Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Τόμος της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (1351 μ.Χ.), Μέρος Α΄

ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΑΓΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ 1351 μ.Χ.

[Σύμφωνα με μαρτυρία του Ιωάννη Κυπαρισσιώτη, τον Τόμο έγραψαν οι Φιλόθεος Κόκκινος και Νείλος Καβάσιλας].

ΜΕΡΟΣ Α΄

Τόμος συνοδικός, ἐκτεθεὶς παρὰ τῆς θείας καὶ ἱερᾶς Συνόδου, τῆς συγκροτηθείσης κατὰ τῶν φρονούντων τὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἐπὶ τῆς βασιλείας τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων βασιλέων ἡμῶν Καντακουζηνοῦ καὶ Παλαιολόγου (1351).

 [Τετάρτη συνεδρία: Ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας εἶναι συνέχεια τῆς Δ΄ καί ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Τέταρτη συνεδρία. Οι αντιησυχαστες προσπαθούν να εμπλέξουν τη συζήτηση σε διαμάχες γύρω από τη χρήση λέξεων και όχι πραγμάτων. Με εντολή του βασιλέα διαβάστηκε ο Τόμος κατά του Βαρλαάμ, ως βάση περὶ τοῦ θειοτάτου φωτὸς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως. Τελικά αποδεικνύεται ότι αν και το περί υπερκείμενης και υφειμένης θεότητος ανήκει ως λεκτική χρήση στον Παλαμά, εντέλει αποδίδεται ως πραγματική κατάσταση στο Γρήγορα και, στους συν αυτώ, αφού αυτοί διαιρούν τη θεότητα σε υπερκειμένη-άκτιστη ουσία και υφειμένη-κτιστές ενέργειες, αν και δεν δέχονται τη χρήση αυτών των ονομάτων.

Σύμφωνα όμως με τον Τόμο, η κατά Γρηγοράν κτιστή ενέργεια, η  υφειμένη όντως θεότης, δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένη, αφού πότε αποκαλείται «ουσία Θεού» και πότε «κτίσμα». Η άρνηση της πατερικής διδασκαλίας περί αμεθέκτου ουσίας (περί, άσχετου Θεού και κόσμου) και μεθεκτής ακτίστου ενεργείας (περί σχέσεως Θεού και κόσμου στα όρια των ενεργειών) οδηγεί τελικά και σε φιλοσοφικές ασυνέπειες, όπως η ταύτιση κτισμάτων και ουσίας του Θεού ή στον παντελή διαχωρισμό και την πλήρη ακοινωνησία.

Στη συνέχεια ο Γρηγόριος Παλαμάς προσεκόμισε στη Σύνοδο έργα των αντιησυχαστών με τα οποία τον κατηγορούσαν ότι ονόμαζε άκτιστο το θαβώρειο φως αλλά διάφορο της ουσίας του Θεού. Ήθελε να καταδείξει με τον τρόπο αυτό ότι η διαφορά τους δεν είναι απλώς διαφορά λέξεων, αλλά διαφορά πραγμάτων, αφού οὔτε διαφορὰν θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας, οὔτε μὴν ἄκτιστον εἶναι τὴν θείαν καὶ παντοδύναμον ἐνέργειαν νομίζουσιν. Με τον τρόπο αυτό ο Παλαμάς τους φέρνει σε αντίθεση με τον Τόμο κατά Βαρλαάμ, που τέθηκε ως βάση των συζητήσεων].

10. Γενομένης δὲ καὶ τετάρτης, ἤρξαντο πάλιν οἱ διαφερόμενοι λέξεις τινὰς αἰτιᾶσθαι, ἐμφερομένας ἐν τοῖς τοῦ Θεσ­σαλονίκης συγγράμμασι, τῶν πραγμάτων ἀφέμενοι. Τοῦ δὲ θειοτάτου βασιλέως καὶ τῆς Συνόδου τῆς τῶν πραγμάτων ἐξε­τάσεως γενομένων, καὶ παρὰ τῶν τῆς Ἐκκλησίας θεολόγων τὰς ἀποδείξεις τῶν προβεβλημένων ζητούντων, προεκομίσθη ὁ κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ ἐκτεθεὶς συνοδικὸς Τόμος. Ὃς ἀναγνωσθεὶς κελεύσει θείᾳ τοῦ γαληνότατου βασιλέως ἡμῶν, κοινω­νοὺς διὰ πάντων τῆς τοῦ Βαρλαὰμ κακοδοξίας τοὺς διαφερομένους ἀπέδειξεν. Οὐ γὰρ ἠνέσχοντο μὴ διὰ τέλους ἀντιλέγειν τοῖς ἐκεῖ γεγραμμένοις περί τε ἄλλων καί, μάλιστα περὶ τοῦ θειοτάτου φωτὸς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως. Οὐ μὴν ἀλλ’ ἐρωτωμένων τοῦ τε Θεσσαλονίκης καὶ τῶν διαφερομένων τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅπως ἔχουσι δόξης περὶ τοῦ θειοτάτου φωτός, ὁ μὲν δι’ ὧν εἶπε καὶ ὧν ἀνέγνω εἰς ἐπήκοον πάντων ἐκ τῶν ἑαυτοῦ συγγραμμάτων, διὰ πάντων ἀνεφαίνετο ἀσφαλῶς τῆς τῶν θεολόγων διανοίας ἐξηρτημένος· οἱ δέ, δι’ ὧν τε εἶπον καὶ ὧν ἑάλωσαν συγγραφόμενοι, ἐξηλέγχθησαν διχοτομοῦντες εἰς κτιστὰ καὶ ἄκτιστα τὴν μίαν θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τῷ τὴν μὲν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἄκτιστον λέγειν θεότητα, ἐστερημένην πάσης δυνάμεως καὶ ἐνερ­γείας θείας, πᾶσαν δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν Θεοῦ καὶ ἁπλῶς τὸ τούτου παντοδύναμον ἀθετοῦντές τε καὶ ἀρνούμενοι, καὶ εἰς κτίσμα κατασπῶντες τὸν Θεόν, καὶ δύο λέγοντες αὐτὸν θεό­τητας, ἄκτιστόν τε καὶ κτιστήν, ὑπερκειμένην τε καὶ ὑφειμένην ὄντως. Ἐπεὶ καὶ τὸ ἐν τῷ Θαβωρίω λάμψαν τῆς θεότητος φῶς ποτὲ μὲν οὐσίαν ἔλεγον εἶναι Θεοῦ, ποτὲ δὲ φάσμα καὶ παρα­πέτασμα καὶ ἴνδαλμα καὶ κτίσμα, ὡς εἶναι κατ’ αὐτοὺς τὸ αὐτὸ κτίσμα καὶ οὐσίαν Θεοῦ. Προεκομίσθησαν δὲ παρὰ τοῦ Θεσ­σαλονίκης καὶ γράμματα ἐκείνων οἰκειόχειρα, ἐν οἷς κατηγό­ρουν αὐτοῦ, ἄκτιστον εἶναι λέγοντος τὸ θειότατον ἐκεῖνον φῶς καὶ ἔλλαμψιν, ἀλλ’ οὐκ οὐσίαν Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ δι’ ὧν κατηγόρουν τοῦ Θεσσαλονίκης, ὡς πολλὰς λέγοντος θεότητας, ἐπειδήπερ πάσας τὰς θείας καὶ κοινὰς τῶν τριῶν ὑποστάσεων δυνάμεις τε καὶ ἐνεργείας ἀκτίστους εἶναι διατείνεται, φανεροὶ γεγόνασιν, ὡς οὐ πρὸς τὰς λέξεις αὐτοῖς ὁ πόλεμος, ἀλλ’ οὔτε διαφορὰν θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας, οὔτε μὴν ἄκτιστον εἶναι τὴν θείαν καὶ παντοδύναμον ἐνέργειαν νομίζουσιν.

[Στη συνέχεια ό Τόμος ανασκευάζει με βάση τους Πατέρες τη θέση των αντιησυχαστών περί ταυτότητος θείας ουσίας και ενεργείας και κτιστότητας της τελευταίας, ως φωτός. Ο συγγραφέας του Τόμου καταφεύγει σε πλήθος πατερικών κειμένων, γραμμένων υπό διαφορετικές προϋποθέσεις και με διαφορετικό στόχο από αυτόν τού Τόμου, που όμως θεωρούν ως προαπαιτούμενη τη διάκριση ουσίας και ενεργειών στο Θεό, προκειμένου να στηρίξει τη διαφορά ουσίας και ενεργείας και, το άκτιστο της θείας ενεργείας, ξεκινώντας από το Μ. Βασίλειο.

Ο Μ. Βασίλειος ανατρέπει τη διδασκαλία του Ευνομίου περί ανομοιότητας του Υιού προς τον Πατέρα. Ο Ευνόμιος στήριζε αύτη την ανομοιότητα στην αγεννησία του Πατρός ως χαρακτηριστικό της ουσίας του. Έτσι το Χριστολογικό ζήτημα γι' αυτόν είναι εξαρτημένο από το πρόβλημα της θεότητος κατά τις δύο βασικές όψεις της, δηλαδή κατά την υπερβατικότητα και, τη δυνατότητα γνώσης του Θεού. Ο Θεός είναι κατά τον Ευνόμιο υπερβατικός και πέραν παντός πράγματος και περιγράφεται δια του αγεννήτου, το οποίο τον διαχωρίζει από όλα τα πράγματα, τα οποία είναι γεννητά ή γενητά. Ο Θεός είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός, και άρα ανόμοιος στην ουσία του. Η θεωρία του Ευνομίου περί της γνώσεως του Θεού είναι ασυμβίβαστη με την περί υπερβατικότητας του Θεού άποψη του. Ό,τι γνωρίζουμε για το Θεό γνωρίζει και ο ίδιος για τον εαυτό του. Οι Καππαδόκες αντέτειναν ότι δε μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό κατά την ουσία του, αλλά μόνο κατά τις ενέργειες και τούτο δια της «επινοίας».

Ο Τόμος στηρίζει τη διάκριση ουσίας και ενεργειών και στους Ιωάννη Δαμασκηνό και Μάξιμο Ομολογητή].

11. Ἐφ’ οἷς προτεθέντων τῶν θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεγνώσθη ἀπὸ μὲν τοῦ μεγάλου Βασιλείου πολλά τε ἄλλα καὶ δὴ καὶ ταῦτα· «Εἰ γὰρ οὐδὲν ὅλως ἐπὶ Θεοῦ κατ’ ἐπίνοιαν ὁ Εὐνόμιος θεωρεῖ, ἵνα μὴ δόξῃ ἀνθρωπίναις τὸν Θεὸν σεμνύνειν προσηγορίαις, πάντα ὁμοίως οὐσίαν ὁμολογήσει τὰ ἐπιλεγόμε­να τῷ Θεῷ· πῶς οὖν οὐ καταγέλαστον, τὸ δημιουργικὸν οὐσίαν εἶναι λέγειν, τὸ προνοητικὸν πάλιν οὐσίαν, τὸ προγνωστικὸν ὡσαύτως, καὶ ἁπαξαπλῶς πᾶσαν ἐνέργειαν οὐσίαν τίθεσθαι;» Ἀπὸ δὲ τοῦ θεολόγου Δαμασκηνοῦ, ἐν οἷς περὶ τῶν δύο ἐνερ­γειῶν τῶν ἐν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ διδάσκει, λέγων· «Ἰστέον ὡς ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικόν, καὶ ἄλλο ἐνέργημα, καὶ ἄλλο ὁ ἐνεργῶν· ἐνέργεια μὲν οὖν ἐστιν ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικὸν δὲ ἡ φύσις, ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δὲ τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δὲ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ, ἤτοι ἡ ὑπόστασις». Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ ἐπιγραφομένῳ «ἐκ τῆς ἐπὶ σεκρέτου διαλέξεως», «πάντως, φησίν, ἀ­νάγκη ἐπὶ Χριστοῦ θελήσεις λέγεσθαι καὶ ἐνεργείας, καὶ πᾶσα ἀνάγκη· οὐδὲν γὰρ τῶν ὄντων χωρὶς ἐνεργείας φυσικῆς ὑφέστηκεν· οἱ γὰρ ἅγιοι Πατέρες φανερῶς λέγουσι μήτε εἶναι μήτε γινώσκεσθαι χωρὶς τῆς οὐσιώδους αὐτῆς ἐνεργείας τὴν οἱαν­δήποτε φύσιν».

[Συμφωνά με τον Τόμο η μη διάκριση ουσίας και ενεργείας στη θεότητα, καθώς και, το κτιστό των ενεργειών, αντιβαίνει στις αποφάσεις της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου περί δυο φυσικών θελημάτων και, ενεργειών του προσώπου του Χρίστου.

Γι' αυτό κρίθηκε αναγκαίο από τη Συνοδό να διαβαστούν τα πρακτικά της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου προς διασάφηση των προϋποθέσεων των αποφάσεων της. Οι αντιησυχαστές διαφωνούσαν με την ανάγνωση των πρακτικών και ζητούσαν να διαβαστεί μόνον ο όρος της Συνόδου.

Είναι προφανές ότι προσπαθούσαν να αποφύγουν την παρουσίαση των προϋποθέσεων, επί, των οποίων η ΣΤ' Οικουμενική Συνοδός εξέφρασε το δόγμα των δυο θελημάτων

Διαβάστηκαν τα Πρακτικά. Η Σύνοδος του 1351 ενδιαφερόταν να καταδείξει ότι δεν υπάρχει φύσις ανενέργητος, την προϋπόθεση δηλ. της θεολογίας της, και μάλιστα με τον τρόπο αυτό θέτει το όλο ζήτημα της διακρίσεως ουσίας-ενεργείας και, της ακτίστου ενεργείας επί χριστολογικής, δηλ. επί σωτηριολογικής βάσεως, και όχι επί, φιλοσοφικής ή θεωρητικής. Γι' αυτήν το ζήτημα είναι σωτηριολογικό και όχι διαλεκτικό].

12. Ἐπεὶ δὲ οἷς ἔλεγον, μὴ μόνον τοῖς ἁγίοις διετέλουν καθ’ ἕνα μαχόμενοι, ἀλλ’ ἤδη καὶ αὐτὴν τὴν ἁγίαν καὶ οἰκουμενικὴν ἕκτην Σύνοδον ἀνατρέπειν καὶ καταλύειν ἐπεχείρουν, ᾗ δὴ οὐκ ἄλλος ἦν ὁ σκοπός, περὶ δὲ τῶν δύο φυσικῶν θελημά­των καὶ τῶν δύο φυσικῶν ἐνεργειῶν τῶν ἐν τῷ Κυρίῳ καὶ Θεῷ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ πᾶσα ἡ πρόθεσις γέγονε, καὶ ἦν ἀνάγκη διὰ ταῦτα προκομισθῆναι τῆς τοιαύτης Συνόδου Πρακτικὰ καὶ ἀναγνωσθῆναι, καὶ ἀπὸ τούτων τὸ εὐσεβὲς ἀνακηρυχθῆναι, τὰ μὲν προετέθησαν ἐπὶ τοῦ μέσου· οἱ δ’ εὐθὺς ἅμα τῷ προτεθῆναι ἀνέκραξαν· «μὴ τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου, ἀλλὰ τὸν Ὅρον μόνον ἀνάγνωθι». Τῆς δὲ θείας Συνόδου διαπορουμένης, ὅ τί ποτε βούλεται ἡ τοιαύτη φωνή, καὶ ἀνθ’ ὅτουπερ ἀποδοκιμάζουσι καὶ οὐ δέχονται τὰ Πρακτικά, ἐκεῖνοι καὶ οὕτω τῆς αὐτῆς περιέργου κακονοίας καὶ διεστραμμένης γνώμης οὐδ’ ὁπωσοῦν ἀφίσταντο, τῶν Πρακτικῶν μηδόλως προσιέμενοι τὴν ἀνάγνωσιν. Ἐπὶ τούτοις, κελεύσει θείᾳ τοῦ γαληνοτά­του βασιλέως ἡμῶν, ἀνεγνώσθη ῥῆσις ἀπὸ τοῦ συνήθως ἐπ’ ἄμβωνος ἀναγινωσκομένου τῇ Κυριακῇ τῆς Ὀρθοδοξίας Συνοδικοῦ, ἥτις καὶ ἐπὶ λέξεως ἔχει οὕτως· «Τοῖς ἀποβαλλομένοις τὰς τῶν ἁγίων Πατέρων φωνάς, τὰς ἐπὶ συστάσει τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἐκφωνηθείσας, Ἀ­θανασίου, Κυρίλλου, Ἀμβροσίου, Ἀμφιλοχίου τοῦ θεηγόρου, Λέοντος τοῦ ἁγιωτάτου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ τῶν λοιπῶν, ἔτι τε καὶ τὰ τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων Πρακτικά, τῆς τετάρτης, φημί, καὶ τῆς ἕκτης, μὴ κατασπαζομένοις, ἀνάθεμα». Ἐπὶ τούτοις ἀνεγνώσθη καὶ ῥῆσις τῶν Πρα­κτικῶν, ἔχουσα ἐπὶ λέξεως οὕτως· «Τίς γάρ, εἰ καὶ βραδὺς εἴη πρὸς τὸ νοῆσαι, οὐ θεωρήσει, ὅπερ πᾶσι φαίνεται, ὅτι ἀδύνατον καὶ παρὰ τὴν τάξιν τῆς φύσεώς ἐστι δύνασθαι εἶναι φύσιν, καὶ ἐνέργειαν μὴ ἔχειν φύσεως; ὅπερ οὐδὲ ἀπὸ τῶν αἱρετικῶν ποτε ἐδοκιμάσθη λέγεσθαι, οἵτινες πάσας τὰς ἀνθρωπίνας πανουργίας καὶ σκολιὰς ζητήσεις κατὰ τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεως καὶ συναθροισμοὺς ταῖς φαυλότησιν αὐτῶν προσφό­ρους ἐφεῦρον. Πῶς οὖν ὅπερ οὔτε ἀπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἐρρέθη ποτέ, οὔτε ἀπὸ τῶν βεβήλων αἱρετικῶν τετόλμηται εὑρεθῆναι, ἐπὶ τοῦ παρόντος δυνήσεται προπετευθῆναι, ἵνα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τῆς θείας δηλονότι καὶ τῆς ἀνθρωπί­νης, ὧν τινων αἱ ἰδιότητες ἀκέραιοι εἶναι γνωρίζονται ἐν Χρι­στῷ, μίαν ἔχειν ἐνέργειαν; Τίς ποτε ὀρθῶς φρονῶν δυνήσεται ἀποδεῖξαι, ὁπόταν ἐὰν μία ἐστὶν εἴπωσιν, ἢ χρονικὴ ἢ ἀΐδιος λεχθήσεται, θεία ἢ ἀνθρωπίνη, ἄκτιστος ἢ κτιστή, ἡ αὐτὴ ἥτις καὶ τοῦ Πατρός ἐστιν, ἢ ἑτέρα παρὰ τὸν Πατέρα; Εἰ τοίνυν μία ἐστὶν καὶ ἡ αὐτή, μία καὶ τῆς θεότητος καὶ τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ κοινή ἐστιν, ὅπερ ἀλλόκοτόν ἐστι λέγεσθαι. Οὐκοῦν ἐπὰν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αὐτὸς Θεὸς καὶ ἄνθρωπός ἐστι, τὰ ἀνθρώπινα ἐνεργήσας ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίως σὺν αὐτῷ καὶ ὁ Πατὴρ ἐνήργησε φυσικῶς. Ἐπειδὴ ἃ ὁ Πατὴρ ποιεῖ, ταῦτα καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ. Ἐπεί, ὅπερ ἡ ἀλήθεια περιέχει, ἐν ὅσῳ ἀνθρώπινά τινα ἐνήργησεν ὁ Χριστός, πρὸς μόνον τὸ πρόσω­πον αὐτοῦ ὡς Υἱοῦ ἐπαναφέρεται· ἅτινα οὐκ ἔστι τὰ αὐτά, οἷα καὶ τοῦ Πατρός. Κατ’ ἄλλο γὰρ δηλονότι καὶ ἄλλο ἐνήργησεν ὁ Χριστός, ἵνα κατὰ τὴν θεότητα, ἃ ποιεῖ ὁ Πατήρ, ταῦτα καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως ποιῇ· καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἅ εἰσι τοῦ ἀνθρώπου ἴδια, ὁ αὐτὸς οὗτος ἐνήργησεν ὡς ἄνθρωποςἐπει­δὴ ἀληθής ἐστι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅθεν καὶ ἀληθῶς πιστεύεται, ὅτι ὁ αὐτὸς οὗτος εἷς ὢν ἔχει φυσικὰς ἐνεργείας, τὴν θείαν δηλονότι καὶ τὴν ἀνθρωπίνην, τὴν ἄκτιστον καὶ τὴν κτιστήν, ὡς ἀληθινὸς καὶ τέλειος Θεὸς καὶ ἀληθινὸς καὶ τέλει­ος ἄνθρωπος, εἷς ὁ αὐτός, μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, Κύ­ριος Ἰησοῦς Χριστός». Καὶ πάλιν ἀπὸ τῶν αὐτῶν Πρακτικῶν προεκομίσθη ἑτέρα ῥῆσις, ἔχουσα ἐπὶ λέξεως οὕτω· «Τὴν ἑκατέρας φύσεως ἑκατέρων ἴσμεν ἐνέργειαν, τὴν οὐσιώδη λέγω καὶ φυσικὴν καὶ κατάλληλον, ἀδιαιρέτως προϊοῦσαν ἐξ ἑκατέρας οὐσίας καὶ φύσεως, κατὰ τὴν ἐμπεφυκυῖαν αὐτῇ φυσικὴν καὶ οὐσιώδη ποιότητα καὶ τὴν ἀμέριστον ὁμοῦ καὶ ἀσύγχυτον θατέρας οὐσίας συνεπαγομένην ἐνέργειαν. Τοῦτο γὰρ καὶ τῶν ἐνεργειῶν ἐπὶ Χριστοῦ ποιεῖ τὸ διάφορον, ὥσπερ δὴ καὶ τὸ εἶναι τὰς φύσεις τῶν φύσεων».

13. Ἀλλὰ καὶ ὁ παρ’ αὐτῶν ζητούμενος Ὅρος ἀναγνωσθεὶς εἶχεν ἐπὶ λέξεως οὕτως· «Ἡ παροῦσα ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύ­νοδος, πιστῶς δεξαμένη καὶ ὑπτίαις χερσὶν ἀσπασαμένη τήν τε τοῦ ἁγιωτάτου καὶ μακαριωτάτου πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Ἀγάθωνος γενομένην ἀναφορὰν πρὸς τὸν εὐσεβέστατον ἡμῶν βασιλέα»· καὶ μετά τινα· «ἑπομένη τε ταῖς τε ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ ἐγκρίτοις Πατράσι καὶ συμφώνως ὁρίζουσα, ὁμολογεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν ἕνα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος, τέλειον ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμέρων τὸν αὐτὸν δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου, τῆς κυρίως καὶ κατὰ ἀλήθειαν Θεοτό­κου, κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον, Μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως, καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Υἱὸν μονογενῆ Θεὸν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνω οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον. Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως, κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καὶ δύο μὲν φυσικὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, κα­θὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καὶ μὴ ἀντιπῖπτον ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεῖ θελήματι».

[Στις κατηγορίες των αντιησυχαστών ότι ο Παλαμάς ονομάζει «θεότητα» την ενέργεια, ο Τόμος επικαλείται τους Μ. Βασίλειο και, Γρηγόριο Νύσσης, για να αποδείξει ότι η προσηγορία της «θεότητος» προσιδιάζει στην ενέργεια και όχι στην ουσία του Θεού].

14. Τούτων δὲ ἀναγνωσθέντων, κωφοῖς ἑῴκεσαν οἱ τῆς αἱρέσεως προϊστάμενοι, ἓν καὶ πάντῃ ἀδιάφορον βοῶντες καὶ διατεινόμενοι τὴν θείαν τε καὶ ἄκτιστον οὐσίαν καὶ τὴν θείαν καὶ ἄκτιστον ταύτης ἐνέργειαν, προφέροντες καὶ ῥητά, ὧν τὸ μὲν ἦν τοῦ ἁγίου καὶ ὁμολογητοῦ Μαξίμου, τὸ δὲ τοῦ ἐν ἁγίοις ὁμολογητοῦ Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ, διαστρέφοντες καὶ παρερμηνεύοντες ταῦτα πρὸς τὴν οἰκείαν δυσσέβειαν. Πῶς γὰρ ἂν ὁ θεῖος Μάξιμος τῇ τοῦ Θεοῦ ἐνεργείᾳ πολεμεῖν ἔμελλεν, ὅς γε ὑπὲρ τῶν ἐν Χριστῷ δύο ἐνεργειῶν, τῆς τε θείας δηλαδὴ καὶ τῆς ἀνθρωπίνης, δρόμους μὲν ἠλάθη τοσούτους, γλῶτταν δὲ τὴν θεόφθογγον ἀφήρηται, χεῖρα δὲ ἐκκέκοπται, καὶ τέλος ἀειφυγίαν καταδικασθείς, μαρτυρικὸν γενναίως ἠσπάσατο θάνα­τον; Τῶν δὲ καὶ ἔτι ἀντιλεγόντων καὶ προφερόντων τῷ Θεσ­σαλονίκης θεότητα λέγοντι τὴν θείαν ἐνέργειαν, ἀνεγνώσθησαν ῥήσεις τῶν ἁγίων, τοῦ μὲν μεγάλου Βασιλείου ἐν οἷς πρὸς Εὐστάθιον τὸν ἰατρὸν γράφει· «Οὐκ οἶδα ὅπως ἐπὶ τὴν τῆς φύ­σεως ἔνδειξιν τὴν προσηγορίαν τῆς θεότητος φέρουσιν οἱ πάντα κατασκευάζοντες, ὥσπερ οὐκ ἀκηκοότες παρὰ τῆς Γρα­φῆς ὅτι χειροτονητὴ φύσις οὐ γίνεται. Μωσῆς δὲ τῶν Αἰ­γυπτίων ἐχειροτονήθη Θεός, οὕτω πρὸς αὐτὸν εἰπόντος τοῦ χρηματίζοντος, ὅτι Θεόν σε δέδωκα τῷ Φαραῷ. Οὐκοῦν ἐξου­σίας τινὸς εἴτε ἐποπτικῆς εἴτε ἐνεργητικῆς ἔνδειξιν ἡ προση­γορία φέρει. Ἡ δὲ θεία φύσις ἐν πᾶσι τοῖς ἐπινοουμένης ὀνόμασι, καθό ἐστι, μένει ἀσήμαντος, ὡς ὁ ἡμέτερος λόγος».

15. Τοῦ δὲ Νύσσης ἐν τῷ περὶ θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος λέγοντος· «Φασὶν οἱ Πνευματομάχοι φύσεως εἶναι σημαντικὴν τὴν θεότητα... Ἡμεῖς δέ φαμεν, ὅτι ὄνομα σημαντικὸν ἡ θεία φύσις ἢ οὐκ ἔχει, ἢ ἡμῖν οὐκ ἔχει· ἀλλ’ εἴ τι καὶ λέγεται εἴτε παρὰ τῆς ἀνθρωπίνης συνηθείας, εἴτε παρὰ τῆς θείας Γραφῆς, τῶν περὶ αὐτὴν ἀποσημανθέντων ἐστί τι. Αὐτὴ δὲ ἡ θεία φύσις ἄφραστός τε καὶ ἀνεκφώνητος μένει, ὑπερβαίνουσα πᾶσαν τὴν διὰ φωνῆς σημασίαν. Λαβέτωσαν δὲ τῆς ἀνόητου αὐτῶν βλα­σφημίας καὶ τὸν ὄφιν κατήγορον, ὃς δείκνυσιν, ὅτι τὸ τῆς θεότητος ὄνομα τῆς ὁρατικῆς ἐνεργείας τὴν σημασίαν ἔχει... Συμβουλεύων γὰρ ἅψασθαι τῶν ἀπηγορευμένων, τοῦτο ἐπαγ­γέλλεται, ὅτι ἀνοιγήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί. Ὁρᾷς, ὅτι τὴν θεατικὴν ἐνέργειαν προσμαρτυρεῖ τῇ φωνῇ τῆς θεότητος; Οὐ γάρ ἐστι θεάσασθαί τι μὴ τῶν ὀφθαλ­μῶν ἀνοιγέντων. Οὐκοῦν οὐχὶ φύσιν, ἀλλὰ τὴν θεατικὴν δύναμιν ἡ τῆς θεότητος προσηγορία παρίστησιν». Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς πρὸς Ἀβλάβιον γράφων, «Θεός, φησίν, ἐνεργοῦντα δῆλοι· θεότης δὲ ἐνέργειαν· οὐδὲν δὲ τῶν τριῶν ἐνέργεια, ἀλλὰ μᾶλλον ἐνεργοῦν ἕκαστον αὐτῶν».

[Μετά την απόδειξη του υπαρκτού της θείας ενεργείας και της διαφοράς της θείας ουσίας και της θείας ενεργείας, οι αντιησυχαστές προσεκλήθησαν εις μετάνοιαν. Επέμειναν όμως στις αρχικές τους θέσεις. Στη συνέχεια διαβάστηκε τόμος ἐπὶ καθαιρέσει μὲν προβὰς πρὸ καιροῦ τινος, τοῦ Ἐφέσου, τοῦ Γάννου καὶ ἑτέρων, ὡς τὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου νενοσηκότων (ο Τόμος 1347). Μετά την ανάγνωση ρωτήθηκε η γνώμη του καθενός περί των εξετασθέντων ζητημάτων. Καὶ πάντες …, μετὰ τοῦ ἡνωμένου καὶ θεοπρεπῆ διάκρισιν καὶ διαφορὰν τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας φανερῶς ὡμολόγησαν, … ἄκτιστόν τε τὴν θείαν ἐνέργειαν, καθὰ δῆτα καὶ τὴν οὐσίαν ἔστερξαν· καὶ θεότητα καὶ ταύτην δὴ τὴν θείαν ἐνέργειαν ὀνομάζεσθαι παρὰ τῶν αὐτῶν θεολόγων ἀκούσαντες, ἀσμένως ἐδέξαντο].

16. Οὕτω δὲ διὰ πάντων τούτων ἐξεληλεγμένοι, προσεκλήθησαν παρὰ τῆς Ἐκκλησίας εἰς μετάνοιαν, πολλὰ πρότερον τοῦ γαληνότατου βασιλέως ἡμῶν μὴ ἀποπηδῆσαι τοῦ καλοῦ τῆς μετανοίας φαρμάκου λόγοις πολὺ τὸ ἐπαγωγὸν καὶ χαρίεν ἔχουσι παρακεκληκότος αὐτούς. Οἱ δὲ οὐ κατεδέξαντο, ἄντικρυς λέγοντες, τὸ «ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι». Ἐνέμενον γὰρ οἷς κακῶς ἔγνωσαν ἐξ ἀρχῆς. Διὰ τοῦτο κελεύσει θείᾳ τοῦ κρατίστου βασιλέως ἡμῶν καὶ τοῦ ἁγιωτάτου καὶ οἰκουμε­νικοῦ πατριάρχου ἀνεγνώσθη Τόμος, ἐπὶ καθαιρέσει μὲν προ­βὰς πρὸ καιροῦ τινος, τοῦ Ἐφέσου, τοῦ Γάννου καὶ ἑτέρων, ὡς τὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου νενοσηκότων· μήπω δὲ εἰς ἔργον προβάς, διὰ τὸ τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν καὶ μετάνοιαν ἀναμένειν, καὶ πᾶσι τρόποις καὶ μηχαναῖς ἀνακαλεῖσθαι ταύτην ὅλῃ προθυμίᾳ τε καὶ σπουδῇ. Καὶ ἀναγνωσθέντος, ἤρξατο ὁ τιμιώτατος μέγας χαρτοφύλαξ καὶ ὕπατος τῶν φιλοσόφων, κατὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἔθος, ἐρωτᾶν ἕκαστον, ὅπως ἔχει γνώμης περὶ τῶν κατὰ μέρος λαληθέντων τε καὶ ἐξετασθέντων δογματικῶν κεφαλαίων. Καὶ πάντες ἑνὶ στόματι καὶ ἐξ ἑνὸς κινούμενοι Πνεύματος, μετὰ τοῦ ἡνωμένου καὶ θεοπρεπῆ διάκρισιν καὶ διαφορὰν τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας φανερῶς ὡμολόγησαν, τοῖς θεολόγοις ἑπόμενοι, ἄκτιστόν τε τὴν θείαν ἐνέργειαν, καθὰ δῆτα καὶ τὴν οὐσίαν ἔστερξαν· καὶ θεότητα καὶ ταύτην δὴ τὴν θείαν ἐνέργειαν ὀνομάζεσθαι παρὰ τῶν αὐτῶν θεολό­γων ἀκούσαντες, ἀσμένως ἐδέξαντο.

[Στη συνέχεια ο πατριάρχης, αφού επανέλαβε σε λόγο του τα περί, θείας ουσίας και ενεργείας, κάλεσε τους αντιησυχαστές σε μετάνοια, την οποία αυτοί απέρριψαν. Τότε η συνοδός καθήρεσε τους μητροπολίτες Εφέσου και Γάννου και καταδίκασε τους ομόφρονές τους, έκτος από κάποιους που ζήτησαν συγγνώμη].

17. Ἐπὶ τούτοις ἐρωτηθεὶς καὶ ὁ ἁγιώτατος καὶ οἰκουμενι­κὸς πατριάρχης καὶ αὐτὸς τὴν οἰκείαν γνώμην ἐξενεγκεῖν, λόγον τε διεξελθὼν πρότερον περὶ διαφορᾶς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας, καὶ τοὺς παρὰ τῶν ἁγίων λεγομένους τῆς διαφορᾶς τρόπους πάντα καλῶς καὶ κατὰ μέρος διευκρινήσας, ἔτι τε καὶ τὸ ἡνωμένον καὶ ἀχώριστον ταύτης πρὸς τὴν θείαν οὐσίαν ἀποδείξας, ἐν οἷς καὶ ἄκτιστον τὴν θείαν ἐνέργειαν καὶ θεότητα παρὰ τῶν ἁγίων εἰρῆσθαι ἀπεφήνατο, τῆς πρὸς τοὺς διαφερομένους ἔπειτα παραινέσεως ὅλος ἐγένετο, παρακαλῶν, νουθετῶν, ἐλέγχων, πᾶσι τρόποις πρὸς μετάνοιαν αὐτοὺς ἐκκαλούμενος, καὶ τὴν πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ τὴν ἱερὰν Σύνοδον συμφωνίαν μεθ’ ὅ,τι πλείστης προθυμίας τε καὶ σπουδῆς θεοφιλῶς προτρεπόμενος. Ὡς δὲ καὶ οὕτω τούτοις ἑώρα ἀνιάτως ἔχοντας, τῶν τε προτέρων βλασφημιῶν ἐχομένους καθάπαξ, καὶ τὴν μετάνοιαν παντάπασιν ἀποσειομένους, ζῆλον ἀναλαβὼν ἄξιον μὲν ἑαυτοῦ καὶ τῆς ἐκ παιδὸς ἀρετῆς, ἄξιον δὲ τοῦ θρόνου, τὸν μὲν Ἐφέσου καὶ τὸν Γάννου τῶν ἀρχιερατικῶν συμβόλων καὶ πάσης ἱερωσύνης ἀπογυμνοῖ, τοῦτο καὶ τῆς ἱε­ρᾶς συμψηφισαμένης Συνόδου· οἱ δὲ σὺν αὐτοῖς ἕτεροι, οἵ τε τῆς αἱρέσεως προϊστάμενοι καὶ οἱ τούτοις κακῶς ἑπόμενοι, τὴν καταδίκην μεθ’ ἑαυτῶν ἔχοντες, ἀποπέμπονται, τινῶν συγγνώμην αἰτησάντων καὶ διὰ μετανοίας ταύτης τετυχηκότων. Καὶ ἡ μὲν συνέλευσις αὕτη ἐν τούτοις ἐτελεύτησεν.

[Τα σχόλια από το διδακτορικό του Διον. Τσεντικόπουλου με τίτλο: ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ - ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ].

amethystos: Τόμος της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (1351 μ.Χ.), Μέρος Α΄ (amethystosbooks.blogspot.com)

ΣΗΜΕΡΑ ΕΓΙΝΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΔΙΑΦΩΤΙΣΘΕΙ, ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ, Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΤΟΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΕΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΗΡΥΣΣΟΝΤΑΣ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΦΙΛΟΔΟΞΕΙ ΝΑ ΕΞΑΓΕΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ.

 ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΕΦΕΥΡΙΣΚΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΚΟΜΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΕΣ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ, ΤΗΝ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, ΤΗΝ ΒΑΠΤΙΣΗ, ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΟΤΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΙΝΕΙ ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΕΡΕΥΣ Ο ΟΔΙΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ Θ. ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ.

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΙΔΗ ΜΕ ΤΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΞΩ ΞΕΧΝΑ ΟΤΙ Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ,ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΦΑΝΕΡΩΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ. ΓΥΝΑΙ ΙΔΟΥ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ.

ΚΑΙ ΝΑ ΜΠΕΙ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟKΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΡΑΣΥΤΑΤΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου