Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Περί θείων ενεργειών - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς

Περί θείων ενεργειών - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς 

3. Πράγματι ο Θεός είναι μη έν και κατά υπεροχήν, καθ' όσον είναι υπεράνω του ενός και ορίζει αυτό τούτο το έν. Είναι δε επίσης μη έν και ως διαιρούμενον, καθ’ ό­σον o ένας Θεός διαιρείται σε τρεις τέλειες υποστάσεις· διότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι δια­κεκριμένα πρόσωπα της μιας θεότητος, χωρίς έτσι να εισάγεται καμμία αντιστροφή ή κάποια κοινότης. Είναι δε πάλιν εκτός τούτου και κάτι το διακεκριμένο η κατά τα ανθρώπινα πλήρης και αναλλοίωτος ύπαρξις του Ιη­σού. Αυτός δηλαδή ο ένας Θεός, ο προσκυνούμενος σε τρεις υποστάσεις και μία ουσία αμερώς και αμερίστως, διαιρείται σε διαφόρους ενέργειες. Κατά τον θειο Μάξιμο «ο Θεός λέγεται ότι πληθύνεται διά του καθ' έκα­στον προς παραγωγήν των όντων βουλήματος πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους». Και κατά τον απόστολον, «σε άλλον μεν δίδεται διά του πνεύματος λό­γος σοφίας, σε άλλον δε κατά το ίδιον πνεύμα λόγος γνώσεως, σε άλλον δε πίστις, σε άλλον δέ κατά το ίδιον πνεύμα χαρίσματα ιαμάτων». Επομένως κατά τον μέγαν Διονύσιον, εάν «θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, δηλαδή ενέργεια, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει εαυτήν υπερηνωμένως, ενωμένες μεν είναι κατά την θεία διάκρισιν οι άσχετες μεταδόσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», «διακρίνονται δε και κατά την αγαθοπρεπή ταύτη πρόοδον τα ιδιώματα της ανθρωπικής θεουργίας του Ιησού∙ διότι σε αυτά κατά κανένα τρόπον δεν μετέχει ο Πατήρ και το Πνεύμα, εκτός μόνον της ευδοκίας και φιλανθρωπίας και όλων όσα έπραξε ως Θεός». Εάν λοιπόν «εμείς σπεύδουμε και να ενώνουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγο, όπως τα ίδια τα θεία ενώνονται και διακρίνονται», πρέπει να ομολογούμε ότι άλλο είναι ουσία επί του Θεού, άλλο δε υπόστασις δηλαδή πρόσωπον, μολονό­τι είναι ένας Θεός προσκυνούμενος σε μίαν ουσία και τρεις υποστάσεις· και άλλο μεν ουσία, άλλο δε πρόοδος δηλαδή ενέργεια ή θέλημα επί Θεού, μολονότι ένας Θεός είναι, ενεργής και θελητικός. Αλλά όπως ο λέγων αυτόν θελητικόν δηλώνει ότι έχει θέλημα, έτσι και ο αποκαλέσας αυτόν ενεργή υποδηλώνει ότι έχει ενέργειαν. Όποιος δε ισχυρίζεται ότι ο ενεργής είναι άμοιρος ενεργείας, είναι φανερό ότι θεωρεί αυτόν ανενέργητον, αποδίδοντας σε αυτόν το ενεργές ως γυμνόν ήχον λόγου∙ διότι, λέγει, «δεν είναι δυνατόν να ενεργεί χωρίς φυσική ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ουσία και φύσιν».

30. Τί άλλο δε θα μπορούσε να είναι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος παρά η βασιλεία του Θεού; Διότι το ίδιο είναι να γίνει κανείς Θεός και να επιτύχει την βασιλεία του Θεού. Εάν λοιπόν η βασιλεία του θεού είναι άναρχος και άκτιστος τότε και το θεοποιό δώρο είναι άναρχο και άκτιστο. Γι’ αυτό ο μέγας Διονύσιος το ονόμασε και «θεαρχίαν» και «θεότητα», αλλά και λέγει, «και της ούτω λεγομένης θεότητος ως θεαρχίας και αγαθαρχίας ο Θεός είναι επέκεινα ως υπερκείμενος πάσης αρχής». Αρχή μεν και αίτιος των θεωμένων είναι ο Θεός ως μετεχόμενος, υπεράρχιος δε ως υπάρχων υπεράνω μετοχής. Ώστε υπέρκειται και των ακτίστων ενεργειών του, διότι ουδέποτε έως σήμερα ηκούσθη να λέγεται κτιστή θεότης ή και θεαρχία και αγαθαρχία, μολονότι ο ίδιος αλλού είπε ταύτην και «αυτοαγαθότητα», αλλού δε πάλι «αρχίφωτον» και «θεαρχικήν ακτίνα». Πώς δε και θεοποιό δώρο θα είναι και θα θεοποιήσει το κτιστό; Τότε θα έπρεπε να λέγεται μάλλον θεοποιημένο και όχι θεοποιό. «Αλλ' επειδή», εξηγεί (ο Ακίνδυνος) «λέγεται υφειμένη θεότης, αν και θεότης -και διότι υπέρκειται ταύτης ο Θεός-, είναι κτίστη».

17. Πράγματι ως προς μεν την θεότητα δεν είναι δυνατόν να πούμε σε πόσα σημεία της θεολογίας έχει αναγραφεί ότι ο Θεός μάς κατέστησε κοινωνούς της θεότητός του. 

Περί δε της βασιλείας πάλι, ποιος αγνοεί «την ελπίδα τής κλήσεως ημών», ότι «εάν συμπάσχουμε και θα συμβασιλεύουμε», και ότι «θα γίνουμε κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Χριστού»; Μήπως του Χριστού η βασιλεία είναι άλλη από την (βασιλεία) του Θεού; Ή η βασιλεία των ουρανών είναι άλλη από την βασιλεία του Χριστού; Και όμως και αυτή ανήκει στους υπό του Κυρίου μακαριζομένους πτωχούς. Άκου λοιπόν και τον σοφό στα θεία Μάξιμο που λέγει˙ «η βασιλεία του Θεού είναι πράγμα υπεραιώνιο˙ διότι δεν είναι επιτρεπτό να φθάνεται υπό αιώνων ή χρόνων η βασιλεία του Θεού. Πιστεύουμε δε ότι αυτή είναι η κληρονομιά των σωζομένων» την οποίαν αλλού λέγει, «των προσόντων του Θεού φυσικώς κατά χάριν μετάδοσιν», αλλού δε πάλι «το είδος αυτό της θεϊκής ωραιότητας». 

Θέλεις να μάθεις και περί της αγιότητος, πώς οι αγιασμένοι μετέχουν αυτής της (αγιότητος) του Θεού; Άκουσε τον μέγαν Βασίλειο˙ «όπως ο σίδηρος, ευρισκόμενος στο μέσον του πυρός, την μεν ιδιότητα του σιδήρου δεν χάνει, πυρακτωθείς δε δια της σφοδρότατης επαφής με το πυρ και προσλαμβάνοντας όλη την φύσιν του πυρός, μεταβάλλεται προς το πυρ και κατά το χρώμα και κατά την ενέργεια, έτσι και οι άγιες δυνάμεις εκ της κοινωνίας προς το φύσει άγιον έχουν τον αγιασμό προχωρημένο ήδη δι’ όλης της υποστάσεώς των και συμπεφυσιωμένο (συγκεκραμένο) με αυτήν. Η διαφορά τους δε με το Άγιο Πνεύμα είναι αυτή, ότι σε αυτό μεν η αγιωσύνη είναι φυσική, σε αυτές δε το αγιάζεσθαι είναι εκ μετουσίας».

21. Αλλά ο άγιος Μάξιμος ονόμασε αυτά και έργα, επειδή για την κτίση ήταν απαραίτητα θέλησις και πρόγνωσις, προορισμοί και πρόνοια ενεργουμένη, πέραν δε αυτών επίσης και αρετή και τα παρεπόμενα σε αυτήν, καθ' όσον αυτά ήσαν ενεργά και πριν από την κτήσιν, ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή κατά τον κατάλληλο καιρό. Ότι δε υπάρχουν θείες ενέργειες και προ της κτίσεως, των οποίων υπέρκειται ο Θεός άκουσε τι λέγει ο μέγας Βασίλειος αναπτύσσοντας το θέμα περί του Αγίου Πνεύματος˙ «πώς τάχα θα εννοήσουμε τα επέκεινα των αιώνων, ποιες ήσαν οι ενέργειες αυτού προ της νοητής κτίσεως, πόσες δε οι απ' αυτού χάριτες για την κτίσιν, ποια τέλος η προς τους επερχομένους αιώνες δύναμις; Πράγματι το Πνεύμα υπήρχε και προϋπήρχε και συνυπήρχε με τον Πατέρα και τον Υιόν προ των αιώνων. Ώστε και αν εννοήσεις κάτι πέρα (επέκεινα) των αιώνων, και τούτο είναι κατώτερο από το Πνεύμα». 

Ως ενέργειες του Θεού λοιπόν προ των αιώνων εννοούμε την ζωή, την αθανασία, την απλότητα, την απειρία και γενικώς όσα ο Αθανάσιος χαρακτηρίζει ως φύσει περί τον Θεόν· διότι πράγματι λέγει, «να μη συμβεί να πω κάτι επίκτητο επί του Πνεύματος˙ διότι ούτε το άγιον ούτε το άφθαρτον ούτε το αγαθόν ούτε τίποτε άλλο από τα περί τον Θεόν παρατηρούμενα λέγω ότι είναι επίκτητο επί του Αγίου Πνεύματος, άλλα λέγω ότι τούτο είναι φύσει άγιον, φύσει αγαθόν, φύσει αθάνατον». Αυτά ο σοφός  Μάξιμος αποκάλεσε έργα του Θεού και είπε ότι υφίστανται φύσει περί τον Θεόν. Θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς ομωνύμως έργα και τις ενέργειες, επειδή και ο πολύς στα θεία Δαμασκηνός λέγει, «καλείται και η ενέργεια ενέργημα και το ενέργημα ενέργεια». Ότι άλλο είναι δύναμις και ενέργεια και έτερο ουσία και φύσις, άκουσε να το λέγει σαφώς ο ίδιος˙ «πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενεργητικόν. Ενέργεια δηλαδή είναι η δραστική και ουσιώδης κίνησις της φύσεως, ενεργητικόν δε η φύσις από την οποία προέρχεται η ενέργεια».

3. Πράγματι ο Θεός είναι μη έν και κατά υπεροχήν, καθ' όσον είναι υπεράνω του ενός και ορίζει αυτό τούτο το έν. Είναι δε επίσης μη έν και ως διαιρούμενον, καθ’ ό­σον o ένας Θεός διαιρείται σε τρεις τέλειες υποστάσεις· διότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι δια­κεκριμένα πρόσωπα της μιας θεότητος, χωρίς έτσι να εισάγεται καμμία αντιστροφή ή κάποια κοινότης. Είναι δε πάλιν εκτός τούτου και κάτι το διακεκριμένο η κατά τα ανθρώπινα πλήρης και αναλλοίωτος ύπαρξις του Ιη­σού. Αυτός δηλαδή ο ένας Θεός, ο προσκυνούμενος σε τρεις υποστάσεις και μία ουσία αμερώς και αμερίστως, διαιρείται σε διαφόρους ενέργειες. Κατά τον θειο Μάξιμο «ο Θεός λέγεται ότι πληθύνεται διά του καθ' έκα­στον προς παραγωγήν των όντων βουλήματος πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους». Και κατά τον απόστολον, «σε άλλον μεν δίδεται διά του πνεύματος λό­γος σοφίας, σε άλλον δε κατά το ίδιον πνεύμα λόγος γνώσεως, σε άλλον δε πίστις, σε άλλον δέ κατά το ίδιον πνεύμα χαρίσματα ιαμάτων». Επομένως κατά τον μέγαν Διονύσιον, εάν «θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, δηλαδή ενέργεια, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει εαυτήν υπερηνωμένως, ενωμένες μεν είναι κατά την θεία διάκρισιν οι άσχετες μεταδόσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», «διακρίνονται δε και κατά την αγαθοπρεπή ταύτη πρόοδον τα ιδιώματα της ανθρωπικής θεουργίας του Ιησού∙ διότι σε αυτά κατά κανένα τρόπον δεν μετέχει ο Πατήρ και το Πνεύμα, εκτός μόνον της ευδοκίας και φιλανθρωπίας και όλων όσα έπραξε ως Θεός». Εάν λοιπόν «εμείς σπεύδουμε και να ενώνουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγο, όπως τα ίδια τα θεία ενώνονται και διακρίνονται», πρέπει να ομολογούμε ότι άλλο είναι ουσία επί του Θεού, άλλο δε υπόστασις δηλαδή πρόσωπον, μολονό­τι είναι ένας Θεός προσκυνούμενος σε μίαν ουσία και τρεις υποστάσεις· και άλλο μεν ουσία, άλλο δε πρόοδος δηλαδή ενέργεια ή θέλημα επί Θεού, μολονότι ένας Θεός είναι, ενεργής και θελητικός. Αλλά όπως ο λέγων αυτόν θελητικόν δηλώνει ότι έχει θέλημα, έτσι και ο αποκαλέσας αυτόν ενεργή υποδηλώνει ότι έχει ενέργειαν. Όποιος δε ισχυρίζεται ότι ο ενεργής είναι άμοιρος ενεργείας, είναι φανερό ότι θεωρεί αυτόν ανενέργητον, αποδίδοντας σε αυτόν το ενεργές ως γυμνόν ήχον λόγου∙ διότι, λέγει, «δεν είναι δυνατόν να ενεργεί χωρίς φυσική ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ουσία και φύσιν».

9. Όχι μόνον η πρόγνωσις και η θέλησις, ως φυσικές ενέργειες του Θεού, είναι άκτιστες και άναρχες χωρίς να είναι ουσίες, αλλά και όλα τα επόμενα (συνακόλουθα) της θείας φύσεως, και συνυπάρχουν με αυτή και δεν είναι φύσεις και άναρχα είναι και σύνθεση καμμία δεν φέρουν σε αυτήν, όπως άκουσες προηγουμένως. Προς τούτοις δε «η μεν υπερούσιος ουσία του Θεού είναι ανώνυμος ως ανεκφώνητος και υπερβαίνουσα και κάθε σημασία δυναμένη να δηλωθεί διά της φωνής, όνομα δε τίθεται εις εκάστην των ενεργειών». Διά τούτο στερούμενοι κυρίου ονόματος δια την υπερουσιότητα εκείνην, χαρακτηρίζουμε αυτήν από τις ενέργειες. Επιπλέον δεν είναι ποτέ δυνατό να λεχθεί φύσις φυσική και ουσία ουσιώδης· οι δέ ενέργειες του Θεού λέγονται από τους άγιους φυσικές και ουσιώδεις· πράγματι ο θείος Μάξιμος λέγει ότι «πάντα όσα έχει ο Θεός, τα έχει εκ φύσεως και όχι επίκτητα»· και πάλι, «αν αναιρεθεί το φυσικό θέλημα και η ουσιώδης ενέργεια, δεν θα υπάρξει ούτε Θεός ούτε άνθρωπος». Επομένως ελέγχονται σαφώς αυτοί που μας κατηγορούν ως άθεους δια το άκτιστο και ουσιώδες της θείας ενεργείας καθως περιπίπτουν οι ίδιοι σε δεινή αθεΐα, ως αθετούντες την ενέργεια ταύτη.

10. Αλλά οι πατέρες λέγουν και φυσικά ιδιώματα τις ενέργειες. Διότι κατά τον εκ Δαμασκού θεολόγο ομολογούμε ότι ό Χριστός έχει κατάλληλα στις δύο φύσεις ιδιώματα, «διπλά τα φυσικά ιδιώματα των δύο φύσεων, και δύο φυσικές θελήσεις, την θεία και την ανθρώπινη, και δύο φυσικές ενέργειες, την θεία και την ανθρώπινη, και δύο αυτεξούσια φυσικά, το θείο και το ανθρώπινο, και σοφία και γνώση επίσης θεία και ανθρώπινη». Δεν θα ήταν ποτέ δυνατό λοιπόν να λεχθούν φύσεις τα φυσικά ιδιώματα, όπως ούτε υποστάσεις τα υποστατικά, τα οποία είναι πολλά περί εκάστην υπόστασιν. Ακόμη εκ της ουσίας προέρχεται η ενέργεια, αλλά όχι εκ της ενεργείας η ουσία. Και η μία μεν είναι αιτία, η δε άλλη αιτιατή, η μία αυθυπόστατος, η δε άλλη καθ' εαυτήν ανυπόστατος· διότι όλες οι ενέργειες είναι περί (γύρω από) την υπερουσιότητα εκείνη. Πράγματι ό,τι λέγεται περί Θεού, τονίζει ο θείος Γρηγόριος Νύσσης, είτε από ανθρώπινη συνήθεια είτε από την αγία Γραφή, υποδηλώνει κάτι γύρω από αυτήν την υπερουσιότητα. Γύρω δε από αυτήν είναι τα πάντα, όχι μόνον τα υπό χρόνον, άλλα και τα υπεραιωνίως νοούμενα θεοπρεπώς επί του Θεού, των οποίων, λέγει ο μέγας Αθανάσιος, «μη γένοιτο να είπω κάτι επίκτητον επί του Πνεύματος». Και πάλιν, «επί του Θεού το Ών και το Θεός και το υπερούσιος και το άπειρος και τα τοιαύτα καλούμε προσηγορίες (ονομασίες), οι οποίες είναι μεν εμφαντικές μερικών από τα θεωρούμενα (παρατηρούμενα) γύρω από αυτόν, δεν είναι όμως δηλωτικά κανενός από τα κατά την ουσίαν και φύσιν αυτού». Ακόμη, «κατ’ ουσίαν μεν ο Θεός είναι αμέθεκτος, κατά δε την θεοποιόν χάριν και ενέργειαν, η οποία και δόξα Θεού καλείται και μετέχεται και βλέπεται από τους αξίους».

37. Αλλά πάλι ακούοντας ανώτερα και κατώτερα, μην εκλάβεις εκ νέου πολλούς θεούς· διότι τούτο συμβαίνει στους λέγοντες πολλές θείες ουσίες υπερκείμενες και υφείμενες, όπως γράφει ο μέγας Διονύσιος· «Θεόν δε ανούσιον ούτε κατά διάνοιαν δεν είναι δυνατόν να πλάσει κανείς». Επειδή λοιπόν οι ενέργειες αυτές δεν είναι αυθυπόστατοι, αλλά δυνάμεις δηλωτικές της υπάρξεως του Θεού, δεν υπάρχει εξ αιτίας αυτών άλλος δεύτερος Θεός

Δεν υπάρχουν σχόλια: