Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (81)

Συνέχεια από Τετάρτη, 15 Ιουνίου 2022

                                         HANS URS VON BALTHASAR
                                            ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
                                                          Τρίτος Τόμος

                       ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
 Johannes Verlag, 1987
                                               4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                                 V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
                                                   ε) Θεολογία
                                                 ( 2η συνέχεια )

1. Η ανθρώπινη κατανόηση ξεκινά με την προσαγόρευση από ένα Εσύ, από μια ξένη δηλ. ελευθερία, που με ωθεί να συγκεντρωθώ, παραπέμποντάς με σε μια συγκεκριμένη «κατάσταση». Μ’ αυτό δεν συνειδητοποιείται όμως απλώς αυτή η «κατάσταση», γίνεται «φωτεινή» μόνο σ’ έναν ανοιχτό χώρο ή ορίζοντα, εντός τού οποίου φωτίζονται (διασαφηνίζονται) το ένα και το άλλο,[ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ] διαπιστούμενα ως σημαντικά, σωστά και αληθινά. Γλώσσα, που είναι κάθε φορά μια «καθοδηγητική» πράξη, που δείχνει προς κάτι, υφίσταται – ακόμα και σε κάθε συνομιλία – μόνον εντός δύο «χώρων», όπου ο ένας είναι η κοινότητα ενός ορίζοντα (προ-γλωσσικής) εννοιολογικής γενικά κατανόησης που περιβάλλει και τους δυό χώρους, κι ο άλλος η μηδέποτε προβαλλόμενη ελευθερία κάθε ομιλούντος, του οποίου πρέπει να «πιστεύη» κανείς κάθε φορά ό,τι «εξωτερικεύει», έστω κι αν υπάρχουν εμπειρικές συχνά αποδείξεις για την ορθότητά τους. Ο καθένας που απευθύνεται σε κάποιον οφείλει να «αναγνωρίζη» πάντοτε αυτήν την ελευθερία τής έκφρασης. Ένας απευθυνόμενος λόγος μπορεί απ’ την άλλη να κατανοηθή μόνο μέσα σ’ έναν εννοιολογικό, όπως ήδη είπαμε, ορίζοντα, ο οποίος δεν «καλύπτει» (βέβαια) αδιάφορα την ελευθερία τού ανθρώπου, αλλά εντός τού οποίου ο άνθρωπος αναζητά να «σχεδιάση» κατά κάποιον τρόπο το νόημα της ύπαρξής του. Ένας «σχεδιασμός» που μεταβάλλεται μεν μέσα από αντιρρήσεις, εμπειρίες τής ζωής (που κι αυτές «μιλούν» με τον τρόπο τους), συνθεώρηση διαχωρισμένων μέχρι τώρα πραγμάτων, όχι όμως τόσο πολύ, ώστε ο ανοιχτός ορίζοντας να μπορή να συντίθεται αποσπασματικά από σημαντικά ή ασήμαντα βιώματα. Οι θρησκείες έχουν (εδώ) τη δυνατότητα, να «απομακρύνουν» απλώς κάθε ανομοιομορφία, ώστε να διατηρούν αυτό που είναι «ανοιχτό» (ως) πλήρως «εκκενωμένο», και να εξηγούν αυτό το κενό ως το παν-κυρίαρχο νόημα, το οποίο και ασκούνται να επιζητούν. Έχοντας όμως και την πιο «ενδιαφέρουσα» δυνατότητα, να προβάλουν την πεπερασμένη αντιφατικότητα σ’ αυτόν τον ορίζοντα, αφήνοντας να «συγχωνευθούν» παράδοξα συμφιλιωμένες εκεί οι αντιφάσεις. Ένα παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί το μακρύ, τελικό τραγούδι στο έργο Τραγούδι τής Γης του Μάλερ (ενώ θα μπορούσαν να αναφερθούν και κάποια μέρη τού Ζαρατούστρα): όλοι οι ήχοι που συνιστούν το τραγούδι τής ανθρώπινης ύπαρξης ακούγονται ο ένας δίπλα αλλά και μέσα στον άλλον· κι αφού παύουν ν’ ακούγονται τα προηγούμενα, διονυσιακώς επιδεικτικά, μοναχικά, κοινωνικώς ελκυστικά , ερωτικά και εκστατικώς μεθυσμένα τραγούδια, εμφανίζεται ο αποχαιρετισμός κι ο χωρισμός χωρίς αιτία έτσι, ώστε η αιωνίως ανήσυχη καρδιά να πρέπη «να ταξιδέψη στα βουνά», ενώ λέγεται ταυτόχρονα πως: «Δεν θα περιπλανηθώ ποτέ (πια) μακριά· είναι σιωπηλή και περιμένει την ώρα της η καρδιά μου. Η αγαπημένη γη ανθίζει την άνοιξη, κι αιώνια κυανίζουν φωτεινά οι αποστάσεις»· κι όλα παύουν να ηχούν μέσα στο «αιώνια, αιώνια…». Γιατί σ’ αυτό το «αιώνιο» συνενώνονται όλα τα παράδοξα της ύπαρξης και του κόσμου, συνενούμενα κάτω απ’ τον θόλο του. Καμμιά φιλοσοφική εννοιολογική γλώσσα (βάναυσες λέξεις όπως ο πανθεϊσμός) δεν πλησιάζει μια τέτοια συνύπαρξη όλων τών αντιφάσεων της ζωής σε κάτι που έχει τεθή (καθορισθή) ως οριστικά ανοιχτό, θεσπισμένο και βεβαιωμένο.[ΣΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΥ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΥ] Και δεν μιλάμε εδώ για κάτι το «μεταφυσικό», γιατί πρόκειται για τα αντιτιθέμενα αναμεταξύ τους χαρακτηριστικά τής ύπαρξης: τον ύπνο και την εγρήγορση, τη ζωή και τον θάνατο, την κατοχή και την απώλεια. Ενώ υπάρχει και μια εκλογή και μια απόφαση πίσω από όλα αυτά: να θέσουμε το Όλον (πέρα απ’ τα ενδιαφέροντά μου) σε ισχύ· εκλογή μιας μη κατασκευαζόμενης πλέον έννοιας, ως ανοχή τών αξεδιάλυτων αντιφάσεων στον κόσμο και την ύπαρξη μέσα απ’ την κατάφαση μιας έννοιας που τις «εναγκαλίζεται», χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε καν να μιλάμε για τη ματαιότητα των αντιθέσεων.[Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ.]

2. Η δυνατότητα να συμπέσουν ο (αναπόφευκτος) ενδοκοσμικός γλωσσικός δυαλισμός μεταξύ ενός ελεύθερου Εγώ και ενός ελεύθερου Εσύ απ’ τη μια, κι ενός κοινού προ- ή υπερ-γλωσσικού ορίζοντα αμφοτέρων απ’ την άλλη, εμφανίζεται μόνο στον Ιησού Χριστό: έναν Θεό που είναι ταυτόχρονα αυτός ο ίδιος, αλλά και ο «Λόγος» του, καθώς ο «Λόγος» ανήκει στην ουσία ή τη φύση (τού Θεού) αυτή τη φορά (( ; )) . Προτυπώνεται (λοιπόν) στον Θεό, με ταυτόχρονη αλληλο-πρόσβαση στην ελευθερία τών ομιλούντων, η γλώσσα, καθώς συναντώνται, χωρίς να «ισοπεδώνονται» (να καταργούνται) η οφειλή, ο θαυμασμός, η έκπληξη και η μακαριότητα, σε έναν κοινόν εννοιολογικόν ορίζοντα του θεϊκού Είναι οι ομιλούντες. Κι όταν «ενσαρκώνεται» ο Λόγος τού Θεού – η Ενσάρκωση ως συνολική, ανθρώπινη ύπαρξη, και όχι ως έσχατος μονόπλευρα Λόγος - , μπορεί να υπομείνη, μένοντας ενωμένος με τον Θεό (τον Πατέρα), υπό έναν και μοναδικόν ορίζοντα (τον ορίζοντα της θεϊκής αγάπης), τις αντιφάσεις τής ανθρώπινης ζωής: ο πόνος και ο θάνατος ταυτίζονται με τη χαρά και την ζωή, ο κόπος και η κούραση (ο κόρος) είναι ταυτόχρονα αγάπη και ζήλος και συμπάθεια, ο διαμελισμός και η έκχυση (στην Ευχαριστία) είναι ταυτόχρονα αγάπη και συνύπαρξη στην Ανάσταση. Μπορούμε να το κατανοήσουμε βέβαια από πλευράς Δημιουργίας και κατά έναν ορισμένον τρόπο αυτό σκεπτόμενοι, ότι η γλώσσα δεν επιτρέπεται να χωρίζεται ποτέ απ’ τη διαπροσωπική, από τη μια, συνομιλία, ενώ το ομιλείν συντελείται με ολόκληρη, απ’ την άλλη, τη σωματικότητα του ανθρώπου, έχοντας την «απόλυτη ανθρώπινη ύπαρξη» ως περιεχόμενο. Μια «κατανόηση» που δεν επαρκεί ωστόσο, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τις πιο διαφορετικές «υπαρξιακές» δυνάμεις τού Ιησού ως «γλώσσα» τού (ιδωμένου από πλευράς Δημιουργίας) προ- ή υπερ-γλωσσικού Ορίζοντα. To ύψιστο που θα μπορούσε να κατανοήση ο ίδιος (μόνος του) ο άνθρωπος ως προς το φαινόμενο Ιησούς θα ήταν, ότι ο Ιησούς «λαμβάνει και μεταβιβάζει», με ένα είδος σιωπηλής υπερ-γλώσσας, το νόημα κάθε ανθρώπινης οριακής κατάστασης, στο οποίο θα μπορούσαν να αντιστοιχούν οι «αποκαλύψεις τού Είναι» τού Χάιντεγγερ ή η «υπαρξιακή κατανόηση» του Μπούλτμαν, όπου ο Θεός δεν θα ήταν παρά ένας (απλός) παράγοντας της ανθρώπινης ύπαρξης: αμφότερα δεν θα αποτελούσαν όμως παρά εκφυλιστικές μορφές μιας τριαδικής θεο-λογίας, στην οποία το Άγιο Πνεύμα παραμένει ο απαραίτητος ερμηνευτής τής πραγματικής ενότητας «Λόγου» και «γλωσσικού ορίζοντα» στο πρόσωπο του Χριστού. Ακόμα και μια φιλελεύθερη ωστόσο θεολογία, στην οποίαν ο Χριστός εμφανίζεται ως ο απλός εκφραστής και «παρουσιαστής» τής πατρικής αγάπης (όπου το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος θα ήταν πλέον περιττό), δεν θα μπορούσε ποτέ να «δικαιώση» τη συνολική παρουσία τού Χριστού (όπως π.χ. την κραυγή εγκατάλειψης πάνω στον Σταυρό).

Ο ενσαρκωμένος Λόγος, που είναι ο Ιησούς, παραπέμπει απ’ την άλλη πολύ πιο πέρα από ένα, περιορισμένο από άλλους, «γλωσσικό παιχνίδι», όπως μπορούν να το «παίξουν» μεμονωμένες επιστήμες, εφ’ όσον εκφράζει εκ των προτέρων την «απόλυτη ύπαρξη» έτσι, ώστε να μην τίθεται καν θέμα συναγωνισμού με τις διάφορες φιλοσοφικές ερμηνείες τού Είναι, αλλά να παραμένη ένα αίνιγμα κι ένα σκάνδαλο γι’ αυτές, φανερώνοντας «φυσιολογικά» («κανονικά») μια μεμονωμένη ανθρώπινη ύπαρξη ως τον γενικόν ορίζοντα. Το «φαινόμενο» αυτό δεν μπορεί δε να το συναγωνιστή ούτε το (λεγόμενο) «σύμβολο», επειδή το σύμβολο «δεν μπορεί να αποκαλύψη άμεσα, αλλά μόνον έμμεσα, με τη μεταφορά εννοιών, το συμβολιζόμενο»· λόγος για τον οποίον «προφυλλάσσει ακόμα και το πιο διαφωτιστικό σύμβολο την ετερότητα και το μυστικό τού Είναι». Κάτι που (άλλωστε) δεν αλλάζει, ακόμα κι όταν εμπλουτίζουμε το «σύμβολο» με άλλες, συγγενικές εκφράσεις, όπως είναι ο μύθος, η μεταφορά ή η αλληγορία. Εφ’ όσον όλες αυτές οι γλωσσικές εκφράσεις επιτρέπουν, ή απαιτούν κιόλας ένα πλήθος μορφών, τη στιγμή που το «αίτημα» του Ιησού για ταυτότητα (προσωπικής, ατομικής) έκφρασης και (γενικού γλωσσικού) ορίζοντα επιμένει να είναι κατηγορηματικά μοναδικό.

      ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου