Συνέχεια από Πέμπτη, 28 Ιουλίου 2022
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
24. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ( 7η συνέχεια )
Το Είναι είναι – όπως μας είπε η «αντίθεση» (144 Β) – «διασκορπισμένο», εφ’ όσον δεν λείπει από κανένα απ’ τα πράγματα που υπάρχουν («ουδενός αποστατεί»), και το Ένα είναι επίσης διαμερισμένο σε άπειρα θραύσματα, τόσα πολλά όσα και το όν, εφ’ όσον κάθε μέρος τού όντος αποτελεί «ένα» μέρος, παρίσταται («πρόσεστι») δηλ. σε κάθε μέρος το Ένα. Οπότε «εμφανίζεται» γρήγορα και το συμπέρασμα, ότι το Ένα είναι (ταυτόχρονα) Πολλά (144 Α – Ε). Πρέπει να ξαναθυμηθούμε λοιπόν εδώ εκείνες τις «απορίες» τού πρώτου διαλογικού μέρους, όπου το «Είδος» φαινόταν να διαμερίζεται («μεριστά τά είδη» - 131 C 5) και η (συμ)μετοχή σ’ αυτό καθίστατο ένα σωματικό, «χωροταξικό» συμβάν, που «αποξένωνε» απ’ τον εαυτό του το Είδος (131 Β κ.ε.). Ο Σωκράτης προσπάθησε, χωρίς όμως να το κατορθώση, να εμποδίση τότε, μέσα απ’ τις δικές του εικόνες για την «αδιαίρετη» μέρα (τη μέρα που δεν «διαχωρίζεται», παρ’ όλο που διαθέτει κι αυτή διάφορα «μέρη»), αλλά και τη σχέση ανάμεσα στο πρότυπο και την απεικόνισή του, τέτοιες παρερμηνείες. Και ο Παρμενίδης δείχνει μια διαλεκτική τώρα «λύση»· ή μάλλον «αντιλαμβάνεται», τόσο ο ακροώμενος Σωκράτης, όσο και ο αναγνώστης που προσπαθεί να σκεφτεί με σωκρατικό τρόπο, μια τέτοια λύση στη διαλεκτική τού Παρμενίδη, στο σημείο ακριβώς όπου η διαλεκτική αυτή «ακυρώνεται». Διαμοιράστηκε εδώ, αυτό που πρέπει να μείνη (ωστόσο) αδιαίρετο: το Ένα, και το Είναι· και γι’ αυτό οδηγηθήκαμε και σε τόσο ανόητα συμπεράσματα, παρερμηνεύοντας τη (συμ)μετοχή ως ένα «χωροταξικό», σωματικό φαινόμενο.
Πώς μπορεί όμως να υπάρχη σε κάθε ξεχωριστό πράγμα, χωρίς «να διαχωρίζεται» ωστόσο «απ’ τον εαυτό του», το «Είδος»; Αυτή ήταν και μια απ’ τις «απορίες» στον διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Παρμενίδη (131 ΑΒ). Ο Σωκράτης πρότεινε («προσέφερε») μιαν αλληγορική τότε λύση, παρομοιάζοντας το «Είδος» με την ημέρα. Κι ο ίδιος αντιλαμβάνεται μιαν εννοιολογική τώρα λύση στη διαλεκτική τού Παρμενίδη. Στη «θέση» αποδείχθηκε, ότι το Ένα δεν υφίσταται ούτε στον εαυτό του ούτε σε ένα Άλλο (138 ΑΒ)· και στην «αντίθεση», ότι υφίσταται τόσο στον εαυτό του όσο και σε ένα Άλλο (145 Β – Ε). Το οποίο σημαίνει, μεταφερμένο στο «Είδος», ότι πρέπει να θεωρήσουμε με τη «θέση», πως είναι καθαρό «Είδος και τίποτα άλλο» το «Είδος», κι ότι «εισέρχεται» σε ένα Άλλο, χωρίς να εξέρχεται ούτε να αποξενώνεται από τον εαυτό του γι’ αυτόν τον λόγο, με την «αντίθεση». Μόνον (ανα)γνωρίζοντας τον αυστηρόν, εκεί στη «θέση», «αποκλεισμό» τού «Είδους», μπορούμε να «διαφυλάξουμε» την είσοδό του, εδώ στην «αντίθεση», στα πράγματα που «μετέχουν»» σ’ αυτό, χωρίς να παραγνωρισθούν οι διαφορετικές βαθμίδες τάξεως «Είδους» και «φανέρωσης». Ώστε να διαφυλαχθή έτσι η «εμπειρικότητα», χωρίς να εγκαταλειφθή και η «μεταφυσικότητα» του Είδους.
Πώς μπορούμε να σκεφτούμε την «προτύπωση» του Είδους για τα συμμετέχοντα σ’ αυτό ξεχωριστά πράγματα, πώς την ομοιότητά τους μ’ αυτό, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε μια «διαμεσολάβηση» (κάτι που να «μεσολαβεί») ανάμεσα στα δυό αντιπαρατιθέμενα μεγέθη, μιαν επ’ άπειρον (in infinitum) άρα «διαμεσολάβηση»; Έτσι διατυπώθηκε και μια άλλη «απορία» στο απορητικό μέρος τού διαλόγου, που οδηγεί στη συνέπεια του «τρίτου ανθρώπου» (132 D – 133 A). Η πρώτη διαλεκτική «αντινομία» απαντά σ’ αυτήν την «απορία» με τις λογικές αφαιρέσεις (απαγωγές) της ταυτότητας (139 Β – Ε. 146 Α – 147 Β) και της ομοιότητας (139 Ε – 140 Β. 147 C – 148 D). Ας τις παρατηρήσουμε! Στη «θέση» αποδεικνύεται, πως το Ένα δεν είναι ούτε ταυτόσημο ούτε διαφορετικό, ούτε ταυτόσημο με τον εαυτό του ούτε με κάτι το Άλλο, ούτε διαφορετικό απ’ τον εαυτό του ούτε από κάτι Άλλο. Στη δε «αντίθεση» αποδεικνύεται, πως το Ένα ταυτίζεται αλλά είναι και διαφορετικό απ’ τον εαυτό του, πως ταυτίζεται αλλά είναι και διαφορετικό από τα Άλλα. (Ο Παρμενίδης χρησιμοποιεί πράγματι τον ενικό αριθμό στη «θέση» και τον πληθυντικό στην «αντίθεση».) Κι αυτό σημαίνει, μεταφερμένο στο Είδος – ή με τη ματιά, για να το πούμε αλλιώς, του ακροώμενου Σωκράτη -, πως πρέπει να δούμε την απολυτότητα κατ’ αρχάς τού Είδους με τη «θέση», και να δούμε κατόπιν με την «αντίθεση», πως βρίσκεται στον ίδιο βαθμό στον εαυτό του όσο και εξέρχεται απ’ αυτόν, και πως υπάρχει, υφίσταται, στον ίδιον βαθμό σε πολλά Άλλα, όσο και αντιπαρατίθεται ως κάτι εντελώς διαφορετικό σ’ αυτά τα Άλλα. Πρέπει να έχουμε δηλ. και τις οκτώ εκφράσεις «παρούσες» μπροστά μας, για να (μπορούμε να) δούμε ταυτόχρονα και την εμπειρικότητα και τη μεταφυσική.
Οι οκτώ αυτές προτάσεις, στις οποίες αποδίδονται και απορρίπτονται εντελώς αντίστοιχα ομοιότητα και ανομοιότητα στο Ένα και στο Άλλο, δεν προσφέρουν τίποτα πραγματικά καινούργιο, εφ’ όσον ανάγονται σε (ως) ομοιότητα και ταυτότητα, ανομοιότητα και διαφορετικότητα. Για τις δυό πρώτες όμως προτάσεις τής «αντίθεσης» προσκομίζεται και μια άλλη, πριν από τη συνηθισμένη, και εντελώς παράδοξη φαινομενικά απόδειξη (147 C 2 – 148 C 2), η οποία και θεμελιώνει ακριβώς διασταυρούμενες την ομοιότητα προς τη διαφορετικότητα και την ανομοιότητα προς την ταυτότητα. H ομοιότητα δηλ. του Ενός με τα Άλλα συμπεραίνεται από τη σχέση τού Ενός προς τα διαφορετικά απ’ αυτό Άλλα, το οποίο και συνιστά μια σχέση, ακριβώς αντίστοιχα, των Άλλων προς το διαφορετικό απ’ αυτά Ένα. (Κάτι που καθίσταται ακόμα πιο εμφαντικό στα ελληνικά, καθώς η ίδια λέξη «έτερον» αποδίδεται τόσο στο Ένα όσο και στο Άλλο.) Για να αντιστραφή στη συνέχεια η απόδειξη και να προκύψη απ’ την παρομοιωτική επενέργεια του διαφορετικού η ανομοιωτική επενέργεια του όμοιου. Μ’ αυτήν την παραδοξότητα φαίνονται να «αποφασίζονται» τα εξής για το Είδος: το Είδος και το Μετέχον (στο Είδος) δεν είναι ομοειδή και (παρ)όμοια από τη μια, ούτε ανομοιοειδή και ανόμοια απ’ την άλλη, αλλά η σύνδεσή τους είναι πολύ πιο βαθειά («πυκνή» και ουσιαστική). Ομοιάζουν δηλαδή, καθώς είναι ακριβώς ανομοιοειδή, και διαφέρουν, καθώς είναι ομοιοειδή, αναμεταξύ τους. Κι αν θελήση να «καταχρασθή» κανείς, όπως συνέβη στην «αλυσίδα αποριών» τού Παρμενίδη, προς χάριν τού απαντητικού επιχειρήματος του «τρίτου ανθρώπου» την ομοιότητα, θα αντιληφθή ταυτόχρονα το πώς θεμελιώνεται η ομοιότητα στη διαφορετικότητα, και το αντίστροφο.
Ακόμα κι αυτός ο παράδοξος «κόμπος» ανέχεται ωστόσο, και ίσως απαιτεί, μιαν άλλη – μέσω τού Σωκράτη –, εντός τού πεδίου τών Ιδεών, λύση. Η μια δηλ. Ιδέα, κι οι αναγκαστικά (αναπόφευκτα) τεθειμένες μ’ αυτήν τη μιαν Ιδέα άλλες Ιδέες είναι ομοειδείς και (παρ)όμοιες ως «Ιδέα», και ταυτόχρονα ανομοιοειδείς και διαφορετικές ως αυτές οι συγκεκριμένες Ιδέες. Ο δε συνδυασμός τους είναι πάλι βαθύτερος («πυκνότερος») απ’ ό,τι μπορεί να φαίνεται κατ’ αρχάς: Μόνον επειδή οι Ιδέες είναι ακριβώς ομοειδείς ως «Ιδέα», μπορούν να είναι και διαφορετικές Ιδέες, και μόνον επειδή οι Ιδέες είναι εντελώς διαφορετικές αναμεταξύ τους, μπορούν να συναντώνται στο ένα Είναι-Ιδέα. Διαφαίνεται εδώ λοιπόν – για τον Σωκράτη – ο «κόσμος τών Ιδεών» ως μια δομή ενότητας μέσα απ’ την παράδοξη «συναγωγή» τού Παρμενίδη.
Η «θέση» και η «αντίθεση» της πρώτης «αντινομίας» έχουν, παρ’ όλο που είναι σε όλα τα άλλα αντίθετες, ένα σημείο σύγκλισης, το οποίο και συμβολίζει o «Νους», το ξαφνικά (εξαίφνης) στιγμιαίο, της «σύνθεσης». Το Είδος συνδέεται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο με άλλες, απ’ τη μια, Ιδέες, και με τα «μετέχοντα», απ’ την άλλη, σ’ αυτό πράγματα. Γιατί το Ένα, που είναι τόσο απόλυτο, ώστε να τείνη προς το «Τίποτα», και τόσο πλούσιο σε «σχέσεις» («σχεσιακό»), ώστε να τείνη προς το άπειρο, συγκλίνουν στο Ένα, που είναι τόσο απόλυτο όσο και απαραιτήτως «σχετιζόμενο», δηλ. στο Είδος. Στο σημείο όμως τής σύγκλισης, τον τόπο δηλ. του Είδους, τίθεται ταυτόχρονα και η απόκλιση. Η οποία και οδηγεί στην ατελεύτητη, απ’ τη μια πλευρά, πληθύ τών σχέσεων, αλλά και σ’ αυτό που δεν υπάρχει (το μη-όν) και δεν μπορεί να γίνη γνωστό (να γνωρισθή) απ’ την άλλη. Όπου πρέπει ωστόσο να προσέξουμε, ότι αυτό το μη υπάρχον δεν είναι παρά ο ακρότατος αναβαθμός τού απόλυτου Είναι. Έτσι λοιπόν όπως προήλθε το «άπειρον», απ’ τη μια μεριά, του κόσμου τού γίγνεσθαι απ’ το Είδος, έτσι «προέρχεται», απ’ την άλλη μεριά, και κείνο το ύψιστο Είναι, για το οποίο και λέει στο μέσον τής «Πολιτείας» (VI 509 B) την εξής παράδοξη φράση ο Σωκράτης: «το επέκεινα του Είναι». Έτσι μπορεί να αναφέρεται ρητά στον πλατωνικό «Παρμενίδη» και για το δικό του τριπλό Ένα ο Πλωτίνος (V 1, 8): το πρώτο Ένα, που είναι με την καθαρή έννοια Ένα· το δεύτερο Ένα, που είναι ταυτόχρονα και Πολλά· και το τρίτο Ένα, που είναι Ένα και Πολλά. Για να ακολουθήσουν ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος.
Το Ένα ήταν απαλλαγμένο από κάθε σχέση στην πρώτη «θέση», ενταγμένο σε κάθε σχέση στην πρώτη «αντίθεση», και υπήρχε και η συνένωση των δύο θέσεων στη «σύνθεση». Η δεύτερη «αντινομία» απαντά σ’ αυτό απ’ την πλευρά τού «Άλλου», του «Πολλαπλού», αυτού που βρίσκεται έξω απ’ το Ένα. Και υφίσταται κι εδώ η αντίθεση ανάμεσα στο «Άλλο» που είναι συνδεδεμένο με το Ένα («ου στέρεται παντάπασι») και περιέχει άρα όλες τις αντιθέσεις στον εαυτό του, και το «Άλλο» που είναι (δια)χωρισμένο απ’ το Ένα, για να διαλυθή κατόπιν στο Τίποτα. Δεν έχουμε ωστόσο μιαν απλή επανάληψη όσων προηγήθηκαν εδώ. Το ότι αντιστρέφεται η σειρά τών δύο θέσεων δεν μπορεί να μην έχη ήδη κάποια σημασία, εφ’ όσον η «σύνθεση» περνά σε μια συμμετρική έτσι, ενδιάμεση τοποθέτηση ανάμεσα στις δυό πρώτες «αντινομίες».
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου