· υπήρχε όμως κι ένα πλήθος από άγνωστα μνήματα, καθώς και ολόκληρες νεκροπόλεις. Στη Σπάρτη, όπου οι τάφοι βρίσκονταν μέσα στην ίδια την πόλη, πίστευαν ότι το να διαβαίνουν τα παιδιά ανάμεσα στα μνήματα ήταν ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος να αποκτήσουν θάρρος. Η μορφή τής Εκάτης, μιας άλλοτε αξιοσέβαστης θεότητας, άρχισε να προκαλεί βαθμιαία αποστροφή· μακροπρόθεσμα τής αποδόθηκε δε ο τίτλος τής επιστάτου τών ψυχών που αντιστοιχούσαν σε κάθε τάφο, και της πρόσφεραν αγωνιώδεις  θυσίες, ελπίζοντας ότι θα τους απαγόρευε να εμφανιστούν· διέδιδαν επίσης ότι περιφερόταν τις νύχτες με τρομακτική μορφή γύρω από τα μνήματα, συνοδευόμενη από ψυχές και αλυχτίσματα σκύλων. Η μαζική εμφάνιση σκιών είχε μάλιστα ένα ευρύτερο νόημα για τους Ιταλιώτες: ήταν κακός οιωνός, και προανήγγειλε μεγάλα γεγονότα, όπως η συνωμοσία τού Κατιλίνα και η δολοφονία τού Ιουλίου Καίσαρα. Ήδη την εποχή τού Αννίβα εμφανίζονταν σε διάφορα σημεία τής Ρώμης κάποιες μορφές ντυμένες με τήβεννο, και εξαφανίζονταν μόλις τις πλησίαζαν. Ενώ κατά την μεγάλη, αργότερα, εξέγερση του ιταλικού λαού (περί το 90 π.Χ.) στη Φεζούλη, ένα πλήθος από χλωμά και ντυμένα πένθιμα πρόσωπα θεάθηκε να περιφέρεται κατά ομάδες ανάμεσα στα μνήματα.

    Αν το δόγμα τής μετεμψύχωσης είχε επιδράσει ευρύτερα στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ πιο συγκεκριμένα για ψυχές αποσπασμένες από το σώμα, καθώς και τη συμπεριφορά τους, αναμένοντας τη στιγμή που ο Ερμής θα τις οδηγούσε σε νέα σώματα· αλλά δεν υπάρχει θέση για έναν παρόμοιο ισχυρισμό.  

     Οι νεκροί εμφανίζονταν συχνά και στα όνειρα των ζωντανών, διατυπώνοντας συνήθως κάποιο αίτημα, και δεν ήταν πάντοτε σαφές, αν επρόκειτο για πραγματικά όνειρα, ή για κάποιο όραμα σε κατάσταση μερικής ή και πλήρους εγρήγορσης. Συνέβαινε όμως να εμφανίζονται με καθαρή, και τρομακτική ενίοτε μορφή όσοι είχαν υποκύψει σε βίαιο, «πριν από την ώρα τους» θάνατο, παρουσιαζόμενοι στον τόπο όπου είχε ταφεί η σορός τους. Το Στοιχειωμένο Σπίτι (Mostellaria) τού Πλαύτου, μια διασκευή, πιθανότατα, από το Φάσμα τού Μένανδρου, αποδεικνύει ότι οι εμφανίσεις σ’ ένα συγκεκριμένο, μετά από χρόνια, σπίτι, του φαντάσματος κάποιου νεκρού που δολοφονήθηκε, ήταν ένα απολύτως αποδεκτό θεατρικό σενάριο για το αττικό κοινό· το σπίτι εκείνο ανήκε τώρα δικαιωματικά στο φάντασμα, τη δυστυχισμένη ύπαρξη που θανατώθηκε πρόωρα από τον οικοδεσπότη του με σκοπό τη ληστεία, και παραχώθηκε σε κείνο το οίκημα, διότι υπήρχε Όρκος, βάσει τού οποίου δεν παραλαμβάνονταν προς ταφήν όσοι χάθηκαν πρόωρα. Ο Πλίνιος ο Νεώτερος διηγείται, με απόλυτα πειστικό τρόπο, ανάμεσα σε δυό ιστορίες φαντασμάτων που εμφανίζονται στη Ρώμη, μιαν εμφάνιση αυτού τού είδους, που συμβαίνει στην Αθήνα. Εκτός όμως από την εμφάνιση ενός μόνο προσώπου, υπάρχουν εμφανίσεις στον πληθυντικό, ειδώλων ή φασμάτων, όπως στην ιστορία τού Δάμωνα από τη Χαιρώνεια, που δολοφονήθηκε με απόφαση των αρχών τής πόλης στα λουτρά τού γυμναστηρίου· τα φάσματα και οι θρήνοι που ακολούθησαν ανάγκασαν τους κατοίκους να χτίσουν τις πόρτες, αλλά οι γείτονες διαμαρτύρονταν, ακόμη και την εποχή τού Πλούταρχου, για τις εμφανίσεις και τις φωνές τους. Υπάρχουν όμως και πολύ πιο ανώδυνες περιπτώσεις εμφανίσεων των νεκρών, που σχετίζονται με εντελώς μάταια αιτήματα. Η ιστορία που ακολουθεί σκιαγραφεί, έστω κι αν αναφέρεται σε μια και μόνον από τις πραγματείες τού Λουκιανού, με τον τίτλο Φιλοψευδής ή Απιστών, μια καλαίσθητη όψη του ελληνικού βίου. Ο Ευκράτης παρέδωσε στην πυρά το σώμα τής πολυαγαπημένης, νεκρής συζύγου του, μαζί με όλα τα ρούχα και τα κοσμήματα που της άρεσαν όσο ζούσε· μετά από επτά ημέρες, και καθώς ήταν ξαπλωμένος και διάβαζε ήσυχα τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, η σύζυγός του εμφανίστηκε, κάθισε δίπλα του και παραπονέθηκε, γιατί δεν παρέδωσε στην πυρά το ένα από τα δύο χρυσά σανδάλια της· το σανδάλι είχε πράγματι παραπέσει πίσω από ένα κιβώτιο και δεν είχε βρεθεί πριν από την αποτέφρωση. Καθώς όμως εκείνη μιλούσε, το μαλτέζικο σκυλάκι άρχισε να γαυγίζει, κι εκείνη αμέσως εξαφανίστηκε· το σανδάλι βρέθηκε πράγματι αργότερα και αποτεφρώθηκε. Θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ και τη αφήγηση που ενέπνευσε την Μνηστή τής Μεσσήνης Μνηστή τής Κορίνθου) τού Γκαίτε, που διαδραματίζεται όμως μάλλον στην Αμφίπολη. Το θέμα αφορά, χωρίς αμφιβολία, σ’ ένα συμβάν το οποίο έγινε βέβαια πιστευτό, σχετίζεται όμως με έναν συλλέκτη θαυμάτων τής εποχής τών Διαδόχων, ή και των Ρωμαίων, ο οποίος επικαλείται μιαν επιστολή ανωτέρου δημοσίου λειτουργού από τη Μακεδονία. Ένα προϊόν συναλλαγής αρχικά, υπερφορτωμένο με άχρηστες λεπτομέρειες, και με μια μετρίου επιπέδου αφήγηση, το υλικό υπέστη σημαντική επεξεργασία από τον μεγάλο και εμπνευσμένο ποιητή μας, αποκτώντας τη μορφή που του ταίριαζε. Αυτό που παραμένει σημαντικό είναι ότι η νεκρή Φιλιννίον επιστρέφει στη ζωή για να γευτεί τις χαρές τού έρωτα. Ο Γκαίτε χρησιμοποίησε το ίδιο όνομα, όπως γνωρίζουμε, για μιαν από τις πιο χαριτωμένες γυναικείες υπάρξεις στο έργο του Τα Χρόνια Μαθητείας τού Βίλχελμ Μάιστερ. Οι δυό επόμενες αφηγήσεις που προέρχονται από την ίδια πηγή, και αφορούν η μία στον Αιτωλό δικαστή Πολύκριτο και η άλλη σε δύο νεκρούς που εμφανίζονται ως φαντάσματα μετά την ήττα τού Αντίοχου στις Θερμοπύλες (191 π. Χ.), έχουν πρωτόγονη συγγραφή και το περιεχόμενό τους αποβλέπει στη σύνδεσή τους με προβλέψεις.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου