Συνέχεια από: Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022
᾿Απόδοσις ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου
[55.] ῾Ο ἄνθρωπος ὁποὺ εἶναι ὡς ἕνας μεγάλος κόσμος εἰς ἕνα μικρὸν ἄτομον· ἡ συνάθροισις ὅλου τοῦ παντός· ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων διὰ τὴν ὁποίαν αἰτίαν καὶ ὕστερα ἀπὸ ὅλα ἐγένετο, καθὼς ἡμεῖς συνειθίζομεν νὰ κάμνωμεν τὰς ἀνακεφαλαιώσεις εἰς τοὺς ἐπιλόγους ὕστερα ἀπὸ τοὺς ρητορικοὺς λόγους· τρόπον γὰρ τινὰ ὅλος οὗτος ὁ κόσμος παρομοιάζει μὲ ἕνα λόγον καὶ σύγγραμμα ἑνὸς αὐθυποστάτου λόγου· ὁ ἄνθρωπος λέγω, ἔχει δύο ἐναντίας δυνάμεις, τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν, ἡνωμένας μὲ σοφίαν ἀπόρρητον τοῦ Δημιουργοῦ, ὅστις ἑνώνει τὰ φύσει ἀκοινώνητα πράγματα. Τὰς δὲ ἄλλας δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὴν διάνοιαν, τὴν δόξαν καὶ τὴν φαντασίαν τὰς μεταχειρίζεται ὡσὰν συνδέσμους διὰ νὰ ἑνώσῃ αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα ἐναντία ὁποὺ εἴπομεν, ἤτοι τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν· καθὼς βλέπομεν καὶ εἰς τὰ τέσσερα σημεῖα [στοιχεῖα] τοῦ κόσμου, πὼς ἀνάμεσα εἰς τὴν φωτίαν καὶ τὸ νερὸν εἶναι ὁ ἀέρας, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα εἶναι τὸ νερόν, καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἑνώνονται ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι ἐνάντια. ῎Ετσι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὴν ποσότητα κόσμος, καὶ ἔτζι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὸ ἀξίωμα κόσμος, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος. Καὶ οἱ δύο γὰρ οὗτοι κόσμοι κατὰ τοῦτο ὁμοιάζουσι μεταξύ των· πλὴν ὁ μὲν κόσμος ὑπερέχει τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸ μέγεθος· ὁ δὲ ἄνθρωπος ὑπερέχει τοῦ κόσμου κατὰ τὴν σύνεσιν. Εὑρίσκεται δὲ ὁ ἕνας, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος, θησαυρισμένος μέσα εἰς τὸν ἄλλον· καθὼς λόγου χάριν καὶ εἰς μίαν οἰκίαν· ἢ ὡσὰν μέσα εἰς βασιλικὰ παλάτια νὰ εὑρίσκεται, ὄχι βασιλεὺς (διατὶ τοῦτο, φεῦ! τὸ ἀξίωμα τὸ ἔχασε [ὁ ἄνθρωπος] διὰ τὴν παρακοήν), ἀλλὰ ἕνα φόρεμα βασιλικὸν ὡραιοπλούμιστον καὶ πολυέξοδον. ᾿Επειδή, τὰ μὲν βασιλικὰ παλάτια εἶναι κτισμένα ἀπὸ πέτρας ναὶ μεγάλας, μὰ εὐκολοαγοράστους καὶ ὀλιγοτιμήτους, ἀλλὰ τὸ βασιλικὸν φόρεμα εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ λιθαράκια ναὶ μικρά, μὰ πολύτιμα καὶ δυσεύρετα.
[56.] Καὶ τρόπον τινά, ὁ μὲν νοῦς παρομοιάζει μὲ τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κόσμου ὁποὺ εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ δὲ αἴσθησις μὲ τὸ κατώτερον μέρος ὁποὺ εἶναι ἡ γῆ, ἡ δὲ διάνοια, ἡ δόξα καὶ ἡ φαντασία παρομοιάζουν μὲ τὰ ἀναμεταξὺ στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· ὄχι δὲ μόνον παρομοιάζουν ἀλλὰ καὶ ὑπερέχουν ἀπὸ αὐτά. Πόσον εἶναι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν μεγαλύτερος, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, καὶ γνωρίζει τὸν Θεὸν μόνος ἀπὸ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα; καὶ ἠμπορεῖ ἂν θελήσῃ νὰ γένῃ καὶ Θεὸς κατὰ χάριν καὶ ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸν Θεὸν τοῦτο τὸ γεῶδες καὶ ταπεινὸν σῶμα;
Πόσον ἡ αἴσθησις διαφέρει ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ὄχι μόνον γνωρίζει τὸ διαφορετικὸν μέγεθος καὶ τὰς ποιότητας τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀκόμη ἀντιλαμβάνεται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ βλέπει τὰς διαφόρους κινήσεις καὶ συνόδους τῶν φωστήρων καὶ τῶν ἀστέρων καὶ τὰς διαστάσεις ὁποὺ ἔχουσιν ἀναμεταξύ των· ὥστε ὅπου ἀπὸ αὐτὰς τὰς περιέργους παρατηρήσεις τῆς αἰσθήσεως ἔγινεν ἡ ἀστρονομικὴ ἐπιστήμη· ἀλλὰ καὶ τὰ μεταξὺ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς στοιχεῖα κατώτερα εἶναι εἰς τὴν ἀξίαν ἀπὸ τὶς δυνάμεις ὁποὺ εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν, ἤτοι ἀπὸ τὴν διάνοιαν, δόξαν καὶ φαντασίαν ἀγκαλὰ καὶ νὰ ἔχωσι κάποιαν ὁμοιότητα μὲ αὐτάς, καὶ νὰ ὑπερέχωσι κατὰ τὸ μέγεθος. ῾Η αἴσθησις λοιπὸν εἶναι μία ἄλογος δύναμις τῆς ψυχῆς, ὁποὺ αἰσθάνεται τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὅταν εἶναι παρόντα· ἡ δὲ φαντασία ἔχει τὴν ἀρχήν της ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ὅμως κάμνει τὴν ἐνέργειάν της καὶ ὅταν λείπουν τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα, καὶ ἡ ὁποία φαντασία λέγεται νοῦς, ἐπειδὴ χωρὶς τὰ αἰσθητὰ ἐνεργεῖ, ὅμως ὀνομάζεται παθητικὸς νοῦς, διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ βλέπει τὰ βλέπει μὲ διάστημα καὶ χωριστὰ τὸ καθένα καὶ ὄχι ἑνοειδῶς καὶ χωρὶς διάστημα· ἡ δὲ δόξα εἶναι δύο λογιῶν· καὶ ἐκείνη μὲν ἡ δόξα ὁποὺ γεννᾶται ἄνωθεν ἀπὸ τὴν διάνοιαν εἶναι λογική. ῾Η δὲ διάνοια εἶναι πάντοτε λογική, ὅμως μεταβαίνει καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἕνα νόημα εἰς ἄλλο νόημα καὶ πηγαίνει καὶ καταντᾶ κάτω ἀπὸ τὴν λογικὴν δόξαν. ῞Ολαι δὲ αὐταὶ αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς κάμνουν τὴν ἐνέργειάν των καὶ συστένονται μὲ τὸ μέσον καὶ ὄργανον τοῦ ψυχικοῦ καὶ λεπτοτάτου πνεύματος ὁποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν ἐγκέφαλον. ῾Ο νοῦς δὲ μόνον δὲν ἔχει κανένα ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἐνεργῇ, ἀλλὰ εἶναι μία οὐσία τελειοτάτη ἀπὸ λόγου της, καὶ κάμνει τὴν ἐνέργειάν της ἀφ᾿ ἑαυτῆς χωρὶς ὄργανον· ἀγκαλὰ καὶ καταβιβάζει τὴν ἐνέργειάν του κάτω εἰς τὰς κατωτέρας δυνάμεις διὰ τὴν ζωὴν ταύτην τὴν ψυχικὴν καὶ πολυμέριστον, ἢτις κυβερνᾶται μὲ τὴν διάνοιαν.
[57.] ᾿Αλλὰ διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἐδιαίρεσα τὰς ψυχικὰς ταύτας δυνάμεις, καὶ διατί τρόπον [πρῶτον] ἀπαρίθμησα τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἀρετῆς, ἔπειτα εἶπον περὶ τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων; ὁ σκοπός μου δὲν ἦτον ἄλλος, παρὰ διὰ νὰ φανερώσω, πὼς τὰ σπέρματα καὶ οἱ ἀρχὲς τῶν ἀρετῶν εἶναι ἀπὸ τὰς ψυχικὰς δυνάμεις καὶ ἀπὸ αὐτὰς κρέμονται καὶ ἔχουσι τὸ εἶναι. Λοιπὸν ἡ Θεόσοφος Παρθένος Μαρία, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὰς ἀρετὰς ἐκείνας ὁποὺ εἴπομεν τὰς πρακτικάς τε καὶ θεωρητικάς, δὲν ἐδύνετο νὰ εὕρῃ οἰκειότητα καὶ ἕνωσιν μὲ τὸν Θεόν, ἠρεύνα τὰς ψυχικάς της δυνάμεις, ἀνίσως καὶ εὕρῃ καμμία ἀπὸ αὐτὰς ὄργανον καὶ μέσον νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν. ῞Οθεν εὗρε τὴν μὲν φαντασίαν καὶ αἴσθησιν, πὼς εἶναι παντελῶς ἄλογοι, καὶ πὼς δὲν ἠμποροῦν ν᾿ ἀναβοῦν ὑπεράνω ἀπὸ τὰ αἰσθητά· τὴν δὲ δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν εὗρε, πὼς εἶναι μὲν λογικές, ὅμως δὲν εἶναι χωρισμένες ἀπὸ τὴν φαντασίαν, ἢτις εἶναι τὸ ταμεῖον τῶν αἰσθήσεων· καὶ πρὸς τούτοις ἐστοχάσθη, πὼς αὐταὶ αἱ δύο δυνάμεις κάμνουσι τὴν ἐνέργειάν των μὲ τὸ ὄργανον τοῦ ζωτικοῦ καὶ ψυχικοῦ πνεύματος τοῦ ἐγκεφάλου· διὰ τοῦτο εἶπε καὶ ὁ ᾿Απόστολος, πὼς ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐλαττώματα εὑρίσκουσα ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν ἐζήτει διὰ νὰ εὕρῃ μίαν ζωὴν νοερὰν ἀληθῶς καὶ ὑψηλοτέραν ἀπὸ τὰς δυνάμεις ταύτας, καὶ παντελῶς ἄμικτον ἀπὸ τὰ κάτω καὶ γήϊνα. Διατὶ ἠγάπα τὸν Θεὸν μὲ ἕνα ὑπερβολικὸν πόθον καὶ τὴν μετ᾿ αὐτοῦ θείαν ἕνωσιν· καθὼς γὰρ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾷ τινὰς τὸ αἰσθητὸν φῶς, καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ τὸν ἢλιον, ὁποὺ εἶναι πηγὴ τοῦ φωτός· τέτοιας λογῆς καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τὰς ἀρετὰς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ αὐτὸν τὸν Θεόν.
[58.] ῞Οθεν εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν καὶ ἔνθεον ἔρωτά της εὑρίσκει ἡ Παρθένος ὄργανον φυσικὸν ἀκριβῶς τὸ ἀκρότατον πρᾶγμα ἀπὸ ὅσα εὑρίσκονται εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὴν μόνην τελείαν καὶ παντελῶς ἀμέριστον τοῦ ἀνθρώπου οὐσίαν, ἤτοι τὸν νοῦν· ὁ ὁποῖος νοῦς ὡσὰν ὁποὺ εἶναι εἶδος τῶν εἰδῶν περιορίζει καὶ ἑνοποιεῖ τὰς διαφόρους μεταβατικὰς κινήσεις τῆς διανοίας, αἱ ὁποῖαι γίνονται πάντοτε μὲ μετάβασιν καὶ διαίρεσιν, καθὼς κινοῦνται τὰ ἑρπυστικὰ ζῶα· εἰς τὰς ὁποίας ὅλαι αἱ ἐπιστῆμαι ἐπιστηρίζονται. Διατὶ ἀγκαλὰ καὶ ὁ νοῦς καταβαίνει, ὡς εἴπωμεν, εἰς τὴν διάνοιαν καὶ διὰ τῆς διανοίας καταβαίνει εἰς τὴν πολυμέριστον ταύτην ζωὴν καὶ μεταδίδει τὰς ἐνεργείας του εἰς ὅλας τὰς ψυχικὰς δυνάμεις, ὅμως ἔχει ἀναμφιβόλως καὶ μίαν ἄλλην ἐνέργειαν ὑψηλοτέραν ἐδικήν του, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του χωρὶς νὰ χρειασθῇ καμμίαν ἄλλην δύναμιν, ὡσὰν ὁποὺ εἶναι ἀθάνατος, καὶ ἔχει φυσικὰ δύναμιν νὰ διαμένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν τόσον ὅταν χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ὅσον καὶ ὅταν ἀκόμη εὑρίσκεται ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα· πλὴν μὲ ἄσκησιν ἄκραν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς θείας χάριτος δύναται νὰ ἀναβῇ ὑψηλότερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ποικιλότροπον καὶ πολυσχημάτιστον καὶ χαμερπῆ ζωὴν καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ καθὼς ὁ καβαλάρης ἔχει δύο ἐνεργείας, τὴν μίαν νὰ κυβερνᾷ τὸ ἄλογον, τὴν ἄλλην τὴν καλυτέραν καὶ ὑψηλοτέραν διὰ νὰ ἐνεργῇ καθ᾿ ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπος, τὴν ὁποίαν δύναται νὰ ἐνεργῇ ὄχι μόνον ἀφοῦ καταβῇ ἀπὸ τὸ ἄλογον, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι καβαλάρης· ἀνίσως ὅμως καὶ δὲν δώσῃ ὅλως δι᾿ ὅλου τὸν ἑαυτόν του θεληματικῶς μόνον εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ ἀλόγου. Τοιουτοτρόπως καὶ ὁ νοῦς ἀνίσως δὲν δοθῇ ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ σώματος καὶ εἰς τὰ γήϊνα, ἠμπορεῖ καὶ ὄντας ἀκόμη ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα, νὰ ἐνεργῇ τὴν ἐδικήν του ἐνέργειαν καθ᾿ ἑαυτόν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας δύναται νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν, ἀγκαλὰ καὶ νὰ εἶναι πολλὰ μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὸν φυσικὸν δεσμὸν ὁποὺ ἔχει μὲ τὸ σῶμα καὶ διὰ τὰς πολλὰς σχέσεις ὁποὺ ἔχει μὲ τὰ γήϊνα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.
[59.] Ταύτας λοιπὸν τὰς γηΐνας σχέσεις ἀποβαλοῦσα ἡ Παρθένος ἀπὸ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς ζωῆς της, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ φυγοῦσα τὸν ἁμαρτωλὸν βίον, ἐδιάλεξε μίαν ζωὴν ἀθεώρητον ἀπὸ ὅλους ἐνδιατρίβουσα μέσα εἰς τὰ ἅγια, εἰς τὰ ὁποῖα διατελοῦσα ἐλύθη ἀπὸ κάθε δεσμὸν ὑλικόν· ἀπετίναξε κάθε σχέσιν· ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀγάπην ἕως καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σώματός της καὶ οὕτως ἢνωσε τὸν νοῦν της εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ μίαν στροφὴν καὶ προσευχὴν καὶ μὲ θείαν καὶ παντοτεινὴν προσευχήν· καὶ διὰ μέσου αὐτῆς τῆς στροφῆς τοῦ νοὸς ἡνώθη ὅλως δι᾿ ὅλου μὲ τὸν ἑαυτόν της· ὑψώθη ἐπάνω ἀπὸ κάθε πολύμορφον σκούπιδον τῶν λογισμῶν καὶ ἁπλῶς ἀπὸ κάθε εἶδος καὶ σχῆμα, καὶ ἔτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εἰς τοὺς οὐρανούς, δηλαδή, τὴν νοητὴν (διὰ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτζι) σιωπήν, εἰς τὴν ὁποίαν προσκολήσασα τὸν νοῦν της, ἀναβαίνει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, καὶ βλέπει δόξαν Θεοῦ τελειότερον ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν, καὶ ὁρᾶ θείαν χάριν, ἢτις δὲν καταλαμβάνεται τελείως ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἱερὸν καὶ χαριέστατον θέαμα μοναχῶν τῶν ψυχῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἁγίων ἀγγέλων. ᾿Αφ᾿ οὖ δὲ ἡ Παρθένος τοῦτο ἐπέτυχε, τότε ἔγινε νεφέλη φωτεινή, κατὰ τοὺς θείους μελωδούς, τοῦ ἀληθῶς ζῶντος ὕδατος, καὶ αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας καὶ τοῦ λόγου πυρίμορφον ὄχημα.
[60.] Διότι χωρὶς νὰ ἐπιφοιτήσῃ ἡ χάρις εἰς τὴν ψυχήν, δὲν δύναται ποτὲ ὁ νοῦς νὰ εὕρῃ τὴν θείαν αἴσθησιν, ἢ νὰ γένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν ἐνέργεια· καθὼς οὔτε ὁ ὀφθαλμὸς ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ χωρὶς τὸ αἰσθητὸν φῶς. ᾿Επειδὴ εἰς τὰ ἀΐδια καὶ νοητὰ κτίσματα, αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι φῶς καὶ ὄχι ἄλλο κανένα κατὰ τὸν εἰπόντα Θεολόγον Γρηγόριον· «ὅπερ ἐστὶ τοῖς αἰσθητοῖς ἢλιος, τοῦτο τοῖς νοητοῖς Θεός», καὶ καθὼς ὅταν ἡ ὅρασις βλέπῃ καὶ αὐτὴ γίνεται φῶς καὶ μὲ τὸ φῶς ἑνώνεται καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει· καὶ πάλιν αὐτὸ τὸ ἴδιον φῶς, πρῶτον βλέπει πὼς εἶναι χυμένον εἰς ὅλα τὰ ὁρατά, τοιουτοτρόπως καὶ ἐκεῖνος ὁποὺ ἀξιωθῆ τὴν θείαν ἀλλοίωσιν, ὅλος γίνεται ὡσὰν φῶς, καὶ μαζὶ μὲ τὸ φῶς εἶναι, καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει νοητῶς ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι κεκρυμμένα ἀπὸ ὅλους χωρὶς τῆς θείας ταύτης χάριτος. ᾿Επειδὴ καὶ ἔγινεν ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο πρᾶγμα, ὁποὺ εἶναι γνωστὸν τόσον εἰς ἡμᾶς, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ὑπὲρ ἡμᾶς ἀΰλους ἀγγέλους. Διότι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ βλέπουσι τὸν Θεὸν κατὰ τὸν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου μακαρισμόν· ὁ ὁποῖος Θεός, μὲ τὸ νὰ εἶναι φῶς, κατὰ τὸν θεῖον θεολόγον ᾿Ιωάννην, ἐμφανίζει καὶ κατοικίζει τὸν ἑαυτόν του εἰς ἐκείνους ὁποὺ τὸν ἀγαποῦν, τηροῦντες τὰς ἐντολάς του καὶ ἀνταγαπῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἀψευδῆ του ὑπόσχεσιν. ᾿Εμφανίζει δὲ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθαρὸν νοῦν, ὡσὰν μέσα εἰς καθρέπτην, μένοντας αὐτὸς ἀόρατος κατὰ τὴν οὐσίαν. Τοιουτοτρόπως γὰρ γίνεται ἡ εἰς τὸν καθρέπτην θεωρία, τὸ νὰ φαίνεται μέν, νὰ μὴ βλέπεται δέ. Διότι ἀδύνατον εἶναι παντελῶς, νὰ βλέπῃ τινὰς πρόσωπον ἀνθρώπου μέσα εἰς καθρέπτην καὶ εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν νὰ βλέπῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον ἄνθρωπον αὐτοπροσώπως. Καὶ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν ἔτζι φαίνεται ὁ Θεὸς ὡς ἐν ἐσόπτρῳ εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἐκαθαρίσθησαν μὲ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ζωὴν θέλει φανερωθῇ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον.
Το πρωτότυπο κείμενο
55. ῎Ανθρωπος γάρ, ὁ μείζων οὗτος ἐν μι-
κρῷ κόσμος, ἡ συνδρομὴ τοῦ παντός, ἡ ἀνα-
κεφαλαίωσις τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων, διὸ
καὶ παρήχθη πάντων ὕστατος, ὥσπερ ἡμεῖς
ἐν λόγοις τοὺς ἐπιλόγους ποιοῦμεν· οἱονεὶ γάρ
τι σύγγραμμα τὸ πᾶν τοῦτο φαίη τις ἂν
αὐθυποστάτου Λόγου· οὗτος τοίνυν ὁ ἄνθρω-
πος νοῦν τε καὶ αἴσθησιν εἰς ἓν συναθροίσας
κρείττονί τινι σοφίᾳ τοῦ μιγνύντος τὰ ἄμι-
κτα, μέσοις οἷον συνδέσμοις γνησιωτάτοις τῶν
ἄκρων χρῆται φαντασίᾳ καὶ δόξῃ καὶ διανοίᾳ·
καθάπερ ἐπὶ τῆς τετρακτύος τῶν αἰσθητῶν
τοῦ περὶ ἡμᾶς τοῦδε κόσμου στοιχείων ἀὴρ
μεσιτεύει πυρὸς καὶ ὕδατος, τὸ δὲ πάλιν ἀέ-
ρος καὶ γῆς, καὶ οὕτω συνδεῖται τὰ ἐναντία
καὶ τὰ μαχόμενα σπένδεται, τὰς κατ᾿ ἀλλή-
λων ἀμυντηρίους δυνάμεις μηδαμῶς ἀποθέμε-
να. Οὕτως ὁ μέγας τῷ ποσῷ κόσμος, οὕτως
ὁ μέγας τῷ ἀξιώματι. Τῷ μὲν γὰρ τρόπῳ
κοινωνοῦσιν ἀλλήλοις, ὑπερέχει δὲ ἐκεῖνος μὲν
τῷ μεγέθει, οὗτος δὲ τῇ συνέσει· καὶ σύνεισιν
ἅτερος ἐντεθησαυρισμένος θατέρῳ, καθάπερ
ἐν οἰκίᾳ μεγάλῃ πολύολβόν τι χρῆμα πολλῷ
τῷ μέτρῳ τοῦ περιέχοντος ὀλβιώτερον· καὶ
οἷον ἐν βασιλείοις (οὐ βασιλεύς μέν, τοῦτο
γὰρ ἀπολώλεκεν), ἀλλὰ βασίλειός τις σκευὴ
ποικίλη καὶ πολυτάλαντος, τὰ μὲν γὰρ μεγί-
στοις λίθοις, ἀλλ᾿ εὐώνοις καὶ τοῖς τυχοῦσιν,
ἡ δὲ σμικροῖς, ἀλλὰ δυσπορίστοις καὶ πολυ-
τιμήτοις ἐσκεύασται.
56. Πόσον οὐρανοῦ κρείττων νοῦς, ὃς εἰ-
κών τέ ἐστι Θεοῦ καὶ Θεὸν οἶδε καὶ μόνος
τῶν ἐγκοσμίων Θεός, εἰ βούλεται, γίνεται, συν-
αναφέρων τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως; Πόσον
αἴσθησις διενήνοχε γῆς, ἣ μὴ μόνον μέτρων
καὶ πηλικότητος καὶ ποιοτήτων ποικίλων ταύ-
της ἀντιλαμβάνεται, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ τῶν οὐρα-
νίων ἢψατο τῇ γνώσει σφαιρῶν καὶ κινήσεων
ᾔσθετο διαφόρων καὶ πολυσχήμους τάχα δὲ
καὶ πολυσημάντους συνόδους ἀστέρων ἔγνω
καὶ διαστάσεις, κἀντεῦθεν ταῖς αἰθερίαις ἐπι-
στήμαις, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, τὴν ἀρχὴν ἐχαρίσα-
το; Καὶ τὰ μεταξὺ δ᾿ οὐρανοῦ καὶ γῆς τῶν ἐν
μεθορίῳ νοῦ καὶ αἰσθήσεως ἢττω κατὰ τὴν
ἀξίαν ἐστί, λόγοις ἀναλογίας ὄντα ταὐτὰ καὶ
τοῖς περιέχουσιν ὄγκοις ὅτι μάλιστα διαφέ-
ροντα. Δύναμις μὲν οὖν ἄλογός ἐστιν ἡ αἴ-
σθησις, γνωστικὴ καὶ ἀντιληπτικὴ τῶν αἰ-
σθητῶν παρόντων· φαντασία δὲ ἀπὸ ταύτης
ἔχει τὴν ἀρχήν, ἐνεργεῖ δὲ τὰ ἑαυτῆς, καὶ
τῶν αἰσθητῶν ἀπόντων· καὶ νοῦς μὲν λέγοιτ᾿
ἄν, ἦ δίχα τούτων ἐνεργεῖ, παθητικὸς δ᾿ ὅμως
ὡς οὐκ ἔξω μεριστῶν. Δόξα δὲ ἡ μὲν ἀπὸ
φαντασίας ὁρμωμένη ψῆφος ἄλογός ἐστιν, ἡ
δ᾿ ἀπὸ τῆς διανοίας οὔ· πρὸς γὰρ ἀμφότερα
πέφυκεν ἡ ἕξις αὕτη. Διάνοια δὲ λογικὴ μέν
ἐστιν αἰεί, διεξοδικῶς δὲ πρόεισιν εἰς τὴν με-
τὰ λόγου δόξαν ἀποτελευτῶσα. Πᾶσαι δ᾿ αὗ-
ται δι᾿ ὀργάνου πρώτου συνειστήκασι καὶ ἐνερ-
γοῦσι, τοῦ ψυχικοῦ ἐν ἐγκεφάλῳ πνεύματος.
Νοῦ δὲ ὄργανον οὐδέν ἐστιν, ἀλλ᾿ αὐτοτελής
ἐστιν οὐσία καὶ καθ᾿ ἑαυτὴν οὖσα ἐνεργητική,
εἰ καὶ πρὸς τὴν κατὰ διάνοιαν ψυχικήν τε καὶ
ἀνελιγμένην ζωὴν ὑποκαταβιβάζει ἑαυτόν.
57. ᾿Αλλὰ πρός τί μοι ταῦτα διῄρηται καὶ
δείληπται νῦν; καὶ τίνος ἕνεκα πρῶτον μὲν
τῶν τῆς ἀρετῆς εἰδῶν κατάλογον ἐποιησά-
μην, ἔπειτα τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων; ῞Οτι
τὰ σπέρματα ἐκείνων ἐντεῦθέν ἐστι, καὶ ἐν-
τεῦθεν ἐκεῖνα τὸ εἶναι πάντ᾿ ἐσχήκασιν. ῾Ως
οὖν ἡ θεόσοφος Παρθένος οὐκ εἶχεν ἐξ ἐκείνων
καρποῦσθαι τὴν ἄκραν πρὸς Θεὸν οἰκειότητα,
τὰς ψυχικὰς διηρευνᾶτο δυνάμεις, εἴ που πε-
ριτύχοι δι᾿ οὗ συνουσίας ἐπιτύχοι Θεοῦ· ὡς
οὖν τὰς μὲν ἀλόγους εὗρε πάντῃ καὶ ἢκιστα
τῶν αἰσθητῶν ἀνανευούσας, δόξαν δὲ καὶ τὴν
διάνοιαν, εἰ καὶ λογικὰς δυνάμεις, ἀλλ᾿ οὐχὶ
τοῦ ταμιείου τῶν αἰσθήσεων ἀπεζευγμένας,
δηλαδὴ τῆς φαντασίας, ἔτι δὲ καὶ διὰ τοῦ
ψυχικοῦ πνεύματος ὡς ὀργάνου τελουμένας,
συνεῖσα νουνεχῶς, ὃ καὶ ὁ ἀπόστολος μετὰ
ταῦτα εἴρηκεν, ὡς «ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέ-
χεται τὰ τοῦ πνεύματος», τὴν ὑπὲρ ταῦτα
καὶ ὄντως νοερὰν ἐζήτει καὶ τῶν κάτω ἀμιγῆ
ζωήν, Θεὸν ὑπερφυῶς ποθοῦσα καὶ τὴν ὑπερ-
κόσμιον πρὸς τοῦτον ἕνωσιν. ῾Ως γὰρ οὐκ ἔνι
τὸ κατ᾿ αἴσθησιν φῶς ποθεῖν καὶ μὴ τὸν ἢλι-
ον, τὸν αὐτὸν καὶ ἐπὶ τούτου τρόπον ἔχει.
58. Πρὸς δὴ τοῦτον τὸν ἱερὸν καὶ θεῖον
ἔρωτα μόνον εὑρίσκει πεφυκὸς ἀκριβῶς τὸ ἀ-
κρότατον τῶν ἐν ἡμῖν, τὴν μόνην τελείαν καὶ
πάντῃ ἀμερῇ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς οὐσίαν· ἣ καὶ
τοὺς κατὰ διάνοιαν ἀνελιγμούς, ἐν οἷς τὰ τῶν
ἐπιστημῶν ἔχει τὴν ἀσφάλειαν, σχεδὸν κατὰ
τὰ ἑρπυστικὰ τῶν ζώων ἐν συναγωγῇ καὶ
διαιρέσει προϊόντας καὶ ὁρίζει καὶ ἑνοποιεῖ ἅ-
τε εἶδος οὖσα τῶν εἰδῶν. Εἰ γὰρ καὶ πρὸς
αὐτοὺς καὶ δι᾿ αὐτῶν πρὸς τὴν πολυμερῆ κά-
τεισι ζωὴν ὁ νοῦς προϊσχόμενος τὰς ἐνεργεί-
ας πᾶσιν, ἀλλ᾿ ἔχει δήπου καί τινα ἑτέραν
κρείττονα ἐνέργειαν, ἣν αὐτὸς ἂν ἐνεργοίη
καὶ καθ᾿ ἑαυτόν, ἅτε μένειν καὶ καθ᾿ ἑαυτὸν
δυνάμενος, ἐπειδὰν ἢ μερισθῇ τοῦ σώματος
καὶ τῶν ὅσα σώματος, ἢ καὶ τούτῳ συνημ-
μένος ἔτι δι᾿ ἐπιμελείας, χάριτος συναραμέ-
νης θείας, ἀπαναστῆναι δυνηθῆ τῆς ποικιλο-
τρόπου ταύτης καὶ πολυειδοῦς καὶ χαμερποῦς
διαίτης· ὥσπερ δῆτα καὶ ὁ ἔφιππος ἔχει δή
τινα ἐνέργειαν τοῦ ἡνιοχεῖν διαφερόντως κρείτ-
τω, καὶ οὐχ ἡνίκ᾿ ἂν ἀποβαίη μόνον, ἀλλὰ καὶ
ἐφ᾿ ἵππου ὢν καὶ ἅρματος ἐνεργήσειεν ἂν καθ᾿
ἑαυτὸν αὐτήν, εἰ μὴ ὅλον ἑαυτὸν ἑκὼν ποιοίη
τῆς τοῦ ἡνιοχεῖν ἐπιμελείας. Καὶ νοῦς τοίνυν
εἰ μὴ ὅλος καὶ ἀεὶ περὶ τὰ κάτω στρέφοιτο,
γένοιτ᾿ ἂν καὶ τῆς κρείττονος καὶ ὑψηλοτέ-
ρας ἐνεργείας, δηλονότι τῆς καθ᾿ ἑαυτόν, δι᾿
ἧς ἂν μόνης καὶ Θεῷ συγγένοιτο, εἰ καὶ μα-
κρῷ δυσχερέστερον ἐκείνου, ἅτε φύσει τὴν
μετὰ σώματος ἔχων συμπλοκὴν καὶ ταῖς σω-
ματοειδέσι γνώσεσι συμπεφυρμένος καὶ ταῖς
ἐκ τοῦ τῆδε βίου πρὸς τὰ γήϊνα πολυτρόποις
καὶ δυσαποβλήτοις σχέσεσι.
59. Ταύτας τοιγαροῦν ἡ πάναγνος ἐξ αὐ-
τῆς, ὅ φασι, τῆς τοῦ βίου βαλβῖδος ἀποποιου-
μένη, τῶν ἀνθρώπων ἀπανέστη· καὶ τὸν ὑ-
παίτιον φυγοῦσα βίον, τὴν ἀόρατον ἅπασι καὶ
ἀσυνδύαστον εἵλετο ζωὴν ἐνδιαιτωμένη τοῖς
ἀδύτοις, ἐν οἷς καὶ προσύλου παντὸς δεσμοῦ
λυθεῖσα καὶ πᾶσαν ἐκτιναξαμένη σχέσιν καὶ
αὐτῆς τῆς πρὸς τὸ οἰκεῖον σῶμα συμπαθείας
ὑπεραναβᾶσα, συνῆψε τὸν νοῦν τῇ πρὸς ἑαυ-
τὸν στροφῇ καὶ προσοχῇ καὶ τῇ ἀδιαλείπτῳ
θείᾳ προσευχῇ. Καὶ δι᾿ αὐτῆς ἑαυτῆς ὅλη γε-
νομένη καὶ τοῦ πολυμόρφου συρφετοῦ τῶν
λογισμῶν καὶ ἁπλῶς παντοίου εἴδους ὑπερά-
νω καταστᾶσα, καινὴν καὶ ἀπόῤῥητον ὁδὸν
εἰς οὐρανοὺς ἐδείματο, τήν, ἵν᾿ οὕτως εἴπω,
νοητὴν σιγήν. Καὶ ταύτῃ προσέχουσα τὸν
νοῦν, πάντων ὑπερίπταται κτιστῶν, καὶ κρεῖτ-
τον ἢ κατὰ Μωσῆν δόξαν ὁρᾷ Θεοῦ καὶ θείαν
ἐποπτεύει χάριν, ἢκιστα αἰσθήσεως ὑποπίπτου-
σαν δυνάμει, ψυχῶν δὲ καὶ νόων ἀσπίλων εὔ-
χαρι καὶ ἱερὸν θέαμα· οὗ δὴ μεταλαχοῦσα,
κατὰ τοὺς θείους ὑμνῳδοὺς φωτεινὴ νεφέλη
γίνεται τοῦ ὄντως ζῶντος ὕδατος, αὐγή τε
μυστικῆς ἡμέρας καὶ πυρίμορφον ὄχημα τοῦ
Λόγου.
60. Χωρὶς μὲν γὰρ ἐπιδημίας θείας χάρι-
τος οὐδ᾿ ἂν ᾖ θείαν εὑρὼν αἴσθησιν ὁρῴη καὶ
καθ᾿ ἑαυτὸν ὄντως ἐνεργείᾳ γίγνοιτο, καθάπερ
οὐδὲ ὀφθαλμὸς τοῦ κατ᾿ αἴσθησιν φωτὸς χω-
ρίς. Τοῖς γὰρ ἀϊδίοις, δηλονότι τοῖς θεοειδέ-
σιν, αὐτός ἐστι φῶς καὶ οὐκ ἄλλο· καὶ ὅπερ
τοῖς αἰσθητοῖς ἢλιος, τοῦτο τοῖς νοητοῖς Θε-
ός. ῞Ωσπερ δὲ ἡ ὄψις, ὅταν ἐνεργῇ, φῶς αὐτή
τε γίνεται καὶ μετὰ τοῦ φωτὸς συγγίνεται
καὶ σὺν τῷ φωτὶ βλέπει, καὶ τοῦτ᾿ αὐτὸ πρῶ-
τον ὁρᾷ τὸ φῶς πᾶσι τοῖς ὁρωμένοις περικε-
χυμένον, τὸν αὐτὸν δὴ τοῦτον τρόπον καὶ ὁ
θείας ἐνεργείας εὐμοιρήσας καὶ τὴν θείαν ἀλ-
λοίωσιν ἠλλοιωμένος αὐτὸς ὅλος οἷον φῶς ἐ-
στι, καὶ μετὰ τοῦ φωτός ἐστι, καὶ σὺν τῷ
φωτὶ γνωστῶς ὁρᾷ τὰ χωρὶς τηλικαύτης ἀ-
ποῤῥήτου χάριτος ἀνέκφαντα τοῖς πᾶσιν, οὐχ
ὑπὲρ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις μόνον γεγο-
νώς, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ πᾶν ὅ,τι τῶν ἡμῖν γνωρί-
μων, πάντως δὲ καὶ τοῖς ὑπὲρ ἡμᾶς τῇ γε
φυσικῇ δυνάμει· Θεὸν γὰρ ὁρῶσιν οἱ κεκαθαρ-
μένοι τὴν καρδίαν κατὰ τὸν ὑπὸ τοῦ Κυρίου
ἀψευδῆ μακαρισμόν, ὃς φῶς ὢν κατὰ τὴν θε-
ολογικωτάτην ᾿Ιωάννου τοῦ τῆς βροντῆς υἱοῦ
φωνήν, οἰκίζει τε καὶ ἐμφανίζει ἑαυτὸν τοῖς
ἀγαπῶσιν αὐτὸν καὶ ἀγαπηθεῖσιν ὑπ᾿ αὐτοῦ
κατὰ τὴν πρὸς αὐτοὺς ἑαυτοῦ ἐπαγγελίαν·
ἐμφανίζει δὲ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ τῷ κεκαθαρμένῳ
νῷ, τὸ καθ᾿ ἑαυτὸν ἀόρατος ὑπάρχων· τοιοῦ-
τον γὰρ ἡ ἐν ἐσόπτρῳ μορφή, φαινομένη οὐχ
ὁρᾶται, καὶ παντάπασιν ἀδύνατόν ἐστιν ὁρᾶν
τε ἐν ἐσόπτρῳ καὶ κατὰ ταὐτὸ τὸ μορφοῦν
τὸ ἔσοπτρον ὁρᾶν. Νῦν μὲν οὖν οὕτω τοῖς ἐν
ἀγάπῃ θείᾳ καθαρθεῖσιν ὁ Θεὸς ὁρᾶται, τότε
δέ, φησί, «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου