Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (19)

   Συνέχεια από: Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ (DESCARTES) ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΓΩ

Η αυτοσυνείδηση και η βούληση

Μολονότι ο Descartes συχνά πιστώνεται με την ανακάλυψη της αυτοσυνείδησης, δεν ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν την ικανότητα να σκέπτονται για τη δική τους σκέψη. Ο Πλάτων ισχυρίζεται στον Αλκιβιάδη Α΄ ότι η ψυχή έχει την ικανότητα να αυτοθεωρείται, και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει στα Ηθικά Νικομάχεια ότι τα ανθρώπινα όντα μπορεί να έχουν συνείδηση των κατ' αίσθηση αντιλήψεών τους. Ωστόσο αυτή η αρχαία ιδέα έχει ελάχιστα κοινά με ό,τι εννοεί ο Descartes με την αυτοσυνείδηση. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης υποστήριζαν ότι το είναι του ανθρώπου ουσιαστικά προσδιορίζεται από τη φύση ή τον Λόγο, και όχι από την ικανότητα να θεωρεί κανείς τη δική του σκέψη. Αυτοσυνείδηση υπό την έννοια που την κατανοεί η σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη από τον Descartes έως τον Hegel σημαίνει κάτι το οποίο υπάρχει καθ' εαυτό και δι' εαυτό, δηλαδή είναι ανεξάρτητο από τη φύση και τον Λόγο κατά τέτοιο τρόπο που θα φαινόταν διεστραμμένος για τους αρχαίους.

Η αυτοσυνείδηση προϋποθέτει την ενότητα του πνεύματος και του αντικειμένου της, και για τους αρχαίους, όπως καθιστά σαφές ο Αριστοτέλης, αυτό είναι δυνατό μόνο για όσα όντα είναι ελεύθερα από την ύλη, και άρα ανεξάρτητα και αυτάρκη (Περί ψυχής 432a). Το μοναδικό τέτοιο ον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι το πρώτο κινούν, το οποίο χαρακτηρίζει στα Μεταφυσικά ως τη σκέψη της σκέψης (1074b35-1075a4). Οι άνθρωποι ως υλικά όντα δεν είναι αυτάρκεις και σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από έτερα αντικείμενα. Τα ανθρώπινα όντα, λοιπόν, δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους μέσω της ενδοσκόπησης αλλά εξετάζοντας τις ενέργειές τους. Μόνο ο φιλόσοφος ο οποίος εξυψώνεται υπεράνω της ύλης, σε μια θεϊκότητα συναφή με εκείνη του πρώτου κινούντος, είναι ικανός για καθαρή ενορατική ενδοσκόπηση.

Η σύγχρονη έννοια της αυτοσυνείδησης απορρίπτει την έννοια του ανθρώπου ως κατ' ουσίαν φυσικού όντος και τον επαναπροσδιορίζει με βάση το υπόδειγμα του πρώτου κινούντος ως θεμελιακά ελεύθερο και αυτάρκη. Αυτός ο μετασχηματισμός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Αυγουστίνο, αν και στηρίζεται γενικώς στη νεοπλατωνική σκέψη, και ιδιαίτερα στον Πλωτίνο. Ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ο Πλωτίνος αποδίδει αυτοσυνείδηση στο ανώτερο ον, νου ή πνεύμα, αλλά, σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, αποφαίνεται ότι τα ανθρώπινα όντα κατά περιόδους συμμετέχουν στον νου. Στον βαθμό αυτό έχουν αυτεπίγνωση, με την πλήρη έννοια του όρου (Εννεάδες 5.9.1-14). Ο Αυγουστίνος υιοθετεί αυτή την άποψη και από δίδει αυτοσυνείδηση στον άνθρωπο καθόσον είναι εικόνα του Θεού. Ωστόσο, ακόμη και για τον Αυγουστίνο η αυτοσυνείδηση είναι, στην καλύτερη περίπτωση, δευτερεύουσα ικανότητα της ανθρώπινης ψυχής. Τα ανθρώπινα όντα δεν προσεγγίζουν τις θεμελιώδεις αλήθειες μέσω του στοχασμού αλλά μέσω της θεϊκής φώτισης.

Ανεξάρτητα από τη σημασία που είχε στον Αυγουστίνο, αυτή η έννοια της αυτοσυνείδησης είχε μικρή επιρροή στον σχολαστικισμό, που αποδεχόταν την αριστοτελική αντίληψη ότι η ψυχή γνωρίζει τον εαυτό της μέσω των ενεργειών της. Η σύγχρονη έννοια της αυτοσυνείδησης αναπτύσσεται χάρη στην αναβίωση του αυγουστινιανισμού μεταξύ φραγκισκανών στοχαστών όπως ο Scotus και ο Ockham, οι οποίοι υποστήριζαν με αυγουστίνειο τρόπο ότι η γνώση της ψυχικής μας εμπειρίας είναι απολύτως πρόδηλη και ενορατική. Ούτε ο Scotus ούτε ο Ockham, ωστόσο, αναπτύσσουν κάποια εξελιγμένη έννοια της αυτοσυνείδησης. Στην πραγματικότητα, ούτε καν αντιλαμβάνονται την αυτοσυνείδηση ως πρωταρχική ή θεμελιώδη.

Αυτή η παράδοση θέτει τα θεμέλια για τη μοντέρνα έννοια της αυτοσυνείδησης, αλλά η ίδια η έννοια εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Descartes. Ο Descartes ανέπτυξε την έννοια ως απάντηση στη σκεπτικιστική κρίση στην οποία περιήλθε όταν αναγνώρισε το πρόβλημα που ετίθετο για την ανθρώπινη γνώση από την ιδέα της θεϊκής παντοδυναμίας. Το πρόβλημα του σκεπτικισμού όμως δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνο του την απάντηση του Descartes, αφού και η σκέψη του Αυγουστίνου συγκροτήθηκε ως απάντηση στον σκεπτικισμό. [Ο Blumenberg υποστηρίζει ότι σε ένα θεμελιώδες επίπεδο τόσο ο Αυγουστίνος όσο και ο Descartes αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα του γνωστικισμού. Σύμφωνα με την άποψή του, επειδή ο Αυγουστίνος αποτυγχάνει να υπερνικήσει τον γνωστικισμό, είναι αναγκαία μια δεύτερη υπέρβαση από τον Descartes. Αυτό το συμπέρασμα, ωστόσο, αποκρύπτει τις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι δύο στοχαστές].

Για να κατανοήσουμε τον αποφασιστικό ρόλο που ο Descartes αποδίδει στην αυτοσυνείδηση και στην ανθρώπινη ελευθερία, πρέπει, λοιπόν, να εξετάσουμε τις διαφορές ανάμεσα στον Αυγουστίνο και στον Descartes.

Το πρόβλημα που αντιμετώπισαν ο Αυγουστίνος και σχεδόν το σύνολο των στοχαστών στην όψιμη αρχαιότητα ήταν το πρόβλημα της προέλευσης του κακού. Εν μέρει αυτό ήταν το αποτέλεσμα του εκφυλισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, αλλά οφειλόταν επίσης στην ανικανότητα της αρχαίας φιλοσοφίας να εξηγήσει πώς ένας ορθολογικός κόσμος εμπεριέχει το κακό. Αυτό το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα έντονο για τον χριστιανισμό, γιατί αναγνώριζε την ύπαρξη του κακού και προσέφερε ανακούφιση από αυτό, αλλά ήταν δύσκολο να εξηγήσει την προέλευσή του. Στην πραγματικότητα, πολλοί στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου του νεαρού Αυγουστίνου, αντιλαμβάνονταν καθαρά ό,τι πίστευαν πώς είναι αντιφατικό στη χριστιανική ιδέα του Θεού ως δημιουργού και σωτήρα. Ο σωτήρας ήταν αναγκαίος εξ αιτίας ενός κακόβουλου δημιουργήματος. Ο Θεός, με άλλα λόγια, πρέπει να είναι συγχρόνως άπειρα κακόβουλος και άπειρα αγαθοεργός. Από αυτή την άποψη ο μανιχαϊσμός προσέφερε μια ελκυστική εναλλακτική λύση: δεν υπήρχε ένας θεός αλλά δύο, ένας κακός θεός της δημιουργίας και ένας καλός θεός της σωτηρίας. Επιφανειακά ένας τέτοιου είδους θεϊκός δυϊσμός έμοιαζε προτιμότερος από κάποιον αντιφατικό μονοθεϊσμό. Η προάσπιση του χριστιανισμού εξαρτήθηκε επομένως από την απόδειξη της θεϊκής ενότητας και αγαθοεργίας. Αυτό έγινε εφικτό χάρη στο δόγμα της ελεύθερης βούλησης, το οποίο δεν εντόπιζε την πηγή του κακού στον Θεό αλλά στον άνθρωπο. Για τον Αυγουστίνο το πρόβλημα του κακού μπορεί να επιλυθεί μόνο με την ατομική αναμόρφωση των ανθρώπινων όντων, η οποία έγινε δυνατή με τον χριστιανισμό. 
Μολονότι αυτή η εξήγηση της καταγωγής του κακού απαντά στην εύστοχη παρατήρηση ότι ο Θεός είναι αντιφατικός, δεν καθιστά κατανοητή την ενότητά του. Αυτό επιτυγχάνεται κατ' αναλογία προς την αναστοχαστικότητα της ανθρώπινης ψυχής. Αφού τα ανθρώπινα όντα δημιουργήθηκαν κατ' εικόνα του Θεού, μπορούν να θεωρήσουν τη συγκρότηση του θεϊκού είναι εξετάζοντας το δικό τους είναι. Βλέπουν στον εαυτό τους την ενότητα σκέψης, βούλησης και αισθήματος. Τόσο τα ανθρώπινα όντα όσο και ο Θεός με αυτό τον τρόπο είναι τρία σε ένα, τριάδα. Κατανοούμε, λοιπόν, τον Θεό κατανοώντας τη σκέψη μας. Έτσι, ο Αυγουστίνος χρησιμοποιεί την αυτοσυνείδηση για να προασπιστεί τον Θεό.

Το πρόβλημα του Descartes ήταν εντελώς διαφορετικής φύσης. Ο Αυγουστίνος έπρεπε να συμφιλιώσει την καλοσύνη, τη δικαιοσύνη και την ορθολογικότητα του Θεού με την παντοδυναμία του, ώστε να εξαλείψει τη μανιχαϊκή απειλή για τον χριστιανισμό. Για τον Descartes ο βασικός κίνδυνος δεν αφορά τον Θεό αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, και η βασική πηγή του κινδύνου δεν είναι ο μανιχαϊκός γνωστικισμός που αντιστρατεύεται τον Θεό, αλλά ο σκεπτικισμός που προέρχεται από τη θεϊκή παντοδυναμία. Άρα ο Descartes δεν χρησιμοποιεί την αυτοσυνείδηση για να προασπιστεί τον Θεό αλλά για να υπερασπιστεί τον άνθρωπο απέναντι στον Θεό και τελικά να καθιδρύσει μια νέα βάση για τον άνθρωπο, για τον κόσμο και για τον ίδιο τον Θεό. [Βλ. Gerhard Kruger, ο οποίος υποστηρίζει ότι στον Descartes η «αυτοσυνείδηση συγκροτείται σε αντίθεση με την παντοδυναμία εν γένει»].

Ο Descartes με τη σκέψη του δεν δίνει απλώς νέο ρόλο στην παραδοσιακή έννοια της αυτοσυνείδησης αλλά τη μετασχηματίζει ριζικά. Όπως είδαμε, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον Μεσαίωνα κατανοούσαν την αυτοσυνείδηση ως ενέργεια της ενόρασης, και άρα ως ένα είδος ενατένισης. Πίστευαν ότι είναι μάλλον παθητική παρά ενεργητική. Η σκέψη υπ' αυτή την έννοια είναι στοχασμός για τη φύση ή τις αιώνιες μορφές. Στη σκέψη κάποιου τριγώνου, μας λέει ο Αριστοτέλης στο Περί ψυχής, ο νους γίνεται τρίγωνο (429a-429b). Μόνο στον Πλωτίνο ο νους αποκτά ενεργητικότερο χαρακτήρα, αλλά και εκεί αποκλειστικά για το πρώτο κινούν (Εννεάδες 5.9.3). Αυτός ο νους-ποιητής παρέχει τη βάση για τη θεϊκή βούληση στον Αυγουστίνο, και κατ' επέκταση για την ανθρώπινη βούληση, παρ' ότι δεν χρησιμοποιείται συστηματικά στην πραγμάτευση της ανθρώπινης αυτοσυνείδησης είτε από τον Αυγουστίνο είτε από τον σχολαστικισμό. Έτσι, ενώ η δυνατότητα για μια ενεργητικότερη ιδέα της αυτοσυνείδησης ήταν υπαρκτή για την αρχαιότητα και τον σχολαστικισμό, δεν ανέπτυξαν μια τέτοια αντίληψη.

Ο Descartes απορρίπτει αυτή την παραδοσιακή έννοια της αυτοσυνείδησης ως κάποιου είδους ενατένισης. Δεν πρόκειται για ένα στοιχείο της σκέψης αλλά για ένα χαρακτηριστικό κάθε ενέργειας της σκέψης. Αυτή την ιδέα τη διευκρινίζει σε επιστολή του προς τον Mersenne τον Ιούλιο του 1641: «Απέδειξα ότι η ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σκεπτόμενο πράγμα: είναι επομένως αδύνατον ακόμη και να σκεφτούμε κάτι δίχως συγχρόνως να έχουμε την ιδέα της ψυχής μας ως πράγματος ικανού να σκέπτεται ό,τι σκεπτόμαστε» (ΑΤ, 3:394· πρβλ. Αρχές, AT, 8A:7· CSM, 1:195). Κάθε σκέψη ως σκέψη είναι επίσης πάντοτε αυτοστοχασμός. Κάθε σκέψη, συμπεριλαμβανομένης της εντύπωσης, είναι κατ' ανάγκην αναστοχαστική. Αυτή η ικανότητα διαφοροποιεί την ανθρώπινη αίσθηση από την αίσθηση των κτηνών (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:269-270· CSM, 2:187-188). Ο νους δεν αναστοχάζεται πρωτίστως τον κόσμο ή τις μορφές, αλλά τον εαυτό του. Δεν στηρίζεται σε οτιδήποτε άλλο πέραν του εαυτού του· είναι κατά βάση ελεύθερος.

Ο Descartes, όταν επιβεβαιώνει την αναστοχαστικότητα κάθε σκέψης ή την καθολικότητα της αυτοσυνείδησης σε κάθε συνείδηση, δεν θέλει να πει ότι ο σκεπτόμενος εαυτός συνυπάρχει με ό,τι σκεπτόμαστε σαν να ήταν απλώς ένα ακόμη αντικείμενο. Αναγνώριζε ότι μια τέτοια ιδέα ήταν αβάσιμη, αφού οδηγεί σε μια ατέρμονη σειρά συλλογισμών (Στοχασμοί, ΑΤ, 7:50 CSM, 2:34). Μπορούμε, βέβαια, να σκεπτόμαστε τον εαυτό μας και τη σκέψη μας κατ' αυτό τον τρόπο –μάλιστα, από πολλές απόψεις αυτό φαίνεται να είναι κυρίως ό,τι είχαν κατά νου οι προγενέστεροι του Descartes όταν αναφέρονταν στη σκέψη της σκέψης–, όμως αυτή δεν είναι η έποψη του Descartes για την αυτοσυνείδηση.[Αυτή η παρανόηση του καρτεσιανού cogito me cogitare είναι χαρακτηριστική της αναλυτικής φιλοσοφίας και αναιρείται από τον A.J. Ayer, ο οποίος λέει ότι το συμπέρασμα από το καρτεσιανό «σκέπτομαι» δεν είναι «υπάρχω» αλλά μόνο «υπάρχει τώρα σκέψη». The Problems of Knowledge (Λονδίνο: Macmillan, 1956), 45-54. Αυτό το συμπέρασμα θα ήταν ορθό εάν η αυτοσυνείδηση που χαρακτηρίζει το res cogitans ήταν απλώς η σκέψη της σκέψης. Όπως θα δούμε, δεν είναι].

Προκειμένου να κατανοήσουμε τι εννοεί ο Descartes με την αυτοσυνείδηση, χρειάζεται να επανέλθουμε στην ανάλυσή του για τη σκέψη. Για τον Αριστοτέλη η σκέψη συνίσταται στην επανάληψη κατά μόνας των ουσιαστικών σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα του κόσμου. Καμία τέτοια άμεση σχέση με τον κόσμο δεν είναι δυνατή σύμφωνα με τον Descartes, γιατί ο κόσμος δεν μας παρουσιάζεται στην αλήθεια του και δεν είμαστε ικανοί απλώς να συνταυτιζόμαστε με αυτόν. Μάλλον το ακατέργαστο υλικό της αίσθησης συναθροίζεται και αναδομείται από τη διάνοια και αναπαριστάνεται στη φαντασία στην ουσία και στην αλήθεια του σύμφωνα με ένα σχήμα κατασκευασμένο από την ενόραση ή τη βούληση.[ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ] Ο κόσμος, λοιπόν, παύει να μας προσφέρεται απλώς και μόνο μέσω των αισθήσεων και γίνεται το res extensa το οποίο επιδέχεται μαθηματική ανάλυση και τεχνολογικό έλεγχο. Ωστόσο είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τη φύση και να κυριαρχήσουμε σε αυτή κατ’ αυτό τον τρόπο μόνο επειδή η σκέψη στον ίδιο τον πυρήνα της αναστοχάζεται πρώτα τον εαυτό της και στη συνέχεια τον κόσμο. Η σκέψη είναι επομένως ποιητική, με την ελληνική σημασία της λέξης ποίηση, δηλαδή κατασκευή, που πρώτα κατασκευάζει τον εαυτό της και κατόπιν τον κόσμο για αυτό τον εαυτό μέσω αναπαράστασης. Μολονότι αυτό εξυπονοείται στην πρώιμη αντίληψη του Descartes για τη φαντασία, γίνεται σαφέστερο όταν αναγνωρίζει τον ουσιαστικό ρόλο της βούλησης σε αυτή την αναπαραστατική ιδιοποίηση και αναδόμηση του κόσμου.

Αυτό σημαίνει ότι η σκέψη κατά πρώτον είναι πάντοτε αυτοστοχασμός, και μόνο στη συνέχεια στοχασμός των πραγμάτων. Η άμεση κατανόηση που χαρακτήριζε τη σκέψη για τους αρχαίους άφηνε το περιθώριο να χάσει κανείς τον εαυτό του στο αντικείμενο. Η σκέψη όπως την κατανοεί ο Descartes ποτέ δεν χάνεται στο αντικείμενο, αφού βρίσκεται σε απόσταση από τον κόσμο, όντας παρούσα σε κάθε ενέργεια της σκέψης, και άρα σε κάθε αντικείμενο. Ουσιαστικά, είναι το αντικείμενο το οποίο υπό μίαν έννοια χάνεται στο υποκείμενο, εφ' όσον αποσπάται από το φυσικό περιβάλλον του και τοποθετείται στην τεχνητή σφαίρα που επινοήθηκε από τον εαυτό, αναπαριστάμενο στην οθόνη της φαντασίας από μια αυτόβουλη βούληση. Η σκέψη εν γένει υπ' αυτή την έννοια είναι ποιητική, διαπλαστική βούληση του κόσμου. Ο εαυτός που παρευρίσκεται σε κάθε ενέργεια της σκέψης κατασκευάζεται ως το υποκείμενο για το οποίο γίνεται η αναπαράσταση, ως ο θεατής ή το ακροατήριο όπου θα παρουσιαστεί ο κόσμος από τη βούληση ως το res extensa.

Εφ' όσον ο κόσμος ανασυγκροτείται από τη βούληση ως το res extensa, συνδέεται πάντοτε κατ' ανάγκη με ένα res cogitans: Ο κόσμος αναπλάθεται ως μια συλλογή αντικειμένων μόνο εάν αυτά τα αντικείμενα υπάρχουν για κάποιο υποκείμενο και εδράζονται σε αυτό. Η βούληση μπορεί και αναπλάθει τον κόσμο μέσω της αναπαράστασης ως το res extensa μόνο εάν αναπλάθει συνεχώς και τον εαυτό της ως εκείνο για το οποίο υπάρχει το res extensa. Άρα η βούληση κατέχει τον κόσμο στο πιο θεμελιώδες επίπεδο καθώς τον αναπλάθει έτσι ώστε να είναι πάντοτε στο καθαυτό είναι του δικός μου. Ο εαυτός υπ' αυτή την έννοια δεν είναι απλώς ένα ακόμη αντικείμενο αλλά το ουσιαστικό θεμέλιο για την εν γένει αναπαραστατική ανά-πλαση του κόσμου.

Υπό ποίαν έννοια η «ποιητική» αναπαράσταση του κόσμου από τον Descartes είναι στην πραγματικότητα ανά-πλαση; Μήπως αυτή η δραστηριότητα δεν είναι ποιητική, έστω και με την περιορισμένη σημασία του όρου, δηλαδή δεν παράγει παρά κάποιο υπόδειγμα του κόσμου, το οποίο είναι μια καλύτερη ή χειρότερη μίμηση της πραγματικότητας, πράγμα που μπορεί να κριθεί εάν το συγκρίνουμε με τον πραγματικό κόσμο; Τέτοια ερωτήματα είναι το προϊόν του υγιούς κοινού νου, αλλά στηρίζονται σε μια βασική παρανόηση όχι μόνο της καρτεσιανής σκέψης αλλά και της εν γένει επανάστασης στη σκέψη που αρχίζει με τον νομιναλισμό και φθάνει στις έσχατες συνέπειές της στην εποχή μας. Αυτή η παράδοση υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει «πραγματικός» κόσμος με τον οποίο να μπορεί να συγκριθεί αυτός ο κατασκευασμένος κόσμος· ο κόσμος είναι όπως αναπαριστάνεται. Αυτή η άποψη είναι αντίθετη τόσο με την αρχαία όσο και με τη μεσαιωνική αντίληψη του κόσμου και εξαρτάται, με τρόπους που θα πρέπει να εξετάσουμε, από την ιδέα της θεϊκής παντοδυναμίας.

Συνεχίζεται

ΣΗΜΕΡΑ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ SPIRITUS CREATOR. Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΝΙΧΝΕΥΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΜΠΑΛΤΑΣΑΡ  ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΗΝ 2η ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΟΦΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου