Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (131)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

                                            Jacob Burckhardt
                                                        ΤΟΜΟΣ 2ος
                              ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -6

Ο δημόσιος εξευτελισμός ενείχε ιδιαίτερα έντονη πικρία, και ο Πυθαγόρας απείχε εντελώς από εκδηλώσεις αυτού τού είδους μετά την αυτοκτονία ενός από τούς μαθητές του, από τον οποίον ζήτησε τον λόγο με έντονο ύφος. Ο Σωκράτης εκφράζεται με μιαν ήρεμην αντίθετα βεβαιότητα, ακόμη και μπροστά στους δικαστές του: «Γιατί άραγες επιθυμούσαν τόσοι άνθρωποι να βρίσκονται διαρκώς κοντά μου; Επειδή τούς ευχαριστούσε να με ακούν να ελέγχω αυτούς που φαντάζονταν ότι είναι σοφοί, χωρίς να είναι ωστόσο αυτή η στάση μου, μια στάση που απολαμβάνει τη γενική επιδοκιμασία»· και ήταν πράγματι έτσι, όχι ωστόσο και για το εκάστοτε «θύμα».

Όταν η απάθεια αναδείχθηκε σε αναγνωρισμένη αργότερα φιλοσοφική αρετή, όπως στους Κυνικούς και τους Στωικούς, κατέστη ένα αντικείμενο εξάσκησης, και είχαν ελάχιστη πλέον απήχηση πειράγματα, όπως εκείνα που αναφέρονται στον Κλεάνθη, τον Αρκεσίλαο και άλλους. Λέγεται μάλιστα ότι ο κυνικός φιλόσοφος Κράτης παρενοχλούσε, ασκούμενος στη διδασκαλία τής σκλήρυνσης, σκόπιμα της πόρνες, υπομένοντας τις ύβρεις τους. Ο εξυβριζόμενος είχε μάλιστα συμφέρον, να κερδίσει την υποστήριξη των παρευρισκομένων επιδεικνύοντας ανωτερότητα ή χιουμοριστική διάθεση, και μερικές από τις απαντήσεις τού Διογένη μπορούν να ερμηνευτούν μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Όμως οι φιλόσοφοι έχαναν συχνά την απάθειά τους, όταν οι αντιπαραθέσεις τους εμπνέονταν από φανατική έχθρα, και επειδή η γελοιοποίηση του αντιπάλου δεν ήταν τότε (ούτε μέσα από γραπτά καν κείμενα) δυνατή, επιδίδονταν στην καταστροφική δυσφήμησή του. Οι αττικοί ρήτορες αντάλλασσαν επίσης, μαζί με τους οπαδούς και τους φίλους τους, προσωπικές ύβρεις, διασύροντας ακόμη και την καταγωγή τών αντιπάλων τους, χωρίς να υπάρχει φανερή μάλιστα αιτία, και δεν υπάρχει ανάγκη να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα τώρα περιστατικά. Η δε κατάσταση, στην οποίαν είχε περιέλθει στο σύνολό της η δικαιοσύνη, απέτρεπε αυτονόητα κάθε είδους προσφυγή για συκοφαντική δυσφήμηση, και ο Λυσίας συμβουλεύει έναν από τούς πελάτες του να υπερασπιστεί τον εαυτό του λέγοντας: «Ακόμη κι αν ο αντίδικός μου με είχε κατηγορήσει για φόνο, θα απέδιδα μηδενικήν αξία στους λόγους του, γιατί θεωρώ ξεπεσμό και σοφιστεία το να καταφεύγει κανείς στις ύβρεις».

Η συμπεριφορά τών Ελλήνων απέναντι σε πραγματικούς εκβιασμούς μάς οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ήταν εξοπλισμένοι με πολύ μεγαλύτερη νηφαλιότητα απ’ ό,τι σήμερα εμείς, και ότι η φυσική υπεροχή και η βάρβαρη συμπεριφορά δεν υπερίσχυαν ακόμη απέναντι στην προσωπικήν αξία και την κοινωνική θέση τού θύματος. Έχει έτσι ιστορική σημασία και είναι αδιανόητη για την εποχή μας η απάντηση σ’ εκείνον που ύψωσε τη ράβδο: «Πάταξον μεν, άκουσον δε», χωρίς να σκεφτόμαστε μάλιστα το αν ήταν ο Θεμιστοκλής ή κάποιος άλλος, που απηύθηνε αυτή τη φράση στον Ευρυβιάδη ή τον Αδείμαντο. Αναφέραμε ήδη όσα υπέμεινε, και με πόση ψυχικήν ετοιμότητα ο Σωκράτης, ενώ υπάρχουν αντίστοιχες περιγραφές και για τον Διογένη. Υπάρχουν όμως και ορισμένα περιστατικά, που παρουσιάζονται εντυπωσιακά αντίθετα προς τη σημερινή μας εποχή. Αφού ο Κλέων υπέβαλε τον Αριστοφάνη σε άγριο ξυλοδαρμό (δια της αστυνομίας τού θεάτρου, όπως λέγεται) μετά την παράσταση των Ιππέων, ο κωμικός ποιητής δεν δίστασε να μεμφθεί, σε μια «παράβαση» των Σφηκών δυό χρόνια αργότερα, το κοινό του, επειδή είχε κάποτε αδιαφορήσει ξεδιάντροπα για τα δεινά που υπέστη, έχοντας και την απαίτηση, να αντιδράσει το θύμα με σαρκασμό! Είτε ο Αριστοφάνης δεν μπόρεσε πράγματι να αντισταθεί στην επιθυμία να επιστρέψει σ’ αυτό το κοινό, είτε οι Αθηναίοι πίστευαν πως μπορούσαν πράγματι να επιβάλλουν κάποιου είδους ποινή στον κωμικό ποιητή, εξακολουθώντας ωστόσο να τον εκτιμούν με τον δικό τους αλλά και τον δικό του τρόπο!

Υπήρχε ασφαλώς η δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη σε περίπτωση σωματικής βίας, όπως και η δυνατότητα ενός συμβιβασμού, τον οποίον ο Δημοσθένης επικαλέστηκε δύο φορές, όταν τον χαστούκισε στο θέατρο ο Μειδίας, και όταν τον τραυμάτισε ο Δημομέλης. Εμείς θα πρέπει να ανατρέξουμε βέβαια απαραιτήτως στους κοντινούς βιογράφους τού ρήτορα για να εντοπίσουμε το ήθος μιας τέτοιας συμφωνίας· γιατί είναι αλήθεια, ότι ο φθονερός αντίπαλος του Δημοσθένη Αισχίνης επωφελήθηκε από την περίσταση, για να τον κατηγορήσει πως απεκόμισε χρηματικά οφέλη εις βάρος του. Θα πρέπει πράγματι να αναζητήσει κανείς το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται τέτοιου είδους υποθέσεις, την ανηθικότητα της πόλης που τις υποθάλπει, η οποία εκμεταλλεύτηκε επί αιώνες «θεσμούς» όπως οι συκοφάντες· ενώ είναι επίσης διαφωτιστικό, να παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά τής πολιτείας απέναντι σε καταγγελίες ατιμίας, τις οποίες παραπέμπει, αφού τις συνόδευσε με τους πλέον στυγνούς και επίσημους κατ’ αρχάς αναθεματισμούς, στη λήθη για λόγους σκοπιμότητας· φροντίζοντας να καταπιεί την αρχική της έχθρα. Είναι κατόπιν αυτού βέβαιον, ότι τα κριτήρια των επιλογών υπήρξαν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι στην εποχή μας.

Συναντάμε ωστόσο, στον αντίποδα αυτής τής πώρωσης (και σχεδόν σαν την καλή σχεδόν όψη τού ιδίου νομίσματος), ένα είδος ανοχής και μιαν ικανότητα ακρόασης των αντιπάλων, κάτι το εξαιρετικά δύσκολο για αρχές που κατέχουν σήμερα την εξουσία. Υφίσταται δηλαδή ακόμη στους κόλπους τής εριστικής οχλαγωγίας τών Αθηνών, και άλλων δημοκρατικών πόλεων, κάποιο είδος αντικειμενικής κρίσης παράλληλα με τον ανενδοίαστο καιροσκοπισμό, ένας θαυμασμός για τον προικισμένον άνθρωπο, που αφήνει ανοιχτή την πόρτα σε όσους πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να διακριθούν με αυθεντικό τρόπο, και είναι αλήθεια πως αυτά τα άτομα, αλλά ακόμη και λιγότερο σημαντικές προσωπικότητες, κατόρθωσαν εξαιρετικά, στο τέλος, επιτεύγματα. Καμμιά συνέλευση δεν θα άντεχε στις μέρες μας τη δημαγωγία ενός Κλέωνα· οι δε αναφορές πολλών ρητόρων και κωμικών ποιητών θα είχαν σίγουρα αποσιωπηθεί σήμερα ως «υπονομευτικές», ή θα είχαν προκαλέσει μιαν άμεσην εκδίκηση, και οι αρχές θα θεωρούσαν απαραίτητο να επέμβουν σε κάθε παρόμοια περίπτωση, επιβάλλοντας κυρώσεις, ώστε να αποκατασταθεί η ειρήνη και η τάξη. Κανένας αντιθέτως ρήτορας δεν υποχρεώθηκε, στην Αθήνα τού 5ου και του 4ου τουλάχιστον αιώνα, είτε να εγκαταλείψει το βάθρο του, είτε να διαφύγει λιθοβολούμενος και τραυματισμένος κ.ο.κ., παρότι δεν έλειψαν βέβαια οι κατ’ ιδίαν εκδικητικές ενέργειες. Ο λαός επέτρεπε πράγματι στους εκπροσώπους τής εξουσίας του να ενεργούν κατά βούληση, αρκεί να μην προσβάλλονταν οι ζωτικές του αξίες· κι αυτοί που δεν ήταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο απυρόβλητο, δεν αυτοπροστατεύονταν επίσης με κάποιαν αρχή ασυλίας, για να αντικατασταθούν χάνοντας την εμπιστοσύνη τού λαού.

Πληροφορίες από μακρινές ασφαλώς εποχές, από πόλεις τής Μεγάλης Ελλάδας, όπου κατείχαν την εξουσία νομοθέτες όπως ο Ζάλευκος και ο Χαρώνδας, περιγράφουν ένα κλίμα, στο οποίο δεν κυριαρχούν ακόμη η πώρωση και το θράσος, και όπου οι άνθρωποι κατευθύνονται από ένα ένστικτο το οποίο αποκαλείται «αιδώς» (σεβασμός τής τιμής τού άλλου, σεμνότητα, καλοσύνη και διακριτικότητα). Μαθαίνουμε λοιπόν, ότι οι συκοφάντες που συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω, υποχρεώνονταν να βαδίσουν στεφανωμένοι με κλαδιά από αλμυρίκια στις οδούς τής πόλης, με αποτέλεσμα η ντροπή να οδηγήσει ορισμένους απ’ αυτούς στον θάνατο· κι ότι οι λιποτάκτες και όσοι αρνούνταν να υπηρετήσουν δεν εκτελούνταν όπως αλλού, αλλά υποχρεώνονταν να εκτεθούν σε κοινή θέα επί τρείς ημέρες στην κεντρική πλατεία, φορώντας γυναικεία ενδύματα· ότι οι οικοδέσποινες είχαν επίσης δικαίωμα να συνοδεύονται μόνον από μία υπηρέτρια στις εξόδους τους, «εκτός αν τελούσαν σε κατάσταση μέθης», κι ότι οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να εξέλθουν γενικώς νύχτα από την πόλη, «εκτός από τις ιερόδουλες», κι ότι καμιά δεν μπορούσε να φορά κεντημένα ενδύματα, «εκτός από τις εταίρες». Η περιγραφή αυτή μάς παραπέμπει σε μιαν ύστερη βέβαια εποχή, στις αρχές ίσως τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· γιατί δεν υπήρξε ποτέ περίοδος στην καθαυτό ελληνική πόλη, όπου θα μπορούσε να ελέγξει κανείς με συμβολισμούς και ειρωνεία τούς ανθρώπους. Μια τέτοια όμως ανάγνωση των γεγονότων απέδωσε αργότερα τους καρπούς της, όταν ο Saint-Just οδηγούσε απαθέστατα, για παράδειγμα, τους πολιτικούς του αντιπάλους στο ικρίωμα την εποχή τής Γαλλικής Επανάστασης, πιστεύοντας ταυτόχρονα, ότι για τους κοινούς εγκληματίες ήταν αρκετή η υποχρέωση να περιφέρονται καλυμμένοι με μαύρα πέπλα· μια πεποίθηση, που δεν την προώθησε πέρα από το επίπεδο της απλής και προσωπικής βέβαια προσδοκίας.

Η αρετή τής αιδούς υποστηρίζεται παντού όπου υπάρχουν Έλληνες, με επιμονή και σε κάθε ευκαιρία, και υποδεικνύεται ιδιαίτερα στους νέους, που περιστοιχίζονται από τα ακριβώς αντίθετα παραδείγματα. Στους εξευγενισμένους λαούς συναντώνται δύο πράγματι είδη ηθικής: η πραγματική, που περιέχει τα θετικά όντως γνωρίσματα του λαϊκού βίου, και η αξιωματική, που την υποστηρίζουν συνήθως οι φιλόσοφοι. Αυτή η τελευταία είναι επίσης σημαντική και στο επίπεδο του έθνους, υποδεικνύοντας εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες το έθνος θα έπρεπε να αντιμετωπίση τουλάχιστον τη συνείδησή του. Η αιδώς θα μπορούσε να καλλιεργείται αυθόρμητα, κατά τον Δημόκριτο, στους νέους, μέσα από τη γλωσσική, ποιητική και αθλητική παιδεία. Τον Δημόκριτο χαροποιούσε πάντως το γεγονός, ότι η αρετή αυτή είχε ήδη προϋπάρξει, με μιαν εξαίσια λεπτότητα, στον Όμηρο, και οι Έλληνες μπορούσαν να είναι βέβαιοι για το ότι οι πρόγονοί τους, ακροατές τών αοιδών, διέθεταν μιαν ενστικτώδη γνώση τού διακριτικότερου και βέλτιστου χαρακτηριστικού τών ανθρωπίνων συναλλαγών. Μια γνώση, της οποίας οι συνέπειες έγιναν βέβαια αισθητές στις εξευγενισμένες κυρίως υπάρξεις, ενώ οι υπόλοιποι αφέθηκαν στο ρεύμα τού βίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε υπό την επίδραση ουσιαστικά τής πόλης.

(συνεχίζεται)

ΑΥΤΟΣ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΖΩΝΤΑΝΕΥΕΙ ΣΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΡΧΑΡΝΤ, ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΕ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΔΕΧΘΗΚΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΠΑΛΗΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΔΕΧΘΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΕΝΑΡΕΤΟ ΒΙΟ ΠΟΥ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου