Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Τόμος της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (1351 μ.Χ.), Μέρος Β΄

ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΑΓΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ 1351 μ.Χ.

[Σύμφωνα με μαρτυρία του Ιωάννη Κυπαρισσιώτη, τον Τόμο έγραψαν οι Φιλόθεος Κόκκινος και Νείλος Καβάσιλας].

Συνέχεια από: Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022 και Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

ΜΕΡΟΣ Β΄ (i)

Τόμος συνοδικός, ἐκτεθεὶς παρὰ τῆς θείας καὶ ἱερᾶς Συνόδου, τῆς συγκροτηθείσης κατὰ τῶν φρονούντων τὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἐπὶ τῆς βασιλείας τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων βασιλέων ἡμῶν Καντακουζηνοῦ καὶ Παλαιολόγου (1351).

[(18-48): Πέμπτη συνεδρία. Ο αυτοκράτορας κάνει μια προσπάθεια να συμβιβάσει τους αντιτιθέμενους και να κλείσει το ζήτημα "θύραν μετανοίας ἐντεῦθεν τοῖς διαφερομένοις σοφῶς ὑπανοίγοντος". Όταν οι διαφερόμενοι αρνήθηκαν αυτή τη «θύρα μετανοίας», ἔδοξε δίκαιον Σύνοδον πάλιν ἑτέραν συγκροτηθῆναι ώστε δι' ξετάσεως φανερωτέραν γενέσθαι τν λήθειαν". Πρόκειται για την πέμπτη συνεδρία, στην οποία εξετάστηκε διεξοδικότερα το ζήτημα. Αναλυτικά:

(18) Τα θέματα της τελευταίας συνεδρίας:

1. Εἰ ἔστιν ἐπὶ Θεοῦ θεοπρεπὴς διάκρισις οὐσίας καὶ ἐνεργείας.

2. Διακρίσεως ἀναφανείσης, πότερον, ἡ ἐνέργεια αὕτη κτιστή ἐστιν ἢ ἄκτιστος.

3. Εἴ γε ἄκτιστος ἀποδειχθείη ἡ θεοπρεπὴς αὕτη ἐνέργεια, πῶς ἄν τις ἐκφύγοι τὸ μὴ παρὰ τοῦτο σύνθετον τὸν Θεὸν εἶναι νομίζειν.

4. Εἴγε ἡ φωνὴ τῆς θεότητος οὐκ ἐπὶ τῆς οὐσίας μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς θείας ἐνεργείας παρὰ τῶν θεολό­γων ὕμνηται· καὶ ἐκ τούτου γὰρ τὴν τῆς διθεΐας ἀμορφίαν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ καταχέουσιν οἱ ταύτης πολέμιοι.

5. Εἴπερ οἱ θεολόγοι κατά τι τὴν οὐσίαν τῆς ἐνεργείας ὑπερκεῖσθαί φασιν.

6. ἔτι Θεοῦ μετεχομένου, πότερον κατὰ τὴν οὐσίαν ἡ μετοχὴ ἢ κατὰ τὴν ἐνέργειαν]. 

18.  Ἡμέραι δ’ ἐξ ἐκείνου παρερρύησαν ὀλίγαι, οὕτω τοῦ γαληνότατου καὶ ἁγίου βασιλέως ἡμῶν κελεύσαντος καὶ θύραν μετανοίας ἐντεῦθεν τοῖς διαφερομένοις σοφῶς ὑπανοίγοντος. Τῶν δὲ καὶ ἔτι ἀνιάτως ἐχόντων, ἔδοξε δίκαιον Σύνοδον πάλιν ἑτέραν συγκροτηθῆναι, ὥστε δι’ ἐξετάσεως φανερωτέραν γενέσθαι περὶ τῶν προβεβλημένων τὴν τῆς εὐσεβείας ἀλήθειαν ἐκ τῶν τοῖς ἁγίοις τεθεολογημένων. Καὶ δὴ γενομέ­νης, τῶν ἑτεροδοξούντων ἀπαντῆσαι μὴ βουληθέντων, ἀλλ’ ἀπειπόντων τοῦτο καθάπαξ, ὁ εὐσεβέστατος ἐκέλευσε βασι­λεύς, πολλῶν δογματικῶν κεφαλαίων προβεβλημένων εἰς ζήτησιν, πρῶτον μὲν εἰ ἔστιν ἐπὶ Θεοῦ θεοπρεπὴς διάκρισις οὐσίας καὶ ἐνεργείας· ἔπειτα διακρίσεως ἀναφανείσης, πότερον, ἡ ἐνέργεια αὕτη κτιστή ἐστιν ἢ ἄκτιστος· τρίτον δὲ εἴ γε ἄκτιστος ἀποδειχθείη ἡ θεοπρεπὴς αὕτη ἐνέργεια, πῶς ἄν τις ἐκφύγοι τὸ μὴ παρὰ τοῦτο σύνθετον τὸν Θεὸν εἶναι νομίζειν, ὅπερ οἱ ἑτεροδοξοῦντες προφέρειν τολμῶσι τῇ τοῦ Θεοῦ Ἐκ­κλησία· τέταρτον δέ, εἴγε ἡ φωνὴ τῆς θεότητος οὐκ ἐπὶ τῆς οὐσίας μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς θείας ἐνεργείας παρὰ τῶν θεολό­γων ὕμνηται· καὶ ἐκ τούτου γὰρ τὴν τῆς διθεΐας ἀμορφίαν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ καταχέουσιν οἱ ταύτης πολέμιοι· πέμπτον δέ, εἴπερ οἱ θεολόγοι κατά τι τὴν οὐσίαν τῆς ἐνεργείας ὑπερκεῖσθαί φασιν, ἐπεὶ καὶ τοῦτο τοῖς ἐναντίοις ὑπὸ μέμψιν τελεῖ· καὶ λοιπὸν ἔτι Θεοῦ μετεχομένου, πότερον κατὰ τὴν οὐσίαν ἡ μετοχὴ ἢ κατὰ τὴν ἐνέργειαν. Τοσούτων προκειμένων ἡμῖν ζη­τημάτων ἀρτίως, οὐ χρὴ περὶ πάντων ὁμοῦ ποιεῖσθαι τοὺς λό­γους· γένοιτο γὰρ ἂν οὕτως ἡ τοῦ ζητουμένου κατάληψις οὐ­δαμῶς ἀκριβής, οὐδὲ κατὰ τὴν ἡμετέραν πρόθεσιν, ἀλλὰ περὶ ἑκάστου ἰδίᾳ διαλαβόντες ἐφ’ ἕτερον ἤδη χωρῶμεν, ὁδηγοῖς ἀπλανέσι χρώμενοι τοῖς σεπτοῖς θεολόγοις.

[(19-23): Εἰ ἔστιν ἐπὶ Θεοῦ θεοπρεπὴς διάκρισις οὐσίας καὶ ἐνεργείας.
Υπάρχει θεοπρεπής διάκριση ουσίας και ενεργείας ή είναι ταὐτὸν πάντῃ καὶ ἀδιάφορον; Οι αντιησυχαστές έβλεπαν πολυθεΐα σ'αυτή τη διάκριση· φοβόντουσαν τη φιλοσοφική άρνηση της θείας απλότητας. Η συνοδός προσπαθεί να καταδείξει, κάνοντας χρήση διαφόρων πατερικών χωρίων, ότι οι διαφερόμενοι εισάγουν μορφή αθεΐας στη θεολογία: ἀπεδείχθη ὅτι οἱ μὴ μετὰ τοῦ ἡνωμένου καὶ τὸ διακεκριμένον τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας πρεσβεύοντες ἄθεοί τέ εἰσι καὶ πολλοῖς ἑτέροις ἀτόποις ἑαυτοὺς περιβάλλουσι.
Η αθεΐα των μη δεχόμενων μετὰ τοῦ ἡνωμένου καὶ τὸ διακεκριμένον αποδεικνύεται δια της καταλλήλου προσαρμογής χωρίου του Διονυσίου Αρεοπαγίτη: Τὸ γὰρ καθόλου μηδεμίαν δύναμιν ἔχον οὔτε ἐστὶν , οὔτε τί ἐστιν , οὔτε ἐστί τις αὐτοῦ παντελῶς θέσις.

Το χωρίο αυτό δεν αναφέρεται στις θείες ενέργειες από την πλευρά του Θεού, αλλά από την πλευρά της δημιουργίας· αναφέρεται στα κτίσματα και τη μετοχή τους στις θείες δυνάμεις. Όποιο κτίσμα δε μετέχει των θείων ενεργειών, όπως αυτές περιγράφονται από τον Αρεοπαγίτη ως συγκρατητικές της δημιουργίας, ἔχον οὔτε ἐστὶν, οὔτε τί ἐστιν, οὔτε ἐστὶ τις αὐτοῦ παντελῶς θέσις.

Παραθέτω ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα του Αρεοπεγίτη προς απόδοση ολοκληρωμένου νοήματος:
Πρόεισι δὲ τὰ τῆς ἀνεκλείπτου δυνάμεως καὶ εἰς ἀνθρώπους, καὶ ζῶα, καὶ φυτά, καὶ τὴν ὅλην τοῦ παντὸς φύσιν
· καὶ δυναμοῖ τὰ ἤνωμένα πρὸς τὴν ἀλλήλων φιλίαν καὶ κοινωνίαν, καὶ τὰ διακεκριμένα προς τὸ εἶναι κατὰ τὸν οἰκεῖον ἔκαστα λόγον καὶ ὅρον ἀσύγχυτα καὶ ἀσύμφυρτα· καὶ τὰς τοῦ παντὸς τάξεις καὶ εὐθυμοσύνας εἰς τὸ οἰκεῖον ἀγαθόν διασώζει, καὶ τὰς ἀθανάτους τῶν ἀγγελικῶν ἐνάδων ζωὰς ἀλωβήτους διαφυλάττει, καὶ τὰς οὐρανίας, και φωστηρικάς, καὶ ἀστρῴους οὐσίας καὶ τάξεις ἀναλλοιώτους, καὶ τὸν αἰῶνα δύνασθαι εἶναι ποιεῖ· καὶ τὰς του χρόνου περιελίξεις διακρίνει μὲν ταῖς προόδοις, συνάγει δὲ ταῖς ἀποκαταστάσεσι· καὶ τὰς τοῦ πυρος δυνάμεις ἀσβέστους ποιεῖ, καὶ τὰς τοῦ ὕδατος ἐπιῤῥοὰς ἀνεκλείπτους, καὶ τὴν ἀερίαν χύσιν ὁρίζει, καὶ τὴν γῆν ἐπ᾽ οὐδενὸς ἱδρύει, καὶ τὰς ζωογόνους αυτής ὠδῖνας ἀδιαφθόρους φυλάττει· καὶ τὴν ἐν ἀλλήλοις τῶν στοιχείων ἁρμονίαν καὶ κρᾶσιν ἀσύγχυτον καὶ ἀδιαίρετον ἀποσώζει, καὶ τὴν ψυχῆς καὶ σώματος σύνδεσιν συνέχει, καὶ τὰς τῶν φυτῶν θρεπτικὰς καὶ αὐξητικὰς δυνάμεις ἀνακινεῖ· καὶ διακρατεῖ τὰς οὐσιώδεις τῶν ὅλων δυνάμεις, καὶ τὴν τοῦ παντὸς ἀδιάλυτον μονὴν ἀσφαλίζεται, καὶ τὴν θέωσιν αὐτὴν δωρεῖται, δύναμιν εἰς τοῦτο τοῖς ἐκθεουμένοις δε παρἔχουσα· καὶ ὅλως οὐδέν ἐστι καθόλου τῶν ὄντων, τὴν παντοκρατορικὴν ἀσφάλειαν καὶ περιοχὴν τῆς θείας δυνάμεως ἀφῃρημένον. Τὸ γὰρ καθόλου μηδεμίαν δύναμιν ἔχον οὔτε ἐστὶν, οὔτε τί ἐστιν, οὔτε ἐστὶ τις αὐτοῦ παντελῶς θέσις.

Μετάφραση "Περί Θείων Ονομάτων - Κεφάλαιο 8: παρ5": Προχωρούν δε οι επιδράσεις της ανέκλειπτης δυνάμεως και στους ανθρώπους και στα ζώα, και στα φυτά, και σ’ όλη τη φύσι του παντός· αυτή η δύναμις ικανώνει (ενδυναμώνει) τα ηνωμένα να ζουν με φιλία και κοινωνία μεταξύ τους, και τα διακεκριμένα να είναι μεταξύ τους ασύγχυτα και ασύμφυρτα, το καθένα κατά τον δικό του λόγο και όρο· διασώζει τις τάξεις και διαρρυθμίσεις του παντός στη θέσι τους και διαφυλάττει τις αθάνατες ζωές των αγγελικών ενάδων ακέραιες, διατηρεί τις ουράνιες και φωστηρικές και αστρικές ουσίες και τάξεις αναλλοίωτες, κάμνει τον αιώνα να μπορεί να υπάρχει· διακρίνει τις εκτυλίξεις του χρόνου με τις αστρικές κινήσεις και τις συνάγει με τις επαναφορές στις θέσεις των. Κάμνει τις δυνάμεις του πυρός άσβεστες και τις πτώσεις του ύδατος ασταμάτητες, ορίζει την διάχυση του αέρος, στερεώνει τη γή επάνω στο κενό και φυλάττει τις ζωογόνες ωδίνες της άφθαρτες. Διασώζει την μεταξύ τους αρμονία και σύγκρασι των στοιχείων ασύγχυτη καί αδιαίρετη (διατηρεί ασύγχυτη και αδιαίρετη την αμοιβαία αρμονία των στοιχείων που αναμειγνύονται), συγκρατεί τη σύνδεσι ψυχής και σώματος και δραστηριοποιεί τις θρεπτικές και αυξητικές δυνάμεις των φυτών· κρατεί τις ουσιώδεις δυνάμεις όλων των όντων, ασφαλίζει την αδιάλυτη διαμονή του παντός και δωρίζει τη θέωσι παρέχοντας για το σκοπό τούτο τη δύναμι στους εκθεουμένους. Και γενικά δεν υπάρχει κανένα απολύτως ον που να στερείται την παντοκρατορική ασφάλεια και κατοχύρωσι. Διότι εκείνο που δεν έχει καμμιά δύναμι καθόλου ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει οποιαδήποτε θέση (ως θέσις εδώ εννοείται η θετικότης, η ύπαρξις σε αντίθεση με την άρνησι).
Έχω την εντύπωση ότι ο Τόμος 1351 παραλλάσσει τη χρήση του αρεοπαγιτικού χωρίου. Το μηδεμίαν δύναμιν ἔχον του Αρεοπαγίτη είναι το δημιούργημα εκείνο που δε μετέχει σε καμία θεία ενέργεια και γι' αυτό το λόγο είναι και ανύπαρκτο, αφού, μη μετέχοντας στις ενέργειες, δε λαμβάνει ούτε αυτό το είναι.
Ο Τόμος, αν και προϋποθέτει τη θεία ενέργεια με την ίδια ακριβώς έννοια, ως παρέχουσα τη ζωή, το αγαθό και τη θέωση στη δημιουργία, μεταφέρει το μηδεμίαν δύναμιν ἔχον από το μετέχειν στο έχειν και πέμπειν. Έτσι, αν και ο Αρεοπαγίτης λέει ότι το μη μετέχον στις ενέργειες κτίσμα οὔτε ἐστὶν, οὔτε τί ἐστιν, οὔτε ἐστὶ τις αὐτοῦ παντελῶς θέσις, ο Τόμος χρησιμοποιεί αυτή την πρόταση, για να καταδείξει την ανυπαρξία ενός ανενεργήτου Θεού: Τὸ δὲ ἔχον, οὗ ἔχει κατά τι δια­φέρει πάντως. Εἰ οὖν οὐκ ἔστι διαφορὰ τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας, οὐκ ἔστιν ἔχειν τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἐνέργειαν. Τὸ δὲ μὴ ἔχον ἐνέργειαν ἀνενέργητόν ἐστι, τὸ δὲ ἀνενέργητον καὶ ἀνύπαρκτον (δες παρακάτω στο τέλος της παρ. 19). Άρα μεταφέρει το θέμα απο την ανυπαρξία του κτίσματος του μη μετέχοντος στην ανυπαρξία ενός Θεού ανενεργήτου].

19. Καὶ πρῶτον, εἰ δόκει, περὶ τοῦ πρώτου λέγωμεν. Ἇρ’ ἔστι θεοπρεπὴς ἐπὶ Θεοῦ διάκρισις οὐσίας καὶ ἐνεργεί­ας, ὅπερ τοῖς διαφερομένοις ἀπείρηται, πολλά τε ἄλλα ἄτοπα καὶ πολυθεΐαν ἐκ τούτου συνάγειν οἰομένοις, ἢ ταὐτὸν πάντῃ καὶ ἀδιάφορον; Ταῦτα τοῦ κρατίστου βασιλέως κελεύσαντος, ἡ θεία Σύνοδος τοῖς λεγομένοις προσχοῦσα, οὐκ ἄλλην, εἶπον, ἴσμεν ὁδόν, εὐσεβέστατε βασιλεῦ, ῥᾳδίως πρὸς ἀλήθειαν φέρουσαν, ἢ ταύτην, ἣν ἀρτίως ἡμῖν ὑπέδειξας. Καὶ τῶν θεολό­γων ὡς ἔχουσι περὶ τούτων γνώμης εἰς ἐπήκοον πάντων ἀναγνωσθέντων, ἀπεδείχθη ὅτι οἱ μὴ μετὰ τοῦ ἡνωμένου καὶ τὸ διακεκριμένον τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας πρεσβεύοντες ἄθεοί τέ εἰσι καὶ πολλοῖς ἑτέροις ἀτόποις ἑαυτοὺς περιβάλλουσι. Κατὰ γὰρ τὸν μέγαν Διονύσιον, «τὸ μηδεμίαν δύναμιν ἢ ἐνέργειαν ἔχον οὔτε ἐστίν, οὔτε τί ἐστιν, οὔτε ἔστι παντελῶς αὐτοῦ θέσις οὐδὲ ἀφαίρεσις». Τὸ δὲ ἔχον, οὗ ἔχει κατά τι δια­φέρει πάντως. Εἰ οὖν οὐκ ἔστι διαφορὰ τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας, οὐκ ἔστιν ἔχειν τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἐνέργειαν. Τὸ δὲ μὴ ἔχον ἐνέργειαν ἀνενέργητόν ἐστι, τὸ δὲ ἀνενέργητον καὶ ἀνύπαρκτον.

[Αθεΐα εισάγουν οι μη δεχόμενοι επί, του Θεού διάκριση ουσίας και ενεργείας, επειδή συγχέουν το Θεό με την κτίση. Ο Τόμος επικαλείται τον Ιωάννη Δαμασκηνό: Τοῦ δὲ θεοφόρου Δαμασκηνοῦ γράφοντος, «ἔργον μὲν θείας φύσεως ἡ προαιώνιος γέννησις, ἔργον δὲ θείας θελήσεως ἡ κτίσις», και τον Κύριλλο Αλεξανδρείας : Αλλά «τὸ μὲν ποιεῖν ἐνεργείας ἐστί, φύσεως δὲ τὸ γεννᾶν, φύσις δὲ καὶ ἐνέργεια οὐ ταὐτόν».

Με βάση αυτά τα δύο χωρία ο Τόμος αποφαίνεται ότι όσοι αναφέρονται στη θεία ουσία καί τη θεία ενέργεια σαν σε πράγματα απολύτως ταυτόσημα, τότε και τα δημιουργήματα γίνονται αΐδια καί τα της φύσεως, δηλ. η προαιώνιος γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του Πνεύματος, γίνονται ποιήματα.
Αφού τα εκ φύσεως έσονται ποιήματα, τότε κατά τον Τόμο οδηγούμαστε στην αθεΐα, μια και ένας τέτοιος Θεος-δημιούργημα μας είναι άχρηστος. Αρνείται ο Τόμος τη φιλοσοφική απλότητα του Θεού μέσω της εκ του μη όντος δημιουργίας και μέσω της εκ των θείων ενεργειών εμπειρικής θεωρήσεως του Θεού.
Οδηγούμαστε σε ματαίωση των εμπειρικών δεδομένων της δημιουργίας και τελικά σε μια ματαίωση της λογικής, αφού παρουσιάζουμε ως ομοφυή δύο διαφορετικά πράγματα: «Πρὸς δὴ τούτοις ἅπασι πεποιῆσθαί φαμεν ἐξ ἐνεργείας Θεοῦ πῦρ τε τὸ καυστικὸν καὶ μὴν καὶ τὸ ὕδωρ διαψύχειν εἰδος», οἱ ταὐτὸν καὶ ἀδιάφορον οὐσίαν καὶ ἐνέργειαν εἶναι λέγοντες ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας τό τε πῦρ καὶ τὸ ὕδωρ λέγειν ἀναγκασθήσονται.

Το πρόβλημα αυτό δημιουργείται στους αντιησυχαστές εξαιτίας της συγχύσεως τους μεταξύ βιβλικού και φιλοσοφικού κοσμοειδώλου. Φαίνεται ότι αποδέχονται τη Βίβλο ως μια στατική αποκάλυψη, την οποία ερμηνεύουν με φιλοσοφικές προϋποθέσεις - μακράν της εκ του μη όντος δημιουργίας. Γι'αύτο και δε φαίνεται να τους ενοχλούν αυτές οι αντιφάσεις, αφού Θεός και κόσμος δεν είναι γι' αυτούς δυο θεμελιωδώς διαφορετικά πράγματα. Υπαινιγμούς και αιχμές κατά του περίεργου και αντιβιβλικού η ημιβιβλικού κοσμοειδώλου κάνει και ο Τόμος: Καὶ οὕτω καὶ τῆς Ἑλλήνων πλάνης χείρων ἡ νῦν κακοδοξία καθέστηκεν, εἴπερ ἐκεῖνοι μὲν τὴν λογικὴν μόνην ψυχὴν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνόμισαν, οὗτοι δέ γε καὶ τὰ ὑλικὰ δὴ ταῦτα καὶ αἰσθητὰ σώματα].

20. Τοῦ δὲ θεοφόρου Δαμασκηνοῦ γράφοντος, «ἔργον μὲν θείας φύσεως ἡ προαιώνιος γέννησις, ἔργον δὲ θείας θελήσεως ἡ κτίσις», καὶ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, «τὸ μὲν ποιεῖν ἐνεργείας ἐστί, φύσεως δὲ τὸ γεννᾶν, φύσις δὲ καὶ ἐνέργεια οὐ ταὐτόν», οἱ ἀδιάφορον εἶναι λέγοντες τὴν θείαν οὐσίαν καὶ τὴν θείαν ἐνέργειαν, ἐπειδὴ κατ’ ἐκεῖνον τῆς φύσεώς ἐστι τὸ γεννᾶν, ἔστι δὲ κατ’ αὐτοὺς ἀδιάφορον τῆς φύσεως ἡ ἐνέργεια, ἔσται κατ’ αὐτοὺς καὶ τῆς ἐνεργείας τὸ γεννᾶν καὶ οὕτω τὰ ποιήματα ἔσονται γεννήματα ἀΐδια, ὡς ἐκ τῆς θείας φύσεως ὄντα. Ἐπεὶ δὲ πάλιν τῆς ἐνεργείας ἐστὶ τὸ ποιεῖν, ἡ δὲ φύσις ἀδιάφορος τῇ ἐνεργείᾳ, κατ’ αὐτούς, τῆς φύσεως ἔσται τὸ ποιεῖν. Καὶ οὕτω κατ’ αὐτοὺς τὰ ἐκ τῆς φύσεως ἔσονται ποιήματα. Καὶ πάλιν τοῦ αὐτοῦ γράφοντος ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν πρὸς Ἑρμείαν διαλό­γων, «πρὸς δὲ τούτοις ἅπασι πεποιεῖσθαί φαμεν ἐξ ἐνεργείας Θεοῦ πῦρ τε τὸ καυστικόν, καὶ μὴν καὶ τὸ ὕδωρ διαψύχειν εἶδος», οἱ ταὐτὸν καὶ ἀδιάφορον οὐσίαν καὶ ἐνέργειαν εἶναι λέγοντες ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας τό τε πῦρ καὶ τὸ ὕδωρ λέγειν ἀναγκασθήσονται. Καὶ οὕτω καὶ τῆς Ἑλλήνων πλάνης χείρων ἡ νῦν κακοδοξία καθέστηκεν, εἴπερ ἐκεῖνοι μὲν τὴν λογικὴν μόνην ψυχὴν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνόμισαν, οὗτοι δέ γε καὶ τὰ ὑλικὰ δὴ ταῦτα καὶ αἰσθητὰ σώματα.

[Η διάκριση ουσίας και ενεργείας είναι, ως διδασκαλία, προαπαιτούμενο για την προσέγγιση του Θεού και τη θεολογία, αφού οι αποδείξεις της θεολογίας είναι ενεργειακές, δηλαδή εμπειρικές. Έτσι, ο Ιωάννης Χρυσόστομος αποδεικνύει το ομοούσιο Πατρός και Υιού με βάση την κοινή τους ενέργεια: ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν· κατὰ τὴν δύναμιν ἐνταῦθά λέγων· Εἰ δὲ ἡ δύναμις ἡ αὐτή, εὔδηλον ὅτι καὶ ἡ οὐσία. Η ουσία είναι παντελώς απρόσιτη ως διάφορος προς την κτίση.
Yπό την έννοια αυτή, η διδασκαλία της θείας ενεργείας είναι για τον Τόμο δόγμα της Εκκλησίας. Οι Πατέρες θεωρούν τη θεολογία ενεργειακώς και όχι συλλογιστικώς, και γι' αυτό δέχονται τη διάκριση ουσίας και, ενεργείας: προστατεύει το υπερβατικό του Θεού και ταυτόχρονα βεβαιώνει την πραγματική παρουσία του Θεού στον κόσμο (Σε αμφιβαλλόμενο έργο του Ιουστίνου διαβάζουμε τα εξής: «Του Θεού έχοντος ουσίαν μεν προς ύπαρξιν, βούλησιν δε προς ποίησιν, ο απορρίπτων ουσίας τε και βουλής την διαφοράν και την ύπαρξιν απορρίπτει του Θεού και την ποίησιν· ύπαρξιν μεν την αυτού, ποίησιν δε των ουκ όντων). 
Η ενεργειακή παρουσία του Θεού είναι αυτή που παρέχει στον άνθρωπο το φρόνημα του Πνεύματος. Ερμηνεύοντας το χωρίο Ρωμ. 8, 6 ο Ιωάννης Χρυσόστομος αποδέχεται την παροχή της
ακτιστης ενέργειας στην κτίση: φρόνημα σαρκὸς τὴν κακίαν φησί, καὶ φρόνημα πνεύ­ματος τὴν χάριν τὴν διδομένην, καὶ τὴν ἐνέργειαν τὴν τῇ προαιρέσει κρινομένην τῇ χρηστῇ, οὐδαμοῦ περὶ ὑποστάσεως ἐνταῦθα καὶ οὐσίας διαλεγόμενος ἐνταῦθα, αλλά περί αρετής και κακίας].

21. Ἀλλὰ καὶ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἡμῶν ἐν τῷ κατὰ Ἰω­άννην εὐαγγελίῳ, «ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν» εἰρηκότος, ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐν ὁμιλίᾳ ἑξηκοστῇ τῆς εἰς τὸ τοιοῦτον εὐαγγέλιον ἑρμηνείας, τοῦτο διασαφῶν τὸ ῥητόν, «κατὰ τὴν δύναμιν ἐνταῦθά φησιν εἰρῆσθαι αὐτό». Καὶ γὰρ περὶ ταύτης ἦν ὁ λόγος ἅπας αὐτῷ. «Εἰ δὲ ἡ δύναμις ἡ αὐτή, εὔδηλον ὅτι καὶ ἡ οὐσία». Καὶ μετὰ βραχέα· «οὐδὲ γάρ ἐστιν ἄλλην δι’ ἄλλης, οὔτε οὐσίαν, οὔτε δύναμιν μαθεῖν». Καὶ πάλιν ἐν τῷ αὐτῷ εὐαγγελίῳ, τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου εἰπόντος, «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα, καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», ὁ θεῖος οὗτος Χρυσόστομος ἐν τῇ αὐτῇ ὁμιλίᾳ, «ἴδωμεν», φησί, «τί ὁ Φίλιππος ζητεῖ ἰδεῖν· ἆρα τὴν σοφίαν τοῦ Πατρός, ἆρα τὴν ἀγαθότητα; οὐχί, ἀλλ’ αὐτὸ τὶ ποτέ ἐστιν ὁ Θεός· αὐτὴν τὴν οὐσίαν». Καὶ πάλιν ὁ αὐτός, τὸ ἀποστολικὸν ῥητὸν ἐξηγούμενος τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς, τὸ λέγον, «τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη», «φρόνημα, εἶπε, σαρκὸς τὴν κακίαν φησί, καὶ φρόνημα πνεύ­ματος τὴν χάριν τὴν διδομένην, καὶ τὴν ἐνέργειαν τὴν τῇ προαιρέσει κιρνωμένην τῇ χρηστῇ, οὐδαμοῦ περὶ ὑποστάσεως ἐνταῦθα καὶ οὐσίας διαλεγόμενος». Καὶ αὖθις ὁ αὐτὸς Χρυσό­στομος ἐν τῷ λόγῳ, ἐν ᾦ ἐξηγεῖται τό, «θὲς τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου καὶ ὄμωσον», τάδε κατὰ λέξιν φησίν· «λυχνία ἦν ἀληθὴς ἡ σὰρξ ἡ δεσποτική, ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὰς ἐλλάμψεις ἑπταπλασίονι χάριτι δείξασα. ‹Ἐξελεύσεται γάρ›, φησὶν Ἡσαΐας, ‹ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς ἀναβήσεται, καὶ ἐπαναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν πνεῦμα Θεοῦ›. Ποῖον; τὸ πολυμερὲς ταῖς ἐνεργείαις καὶ πολὺ τῇ φύσει· ‹ἐπαναπαύσεται πνεῦμα Θεοῦ›, (ἐνταῦθα τὴν οὐσίαν ἑρμηνεύει, τὸ δὲ ἐπαγόμενον τὰς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος λέγει), ‹πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώ­σεως καὶ εὐσεβείας, πνεῦμα φόβου Θεοῦ›. Τὰς ἑπτὰ χαρίτας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὰς ἐπαναπαυσαμένας τῷ δεσποτικῷ σώματι, ἐκείνας σχηματίζει ἐν τύπῳ ἑπταλύχνω». Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς θεῖος Χρυσόστομος ἐν τῷ περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος λόγῳ, «οὐ πάντα, φησί, τὰ χαρίσματα λαμβάνει τις, ἵνα μή τις τὴν χάριν φύσιν εἶναι νομίσῃ».

22. Ἀλλὰ καὶ τοῦ ἁγίου μάρτυρος καὶ φιλοσόφου Ἰουστίνου γράφοντος, «ὡς ἄρα τοῦ Θεοῦ ἔχοντος οὐσίαν μὲν πρὸς ὕπαρξιν, βούλησιν δὲ πρὸς ποίησιν», ὁ ἀπορρίπτων οὐσίας τε καὶ βουλῆς τὴν διαφοράν, καὶ τὴν ὕπαρξιν ἀπορρίπτει τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ποίησιν· οὐ φανερῶς οἱ τὴν διαφορὰν ἀθετοῦντες, οὗτοι καὶ τὸν Θεὸν ἀρνούμενοι καὶ τὸ αὐτόματον δοξάζοντες δείκνυται; Κατὰ γὰρ τὸν ἐκ Δαμάσκου θεῖον Ἰωάννην, «ἐνέρ­γειά ἐστι καὶ ἡ βούλησις», ὡς ἐν τῷ περὶ ἐνεργείας τριακοστῷ ἕκτῳ τῶν δογματικῶν κεφαλαίων διασαφεῖ. Εἰπὼν γὰρ πρότερον περί τε ἄλλων, καὶ δὴ καὶ βουλήσεως ἀνθρωπίνης τε καὶ θείας, ἐπάγει εὐθὺς ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ ἐφεξῆς κεφαλαίου ἐπὶ λέξε­ως οὕτως· «Χρὴ γινώσκειν ὡς πᾶσαι αἱ δυνάμεις αἱ προειρημέναι, αἵ τε γνωστικαί, αἵ τε ζωτικαὶ καὶ φυσικαὶ καὶ τεχνικαί, ἐνέργειαι λέγονται· ἐνέργεια γάρ ἐστιν ἡ φυσικὴ ἑκάστης οὐσίας δύναμίς τε καὶ κίνησις, ἧς μόνον ἐστέρηται τὸ μὴ ὄν».

23. Τούτων τοίνυν οὕτω πάνυ σαφῶς διευκρινηθέντων καὶ τῆς διαφορᾶς μάλα ἐναργῶς, καὶ ὡς οὐκ ἄλλως ἐνῆν ἀποδε­δειγμένης, «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις», κατὰ τὸν θεσπέσιον Παῦλον, «ἀλλ’ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος ἁγίου», ταῖς τῶν Πατέρων δήπου θεοπνεύστοις θεολογίαις, ἔδει τοὺς καὶ ὁπωστιοῦν, ἔφη ἡ θεία Σύνοδος, περὶ τούτου διαφέρεσθαι πειραθέντας, νῦν γοῦν, εἰ καὶ μὴ πρότερον, τὴν τῆς φιλονεικίας νόσον τῆς ἑαυτῶν διανοίας εὐσεβῶς ἐξεληλακέναι, καὶ τοῖς κοινοῖς ἡμῶν καθηγεμόσι καὶ διδασκάλοις τῆς εὐσεβείας εὖ μάλα προθύμως ἐθελῆσαι πεισθῆναι, σάλπιγγος ἁπάσης περὶ διαφορᾶς οὐσίας θείας καὶ ἐνεργείας μονονουχὶ λαμπροτέρας φωνὰς ἀφιεῖσι· καὶ μηδέν τι πλέον μηδόλως ἐπιχειρεῖν αὐτοῖς ἀντιβαίνειν καὶ πειρᾶσθαι πολυπραγμονεῖν περαιτέρω, τὶς ἡ ἐνέργεια καὶ ποταπὴ ἡ διαφορὰ καί πῶς ἂν γένοιτο αὕτη.

[Τα σχόλια από το διδακτορικό του Διον. Τσεντικόπουλου με τίτλο: ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ - ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ].

Δεῖτε ολόκληρο τό Β΄ Μέρος στήν ἱστοσελίδα:

http://sathanasoulias.blogspot.gr/2015/12/1351_19.html

ΣΗΜΕΡΑ ΟΜΩΣ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΗ ΠΙΣΤΗ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ. ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΑΛΛΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΥΤΟΣ ΜΟΝΟΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ ΕΝΩΣΑΣ ΤΙΣ ΔΥΟ ΦΥΣΕΙΣ ΑΣΥΓΧΥΤΩΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΩΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ ΟΤΙ Η ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

ΠΡΟΣ ΤΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ;

Δεν υπάρχουν σχόλια: