Συνέχεια από: Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022
Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας
Κεφάλαιο 2: Ο Πετράρχης και η επινόηση της ατομικότητας γ
Η αναζήτηση του εαυτού
«Το μυστικό μου» αποκλήθηκε ως η «δηκτική αυτό-εξέταση που έκανε ποτέ άνθρωπος». Είναι γραμμένο ως τρεις εξομολογητικοί διάλογοι μεταξύ του Πετράρχη και του Αυγουστίνου. Ο πρώτος διάλογος ξεκινά με τη δήλωση του Αυγουστίνου, πως ο Πετράρχης πρέπει πάνω απ´ όλα να θυμηθεί πως είναι θνητός, καθώς «δεν υπάρχει αμφιβολία, πως το να θυμάται κανείς την μιζέρια του και διαλογίζεται περί του θανάτου, είναι η ασφαλέστερη βοήθεια στο να νικήσει κανείς τα θέλγητρα του κόσμου, και στο να ορίζει την ψυχή εν μέσω των καταιγίδων και πειρασμών του. Αυτός είναι ο θρίαμβος του θανάτου επί των παθών τα οποία αναφέραμε πιο πάνω. Διαβεβαιώνει όμως, πως ο Πετράρχης, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει το θάνατο με τη δέουσα σοβαρότητα, και ξεγελά διαρκώς τον εαυτό του περί του εαυτού του, προσκολλημένος θεληματικά στις μιζέριες του. Το υπόλοιπο του πρώτου διαλόγου τονίζει ιδιαιτέρως την επανορθωτική δύναμη της βούλησης. Η γνώση, όπως τονίζει επανειλημμένα ο Αυγουστίνος είναι ανεπαρκής για να μεταφέρει την ηθική μεταρρύθμιση: «Πρέπει να υπάρχει βούληση, και η βούληση αυτή πρέπει να είναι ισχυρή και σοβαρή, ώστε να αξίζει να ονομάζεται σκοπός». Το αγαθό μπορεί να αγαπηθεί αληθινά μόνο εάν ο Πετράρχης απορρίψει κάθε κατώτερη επιθυμία, και μόνο ο βαθύς διαλογισμός πάνω στο θάνατο καθιστά δυνατή μια τέτοια κάθαρση.
Στο δεύτερο διάλογο, η ηθική του Πετράρχη αξιολογείται με όρους των παραδοσιακών εφτά θανάσιμων αμαρτιών. Ενώ απαλλάσσεται από τον φθόνο, την οργή και την λαιμαργία, κατηγορείται προς έκπληξη του για υπερηφάνεια και φιλαργυρία, και αυτό που δεν τον εκπλήσσει είναι η κατηγορία για φιληδονία και μελαγχολία (ακηδία). Σε αντίθεση προς τον πρώτο διάλογο, ο δεύτερος εστιάζεται στις αστοχίες του νου και όχι της βουλήσεως. Στο διάλογο αυτό όμως, ο Αυγουστίνος χαλαρώνει την ηθική του αυστηρότητα, και λέει πως δεν ήθελε να επιβάλει στον Πετράρχη την στωική εγκράτεια, αλλά μόνο ένα είδος περιπατητικής μετριοπάθειας. Λέγοντας αυτό, ο διάλογος κλείνει με την χαρακτηριστική στωική τοποθέτηση, πως η ψυχή που είναι μακάρια και ήσυχη στον εαυτό της δε θα επηρεαστεί από τις μέριμνες του κόσμου.
Ο τρίτος διάλογος είναι μια διαπραγμάτευση των δυο πιο ισχυρών παθών του Πετράρχη, του έρωτα και της δόξας. Ο έρωτας του για τη Λάουρα χαρακτηρίζεται ως μια μορφή ειδωλολατρίας, που του κλέβει την αξιοπρέπεια και την ελευθερία, εντείνει την μελαγχολία του, υποσκάπτει τα ήθη του, στρέφει την επιθυμία του από το Δημιουργό προς το δημιούργημα. Όπως είδαμε στη συζήτηση για το βιβλίο ασμάτων, ο ανθρώπινος εαυτός και ο Θεός ξεχνιούνται μέσα σε ένα τέτοιο έρωτα. Η δόξα θεωρείται επίσης μια εσφαλμένη μορφή αθανασίας, αλλά ο Πετράρχης είναι ανίκανος ή δεν είναι διατεθειμένος να την απορρίψει. Συμφωνεί όμως, να ακούσει τη συμβουλή του Αυγουστίνου, και να βάλει ως σκοπό την αρετή, αφήνοντας τη δόξα να φροντίσει η ίδια για τον εαυτό της.
Το μονοπάτι αυτό προς την αρετή δεν βρίσκεται στη σχολαστική εξέταση της θέσης του ανθρώπου μέσα στη φυσική τάξη των πραγμάτων, αλλά στην ενδοσκοπική εξέταση του ατομικού εαυτού. Η εξέταση αυτή, τουλάχιστον στο «Μυστικό μου» επιτυγχάνεται μέσω ενός εσωτερικού, φανταστικού διαλόγου με ένα πνευματικό μέντορα, στην προκειμένη περίπτωση ένας φίλος τον οποίο ο Πετράρχης γνώριζε μόνο μέσα από τα βιβλία, αλλά στον νου τού Πετράρχη είναι οπωσδήποτε ένας φίλος. Ο εαυτός λοιπόν δεν κατανοείται άμεσα, αλλά μέσω διαλόγου ή συζήτησης. Η αυτογνωσία λοιπόν έρχεται βλέποντας τον εαυτό με τα μάτια κάποιου άλλου, αλλά κάποιου που είναι με ένα τρόπο επίσης ένας άλλος εαυτός. Ένας τέτοιος διάλογος, όπως επισημαίνει ο Πετράρχης αργότερα στις «Θεραπείες» (De remediis), «θα σου αποκαλύψει τον εαυτό σου, ο οποίος ενώ βλέπει όλα τα πράγματα δεν βλέπει τον εαυτό σου.» Σκοπός μιας τέτοιας αποκάλυψης δεν είναι απλώς κατανόηση του εαυτού, αλλά αυτό-βελτίωση και αυτό-τελειότητα.[Ο ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΕΝΔΟΜΥΧΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΠΟΥ ΕΠΙΝΟΗΣΕ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ]
Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν συγκρίνουμε «Το Μυστικό μου» με το προφανές υπόδειγμα του, τις «Εξομολογήσεις» του Αυγουστίνου. Στις «Εξομολογήσεις» ο Αυγουστίνος μιλά απευθείας στο Θεό, γυμνώνει την ψυχή του σε κάποιον που την γνωρίζει ήδη σε βάθος, με την ελπίδα της συγχώρεσης και άφεσης των αμαρτιών του. Στο «Μυστικό μου», ο Πετράρχης μιλά σε ένα άνθρωπο που έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό, ο οποίος φυσικά δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν, με σκοπό όχι να κερδίσει τη συγχώρεση, αλλά να θεραπεύσει τον εαυτό του. Δεν ρίχνει τον εαυτό του στην φιλανθρωπία του Θεού, αλλά ελπίζει πως μέσω του φανταστικού θεραπευτικού διαλόγου να ελευθερώσει τον εαυτό του από τα πάθη που τον παρέσυραν και τον σκλάβωσαν. Ο σκοπός του δεν είναι η άφεση, αλλά η τελείωση του εαυτού, και ελπίζει να το επιτύχει αυτό όχι δια της χάριτος, αλλά δια της ανθρώπινης βουλήσεως. Στο κέντρο του «Μυστικού μου» λοιπόν δεν βρίσκεται ο Θεός, αλλά το ιδεώδες μια αδιαφοροποίητης ηθικής τελειότητας, που είναι οντολογικά πλατωνική και ηθικά στωική. Επιπλέον, ο Αυγουστίνος που εμφανίζεται εκεί μοιάζει περισσότερο στον Σενέκα, παρά στον Αυγουστίνο που έγραψε τις «Εξομολογήσεις» και την «Πολιτεία του Θεού».
Η ανωτερότητα του ιδιωτικού βίου
Στο τέλος του έργου «Το μυστικό μου», ο Πετράρχης υπόσχεται στον Αυγουστίνο: «Θα είμαι αληθινός προς τον εαυτό μου, όσο εξαρτάται από εμένα. Θα μαζέψω τον εαυτό μου και θα συμμαζέψω τον νου μου, και θα κάνω το μεγάλο εγχείρημα για να κατέχω την ψυχή μου με υπομονή». Προβλέπει όμως, πως θα αποσπαστεί από το σκοπό του λόγω του πλήθους των σημαντικών κοσμικών υποθέσεων. Η ενάρετη ζωή, όπου μένει κανείς αληθινός προς τον εαυτό του απαιτεί την απομάκρυνση από την πίεση της καθημερινής ζωής. Ο Πετράρχης εξηγεί και δικαιολογεί την απομάκρυνση αυτή στο έργο του «Ο μονήρης βίος» (1346-56). Στο έργο αυτό, γραμμένο κατά τα χρόνια της πανώλης, τοποθετεί ένα μονοπάτι μεταξύ της vita activa της κλασικής αρετής, την οποία σκιαγράφησε στο έργο του «Africa», και της vita contemplativa του μοναχισμού, που αποσύρει τον εαυτό του από κάθε αλληλεπίδραση με τους άλλους. Το μονοπάτι αυτό είναι στην ουσία η σύλληψη αυτού που φτάσαμε να θεωρούμε ως ιδιωτικό βίο, που ελευθερώνει από τα βάρη των δημόσιων υποθέσεων, όχι από μίσος για τον άνθρωπο ή από αγάπη για το Θεό, αλλά για να μπει κανείς στη ζωή της μελέτης, διαβάζοντας και γράφοντας, περιβαλλόμενος από φίλους και χωρίς τα ενοχλητικά πάθη του κόσμου.
Ο Πετράρχης δηλώνει χωρίς περιστροφές στο «Ο μονήρης βίος», πως ο δημόσιος βίος είναι ασύμβατος προς την αρετή. Στην καρδιά του ισχυρισμού αυτού βρίσκεται η πεποίθηση του, πως η κοινωνική ζωή κυριαρχείται από τις γνώμες και τις αξίες της πλειοψηφίας, που είναι όλοι ανεξαιρέτως σκλάβοι των παθών τους. Ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία λοιπόν δεν είναι ένα ελεύθερο ον που αναζητά το καλό για τον εαυτό του, αλλά σκλάβος που επιθυμεί τον έπαινο και φοβάται τον ψόγο τον άλλων, και που θέλει μόνο αυτό που θέλουν οι άλλοι.
Αυτοί που εμπλέκονται στις δημόσιες υποθέσεις, «κυριαρχούνται από τη δύναμη της επιδοκιμασίας των άλλων, και μαθαίνουν τι πρέπει να κάνουν από το βλέμμα των άλλων. Δε δηλώνουν τίποτα για δικό τους. Το σπίτι τους, ο ύπνος τους, το φαγητό τους, δεν είναι δικά τους, και το πιο σοβαρό, η διάνοια τους δεν είναι δική τους, το πρόσωπο τους δεν είναι δικό τους. Δεν θρηνούν και δε γελούν κατά τις προσταγές της φύσεως τους, αλλά απορρίπτουν τα συναισθήματα τους, για να βάλουν αυτά των άλλων. Εν τέλει, κάνουν τις δουλειές άλλων, σκέφτονται τις σκέψεις άλλων, ζουν με την χάρη κάποιου άλλου».
Μέσα στην πλειοψηφία λοιπόν, ακολουθεί απλώς ο ένας τον άλλο, που σημαίνει πως κυριαρχούνται από κατώτερες επιθυμίες και καθιστούν την ικανοποίηση των επιθυμιών αυτών αντικείμενο επαίνου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αρετή είναι αδύνατη και ο άνθρωπος γίνεται απαραίτητα κακός, θήραμα του φθόνου και της μνησικακίας. Η καρδιά του πολύ απασχολημένου ανθρώπου είναι πλήρως προσκολλημένη στην προδοσία, και καθίσταται επιζήμια, ασταθής, άπιστη, άστατη, βίαιη και αιματηρή.
Η διανοητική ζωή επίσης εξαφανίζεται από την δημόσια σφαίρα, καθώς η δημόσια ζωή είναι αφιερωμένη στην καλλιέργεια περιουσιών και όχι διανοιών. Οι διάνοιες στην πραγματικότητα νεκρώνονται κάτω από αυτές τις συνθήκες από τη μανία για ομιλία, θόρυβο και ταραχή. Ο Πετράρχης παραδέχεται πως υπάρχουν κάποιοι άγιοι ενεργοί άνδρες (όπως ο Σκιπίων), αλλά πιστεύει πως είναι πολύ λίγοι και πως δεν είναι ευτυχισμένοι. Κατά τη γνώμη του, ένα ευγενές πνεύμα δε θα βρει ποτέ ησυχία στο Θεό ή μέσα στον εαυτό του και στις ιδιωτικές του σκέψεις, ή σε κάποια διάνοια ενωμένη με αυτό δια μιας ισχυρής συμπάθειας.
Μόνο μέσα στην ιδιωτική ζωή, σε αυτό που Πετράρχης ονομάζει απομόνωση, μπορεί ο άνθρωπος να είναι αληθινός στον εαυτό του και να απολαμβάνει την ατομικότητα του. Η ιδέα αυτή είναι μια θεμελιώδης απομάκρυνση από την μεσαιωνική παράδοση. Ο Σχολαστικισμός δεν αντιλαμβανόταν τον άνθρωπο στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα του, αλλά ως είδος, ως λογικό ζώο. Η ευτυχία για τον Σχολαστικισμό συνίσταται στην διατήρηση των φυσικών δυνατοτήτων και την εκπλήρωση των υπερφυσικών υποχρεώσεων. Ο Ockham και οι νομιναλιστές απέρριπταν την άποψη αυτή, λέγοντας πως όλα τα όντα είναι θεμελιωδώς ατομικά, δημιουργημένα απευθείας από τον Θεό. Δεν υπάρχουν επομένως τα καθόλου ή τα είδη, και όλα τα υποτιθέμενα είδη είναι απλώς ονόματα ή σημεία. Ο Πετράρχης είχε παρόμοιες αμφιβολίες, για το αν ο άνθρωπος μπορούσε να κατανοηθεί ως είδος. Σε μια επιστολή του προς τον αδελφό του Gherardo, γράφει, πως «οι ανθρώπινες τάσεις συγκρούονται όχι μόνο στον άνθρωπο εν γένει, αλλά και στο άτομο: το εξομολογούμαι, και δεν μπορώ να το αρνηθώ, καθώς γνωρίζω καλά τον εαυτό μου και άλλους, και καθώς συλλογίζομαι το ανθρώπινο είδος σε ομάδες και μεμονωμένα. Τι μπορώ στ’ αλήθεια να πω για όλους τους ανθρώπους, ή ποιος μπορεί να απαριθμήσει τις άπειρες διαφορές που χαρακτηρίζουν τους θνητούς, ώστε να φαίνεται πως δεν ανήκουν σε ένα είδος, ούτε σε ένα τύπο;».Η διαπίστωση αυτή περί της θεμελιώδους ατομικότητας των ανθρώπινων όντων διαμορφώνει την σκέψη του Πετράρχη. Έχουμε ήδη μελετήσει τις προσπάθειες του να σκιαγραφήσει τον εαυτό του στο «Βιβλίο ασμάτων» και στο «Το μυστικό μου», ως συγκεκριμένο άτομο με όλες του τις ιδιοσυγκρασίες. Ο Gustav Körting ισχυρίζεται, πως η έμφαση αυτή στην προσωπικότητα σηματοδοτεί την οριστική ρήξη με τον Μεσαίωνα. Ο Erich Loos εισηγείται πως ο Πετράρχης είναι ένας μάρτυρας της νέας αντίληψης της σημασίας του ατόμου ως αναντικατάστατης προσωπικότητας. Η αυτοπροβολή του στο γραπτό του έργο είναι ένα παράδειγμα της ανάπτυξης και έκφρασης του χαρακτήρα που ο Πετράρχης έχει στο μυαλό του. Για να γνωρίζει κανείς πως πρέπει να ζει, είναι ουσιαστικό να γνωρίζει ποιος είναι. Δεν αποζητά τότε να θέσει κανόνα για τους άλλους, αλλά μόνο να αποκαλύψει τις αρχές της δικής του διάνοιας. Η ζωή του τον προσελκύει ως κάτι το άκρως επιθυμητό, αλλά αυτό δεν τον κάνει να την προτείνει προς γενική μίμηση. Είναι βασικό για κάθε άνθρωπο να αποφασίσει σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, καθώς είναι αδύνατο ένας μόνο δρόμος να ταιριάζει σε όλους τους ανθρώπους.
Ο Πετράρχης δεν εννοεί πως ο καθένας πρέπει απλά να ακολουθεί τις διαθέσεις του: «Κάθε άνθρωπος πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν τις προδιαθέσεις με τις οποίες τον προίκισε η φύση και το καλύτερο το οποίο ανέπτυξε μέσω συνήθειας ή εξάσκησης». Στο σχέδιο να μεταρρυθμίσουμε τη ζωή μας δεν πρέπει να μας καθοδηγούν παθητικές επιθυμίες, αλλά ο χαρακτήρας και οι προδιαθέσεις μας. Είναι λοιπόν απαραίτητο, ο άνθρωπος να είναι ιδιαίτερα ειλικρινής και ακριβής στην κρίση του εαυτού του, και να αποφεύγει τους πειρασμούς των ματιών και των αυτιών. Αυτό θέλει απλώς να πει, πως ο κάθε άνθρωπος πρέπει να περάσει από εκείνο το είδος αυτοεξέτασης που παρουσιάζεται στο «Το μυστικό μου». Έτσι και φτάσει κανείς στον πάτο του εαυτού του, και συλλάβει την ιδιαίτερη του φύση, με όλα τα ελαττώματα της, αυτός ή αυτή πρέπει να ακολουθήσει το μονοπάτι των απαιτήσεων αυτής της φύσης. Ο Πετράρχης το θέτει ως εξής: «Κάθε πρόσωπο, είτε άγιος, είτε στρατιώτης, είτε φιλόσοφος, ακολουθεί μια ακαταμάχητη κλήση της φύσεως του».
Κατά την άποψη του βέβαια, δεν το κάνουμε γενικώς, επειδή δεν καθοδηγούμαστε από την κρίση μας, αλλά από τις απόψεις του πλήθους. Η διαταραχή αυτή της κρίσεως είναι ο μεγάλος κίνδυνος, που καθιστά απαραίτητη την ιδιωτική ζωή ή την απομονωμένη ζωή. Ανεξαρτησία του πνεύματος είναι δυνατή μόνο στην απομόνωση, ιδιωτικά, μακριά από το πλήθος, μακριά από την πολιτική. Μόνο εκεί είναι δυνατόν «να ζήσεις σύμφωνα με την ευχαρίστηση σου, να πας όπου θέλεις, να μείνεις όπου θέλεις…να ανήκεις στον εαυτό σου σε όλες τις εποχές, και όπου και να είσαι, να είσαι με τον εαυτό σου, μακριά από το κακό, μακριά από παραδείγματα κακεντρέχειας.
Ο προηγούμενος στοχασμός του Πετράρχη (και ο μεταγενέστερος στις «Θεραπείες») χρωστάει σαφώς πολλά στον Στωικισμό. Η μεγάλη έμφαση που δίνει στην αρετή και η γενική περιφρόνηση της απόλαυσης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Κικέρωνα και τον Σενέκα. Η θέση όμως την οποία εκφράζει στο έργο «Ο μονήρης βίος» στηρίζεται στον ίδιο βαθμό και στον Επίκουρο. Ο Πετράρχης χρησιμοποιεί ακόμα και τη διάσημη εικόνα του πύργου, για να περιγράψει τη σχέση που προσλαμβάνει ο σοφός προς τον κόσμο. Το ιδεώδες του Επίκουρου, της απόσυρσης από την κοινωνία στον φιλοσοφικό κήπο, συνδυάζεται βέβαια με την έμφαση στην ηθική αυτονομία και την αρετή όπως την εννοεί ο ρωμαϊκός στωικισμός. Η έννοια της ψυχικής και ηθικής αυτάρκειας δεν ταυτίζεται με την στωική έννοια. Ο Στωικισμός δεν αναγνώρισε ποτέ την έννοια της θεμελιώδους ατομικότητας. Το ύψιστο μοντέλο ανθρώπινης ζωή για τον Στωικισμό είναι ο σοφός. Κάθε άλλος έχει την υποχρέωση του αναλόγως της θέσης του στην κοινωνία. Ο Πετράρχης βέβαια θεωρεί πως ο ιδιώτης αποδέχεται και ζει σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία της ύπαρξης του. Με τον τρόπο αυτό, ο Πετράρχης όχι μόνο τιμά την ατομικότητα, αλλά διαβεβαιώνει, όπως το θέτει ο Zeitlin, πως έχουμε το δικαίωμα στην έκφραση της ατομικότητας μας, το δικαίωμα της ανθρώπινης προσωπικότητας να εκφράσει και να πραγματώσει τον εαυτό της σύμφωνα με τις ατομικές της ποιότητες, το δικαίωμα του συγκεκριμένου ατόμου να ρυθμίσει τη ζωή του σύμφωνα με την κλίση και τη διάθεση με την οποία τον προίκισε η φύση, και χωρίς αναφορά στα όσα λένε οι άλλοι άνθρωποι γι’ αυτόν. Ο Πετράρχης μας λέει λοιπόν, πως ενώ θαυμάζει τον Κικέρωνα περισσότερο από κάθε άλλο στοχαστή, δεν τον μιμείται, καθώς δε θέλει να είναι μιμητής κανενός. Ο Πετράρχης θέλει να είναι ο εαυτός του και να απολαμβάνει την ύπαρξη του, και η νομιμοποίηση αυτής της επιθυμίας -μη αντέχοντας στις διαμαρτυρίες του Πετράρχη-οφείλει στον Επικουρισμό περισσότερα απ’ όσα στον Στωικισμό.
Επιπλέον, η έννοια της ατομικότητας έχει σημαντικές συνέπειες για την πραγματοποίηση της αρετής, πράγμα που θέτει σε αμφιβολία την προσκόλληση του Πετράρχη στον Στωικισμό. Κατά πρώτον, είναι σαφές πως η αρετή, όπως γίνεται κατανοητή στο έργο αυτό, δεν μπορεί να παραχθεί από πολιτικά ιδρύματα ή από κάποιο σύστημα παιδείας ή άσκησης, καθώς οι για το κάθε πρόσωπο μοναδικές δυνατότητες και ταιριαστές αρετές, μπορούν να γίνουν γνωστές δια της ενδοσκοπικής αυτό-εξέτασης. Κατά δεύτερον, αυτοί που ζουν στην κοινωνία δεν μπορούν να υπερβούν τις κατώτερες ορμές τους, καθώς είναι διαρκώς αποσπασμένοι από τους σκοπούς τους εξαιτίας των επαίνων και κατηγοριών των άλλων. Έτσι λοιπόν η άκρατη επιθυμία για δόξα (άλυτο πρόβλημα στο «Το μυστικό μου») μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την απόσυρση από τον ενεργό βίο και με την κατάλληλη χρήση της άνεσης. Μόνο κατ’ ιδίαν θα είναι δυνατόν να κερδίσουμε τον πόλεμο κατά των παθών μας, «να διώξουμε το κακό έξω από τα σύνορα μας, να τρέψουμε τις ηδονές σε φυγή, να περιορίσουμε τις απαγορευμένες τάσεις μας, να τιμωρήσουμε την φιληδονία μας, να ανυψώσουμε τη διάνοια μας προς ανώτερα αντικείμενα. «Ας κυβερνήσει κάποιος την πολυπληθή πόλη και άλλοι το στρατό. Η πόλη μας είναι η διάνοια μας, στρατός μας είναι οι σκέψεις μας». Οι άνθρωποι παραμένουν έτσι πολιτικοί, μόνο και μόνο επειδή καθίστανται αυτάρκεις πόλεις, με νόμους και συνήθειες χαρακτηριστικές γι’ αυτούς.
Η απομόνωση την οποία προτείνει ο Πετράρχης δεν είναι μια μορφή αδράνειας, αλλά πνευματικής δραστηριότητας. Ο Σκιπίων χρησιμεύει και εδώ ως μοντέλο, ο Σκιπίων που ισχυρίστηκε, πως «ποτέ δεν ήταν λιγότερο αδρανής, παρά όταν βρισκόταν σε διακοπές, και ποτέ λιγότερο μόνος, παρά όταν ήταν μόνος». Ο Πετράρχης το θέτει ως εξής: «Οι διακοπές ορίστηκαν για το σώμα, όχι για τη διάνοια. Δεν αφήνω τη διάνοια να μείνει έρημη, εκτός και εάν μπορεί να αναβιώσει και να γίνει πιο γόνιμη κατά τη περίοδο της ξεκούρασης…Όχι μόνο διασκεδάζω, αλλά πονάω για να μαζέψω ευγενείς σκέψεις». Η ζωή αυτή είναι πάνω απ’ όλα αφιερωμένη στη μελέτη, με σκοπό όχι τη δόξα ή την αναγνώριση για τη μελέτη, αλλά την αυτοβελτίωση και αυτό-τελείωση. Ο Πετράρχης παραδέχεται λοιπόν πως δε θα μπορούσε να αντέξει την απομόνωση χωρίς το διάβασμα: «Απομόνωση χωρίς ανάγνωση είναι εξορία, φυλακή και βασανιστήριο. Δώσε υλικό για ανάγνωση και καθίσταται η χώρα σου, ελευθερία και απόλαυση». Η απομόνωση όχι μόνο βοηθά στο διάβασμα, αλλά προωθεί και τη σύνθεση, «καθώς δεν υπάρχει καλύτερος τόπος για ανάγνωση από την μοναξιά». Και πράγματι, μια τέτοια άνεση ή ελευθερία ήταν ανέκαθεν η πηγή των τεχνών. Ο μονήρης βίος είναι λοιπόν ιδανικός για την όσο το δυνατό πιο αληθινή ανθρώπινη ζωή, αυτή του φιλοσόφου, ποιητή, αγίου, και προφήτη.
Ο σκοπός αυτής της ζωής είναι να ξοδέψει χρόνο με συντροφιά ευγενείς σκέψεις, βιβλία που εμπνέουν, και αγαπητούς φίλους. Ο μονήρης βίος τον οποίο επαινεί ο Πετράρχης δεν είναι μια ζωή απομονωμένη όπως αυτή του μοναχού ή του ερημίτη, αλλά ιδιωτική ζωή ανάμεσα σε φίλους. «Καμιά μοναξιά δεν είναι τόσο βαθιά, κανένα σπίτι τόσο μικρό, καμιά πόρτα τόσο στενή, που να μην μπορεί να ανοίξει για ένα φίλο». Και πράγματι, η μοναξιά για τον Πετράρχη πλουτίζει με την παρουσία ενός φίλου. Διαβεβαιώνει ακόμα, πως προτιμά να στερηθεί τη μοναξιά παρά τους φίλους του. Ο μονήρης βίος για τον Πετράρχη δεν είναι και τόσο μοναχικός. Είναι μάλλον μια ιδιωτική συντροφιά όμοιων πνευμάτων. Όλα αυτά πάλι θυμίζουν τον κήπο του Επίκουρου. Αυτό ριζώνει επίσης βαθιά στην εμπειρία της ζωής του Πετράρχη, καθώς εργάστηκε σκληρά σε όλη του τη ζωή για να καλλιεργήσει και να διατηρήσει ένα μεγάλο κύκλο φίλων. Η φιλία για τον Πετράρχη σημαίνει πάντοτε συνομιλία, είτε πρόσωπο προς πρόσωπο, είτε γραπτώς. Και με τον τρόπο αυτό ο Πετράρχης μπορούσε να αποκαλεί φίλους του στοχαστές που είχαν από καιρό πεθάνει. Του μιλούσαν μέσα από τα βιβλία τους. Ο μονήρης βίος για τον Πετράρχη δεν είναι η σιωπή του μοναστηριού στην Charteuse (το οποίο είχε επιλέξει ο αδελφός του και ο Πετράρχης είχε επαινέσει στο έργο του «Θρησκευτική απόλαυση»), αλλά μια διαρκής συνομιλία με φίλους μέσω βιβλίων, μέσα στις επιστολές και στην φαντασία.
Η μοναξιά για τον Πετράρχη είναι πράγματι «κάτι ιερό, αθώο, αδιάφθορο, και το καθαρότερο από τα περιουσιακά στοιχεία του ανθρώπου». «Επομένως, είτε η επιθυμία μας είναι να υπηρετήσουμε το Θεό, που είναι η μοναδική ελευθερία και η μοναδική μακαριότητα, είτε να αναπτύξουμε το πνεύμα μας με ενάρετες πρακτικές, που είναι η επόμενη καλύτερη εφαρμογή της εργασίας μας, είτε να αφήσουμε την ανάμνηση μας μετά θάνατον μέσω στοχασμού και γραψίματος, και με τον τρόπο αυτό να σταματήσουμε την φυγή των ημερών και να επεκτείνουμε την πολύ σύντομη ζωή μας, είτε σκοπεύουμε να τα επιτύχουμε όλα μαζί, σε ικετεύω, ας κάνουμε τη φυγή μας μακράς διάρκειας, και ας ξοδέψουμε στην μοναξιά τον λίγο χρόνο που απομένει». Ο Πετράρχης γνωρίζει βέβαια, πως η μοναξιά δεν είναι για όλους. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν προτιμούν μια τέτοια ζωή. Ο Πετράρχης δηλώνει λοιπόν, πως θα ήταν χαρούμενος αν μπορούσε να πείσει λίγους να ακολουθήσουν το μονοπάτι αυτό και τους υπόλοιπους απλώς να βλέπουν με πιο φιλικό τρόπο τη μοναξιά.
Συνεχίζεται
Η ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΣ ΛΟΙΠΟΝ ΟΠΩΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΕΙ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου