Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (31)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

§ 10. Η ομοσπονδιακή ενότητα (4η συνέχεια)

Η ενότητα του κατατεμαχισμένου χριστιανικού κόσμου γίνεται στην εποχή μας το κεντρικό θέμα της θεολογίας και του εκκλησιαστικού βίου.

Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴ Δύση. Ἐκεῖ τὰ ἀποτελέσματα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης γιὰ τὸν σύνολο βίο τῶν ἐκκλησιῶν ἦταν πολὺ ἐντυπωσιακά. Στη Δύση οἱ διαφοροποιημένες;;; ὁμολογίες συνυπήρχαν, συχνὰ μέσα στὸ ἴδιο κοινωνικό περιβάλλον, καὶ ἡ προσέγγιση, ἀλληλογνωριμία καὶ συνεργασία τους ἐμφανίστηκε σὰν αὐτονόητη καὶ τραγικά καθυστερημένη δυνατότητα ἐξόδου ἀπὸ ὀδυνηρὰ πλέγματα προκαταλήψεων, φανατισμοῦ, δογματικῆς ἀδιαλλαξίας καὶ κοινωνικῆς ἀπομόνωσης. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῆς Ρώμης γιὰ τὴν οἰκουμενική κίνηση, φαίνεται πὼς τὸ ἐντυπωσιακώτερο ἀποτέλεσμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἦταν ἡ προσέγγιση ρωμαιοκαθολικών καὶ προτεσταντῶν στὸ ἐπίπεδο κυρίως τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Δύσης;;; ἀνακάλυπταν ξαφνικὰ ὅτι οἱ διαφορὲς ποὺ τοὺς χώριζαν ἐπὶ αἱὤνες ἦταν ὁλότελα ἄσχετες μὲ τὴν κοινή τους ζωή, τὴν κοινή τους νοοτροπία καὶ τὴν κοινὴ πρακτική τους εὐσέβεια. Ἡ ἰδεολογικὴ ἀντίληψη τῶν δογμάτων καὶ ὁ πιετισμὸς, ποὺ γέννησαν καὶ θεμελιώνουν τις θεσμοποιημένες μορφὲς τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, εἶναι καὶ τὸ κοινὸ ἔδαφος γιὰ τὴν εὐρύτερη συνειδητοποίηση τῆς οὐσιαστικῆς ταυτότητας τῶν χριστιανῶν τῆς Δύσης.

᾿Αλλὰ ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση ἦταν ὁπωσδήποτε ἀφορμὴ καὶ γιὰ τὴν εὐρύτατη προβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης Εκκλησίας, Θεολογίας καὶ πνευματικότητας στὸ χῶρο τῆς Δύσης.[ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΝΩΤΙΚΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΖΑΝ ΣΑΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΗΡΑΝ ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΕΝΩΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΚΙΝΑΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΘΕΟΥ] Ὄντας ἀπαραίτητη ἡ παρουσία τῶν ᾿Ορθοδόξων γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ παγχριστιανικοῦ χαρακτήρα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ἔγινε καὶ ἀφορμὴ νὰ ἀνακαλύψουν οἱ δυτικοὶ χριστιανοὶ τὶς συμπτωματικά ἢ μεθοδευμένα λησμονημένες ἀποστολικὲς Ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς καὶ τὸν πλοῦτο; τῆς πνευματικῆς τους Παράδοσης.

Αὐτὴ ἡ ἀνακάλυψη πῆρε ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακές διαστάσεις μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μὲ τὴν οὐσιαστικὴ συμβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ρωσικῆς διασπορᾶς στὴ Δύση καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῶν θεολογικῶν ἀναστημάτων της. Έτσι, οἱ συγγραφὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων τῆς ᾿Ανατολῆς, ὁ μοναχισμὸς καὶ εἰδικώτερα ὁ ησυχασμός, οἱ Εἰκόνες, ἡ ὑμνολογία καὶ γενικώτερα ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγιναν ἀντικείμενα εἰδικῶν κέντρων ἔρευνας καὶ σπουδῆς, εἰδικῶν πανεπιστημιακῶν ἑδρῶν, εἰδικῶν περιοδικῶν καὶ πλήθους ἐκδόσεων, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρυτάτου λαϊκοῦ ἐνδιαφέροντος 144. Η ποιοτική καὶ θεολογική ἀποτίμηση αὐτῆς τῆς ἀνακάλυψης[ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΔΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ] καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος ποὺ τὴ συνόδευε θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐπίσης θέμα μιᾶς ξεχωριστῆς μελέτης. Αν καὶ ξεφεύγουν ἀπὸ τὴ δυνατότητα κάθε ἀντικειμενικῆς ἀποτίμησης οἱ οὐσιαστικώτερες πλευρὲς τῆς ὀρθόδοξης παρουσίας καὶ μαρτυρίας στὴ σύγχρονη Δύση, στὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς μοναστικῆς ἄσκησης.

Ωστόσο, παρὰ τοὺς θετικοὺς αὐτοὺς καρποὺς –τὴν προσέγγιση τῶν δυτικῶν ὁμολογιῶν καὶ τὴ συνειδητοποίηση τῆς πνευματικής τους ομοιογένειας, ὅπως καὶ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ πλούτου τῆς πνευματικῆς Παράδοσης τῶν ᾿Ορθοδόξων– μιὰ βαθύτατη κρίση προσανατολισμοῦ ἐμφανίστηκε πολύ νωρὶς στοὺς κόλπους τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης καὶ εἰδικώτερα τοῦ Π.Σ.Ε.(ματος) Ἡ κρίση παίρνει τὴ μορφὴ πραγματικοῦ ἀδιεξόδου κάθε φορὰ ποὺ τὸ Π.Σ.Ε. θὰ βρεθή μπροστὰ στὸ πρόβλημα τῆς ἐκκλησιολογικῆς του ταυτότητας ἢ στο πρόβλημα τῶν προοπτικῶν καὶ τελικῶν του στόχων. Οἱ βιβλικοὶ καὶ παραδοσιακοὶ ὁρισμοὶ τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθοῦν στὴν περίπτωση τοῦ ὁμοσπονδιακοῦ αὐτοῦ ὀργανισμοῦ, οὔτε καὶ γίνονται ἀποδεκτοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη του. Ἔτσι ἡ ἐκκλησιολογική φύση τοῦ Π.Σ.Ε. μένει ἀπροσδιόριστη. Καὶ ἂν ὑπάρξη κάποια διατύπωση μὲ τέτοια εὐρύτητα ὥστε νὰ τὴ δεχθοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, τότε εἶναι σίγουρο πὼς κάθε ἐκκλησία-μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. τὴν ἑρμηνεύει μὲ τὸ δικό της τρόπο.

Αὐτὴ ἡ ἀνυπαρξία οὐσιαστικῆς ταυτότητας δημιουργεῖ ἀπεριόριστα περιθώρια σύγχυσης, διχογνωμιῶν καὶ αὐθαιρεσίας σὲ κάθε περίπτωση ἀπόφασης ποὺ κρίνει τὸν προσανατολισμὸ καὶ τοὺς βασικούς στόχους τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ μοναδική δυνατότητα γιὰ νὰ περισωθῆ ἡ ὕπαρξη τοῦ ὀργανισμοῦ, εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς δεδομένης γραφειοκρατικῆς δομής του ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἀναπλήρωση κάθε οὐσιαστικῆς προοπτικῆς μὲ τὴν ἀμεσότητα μιᾶς ὀρθολογικά προγραμματισμένης καὶ βραχυπρόθεσμης δραστηριότητας. ᾿Από πολύ νωρὶς ἔγινε δεκτὴ ἡ ἀρχή: Ἂν ἡ θεωρητική διατύπωση τῆς ταυτότητας τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι ἐφικτή, μπορεῖ ὡστόσο νὰ διαφανῆ ἔμπρακτα μέσα ἀπὸ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ δράση. «Lehre trennt, Dienst verbindet» (Η διδαχή χωρίζει, ἡ διακονία ενώνει)145, ἔλεγε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ συνθήματα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης της, χαρακτηριστικὸ τῆς ἀφετηριακῆς ἀδυναμίας να συνδεθῆ ἡ θεολογία μὲ τὴν[ορθοδοξη] ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς σωτηρίας.

Η θεωρητική θεμελίωση μιᾶς οἰκουμενικής δραστηριότητας ἄσχετης μὲ τὴ θεολογία καὶ τὶς διαφωνίες ποὺ προκαλεῖ, ἄρχισε νὰ παίρνη συγκεκριμένη μορφὴ στὸ τέταρτο συνέδριο του τμήματος «Πίστη καὶ Διοργάνωση», στὸ Μontreal τὸ 1963, ὅπου πρωτοεμφανίστηκε ἡ πρόταση γιὰ μιὰ ἀλλαγὴ κατευθύνσεως στοὺς στόχους τοῦ οἰκουμενισμοῦ, γιὰ ἕνα πέρασμα «ἀπὸ τὴ θεολογια στὴν ἀνθρωπολογία», ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὴν ἀνθρωπότητα, ἢ ἀκόμη «ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο»146. Ἡ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὴν Uppsala τὸ 1968 υἱοθέτησε ἐπίσημα αὐτὴ τὴ στροφή, στὰ πλαίσια μιᾶς εὐρύτερης μεθοδολογίας μὲ κέντρο τὴ σπουδὴ τοῦ Humanum 147.

Βάση τῆς θεωρητικῆς θεμελίωσης ἦταν ἡ ὁπωσδήποτε κοινὴ ἀποδοχή, ἀπὸ ὅλες τὶς θεολογίες καὶ παραδόσεις, τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαντλείται στὴ δημιουργία ἑνὸς θεσμοῦ, ἀλλὰ ἀποκαλύπτει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σύνολη ανθρωπότητα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τη δημιουργία 148.[ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ]

Ωστόσο, ἡ κοινὴ αὐτὴ βάση ἄφηνε ἐντελῶς ἀπροσδιόριστο τὸ περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας, ἢ μᾶλλον ξεχώριζε καὶ διαφοροποιοῦσε τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὸν καινούργιο «ἐν Χριστῷ» τρόπο ὑπάρξεως ποὺ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ κοινωνία. Ἔτσι, ή ἀνθρωπολογική στροφή, ἡ προσπάθεια να συμβάλουν οἱ χριστιανοί, πρὶν ἀπὸ κάθε τι ἄλλο (ἀνεξάρτητα καὶ ἀπὸ τὶς ἐσωτερικές τους διαιρέσεις) στη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων σήμερα, κατέληγε ἀναπόφευκτα στὴν τυπικά δυτική πόλωση ἀνάμεσα στὴν ἀντικειμενικὴ δράση καὶ τὴν ὑποκειμενικὴ εὐσέβεια. Δύο βασικές τάσεις ἄρχισαν νὰ κυριαρχοῦν στὸ Π.Σ.Ε. καὶ στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση γενικώτερα, προκαλώντας μιὰ ἐκπληκτικὴ πτώση τοῦ θεολογικοῦ ἐπιπέδου, κυριολεκτικὰ ἕνα θεολογικὸ ἀποχρωματισμὸ τοῦ οἰκουμενισμοῦ :

Ἡ πρώτη τάση εἶναι μιὰ ἰσχυρὴ πίεση πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς «πολιτικοποίησης», δηλαδή πρὸς τὴν κοινωνικοπολιτική στράτευση τῆς θεολογίας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν. Τὸ Π.Σ.Ε. μεταθέτει ὅλο καὶ περισσότερο τὴν προτεραιότητα τῶν ἐπιδιώξεών του στη λήψη θέσεως σὲ σύγχρονα κοινωνικὰ καὶ πολιτικά προβλήματα - προβλήματα ἐλευθεριῶν καὶ δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου, ἰσότητας τῶν φύλων, τοπικῶν πολέμων, πυρηνικῶν ἐξοπλισμῶν, ρατσισμού, κοινωνικής δικαιοσύνης 149. Γιὰ τοὺς θεολόγους ποὺ ἐκπροσωποῦν αὐτὴ τὴν τάση, ἡ κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα καὶ ἡ λήψη θέσεως στὰ σύγχρονα προβλήματα ἀποτελεῖ τὴν κατεξοχήν δυνατότητα ἐνεργητικής παρουσίας τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ ζωὴ τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, ἀνταπόκρισης τοῦ Εὐαγγελίου στὶς ἀνάγκες τῆς σύγχρονης ἐποχῆς 150, ἴσως καὶ τὴν τελευταία δυνατότητα νὰ περισωθῆ τὸ πνευματικὸ κύρος τῶν θεσμοποιημένων ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν καὶ τῆς ἐπαγγελματικῆς θεολογίας.[ ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ ΛΙΓΟΙ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ.]

Καὶ εἶναι μᾶλλον ἀναπόφευκτη ἡ κοινωνικο-πολιτική δραστηριοποίηση τῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας καὶ τοῦ κηρύγματος έχει πάψει νὰ ἀντιπροσωπεύη τὴν ἐμπειρία τῆς σωτηρίας : μιὰ πραγματικὴ ἀπάντηση στὰ ὑπαρκτικά (καὶ ὄχι ἁπλῶς καιρικὰ καὶ συμπτωματικά) προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου 151. Ὅταν ἡ σωτηρία ταυτίζεται μὲ τὴν ἐξάλειψη τῶν κοινωνικῶν πληγῶν καὶ τὴ «βελτίωση» τῶν ἀτομικῶν χαρακτήρων καὶ τῶν ἀντικειμενικῶν καταστάσεων, καὶ ὅταν σήμερα ἡ οὐτοπικὴ αὐτὴ δεοντολογία καὶ συναισθηματικὴ ἔξαρση ξεπερνιέται ἀπὸ ἄλλες δραστηριοποιήσεις τοῦ ἀτόμου, ἀσύγκριτα ἀποτελεσματικώτερες, εἶναι ἀναπόφευκτο αὐτὲς οἱ ἀποτελεσματικώτερες δραστηριοποιήσεις να παρασύρουν στοὺς ὀρθολογικοὺς καὶ ἐφήμερους στόχους τους τόσο τὸ πλήρωμα ὅσο καὶ τὴν ἀπὸ αἰῶνες ἐκκοσμικευμένη θεολογία.

Εἶναι πραγματικά τραγικὴ ἡ ἀδυναμία τῶν «πρακτικῶν» θεολόγων τῆς Δύσης ἢ τοῦ λεγόμενου «τρίτου κόσμου» νὰ διαβλέψουν τὴ σύνδεση τῆς θεολογικῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς σωτηρίας. Συχνὰ δὲν διστάζουν νὰ ἐκδηλώνουν μιὰ ἀπροκάλυπτη περιφρόνηση γιὰ τὶς «θεωρητικές» καὶ «ἀφηρημένες», ὅπως τὶς ὀνομάζουν, θεολογικές διατυπώσεις – «τὶς διανοητικές διατυπώσεις τις διαμορφωμένες σὲ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ἡ δική μας»152 τέλεια ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία ποὺ αὐτὲς ἐνσαρκώνουν. ᾿Αλλὰ ὅταν ἡ θεολογικὴ ὀρολογία πάψει νὰ ἀντιπροσωπεύη τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, ὅταν ἔχει μεταβληθή σὲ λέξεις κενές καὶ νεκρές διανοητικές διατυπώσεις, τότε ὁπωσδήποτε ὁ μόνος δρόμος γιὰ νὰ περισωθοῦν οἱ κατεστημένοι ἐκκλησιαστικοὶ ὀργανισμοὶ καὶ ἡ ἐπαγγελματική θεολογία δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν πολιτικοκοινωνική δραστηριοποίηση.

Η δεύτερη τάση εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ συντηρητικοῦ πιετισμοῦ στὴν ἐξωστρέφεια τῆς πολιτικοποίησης. Η τάση αὐτὴ ἀρνεῖται τὴν ἀπολυτοποιημένη «οριζόντια διάσταση» τῆς πολιτικο-κοινωνικής δραστηριότητας, ἐπιμένοντας στην προτεραιότητα τῆς «κάθετης διάστασης» τοῦ χριστιανικού μηνύματος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑπακοή του στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὰ κριτήρια τῆς «κάθετης διάστασης», καταπιεστὲς καὶ καταπιεζόμενοι, ἀδικοῦντες καὶ ἀδικούμενοι εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλα ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς ὁποίους οἱ ἐκκλησίες ὀφείλουν να μεταφέρουν τὸν εὐαγγελικό νόμο ποὺ εἶναι ὁδὸς σωτηρίας. Μέσα σὲ ἕνα κόσμο ποὺ ἀπολυτοποιεῖ τὶς ὑλικὲς ἀξίες, ἀνεξάρτητα ἂν τὶς στερεῖται ἡ τὶς ἀπολαμβάνει, οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἐνσαρκώνουν μια ζωντανὴ ὑπενθύμιση τοῦ «κρυπτοῦ κόσμου τῆς καρδίας», όπου κρίνεται ἡ σωτηρία ἢ ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου.

Σημειώσεις

144. B. Handbuch der Ostkirchenkunde, Hrsg. von E.v. IVANKA, J. TYCIAK, P. WIERTZ, Düsseldorf (Patmos-Verl.) 1971, σελ. 759 - 776.
145. «Η διδαχή χωρίζει, ἡ διακονία ενώνει»: βλ. Εrnst LANGE, Die ökumenische Utopie, oder Was bewegt die ökumenische Bewegung?, Stuttgart-Berlin (Kreuz-Verl.) 1972, σελ. 36.
146. B. Lukas VISCHER, Foi et Constitution: Montreal 5, 28. –Jean MEYENDORFF, Unité de l' Eglise-Unité de l'humanité (Louvain 1971), στο περιοδικό ΙSΤΙΝΑ, 16/1971/3, σελ. 298.
147. B. Uppsala Speaks, Έκδοση WCC. 1968. The Humanum Studies 1969-1976, Edited by David JENKINS, Έκδοση WCC, 1975.
148. MEYENDORFF, βλ. παραπομπὴ ἀρ. 146.
149. Η Πέμπτη, π.χ. Γενική Συνέλευση στην πόλη Nairobi τῆς Kenya, τὸ Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 1975, διατύπωσε εἰδικὰ Ψηφίσματα - Διακηρύξεις πάνω στὰ ἀκόλουθα διεθνή προβλήματα
Γιὰ τὴ Μέση Ανατολή.
Γιὰ τὴν πόλη Ἱερουσαλήμ.
Γιὰ τὴν ᾿Ανγκόλα.
Γιὰ τὴ δημιουργία πυρηνικῶν ἀντιδραστήρων στη Νότια Αφρική.
Γιὰ τὸν διεθνὴ ἀφοπλισμό καὶ τὴ Συμφωνία τοῦ Helsinki.
Γιὰ τὰ ᾿Ανατολικό Timor.
Γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου στη Λατινική Αμερική.
Γιὰ τὴ διεθνή κατάσταση στὸν τομέα τῶν ἐξοπλισμῶν.
(Βλ. τὰ σχετικά κείμενα στὸν τόμο: Breaking Barriers - Nairobi 1975, Edited by David PATON, London (S.P.C.Κ.) 1976. – Γαλλική έκδοση: Idoc - France/L'Harmattan, Paris 1976. – Γερμανική Έκδοση: Verlag Otto Lembeck, Frankfurt a. M., 1976). – «Τὰ θεολογικά καὶ ἐκκλησιαστικά καὶ ἑνωτικά θέματα κατήντησαν περιφερειακή μᾶλλον ἐνασχόλησις αὐτοῦ (τοῦ Π.Σ.Ε.), ἐνῶ τὸ κέντρον τοῦ βάρους ἐρρίφθη ἐπὶ τῶν κοινωνικῶν, πολιτικών, οἰκονομικῶν καὶ φυλετικών προβλημάτων, τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῆς κοινωνικής δικαιοσύνης, τῆς ἀναπτύξεως τῶν λαῶν κ.τ.τ. ᾿Αλλ' ούτω κινδυνεύει νὰ παύση νὰ εἶναι Συμβούλιον Εκκλησιῶν, μετατρεπόμενον εἰς κοινωνικοπολιτικήν ὀργάνωσιν, μεταβαλλομένου οὕτω τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς ἐκκοσμικευμένον Οἰκουμενισμόν, ἐξ ἐπιδράσεως Ιδίως ἀντιλήψεων μελῶν αὐτοῦ ἐξ ᾿Αμερικής, ᾿Αφρικής, ᾿Ασίας καὶ τῶν ὅπισθεν τοῦ σιδηροῦ ἐν Εὐρώπη παραπετάσματος χωρών». Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Η ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία ἐν διαλόγω… σελ. 78.
150. Βέβαια, γιὰ νὰ ἀνταποκρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο στις «προοδευτικές» κοινωνικοπολιτικές ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας, πρέπει νὰ περικοπή κατὰ τὴ βούληση τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς τῆς τάσης. Ἔτσι, ἡ διδασκαλία τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου γιὰ τὴν ἐλευθερία που δὲν καταλύεται ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς δουλείας, ἢ γιὰ τὴ θέση τῆς γυναίκας στὴν ἀποκαλυπτική λειτουργικότητα τῆς σχέσης τῶν δύο φύλων ποὺ εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ σημερινὴ ἰσοπεδωτικὴ ἀντίληψη τῆς «ἰσότητας», ἢ ἀκόμα γιὰ τὴν ὑποταγὴ στὴν κοσμική ἐξουσία ποὺ εἶναι «ὐπὸ Θεοῦ τεταγμένη» σὰν «οἰκονομική» παραχώρηση ἀλλὰ καὶ ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς «θηριωθείσης φύσεως» τῶν ἀνθρώπων – αὐτὰ ὅλα καὶ ἄλλα ἀντίστοιχα ἀπορρίπτονται ἀπὸ τὴ Γραφή, σὰν στοιχεῖα καιρικὰ ποὺ ἐκφράζουν μιὰ νοοτροπία παρωχημένων ἐποχῶν, ἄσχετη μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψη.
151. Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ἡ ἐνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ ἐνότητα τῆς ἀνθρωπότητος, ᾿Αθήνα 1972, σελ. 30-31.
152. Roger MEHL, (Καθηγ. τῆς Προτεστ. Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου του Strasbourg). Άρθρο στην Εφημερίδα «Le Monde», 18.8.1971, μὲ συμπεράσματα ἀπὸ τὴ συνέλευση του τμήμα τις «Πίστη καὶ Διοργάνωση» στο Louvain τοῦ Βελγίου (1971).

Δεν υπάρχουν σχόλια: