ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή, 15 Ιουλίου 2022
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
Ο κωμικός ποιητής πέτυχε, σε γενικές γραμμές, τον επιδιωκόμενο σκοπό του, να βλάψει δηλαδή το θύμα του, παρ’ όλη τη γενική πώρωση, και παρά το γεγονός ότι οι χειρότεροι είχαν ήδη χάσει κάθε αίσθηση τιμής. Αρχαίοι σχολιαστές φρόντισαν μάλιστα να γνωρίσει ολόκληρη η ανθρωπότητα αυτό το είδος χλεύης. Όσοι δέχτηκαν ονομαστικά επιθέσεις, αποκαλύφθηκε δηλαδή το πραγματικό τους πρόσωπο, ήταν (ή υπήρξαν) καταχραστές δημοσίου χρήματος, δειλοί, τοκογλύφοι, ληστές, έμποροι, συκοφάντες κ. ο. κ. Ο Πλούτων παραδίδει στο τέλος τών Βατράχων στον Αισχύλο, που επιστρέφει στη γη, σχοινιά για να δέσει συγκεκριμένα πρόσωπα, μεταξύ τών οποίων και έναν τραγικό ποιητή, καθώς και όλους τούς «ποριστές» (ταμίες τού δημοσίου), άτομα που επέλεξε δηλαδή το Κράτος, για να του εξασφαλίζουν έσοδα. Όλοι γνωρίζουμε πώς χαρακτηρίζει άλλωστε ο Αριστοφάνης τον συνάδελφό του στην ποίηση Ευριπίδη, του οποίου η οικογένεια θα όφειλε να καταφύγει στις μέρες μας στα δικαστήρια, προκειμένου να αποκαταστήσει την τιμή της. Αυτό που μπορεί να καταλογιστεί, στο όνομα της τέχνης, στους ποιητές, σχετίζεται άμεσα με καθαρά προσωπικές ύβρεις· και είναι αρκετό να μελετήσουμε τα πολυάριθμα αποσπάσματα που σχετίζονται με τον Αγάθωνα στις Θεσμοφοριάζουσες. Για τους Έλληνες εκείνης τής εποχής ήταν ανεκτή η γελοιοποίηση ακόμη και ανάπηρων ή παραμορφωμένων προσώπων, ακόμη κι όταν τα πρόσωπα αυτά απέφευγαν να εκτεθούν δημόσια. Στους ΄Ορνιθες κατονομάζονται περίπου πενήντα Αθηναίοι, ενώ ο ποιητής αποφεύγει σκόπιμα να αναφερθεί και στους πολλούς κατηγορούμενους της δίκης για την καταστροφή τών κεφαλών τού Ερμή. Ολόκληρα χωρικά αποσπάσματα δεν χρησιμεύουν στους Αχαρνείς παρά μόνο στο να διασύρουν μεγάλο αριθμό γνωστών προσωπικοτήτων. Η κωμωδία ενδέχεται να υποκατέστησε μ’ αυτόν τον τρόπο την παραπαίουσα αστυνομία, ή ακόμη και τη δικαιοσύνη, αναλαμβάνοντας επιπόλαια μια μεγάλη και σημαντική ευθύνη· μπορούμε ωστόσο να προσθέσουμε, ότι καταπολέμησε γενικά τη δημαγωγία, και ότι η πλήρης εξ αιτίας της εξόντωσης του Κλέωνα επέσυρε το αβυσσαλέο εκδικητικό του μένος. Οι επισημάνσεις αυτές δεν αρκούν ωστόσο για να δικαιολογήσουν την ηθική αναγνώριση που επιφύλαξαν οι μεταγενέστεροι στον κωμικό ποιητή· τη σημαντικότερη κάλυψη τού την πρόσφερε το γεγονός, ότι ο λαός αρεσκόταν στο διασυρμό τών ηγετών του, αλλά και «των φτωχών και απλών ανθρώπων», αποκτώντας έτσι ένα αίσθημα ανωτερότητας· η πλειονότητα πάντως τών θυμάτων του ήταν τελικά «οι πλούσιοι, πρόσωπα ευγενικής καταγωγής, ή και σημαντικές προσωπικότητες». Ο Αριστοφάνης είχε επιπλέον εξασφαλίσει μιαν απρόσβλητη φήμη που του επέτρεψε να παροτρύνει τους Αθηναίους να συνάψουν ειρήνη ακόμα και την εποχή τού Πελοποννησιακού πολέμου, όταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνοδευόταν από εξευτελιστικούς γι’ αυτούς όρους· η Λυσιστράτη χρονολογείται, για παράδειγμα, στο το έτος 411, εποχή που οι Σπαρτιάτες είχαν στρατοπεδεύσει σε αττικό ήδη έδαφος, στη Δεκέλεια. Και στο πρόσωπο του Λάμαχου λοιδορήθηκε ένας από τούς ικανότερους και περισσότερο ανιδιοτελείς στρατηγούς.
Η κωμωδία δεν παρέλειψε τέλος να συμπεριλάβει στο ρεπερτόριό της τις κατηγορίες για ασέβεια, ένα από τα περισσότερο επικίνδυνα παραπτώματα. Όταν ο Αριστοφάνης έθεσε στις Νεφέλες επί σκηνής τον Σωκράτη, επιλέγοντας να τον διακωμωδήσει με εντελώς αυθαίρετο τρόπο, ο φιλόσοφος, κατά την παράδοση, εισέπραξε τη μομφή γελώντας, αλλά ο ποιητής δεν αντιλήφθηκε καθόλου, τυφλωμένος από ματαιοδοξία για το πνευματικό μέγεθος της ανακάλυψής του, ότι αφυπνίστηκε στους κόλπους τού επιπόλαιου πλήθους μια προκατάληψη, που δεν έμελλε ποτέ να αφανιστεί τελείως, και που θα σφράγιζε την παιδεία τών επομένων γενεών. Μεσολάβησαν βέβαια 25 χρόνια μέχρι τη δίκη και την καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη, αλλά δεν θα είχε υπάρξει, χωρίς τις Νεφέλες, κανένας πραγματικός ή επαρκής λόγος γι αυτή την τραγική κατάληξη.
Στην αποκαλούμενη «μέση» κωμωδία δεν υφίστανται πλέον προσωπεία, συνεχίζεται όμως η μαζική καταγγελία ορισμένων ατόμων, όπως μάς πληροφορεί ο Αθήναιος. Στόχος τής κωμωδίας γίνονται τώρα οι φιλόσοφοι, μεταξύ άλλων, των διαφόρων σχολών, καθώς και διάσημοι καταχραστές, όλοι εκείνοι που χρηματίστηκαν στην περίφημη υπόθεση του Άρπαλου κ.ο.κ. Η άθλια μετριότητα, στην οποία υπέπεσε αυτό το είδος τής ποίησης, αναγνωρίζεται και από το γεγονός, ότι κάποιος ονομαζόμενος Φιλιππίδης εμφανίζεται, ισχνός και μακροπρόσωπος, σε τρεις από τούς κωμικούς συγγραφείς αυτής τής ύστερης εποχής, ενώ χρειάστηκε να επινοηθεί και μια καινούργια λέξη, προερχόμενη από το όνομά του.
Αυτή η θεατρική δραστηριότητα υπήρξε ωστόσο λιγότερο επικίνδυνη, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, από τη διαρκή πολιτική και δικαστική απειλή που κατέτρεχε τον πολίτη· η δημόσια, και ιδιοφυούς ενίοτε εμπνεύσεως σάτιρα μπορούσε να αποτελέσει μάλιστα, από μια διαφορετική οπτική γωνία, κίνητρο εξευγενισμού για τις εκλεπτυσμένες ψυχές. Μόνο που θα έπρεπε να γνωρίζουμε, για να καταλήξουμε σ’ ένα ασφαλές συμπέρασμα, πόσες από τις εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής προτίμησαν να παραμείνουν σιωπηλές και στο περιθώριο του δημόσιου βίου. Γιατί η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από μιαν αύξουσα παραίτηση απ’ τα δημόσια αξιώματα, καθώς κι από μια συνειδητή επιλογή άρνησης του πλούτου· υπήρξαν όμως, απ’ την άλλη πλευρά, και ολέθριες συνέπειες στο συναισθηματικό επίπεδο, ως απαραίτητη προϋπόθεση υπάρξεως αληθούς κοινωνικού βίου και ποιητικής τέχνης !
Η αρχαία και η μέση κωμωδία υπήρξε, σε τελική ανάλυση, η κορυφαία απλώς εκδήλωση μιας σατιρικής διάθεσης που κυριαρχούσε ολοχρονίς στην Αθήνα, κι αυτό συνέβη μόνο και μόνον επειδή τη θέση τής κατασταλτικής επίδρασης μιας συνηθισμένης απασχόλησης κατέλαβε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις δημόσιες υποθέσεις, δηλαδή για τους άλλους. Φαίνεται να κυριαρχείται το σύνολο πλέον τών ανθρωπίνων σχέσεων από μια τάση διακωμώδησης, που είναι άλλοτε μεν σχετικά ανώδυνη, άλλοτε δε περισσότερο σκληρή.
Μελετώντας τα κείμενα ρητόρων τού 4ου π.Χ. αιώνα, ο αναγνώστης κατακλύζεται από εξαιρετικά βίαιες, προσωπικές επιθέσεις· μεγαλύτερη όμως έκπληξη προκαλεί κατά βάθος η έκταση των επιθέσεων που γίνονται ανεκτές εκ μέρους τών Συνελεύσεων και της Εκκλησίας τού Δήμου, που δεν εξανίστανται, αρκεί να μην υπάρχουν ονομαστικές καταγγελίες. Παρατηρείται μια προϊούσα δηλαδή πώρωση, όπως ακριβώς συνέβη και με το κοινό τής κωμωδίας. Οι πελάτες τού Λυσία καταγγέλλουν π.χ. ανώνυμους καταχραστές τού δημοσίου, οι οποίοι παρευρίσκονται στην αίθουσα του δικαστηρίου, γνωρίζοντας ότι δεν θα υπάρξει καμιά σε βάρος τους συνέπεια· αυτό είναι που καταλογίζεται και στους πλέον αχρείους άλλωστε συκοφάντες, ακόμη κι όταν παρίστανται αυτοπροσώπως· ότι δηλαδή δεν θα βρεθούν ποτέ αντιμέτωποι με τις ίδιες τους τις κατηγορίες.
Η πώρωση απέναντι στον εμπαιγμό και τις επιθέσεις είχε παρ’ όλ’ αυτά τα όριά της, και ήταν συχνά μόνο φαινομενική, καλύπτοντας βαθειά θλίψη ή μίσος: «Ο Σωκράτης αρκέστηκε, γελοιοποιούμενος από την κωμωδία, να χαμογελάσει, ενώ ο Πολίαγρος κρεμάστηκε !».
Ένα από τα πρόσωπα του κορυφαίου ποιητή τής μέσης κωμωδίας Άλεξι λέει τα εξής: «Όσοι παρευρίσκονται στις πολυπληθείς συναθροίσεις και τα πολυάριθμα καθημερινά συμπόσια συνηθίζουν να επιδίδονται σε χλευασμούς, που προξενούν όμως μάλλον βλάβη παρά αναψυχή· ο διάλογος αρχίζει συνήθως με κάποιον διασυρμό, ο οποίος προκαλεί την άμεση αντίδραση· ακολουθούν ύβρεις, συμπλοκές, και μια οργισμένη συμπεριφορά, παροτρυνόμενη μάλιστα από τη μέθη». Ανάλογες διαπιστώσεις διατυπώνονται και αλλού. Η γελοιοποίηση, εξ αιτίας όχι μόνο τών συναναστροφών, αλλά και των επιλογών τους, μπορούσε να οδηγήσει κάποιους στην απόγνωση. Η Μήδεια τού Ευριπίδη δικαιολογεί τα αποτρόπαια σχέδια και τις πράξεις της από την ανάγκη, να εμποδίσει και να αποτρέψει τούς εχθρούς της να την διακωμωδήσουν. Ακόμα κι ένα απλό χαμόγελο, ή μια ειρωνεία σε ακατάλληλη στιγμή, μπορεί να προκαλούσε εντονότερη πράγματι αντίδραση από ένα καθαρό γέλιο, εφ’ όσον εξασφάλιζε μιαν εκ των προτέρων ανωτερότητα, σαν να επρόκειτο για κάτι το δεδομένο. Ο Σωκράτης τα είχε καταφέρει τόσο καλά με τους ειρωνικούς υπαινιγμούς του, ώστε να του απαντούν, καθώς διέσχιζε το πλήθος, με μπουνιές και κλωτσιές, ή τραβώντας του τα μαλλιά, εκδηλώσεις στις οποίες απαντούσε επίσης με χαμόγελο· οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς τούς ανθρώπους απλώς τον κορόιδευαν και τον περιφρονούσαν.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου