Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (206)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου 2023


Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ:
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

IΙΙ. Η Ε Υ Φ Ρ Α Δ Ε Ι Α


Από τη σοφιστική προέκυψε η ευφράδεια, ένα φαινόμενο που θα εξετάσουμε στο σύνολό του εν συντομία, πριν επιστρέψουμε στους φιλοσόφους. Και εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε την εξαιρετική σαφήνεια και ευελιξία με την οποία η ελληνική γλώσσα διευκρινίζει όλα όσα λέγονται και κοινωνούνται στους άλλους, χαρακτηριστικά που την διακρίνουν απόλυτα από γλωσσικά ιδιώματα όπως το εβραϊκό, καθώς και τη σημαντική συνεισφορά της ρητορικής σε αναρίθμητες περιστάσεις της τοπικής καθημερινότητας, σε καιρό ειρήνης ή πολέμου.

Συγκρίσιμα μεγέθη δεν υπάρχουν σ’ αυτό τον τομέα. Δεν γνωρίζουμε αν οι Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι διέθεταν μια τόσο ευέλικτη γλώσσα, ούτε κάτι σχετικό για την εκφραστική ικανότητα των Γερμανικών φυλών και των εισβολέων που ενδέχεται να κατείχαν ικανές γνώσεις της γερμανικής διαλέκτου· οι αντιλήψεις και οι προθέσεις των συγγραφέων της λεγόμενης μέσης υψηλής λόγιας γερμανικής γλώσσας δεν μας προσφέρουν κάποια ακριβή εικόνα. Σε ότι αφορά δε το βουδιστικό κήρυγμα εξειδικευμένοι μόνο γνώστες θα μπορούσαν να μας πληροφορήσουν κατά πόσο προσομοιάζει με τον τρόπο έκφρασης των Ελλήνων.

Στον αντίποδα όλων αυτών τοποθετούνται οι ακριβείς γνώσεις μας από τον Όμηρο, στον οποίο οι λόγοι των θεών και των ανθρώπων εμπνέονται από εντελώς φυσικό κάλλος και ρώμη, που θα ήταν αδιανόητα χωρίς την σημαντική και συνειδητή εξέλιξη της πόλης. Με άλλα λόγια υπήρχε ήδη εκείνη την εποχή ένα περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχούσε η ανάγκη της ανταλλαγής απόψεων, στα πλαίσια της οποίας αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η άμιλλα, η οποία ενδεχομένως και να υποχρέωσε για πρώτη φορά τους ανθρώπους να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στα μέσα επιβολής της ισχύος δια του λόγου.

Την εποχή που άνθιζε η δημοκρατία στην ελληνική πόλη, όταν στην Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια παίρνονταν οι σημαντικότερες αποφάσεις, ο δημόσιος λόγος απέκτησε εξαιρετική ισχύ, και αίφνης η ευφράδεια κατέστη αντικείμενο μεθοδικής διδασκαλίας, αντικείμενο των σημαντικότερων μεθοδεύσεων, μια ευφράδεια που καλλιεργήθηκε σε όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού βίου, του οποίου υπήρξε το ουσιώδες στοιχείο, και εδώ προκύπτει ένας παραλληλισμός που μπορεί να φωτίσει το θέμα μας, ο παραλληλισμός με τη σύγχρονη έντυπη ενημέρωση. Η επίδραση του ελληνικού δημόσιου λόγου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο και τα πρόσωπα, και – ανεξάρτητα από οποιαδήποτε σχετική προετοιμασία – με τη στιγμή, που σημαίνει ότι δεν επιδεχόταν την μετάδοσή της σε μακρινές αποστάσεις· ο ρήτορας ήταν υποχρεωμένος να παραμείνει στη θέση του, επιτόπου, ενώ συχνά απευθυνόταν σε πολυπληθές ακροατήριο· όφειλε να χειρίζεται ένα συγκεκριμένο θέμα, αυτό για το οποίο τόσο ο ίδιος όσο και οι αντίπαλοί του βρίσκονταν εκεί· δεν υπήρχε περίπτωση να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά την ευρύτερη κοινή γνώμη ούτε να δεχθεί ευρύτερες εξωτερικές επιδράσεις, να διεγείρει τις μάζες ή τους πληθυσμούς απομακρυσμένων περιοχών, να ασκήσει μια εξωτερική συλλογική πίεση, ακόμη και αδιόρατη, όπως συμβαίνει με τον τύπο στην εποχή μας. Εν τούτοις, τίποτε δεν αντιστοιχεί καλύτερα στην εξουσία που ασκεί ο τύπος σήμερα, όσο η εξουσία που ασκούσε ο δημόσιος λόγος των αρχαίων Ελλήνων. Μπορούμε ασφαλώς να αναρωτηθούμε τί θα συνέβαινε αν οι αρχαίοι Αθηναίοι, αντί να πηγαίνουν στην αγορά, άρχιζαν ξαφνικά να διαβάζουν εφημερίδες.

Υπάρχει πραγματικά ένα σημαντικό και ουσιαστικό ζήτημα που θα πρέπει να τεθεί εξ αρχής: δεδομένου του πεδίου δραστηριότητας που της ανατέθηκε, η ευφράδεια αναγκάστηκε εξ αρχής να ανταγωνιστεί τη σκέψη, τη γνώση και την έρευνα· μονοπώλησε τόσο αποκλειστικά τις δυνάμεις ολόκληρου του έθνους, ώστε η καθαυτό έρευνα να παραγκωνιστεί. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνουν τόσο οι σημαντικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, όσο και ο όγκος των αφιερωμένων στη ρητορική εγχειριδίων. Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι, έχοντας εξ αρχής συνειδητοποιήσει αυτόν τον συναγωνισμό, είχαν την πρόνοια να αναμειχθούν ενεργά, όπως ο Αριστοτέλης, ο οποίος αφιέρωσε μέγιστο μέρος της πολύτιμης ύπαρξης του στη ρητορική, και κατέστη ο σημαντικότερος δημιουργός της. Αλλά και η ίδια η φιλοσοφία από τη σκοπιά της, ως θεωρητική αναζήτηση, περιόρισε την επιστημονική έρευνα. Μας παρηγορεί όμως το γεγονός ότι μόνο η τέχνη και η ποίηση μπορούν να υποστούν αναντικατάστατες απώλειες· σε ότι αφορά την έρευνα, οι νεώτερες εποχές αναπλήρωσαν τα κενά που άφησαν οι αρχαιότερες.

Οι κυριότερες πηγές που διαθέτουμε για την μελέτη αυτού του σημαντικού φαινομένου είναι οι ίδιοι οι σωζόμενοι ρητορικοί λόγοι. Και σε ότι αφορά τη γένεση της ευφράδειας, σημαντικότερος πληροφοριοδότης μας είναι ο Κικέρων, με τον Βρούτο, και τον Ρήτορα· μας παρέχει ακριβείς πληροφορίες, από αξιόπιστες πηγές, ακόμη και από την ίδια την ελληνική σχολή του. Ανάμεσα στις εκατοντάδες από τα σχετικά εγχειρίδια, δεδομένου ότι σχεδόν κάθε φιλόσοφος μας κληροδότησε ένα σχετικό κείμενο, κυριαρχούν η Ρητορική του Αριστοτέλη, και η Ρητορική εις Αλέξανδρον που σχεδόν ομόφωνα αποδίδεται στον Αναξιμένη από τη Λάμψακο· ακολουθούν, ένα κάπως σύντομο δοκίμιο του Διονυσίου Αλικαρνασσέως, του οποίου το έργο περί των Αρχαίων Ρητόρων, καθώς και άλλα κείμενα κρίνονται σημαντικά. Θα πρέπει επίσης να παραθέτουμε τους Έλληνες Ρήτορες, των Walz και Spengel. Το έργο του F. Blass, Die attische Beredsamkeit («Η Αττική ευφράδεια» ) είναι μια σύγχρονη μελέτη που συνοψίζει το θέμα μας.

Στόχος αυτής της περίτεχνης ευφράδειας, η οποία απευθύνεται σε ένα λαό που είναι ακόμη ελάχιστα εξοικειωμένος με την ανάγνωση, αλλά που η συχνή επαφή του με την Εκκλησία του Δήμου και τα Δικαστήρια έχει εκπαιδεύσει την ακοή του, είναι να αναδειχθεί το ευλογοφανές. Η αναζήτηση του ευλογοφανούς κυριαρχεί ακόμη και στις μέρες μας, στο βαθμό που είναι το μοναδικό μέσο το οποίο μπορεί να μετέλθει κανείς για να πείσει τους ακροατές του· δεδομένης όμως της ευφυΐας τους, οι Έλληνες ήταν ικανοί να χειρίζονται τα γεγονότα με κάθε δυνατό τρόπο, ώστε να εντυπωσιάζουν το ακροατήριό τους: προκειμένου να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να εξουδετερώσουν τον αντίπαλο, όλα τα μέσα ήταν θεμιτά, παρότι είχαν πλήρη συνείδηση της διαπραττόμενης αδικίας, όπως ακριβώς και ο αντίδικος. Αν επιπλέον κατόρθωναν, όπως ισχυρίζονταν οι σοφιστές, να εξασφαλίσουν και την εξέχουσα αρετή της γοητείας, τόσο το καλύτερο. Οι Έλληνες ως κάτοχοι μιας εκλεπτυσμένης ακοής, και ως λάτρεις της επιδέξιας απαγγελίας προσαρμόστηκαν ασμένως. Μια πολύτιμη ομολογία του Αριστοφάνη είναι η εξής: «Οι λέξεις εξασφαλίζουν ορμή στο πνεύμα και ανάταση στον άνθρωπο»· χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δύναμης του πνεύματος της ευγλωττίας μας προσφέρει ένα περιστατικό από τη ζωή του σοφιστή Αντίφωνα. Κατά την παραμονή του στην Κόρινθο, όπου είχε καταφύγει ως δήθεν εξόριστος, δημιούργησε ένα «κέντρο παρηγοριάς», ισχυριζόμενος ότι δύναται να θεραπεύσει όλες τις θλίψεις με τη χρήση του λόγου. Σε όσους ζητούσαν την βοήθειά του, αφού τους προέτρεπε να εξομολογηθούν τα βάσανά τους, τους απέτρεπε από τις θλιβερές σκέψεις με καταπραϋντικές αφηγήσεις. Ποιος θα μπορούσε άραγε στις μέρες μας να εμπνευστεί μια τέτοια πρακτική ;

Ο δημόσιος λόγος είχε ανέκαθεν για τους Έλληνες, όπως ήδη είπαμε, πολύ μεγαλύτερη σημασία από όση για όλους του υπόλοιπους λαούς, και σε ότι αφορά τις κρατικές και τις δικαστικές υποθέσεις οι συνέπειές του κρίθηκαν αξιοθαύμαστες· γεγονός που σημαίνει ότι υπήρξε εξ αρχής μια έντονη προσπάθεια καλλιέργειας της τέχνης του ρήτορα, πολύ πριν την εμφάνιση μιας μεθοδευμένης και συνοδευόμενης από κανόνες ρητορικής. Αλλά η ανάμνηση της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας επί ενός συγκεκριμένου θέματος εξέλειπε μαζί με την ανάμνηση του ίδιου του γεγονότος που την είχε προκαλέσει. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει η καθιέρωση μιας επίσημης ευκαιρίας συχνής χρήσης του λόγου, όπως αυτή που προσφέρθηκε από τα δικαστήρια, για την καθιέρωση μιας συστηματικής ρητορικής τέχνης του λόγου, κάτι που κατά γενική ομολογία συνέβη κατ’ αρχάς στη Σικελία, όταν, μετά την πτώση της τυραννίας (466 π. Χ.), και χάρη στην άνθηση της δημοκρατίας, «αναδείχθηκε ένα πλήθος διεκδικήσεων ιδιωτικού δικαίου , οι οποίες είχαν απωθηθεί βίαια για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής μπορεί να θεωρηθεί εμπνευστής αυτής της νέας ρητορικής· είναι πάντως βέβαιο ότι ο Κόραξ ο Συρακούσιος, ο οποίος απολάμβανε ήδη της εύνοιας του Ιέρωνα, ήταν φημισμένος λαϊκός ρήτορας, και συνήγορος στο δικαστήριο· υπήρξε ο συγγραφέας του αρχαιότερου Εγχειριδίου Ρητορικής, ή απλώς Εγχειρίδιο, το οποίο περιέκλειε τουλάχιστον μια θεωρία της μορφής, και των υποδιαιρέσεων του λόγου, τους προσδιορισμούς του προοιμίου, κ.τ.λ.· στο έργο του, όπως και σ’ αυτό του μαθητή και αντιδίκου του Τεισία, συγγραφέα επίσης ενός Εγχειριδίου, προβάλλεται η αξία του ευλογοφανούς. Ακολούθως η σικελική ευφράδεια εισάγεται στην Αθήνα, το 417 π. Χ. με την ευκαιρία της αποστολής μιας αντιπροσωπείας των σικελικών πόλεων, και τη συνεισφορά του ίδιου ακριβώς του Τεισία και του Γοργία του Λεοντίνου, τον οποίο έχουμε ήδη αναφέρει μεταξύ των σοφιστών, ο οποίος όμως την χρησιμοποίησε ως έρεισμα για μιαν αρνητική φιλοσοφία, όπως ήδη αναφέραμε, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια δεν υπόκειται στη γνώση. Ήδη ο Γοργίας, στον οποίο άνοιξε το δρόμο ο Πρωταγόρας με τη Διαλεκτική του, καθιστά τη ρητορική βασικό στοιχείο της σοφιστικής, ενώ αποκαλεί τον εαυτό του ρήτορα. Όπως και όλοι οι όμοιοί του, αναλώθηκε σε έναν βίο περιπλάνησης και αγυρτείας, διασπείροντας την μεθοδευμένη ρητορική σε διάφορες περιοχές· φρόντισε να αναγάγει τη διδασκαλία της σε επάγγελμα, το οποίο επειδή υποσχόταν κάποια συγκεκριμένα οφέλη, εξασφάλιζε σημαντικές απολαβές.

Ο Γοργίας, ο οποίος υπήρξε ασφαλώς ένας ευφυής άνδρας, χρησιμοποίησε ποιητικές εκφράσεις και σύνθετους νεολογισμούς, χωρίς σύνδεση συνήθως με το νόημα του περιεχομένου των λόγων του (γοργιάζεν). Η επιτυχία της σοφιστικής τέχνης του συνίσταται στην εισαγωγή ποιητικού ρυθμού στις ομιλίες του, προσφέροντας στις προτάσεις του μια συμμετρική .δομή, και δίνοντας έτσι την εντύπωση μιας αρμονικής αναλογίας· πέραν όμως από κάθε είδους αρμονία η τεχνική αυτή έμοιαζε να υπηρετεί την αποσαφήνιση των συλλογισμών του. Επεδίωκε επίσης να αναδεικνύει τις αντιθέσεις της σκέψεως εν γένει, χρησιμοποιώντας παραλληλισμούς μεταξύ των επιμέρους στοιχείων της, επιλέγοντας ομοιόμορφες προτάσεις ως προς το μήκος και τη μορφή, και λέξεις που ηχούσαν ομοιόμορφα σχηματίζοντας ομοιοκαταληξίες, με δικανικό ύφος και εκφραστικές χειρονομίες

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου