Συνέχεια από Τετάρτη, 20 Απριλίου 2022
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ε) Θεολογία
Αν η Εκκλησία προσδιορίζεται ως κοινωνία (Communio), τότε πρέπει και «όλα τα συστατικά της στοιχεία να ενυπάρχουν απολύτως το ένα στο άλλο, και να μη μπορούν να χωριστούν αναμεταξύ τους. Αυτό φαίνεται π.χ. στην αμφίδρομη δομική σχέση ανάμεσα στο Μυστήριο και τον Λόγο, ανάμεσα στη γενική ιερωσύνη και το αξίωμα της ιερωσύνης, ανάμεσα στους πιστούς και την Εκκλησία (( ; )) , ανάμεσα στο χρέος και το δικαίωμα, ανάμεσα στη σύνολη και την επιμέρους Εκκλησία (( ; )) , ανάμεσα στον Πάπα και το «συμβούλιο» των επισκόπων, ανάμεσα στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο» (E. Correco). Μια τέτοια αμφίδρομη «ενύπαρξη» (Immanenz) των δομικά ασυγχύτων και διακρινομένων αναμεταξύ τους «παραγόντων» καθιστά την Εκκλησία τού Χριστού ένα «αντίγραφο» της Αγίας Τριάδος, και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, ισχύουσα και σωτήρια εξήγηση της ενότητας και της διαφοράς ανάμεσα στον Πατέρα και τον ενσαρκωθέντα Υιό, όπου ο Θεός αποδεικνύει τη φύση του ως την αγάπη, και τη φανέρωσή της ως το «δίκαιο της χάριτος»[ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΤΑ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΞΙΩΝΗ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ]
Αν ο άνθρωπος δεν μπορή να «φτάση» χωρίς κήρυγμα και χωρίς αιτιολόγηση στην πίστη στον Χριστό και τον τριαδικό Θεό, τότε δεν μπορεί να «εξηγήση» αυτή την πίστη ούτε στον εαυτό του ούτε σε άλλους χωρίς την πίστη. Και χρειάζεται βέβαια γι’ αυτό απολύτως τον εσωτερικό φωτισμό τού πνεύματός του, τη χάρη τού υποκειμενικού Αγίου Πνεύματος, ακόμα όμως πρωταρχικώτερα ένα αντικειμενικό, εξ αυτού τού Πνεύματος, φως στο περιεχόμενο της πίστης, το οποίο φωτίζει πριν απ’ όλα στην ενότητά του και το θεϊκό, «αξιολάτρευτο» βάθος του αυτό το περιεχόμενο, υποχρεώνοντάς τον να «γονατίση» (να «κλίνη γόνυ») μπροστά του. «Η θεολογία είναι» γι’ αυτό «κάτι, που δεν μπορεί να υπάρξη χωρίς προσευχή», έχει πη ο Markus Barth στην αποχαιρετιστήρια παράδοσή του με τον τίτλο «Θεολογία – μια προσευχή». Αν αυτό είναι αληθινό, τότε επιτρέπεται να πούμε, ότι δεν υπάρχει τίποτα άξιο να σκεφτούμε στη θεολογία, που να μη μπορή να γίνη (και) αντικείμενο προσευχής. Για να μην περιπέση λοιπόν αυτό το περιεχόμενο ποτέ σε κάτι που ήδη γνωρίζουμε και κατέχουμε, γι’ αυτό φροντίζει το Πνεύμα, που «ερευνά τα βάθη τού Θεού»: «το Πνεύμα δεν παρέχει μόνο την αλήθεια, αλλά την αποκαλύπτει καινούργια», γιατί «η αλήθεια του Θεού είναι μόνο στην πληρότητά της αληθινή, ή υπάρχει πλήρως ή δεν υπάρχει καθόλου» (Gerhard Sauter). Έτσι ώστε ο θεολόγος όχι μόνο να τίθεται δια του Πνεύματος μπροστά σε μιαν όλο και μεγαλύτερην αλήθεια απ’ αυτήν που νομίζει ότι έχει κατανοήσει, αλλά να του απαγορεύεται ταυτόχρονα να «παραιτείται», μπροστά στον κάθε φορά εκ νέου αποκαλυπτόμενον σ’ αυτόν Θεό, σε μιαν απλήν αποφατικότητα.Πρέπει (ωστόσο) να περιοριστούμε εδώ σε μια συντομευμένη απάντηση στο προκείμενο ερώτημα. Η πρόσβαση μέσω μιας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας δεν είναι κατά κανέναν τρόπο περιττή, όχι μόνο λόγω τού ότι ο θεολόγος οφείλει να καταστήση «εύλογη» και σε όσους δεν πιστεύουν ακόμα την πίστη, αλλά πρωτίστως για τη δική του αυτο-κατανόηση: καθώς η θεολογία είναι ένα γλωσσικό «συμβάν» - ήδη επειδή πρέπει η ίδια να μιλήση, κι ακόμα βαθύτερα επειδή γνωρίζει πως της ζητείται αυτό από τον Λόγο τού Θεού -, είναι αναπόφευκτος και ένας «στοχασμός» περί αυτού. Γιατί η δυνατότητα ο θεϊκός Λόγος να μπορή να κατανοηθή και να εκφραστή απ’ τον άνθρωπο, δεν δύναται να θεωρηθή κατά κανέναν τρόπο ως ένα απλό, εκ των άνω θαύμα τής χάριτος (( σ.σ.: Το Άγιο Πνεύμα είναι για τον Karl Barth η αποκλειστική και απόλυτη δυνατότητα, ώστε να προσλάβη και να κατανοήση ο άνθρωπος τον θεϊκό Λόγο. «Γι’ αυτό και η υποκειμενική πραγματικότητα της φανέρωσης δεν μπορεί να γίνη καθεαυτή ένα χριστιανικό θέμα. Περιλαμβάνεται στην αντικειμενική της πραγματικότητα»· μόνο «το Άγιο Πνεύμα (είναι, συνιστά, αποτελεί) υποκειμενική δυνατότητα της φανέρωσης» )) . Είναι ομολογημένο, πως ο Θεός μπορεί να κατανοηθή μόνο μέσω τού Θεού· δεν υπάρχει όμως εδώ ακόμα η «σκέψη», ότι η «κατανόηση» είναι μια πράξη τού ίδιου του ανθρώπου.[ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΡΑ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΥΠΑΡΧΩΝ]
1. Η ανθρώπινη κατανόηση ξεκινά με την προσαγόρευση από ένα Εσύ, από μια ξένη δηλ. ελευθερία, που με ωθεί να συγκεντρωθώ, παραπέμποντάς με σε μια συγκεκριμένη «κατάσταση». Μ’ αυτό δεν συνειδητοποιείται όμως απλώς αυτή η «κατάσταση», γίνεται «φωτεινή» μόνο σ’ έναν ανοιχτό χώρο ή ορίζοντα, εντός τού οποίου φωτίζονται (διασαφηνίζονται) το ένα και το άλλο,[ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ] διαπιστούμενα ως σημαντικά, σωστά και αληθινά. Γλώσσα, που είναι κάθε φορά μια «καθοδηγητική» πράξη, που δείχνει προς κάτι, υφίσταται – ακόμα και σε κάθε συνομιλία – μόνον εντός δύο «χώρων», όπου ο ένας είναι η κοινότητα ενός ορίζοντα (προ-γλωσσικής) εννοιολογικής γενικά κατανόησης που περιβάλλει και τους δυό χώρους, κι ο άλλος η μηδέποτε προβαλλόμενη ελευθερία κάθε ομιλούντος, του οποίου πρέπει να «πιστεύη» κανείς κάθε φορά ό,τι «εξωτερικεύει», έστω κι αν υπάρχουν εμπειρικές συχνά αποδείξεις για την ορθότητά τους. Ο καθένας που απευθύνεται σε κάποιον οφείλει να «αναγνωρίζη» πάντοτε αυτήν την ελευθερία τής έκφρασης. Ένας απευθυνόμενος λόγος μπορεί απ’ την άλλη να κατανοηθή μόνο μέσα σ’ έναν εννοιολογικό, όπως ήδη είπαμε, ορίζοντα, ο οποίος δεν «καλύπτει» (βέβαια) αδιάφορα την ελευθερία τού ανθρώπου, αλλά εντός τού οποίου ο άνθρωπος αναζητά να «σχεδιάση» κατά κάποιον τρόπο το νόημα της ύπαρξής του. Ένας «σχεδιασμός» που μεταβάλλεται μεν μέσα από αντιρρήσεις, εμπειρίες τής ζωής (που κι αυτές «μιλούν» με τον τρόπο τους), συνθεώρηση διαχωρισμένων μέχρι τώρα πραγμάτων, όχι όμως τόσο πολύ, ώστε ο ανοιχτός ορίζοντας να μπορή να συντίθεται αποσπασματικά από σημαντικά ή ασήμαντα βιώματα. Οι θρησκείες έχουν (εδώ) τη δυνατότητα, να «απομακρύνουν» απλώς κάθε ανομοιομορφία, ώστε να διατηρούν αυτό που είναι «ανοιχτό» (ως) πλήρως «εκκενωμένο», και να εξηγούν αυτό το κενό ως το παν-κυρίαρχο νόημα, το οποίο και ασκούνται να επιζητούν. Έχοντας όμως και την πιο «ενδιαφέρουσα» δυνατότητα, να προβάλουν την πεπερασμένη αντιφατικότητα σ’ αυτόν τον ορίζοντα, αφήνοντας να «συγχωνευθούν» παράδοξα συμφιλιωμένες εκεί οι αντιφάσεις. Ένα παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί το μακρύ, τελικό τραγούδι στο έργο Τραγούδι τής Γης του Μάλερ (ενώ θα μπορούσαν να αναφερθούν και κάποια μέρη τού Ζαρατούστρα): όλοι οι ήχοι που συνιστούν το τραγούδι τής ανθρώπινης ύπαρξης ακούγονται ο ένας δίπλα αλλά και μέσα στον άλλον· κι αφού παύουν ν’ ακούγονται τα προηγούμενα, διονυσιακώς επιδεικτικά, μοναχικά, κοινωνικώς ελκυστικά , ερωτικά και εκστατικώς μεθυσμένα τραγούδια, εμφανίζεται ο αποχαιρετισμός κι ο χωρισμός χωρίς αιτία έτσι, ώστε η αιωνίως ανήσυχη καρδιά να πρέπη «να ταξιδέψη στα βουνά», ενώ λέγεται ταυτόχρονα πως: «Δεν θα περιπλανηθώ ποτέ (πια) μακριά· είναι σιωπηλή και περιμένει την ώρα της η καρδιά μου. Η αγαπημένη γη ανθίζει την άνοιξη, κι αιώνια κυανίζουν φωτεινά οι αποστάσεις»· κι όλα παύουν να ηχούν μέσα στο «αιώνια, αιώνια…». Γιατί σ’ αυτό το «αιώνιο» συνενώνονται όλα τα παράδοξα της ύπαρξης και του κόσμου, συνενούμενα κάτω απ’ τον θόλο του. Καμμιά φιλοσοφική εννοιολογική γλώσσα (βάναυσες λέξεις όπως ο πανθεϊσμός) δεν πλησιάζει μια τέτοια συνύπαρξη όλων τών αντιφάσεων της ζωής σε κάτι που έχει τεθή (καθορισθή) ως οριστικά ανοιχτό, θεσπισμένο και βεβαιωμένο.[ΣΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΥ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΥ] Και δεν μιλάμε εδώ για κάτι το «μεταφυσικό», γιατί πρόκειται για τα αντιτιθέμενα αναμεταξύ τους χαρακτηριστικά τής ύπαρξης: τον ύπνο και την εγρήγορση, τη ζωή και τον θάνατο, την κατοχή και την απώλεια. Ενώ υπάρχει και μια εκλογή και μια απόφαση πίσω από όλα αυτά: να θέσουμε το Όλον (πέρα απ’ τα ενδιαφέροντά μου) σε ισχύ· εκλογή μιας μη κατασκευαζόμενης πλέον έννοιας, ως ανοχή τών αξεδιάλυτων αντιφάσεων στον κόσμο και την ύπαρξη μέσα απ’ την κατάφαση μιας έννοιας που τις «εναγκαλίζεται», χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε καν να μιλάμε για τη ματαιότητα των αντιθέσεων.
(συνεχίζεται)
ΒΑΡΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ Ο ΜΑΓΚΑΣ. ΜΟΛΙΣ ΤΩΡΑ ΚΑΤΟΡΘΩΝΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΕΙΣΑΓΟΥΜΕ.
ΚΙ ΟΥΤΕ ΠΟΥΛΙ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ ΝΑ ΜΗ ΒΡΕΘΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ. ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ ΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου