Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (147)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέχεια από Πέμπτη, 24 Νοεμβρίου  2022

                                                       Jacob Burckhardt
                                                           ΤΟΜΟΣ 3ος
                                    ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ: ΟΙ ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Ι. Η αφύπνιση της τέχνης
ΙΙ. Τα είδη της τέχνης
ΙΙΙ. Οι φιλόσοφοι, οι πολιτικοί και η τέχνη

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ

Ι. Οι απαρχές
ΙΙ. Εξαμετρική ποίηση
ΙΙΙ. Η μουσική
ΙV. Η ποίηση εκτός του απλού εξάμετρου

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡΑΔΕΙΑ

Ι. Παροτρύνσεις και προσκόμματα
ΙΙ. Η ρήξη με το μύθο
ΙΙΙ. Η ευγλωττία
IV. Ο ατομισμός
V. Η επιστημονική έρευνα
VI. Ιστορία και εθνολογία

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ: ΟΙ ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Ι. Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Τα επιτεύγματα στα οποία οι Έλληνες υπερέβησαν κατά πολύ τους λαούς και τις εποχές που ακολούθησαν είναι βασικά η τέχνη και η ποίηση. Η εκτίμηση αυτή μας προτρέπει να μην επαναπαυθούμε σε θεωρίες όπως αυτές που περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, στην Ιστορία του Πολιτισμού του Hellwald. Στην επισήμανση αυτού του έργου ότι η καλλιτεχνική και ποιητική εξέλιξη των Ελλήνων οφείλεται όχι μόνο στην αποχή από τη χειρωνακτική εργασία (παραχωρημένη στους δούλους), αλλά και την απουσία επιστημονικής δραστηριότητας, μπορούμε τουλάχιστον να αντιτείνουμε αρχικά ότι τα επιστημονικά επιτεύγματα έχουν διαφορετικό χαρακτήρα από τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα, επειδή οτιδήποτε παραμεληθεί από ένα λαό στο επιστημονικό πεδίο θα καλυφθεί από έναν άλλο λαό, ή σε έναν άλλο αιώνα, ενώ η τέχνη και η ποίηση επιτυγχάνουν σε μια μοναδική στιγμή κάτι που δεν μπορεί να επαναληφθεί ποτέ ξανά. Από μια διαφορετική σκοπιά, αν επιχειρήσουμε τελικά να επιβάλλουμε την προτεραιότητα του επιστημονικού δηλαδή του υλικού πολιτισμού επί της τέχνης, θα χρειαστεί τουλάχιστον να αποδείξουμε ότι ο πολιτισμός αυτός δεν συνεισφέρει μόνο στην πρόοδο των λαών, αλλά τους καθιστά επίσης και ευδαίμονες. Πραγματικά οι ευκαιρίες που θα είχαμε να αποδείξουμε κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες. Και μόνον επειδή για την ουσιαστική πραγμάτωση της ύπαρξης δεν αρκούν ούτε η τέχνη, ούτε η γνώση, χρειάζεται και ένα τρίτο στοιχείο.

Η τέχνη αυτή, η οποία διατήρησε την αίγλη της με μιαν απρόσμενη ζωτικότητα και εξακολούθησε να ανθίζει με μια τόσο αξιοθαύμαστη μεγαλοπρέπεια, ως την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάνει άμεσα αισθητή την εμφάνισή της στα αρχαιότερα διασωθέντα αντικείμενα, προσφέροντας μια πλούσια ποικιλία ειδών και μορφών, προοιωνίζοντας ένα εξαιρετικά λαμπρό μέλλον. Αναρωτιόμαστε ποιο από όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ελληνική φυλή (Πελασγοί, Κάριοι, Λέλεγες, Κρήτες, Φρύγιοι) καλλιέργησε στα σπλάχνα του αυτή τη σπίθα του Κάλλους, και ποιο διέθετε τις βέλτιστες προϋποθέσεις για την καλλιέργεια της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Σημαντικός υπήρξε ασφαλώς ο ρόλος της πολυπλοκότητας του βίου από τους αρχαιότατους χρόνους, ξεκινώντας από τον μεγάλο αριθμό πριγκηπικών και αριστοκρατικών οίκων, καθώς επίσης και η ανεξαρτησία και ποικιλομορφία της τοπικής λατρείας, όλες αυτές οι ευκαιρίες που καλλιέργησαν από πολύ νωρίς την έννοια της άμιλλας. Παράλληλα ήταν ήδη απαραίτητο, από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του έθνους και του πολιτισμού του, να εφευρεθεί μια πρακτική τέχνη, ένας τρόπος μορφοποίησης κάθε είδους αντικειμένων, και για τούτο, πολύ πριν απασχολήσουν τους ανθρώπους τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού, φάνηκε απαραίτητο να προσδιοριστούν οι πηγές έμπνευσης που θα συνιστούσαν τη βάση κάθε εικονικής αναπαράστασης. Σημείο εκκίνησης υπήρξε αναμφίβολα η λατρεία των θεών, με την αναπαράσταση της θεότητας και τις απεικονίσεις των προσφορών, όπως και η απόδωση τιμής στους νεκρούς με τα γλυπτά και τις μορφές που περιστοίχιζαν τα ταφικά μνημεία, και οι οποίες απέκτησαν εξ αρχής εμβληματική τεχνοτροπία. Ακολουθεί, σε δεύτερο πλάνο η κατασκευή μνημείων, η οποία προϋπέθετε την χρήση άφθαρτων υλικών, χωρίς να παραλείψουμε επίσης την ύπαρξη μιας δαιδαλώδους ξυλογλυπτικής τέχνης. Και παράλληλα μ’ αυτή τη δραστηριότητα, βλέπουμε να γεννιέται μια ιδιαίτερη φροντίδα για τον περίτεχνο στολισμό, που εμφανίζεται ήδη με ένταση στους πρωτόγονους λαούς, και καταλήγει σε εξαιρετικά καλαίσθητες δημιουργίες, ιδιαίτερα εξεζητημένες, ακόμη και ως προς την επιλογή των υλικών, και η οποία σε ορισμένους πολιτισμούς συνυφαίνεται στη συνέχεια απόλυτα με την εξουσία και τον πλούτο.

Οι ανασκαφές του Σλήμαν είναι κυρίως αυτές που μαρτυρούν την ύπαρξη αυτών των τόσο αρχαίων έργων της τέχνης. Παρατηρώντας τις εντυπωσιαζόμαστε κυρίως από τον όγκο του χρυσού. Ας θυμηθούμε μόνο το κύπελλο της Τροίας, με μορφή πλεούμενου, που μπορούσε να το χρησιμοποιήσει κανείς και από τις δύο πλευρές, το δέπας αμφικύπελλον του Σλήμαν, καθώς και άλλα τρωικά αγγεία, και ένα μεγάλο αριθμό από σμιλεμένα φύλλα χρυσού, που χρησίμευαν ως στολίδια (νεκρικές μάσκες) των νεκρών που είχαν ταφεί στην ακρόπολη, στο αρχαιότερο επίπεδο ανασκαφών των Μυκηνών. Θα αντιπαρέλθουμε εδώ το ερώτημα σε ποιο βαθμό για ορισμένες μορφές τέχνης προηγείται ο τάπητας, ή το ξυλόγλυπτο, και ποιες μορφές προέκυψαν από την «τεχνική εντύπωσης»· ορθώς ο Milchhöfer θεωρεί ότι προηγήθηκαν τα κοσμήματα σε σπειροειδή μορφή από τυλιγμένο και συγκολλημένο νήμα. Το σημαντικό είναι ότι η τεχνοτροπία που επιλέχθηκε για την απεικόνιση των πρώτων μορφών ζώων (πρωτόγονες θαλάσσιες μορφές), και ανθρώπων, είναι ήδη μια τεχνοτροπία καθορισμένη. Οι μάσκες σε φυσικό μέγεθος, από φύλλα επεξεργασμένου χρυσού, με χαρακτηριστικά συχνά απωθητικά αλλά εξαιρετικά ρεαλιστικά, έχουν ιδιαίτερη αξία διότι αποτελούν την πρώτη αντιπροσωπευτική αποτύπωση της μορφής του Έλληνα. Ο ιπτάμενος γυπαετός και η σφίγγα εμφανίζονται αργότερα, αλλά τα αντικείμενα από καθαρό χρυσό συνιστούν πραγματικά έργα τέχνης: οι «μπούκλες» με θαυμαστές αναπαραστάσεις από μάχες ή κυνήγια, τα «δαχτυλίδια» με αντίστοιχες απεικονίσεις, και κυρίως τεράστιοι πολύτιμοι λίθοι με θεϊκές μορφές, που το αντίστοιχό τους, κατά τον Milchhöfer, συναντάται και στην ινδική τέχνη. Αυτοί οι πολύτιμοι λίθοι απαιτούσαν μιαν ιδιαίτερα εξελιγμένη τεχνική, δύσκολη και απαιτητική, διότι δεν πρόκειται μόνο για εργασία σε μαλακή πέτρα (στεατίτη και αιματίτη), αλλά επίσης, στα μεταγενέστερα ευρήματα σε όνυχα, αχάτη, ίασπι, χαλκηδόνιο λίθο και χαλαζία.

Εκτός από αυτούς τους θησαυρούς, που πρέπει να είναι αρχαιότεροι από τους θαλάμους των μυκηναϊκών θησαυρών και την Πύλη των Λεόντων, αλλά μαρτυρούν μιαν έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ειδώλια ανθρώπων και ζώων, κυρίως τα άλογα από χαλκό (και από κεραμική), των οποίων μεγάλοι αριθμοί ανακαλύφθηκαν στην Ολυμπία, κοντά στην περιοχή του θυσιαστηρίου, στα χαμηλότερα στρώματα μαύρης γης. Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε ως τις αρχαιότερες επαληθεύσιμες προσφορές της ελληνικής τέχνης· ένα μέρος απ’ αυτές παρατείνεται ως τις θαυμαστές συλλογές του 5ου και του 4ου αιώνα. Τα ευρήματα αυτά, που αποτελούν τα πρώτα δείγματα μιας ανεπανάληπτης τέχνης, αξίζουν τον ανάλογο σεβασμό.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τα αρχαιότερα διασωθέντα μνημεία αρχιτεκτονικής: τα Κυκλώπεια Τείχη, τους Θησαυρούς, την Πύλη των Λεόντων, που αποτελούν τα πρώτα δείγματα αρχιτεκτονικής τέχνης σε ελληνικό έδαφος, βλέπουμε να αναδύεται μιαν έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα, που προηγείται ήδη της δωρικής καθόδου. Παρατηρούμε όμως ταυτόχρονα την ύπαρξη ενός μεγάλου χάσματος, ανάμεσα σ’ αυτή την τέχνη και τις μετέπειτα δημιουργίες, που εκτείνεται μέχρι τον 6ο αιώνα, και το οποίο θα ήταν σκόπιμο να καλύψουμε.

Ορισμένα ίχνη που μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε τη συνέχιση της μυκηναϊκής τέχνης μας προσφέρει η εποποιία, στον Όμηρο και τον Ησίοδο, με την περιγραφή των δύο ασπίδων. Διακρίνουμε εδώ αναπαραστάσεις από ένα ολόκληρο κόσμο, και όχι μόνο σε ανάγλυφη μορφή αλλά με τη μέθοδο μιας πολύχρωμης μεταλλικής επιστρωμάτωσης. Στην ασπίδα του Αχιλλέα, για παράδειγμα, μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη μαύρων σταφυλιών, χρυσών πασσάλων, περίφραξης από κασσίτερο, και μια σκούρα χέρσα έκταση· παρόμοιες αναπαραστάσεις βρίσκουμε στη μυκηναϊκή τέχνη, κυρίως στις λάμες χάλκινων μαχαιριών, στις οποίες έχουν χαραχτεί σκηνές κυνηγιού, με μικροσκοπικές λεπτεπίλεπτες μορφές. Είναι φυσικό όμως έργα τέχνης από μέταλλο να μην διασώθηκαν, εκεί όπου, σε αντίθεση με την Τροία και τις Μυκήνες, δεν το ευνόησαν οι συνθήκες· το ίδιο ισχύει, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Milchhöfer, και για την ξυλογλυπτική, της οποίας εκπρόσωποι υπήρξαν για εμάς ο Δαίδαλος και οι Δαιδαλίδες, από τους οποίους η μετέπειτα αρχαιότητα διέσωσε τη λάρνακα του Κύψελου και άλλα παρόμοια έργα τέχνης. Η λιθογλυπτική, που κάνε την εμφάνισή της επίσης για πρώτη φορά στις Μυκήνες, εξελίχθηκε αρκετά αργότερα με βραδείς ρυθμούς, και επειδή τελικά η «ψημένη γη» ήταν αυτή που επέζησε σε περιόδους έλλειψης άλλου είδους έργων τέχνης, η έρευνα περιορίστηκε στην κεραμική και ορθώς τα αγγεία υπήρξαν τελικά τα κατ’ εξοχήν αντικείμενα επισταμένης μελέτης.

Εκείνο όμως που προέχει είναι να προσδιορίσουμε τους θετικούς και τους αρνητικούς παράγοντες που οδήγησαν σε μια τόσο εξαιρετική άνθηση της τέχνης, και εδώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η καλλιτεχνική ελευθερία. Τη στιγμή που η ποίηση είχε προ πολλού αποδώσει στους θεούς μιαν αξιοθαύμαστη ιδανική και ζωντανή μορφή, η τέχνη παρέμεινε για καιρό πιστή, ως προς τα αγάλματα των θεών, στους αρχαίους τύπους κατασκευής, όπως τους είχε ορίσει η παράδοση· είναι όμως γεγονός ότι η αντίληψη περί των θεών εμφορείτο από την αίσθηση του κάλλους, πολύ πριν αυτό αποτυπωθεί στα αγάλματα της θεότητας· για αρκετούς αιώνες μετά τον Όμηρο τα αγάλματα διατηρούν την αρχαία ξύλινη μορφή (ξόανο). Όμως η τέχνη δεν υποβλήθηκε εδώ σε κανενός είδους εξαναγκασμό. Ενώ στους Βαρβάρους της Ανατολής, που έζησαν τους εξαναγκασμούς μιας ισχυρής ιερατικής κάστας, και ενός αποπνικτικού εθνικισμού, το θείο και το θρησκευτικό συναίσθημα όφειλε να εκφραστεί με μιαν απωθητική συμβολική, επειδή ήταν αναγκαίο να ενταχθεί στην απτή πραγματικότητα, η οποία και δεν του επέτρεψε να αποφύγει την μείξη με ζωώδεις μορφές, όπως η κτηνώδης κεφαλή του θεού στην Αίγυπτο, ο πολλαπλασιασμός των μελών στην Ινδία, ή η κάλυψη με πέπλο και οι τελετουργικές κινήσεις στην Ασσυρία, και όλα αυτά σε μια εποχή κατά την οποία το επίπεδο του πολιτισμού στο σύνολό του υιοθετούσε με θέρμη το καθαυτό μνημειώδες, και επέτρεπε ακριβώς σε τερατώδεις κατασκευές από το πλέον συμπαγές υλικό να κατακτήσουν ένα υψηλό επίπεδο τελειότητας, στους Έλληνες δεν υπήρξε κανενός είδους ιερατείο, καμία δηλαδή παγιωμένη εξουσία, ικανή να επιβάλει πρόωρα και τυραννικά την εικονική αντίληψη του θείου και να την διατηρήσει. Δεν πρόκειται όμως για ένα οριστικά αρνητικό ιστορικό συμβάν, διότι αν οι Έλληνες δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσουν ένα τέτοιο ιερατείο, είχαν όμως μία Πόλη, η οποία μπορούσε να υποχρεώσει τον καλλιτέχνη να τιμήσει αυτό που αντιπροσώπευε μια καθολική αξία, έτσι ώστε να αναδειχθεί τελικά μια τεχνοτροπία ομοιογενής, αλλά όχι ομοιόμορφη.

Το ζήτημα αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι και οι Έλληνες είχαν τις δικές τους τερατογενέσεις. Οι ομηρικές επωνυμίες της Ήρας (βωόπις) και της Αθηνάς (γλαυκώπις) παραπέμπουν σε μιαν αρχαιότατη εποχή στην οποία οι θεοί των Ελλήνων, όπως και των Αιγυπτίων, είχαν κεφαλές ζώων, και οι δαιμονικές υπάρξεις στους αποκαλούμενους νησιωτικούς βράχους απεικονίζουν τις πλέον φρικώδεις υβριδικές μορφές· και ο ίδιος ο μύθος περικλείει απεχθείς περιγραφές, όπως η γέννηση της Αθηνάς και του Διονύσου. Αλλά αυτές οι εκδοχές απωθήθηκαν γρήγορα από την τέχνη. Ήδη ο Όμηρος ερμήνευε την επωνυμία της Αθηνάς όπως οι μετέπειτα γενεές, που αναφέρονταν στη γαλανομάτα θεά, και βαθμιαία οι τρομακτικές υβριδικές υπάρξεις εξαφανίστηκαν από τη φαντασία του λαού, εκτός από κάποιες, όπως οι μορφές στο μύθο του Περσέα, οι οποίες όμως στην αντίληψη του λαού είχαν πλέον την κατοικία τους στις εσχατιές του κόσμου. Ο ίδιος ο μύθος φρόντισε ορισμένες φορές να τις εξαφανίσει· έτσι οι Αρπυίες, φρικτές τερατώδεις μορφές, επέζησαν μέχρι της εποχή των Αργοναυτών, και ήρθε ο καιρός που τις εξολόθρευσαν οι Βορεάδες. Χάρη στους αοιδούς, η αντίληψη περί των θεών και των δαιμονικών υπάρξεων, όπως την γνωρίσαμε και μέσα από τον Όμηρο, κατέληξε να είναι εντελώς ασυμβίβαστη με τις αλλόκοτες μορφές των νησιωτικών βράχων, μη δυνάμενη να επιζήσει στη διάνοια των Ελλήνων. Έτσι η μοναδική υβριδική μορφή που παρέμεινε ήταν αυτή του Πάνα, ο οποίος όμως στον 19ο Ομηρικό Ύμνο οφείλει να γίνει αρεστός στον πατέρα του Ερμή, και τους υπόλοιπους θεούς. Πιθανότατα η φαντασιακή μορφή του Πάνα να είχε ενσωματωθεί τόσο βαθειά στον καθαρά ποιμενικό πληθυσμό, ώστε να μην ήταν δυνατόν να τον αγγίξει η μεγάλη μεταμόρφωση των υβριδικών όντων. Οι υβριδικές υπάρξεις που επέζησαν δεν είχαν πλέον καμιά σχέση με τους θεούς, και αποτελούσαν μόνο θρυλικές δαιμονικές μορφές.


(συνεχίζεται)
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου