ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IΙ. Η ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΟ ΜΥΘΟ - 4
Όταν οι επίσημες αρχές είχαν την πρόθεση να βλάψουν έναν φιλόσοφο τον παρέπεμπαν για ασέβεια, η οποία στην πραγματικότητα συνιστούσε μόνο το πρόσχημα συγκάλυψης του φθόνου για την ενδεχόμενη επιρροή του σε πολιτικές προσωπικότητες της συγκεκριμένης πόλης. Και τούτο συνέβη αρχικά εναντίον του Αναξαγόρα, εκ μέρους των εχθρών του Περικλή, επειδή υποστήριζε ότι ο ήλιος είναι ένας διάπυρος λίθος, ή μια μεταλλική πυρακτωμένη μάζα, ότι η σελήνη είναι μία δεύτερη Γη, απέδωσε τους οιωνούς σε φυσικά φαινόμενα, προσέδωσε ηθική ερμηνεία στους Ομηρικούς μύθους, και αλληγορική στα ονόματα των θεών. Ο φιλόσοφος αντιμετώπισε δυσχερείς συνέπειες, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πόλη των Αθηνών και απεβίωσε στη Λάμψακο. Εν τούτοις ήταν αυτός που εισήγαγε στην φιλοσοφία την έννοια του νοός αν και μόνο ως μιας αρχικής ώθησης, παραδίδοντας τη συνέχεια στους φυσικούς νόμους. Ο Πρωταγόρας ο οποίος στο έργο του Περί θεών αναφέρει: «Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν» διώχθηκε από τους Αθηναίους, και τα βιβλία του, ακόμη και αυτά που διδάχθηκαν στο Λύκειο, συνελέγησαν και παραδόθηκαν στην πυρά. Εντονότερες διώξεις υπέστη ο Διαγόρας, ο οποίος κατηγορήθηκε επιπλέον ότι διέδωσε τα μυστήρια (των Ελευσίνιων), και επικηρύχτηκε έναντι ποσού αξίας ενός ταλάντου· μετέβη στην Κόρινθο, όπου και απεβίωσε χωρίς καμιά περεταίρω συνέπεια για τη ζωή του. Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης, ο οποίος δίδασκε ότι η θάλασσα κάποτε θα ξηρανθεί, διασώθηκε χάρη στην φυγή του. Για τον Σωκράτη θα μιλήσουμε αργότερα. Σε γενικές γραμμές η αθηναϊκή δημοκρατία υπήρξε εξαιρετικά συντηρητική σε ότι αφορά τους θεούς, μόνο όμως απέναντι στη φιλοσοφία, ενώ η ίδια τους είχε παραδώσει ως βορά στην κωμωδία· μετά την ψήφιση νόμου, με την προτροπή του Διοπείθη το 432 π. Χ., σύμφωνα με τον οποίο διώκονταν όλοι εκείνοι που δεν πίστευαν στους θεούς και επεδίωκαν να ερμηνεύσουν τα φυσικά φαινόμενα, οι μελέτες των φυσικών φαινομένων στην Αθήνα θα έπρεπε να παραμείνουν κρυφές. Αλλά βαθμιαία η αντίσταση στη φιλοσοφική έρευνα υποχώρησε. Ο Ξενοφάνης υποστήριζε ήδη τη νέα καθαρά προσωπική του σύλληψη το «ἓν και πᾶν», ενάντια στην πολυθεϊστική και ανθρωπομορφική λαϊκή θρησκεία, λέγοντας ότι «αν οι λέοντες είχαν λόγο θα αναπαρίσταντο ως θεοί με τη μορφή του λέοντος». Ο Δημόκριτος απαρνήθηκε τους θεούς της λαϊκής παράδοσης, ανήγαγε την αιτία της γενέσεως των πάντων στην ανάγκη (η οποία ωστόσο δεν ήταν κατά βάθος πολύ ευνοϊκότερη από τη μοίρα της λαϊκής παράδοσης), και απέδειξε ότι σκοπός της υπάρξεως είναι η ειρήνη της ψυχής, η οποία δεν διασαλεύεται ούτε από το φόβο, ούτε από την προκατάληψη· η σχολή του ατομισμού, της οποίας υπήρξε εμπνευστής, καλλιέργησε το έδαφος στον σκεπτικισμό και στον Επίκουρο. Οι αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν αυτές οι απόψεις, χαρακτηριστικό δείγμα των οποίων συνιστούν οι Νεφέλες του Αριστοφάνη, παρότι έκαναν θραύση στην Αθήνα, δεν έβλαψαν τη φιλοσοφία. Διότι αφ’ ενός η διαρκής απειλή κατά της ζωής και της περιουσίας, που τροφοδότησαν οι συκοφάντες, ενείχε πολύ περισσότερους κινδύνους για την ανώτερη κοινωνική τάξη από ότι στις μέρες μας, με αποτέλεσμα να αμβλύνεται ο φόβο του θανάτου και κατά συνέπεια και ο φόβος της παραπομπής για ασέβεια, και αφ’ ετέρου πολλοί ήταν αυτοί που παρέκαμπταν την απειλή της ασέβειας, όπως ο Επίκουρος, ο οποίος αρνήθηκε επιδέξια όχι τους ίδιους του θεούς, αλλά την κυριαρχία τους στο σύμπαν.
Προορισμός της ελληνικής φιλοσοφίας εξ άλλου, χάρη στην κατ’ αρχήν απόλυτη ανεξαρτησία της από τη λαϊκή θρησκευτική παράδοση, δεν ήταν η αθεΐα, αλλά ο μονοθεϊσμός, και κατάληξη της επανάστασής της, δια του νεοπλατωνισμού ήταν να συστήσει θρησκεία.
Αλλά η αμφισβήτηση του Ομήρου και του Ησιόδου, δηλαδή των σημαντικότερων προτύπων ολόκληρης της ύπαρξης και της συνολικής πολιτιστικής ελληνικής παράδοσης, είναι σαφώς ουσιωδέστερη από την αμφισβήτηση των θεών. Η οποία αρχίζει να διαφαίνεται στον Πυθαγόρα, στο όνομα συνήθως ενός μέγιστου σεβασμού προς τους θεούς, των οποίων οι Πυθαγόρειοι διατήρησαν με σχολαστική θρησκευτικότητα τη λατρεία, τοποθετώντας και την ίδια την ηθική τους σε θρησκευτικά θεμέλια, σαν να ήταν εφικτή η διατήρηση της πίστης σε πολλαπλούς θεούς ως θυσία στο μύθο του μοναδικού θεού. Και ενώ ο Πυθαγόρας υποστήριζε ότι είχε γνώση των βασάνων που υφίσταντο οι ποιητές στον Άδη, ο Ηράκλειτος δήλωνε ότι ο Όμηρος (όπως και Αρχίλοχος) θα έπρεπε να αποκλειστεί από τους ποιητικούς αγώνες, και ότι του άξιζε να μαστιγωθεί, και ο Ξενοφών, οποίος εξ άλλου καταπολέμησε το μύθο στο όνομα μιας σχεδόν πανθεϊστικής διδασκαλίας, έγραψε ελεγείες και ιάμβους κατά του Ομήρου και του Ησιόδου, στις οποίες τους κατέκρινε για όλες τις αναφορές τους στους θεούς. Γνωρίζουμε επίσης τη μεταχείριση που τους επεφύλαξε ο Πλάτων στην Πολιτεία του, δίνοντας μάλιστα λαβή σε ορισμένους να εκτιμήσουν ότι οφειλόταν στον άμετρο φθόνο του για τον Όμηρο· την διάσταση του φιλοσόφου με το μύθο πιστοποιεί και η σαφής απόρριψη της τραγικής ποίησης, όπως και της γλυπτικής τέχνης από τον Σωκράτη.
Η ρήξη των στοχαστών με το μύθο θα είχε πλέον επικρατήσει, και η ηθική και η διαλεκτική θα είχαν συνδέσει άμεσα την τύχη τους με τη φυσική, όταν η σοφιστική παρενέβη με τη μορφή ενός καινοφανούς φαινομένου. Ως κοινωνικό φαινόμενο, θα την εξετάσουμε στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου· εδώ θα περιοριστούμε να αναδείξουμε τη θέση που κατέχει στην εξέλιξη της ελληνικής σκέψης και γνώσης.
Οι σοφιστές αντιπροσώπευαν για τους φιλοσόφους μια σοβαρή ανταγωνιστική δύναμη· γι αυτό και όταν έπαιρναν το λόγο αντιμετώπιζαν συχνά δύσκολες καταστάσεις· θα πρέπει όμως να διακινδυνεύσουμε να αναμετρηθούμε με τις συνήθεις προκαταλήψεις. Όλοι έφθασαν στην Αθήνα από διαφορετικές τοποθεσίες: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο Γοργίας από τους Λεοντίνους, ο Ιππίας από την Ήλιδα, ο Πρόδικος από την Κέα. Είχαν σημαντική απήχηση, εκφωνούσαν λόγους στις εορταστικές εκδηλώσεις, συνέγειραν ολόκληρη την πόλη, αποσπούσαν τις μεγαλύτερες τιμές, και αμείβονταν πλουσιοπάροχα. Και οι φιλόσοφοι δυσκολεύονταν να κατανοήσουν πώς εξασφάλιζαν τέτοια επιτυχία παρότι απαιτούσαν αμοιβή· μια από τις πιθανές ερμηνείες είναι ότι ο άνθρωπος συνήθως αποδίδει μεγαλύτερη αξία σ’ αυτό για το οποίο του ζητείται αντίτιμο, από αυτό που προσφέρεται δωρεάν. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στην Αθήνα, και επιφανείς άνδρες, όπως ο Περικλής και ο Θουκυδίδης, σύχναζαν στις σχολές τους, και παρακολουθούσαν τη διδασκαλία τους, γεγονός το οποίο απαιτεί κάποιου είδους ερμηνεία. Και δεν αρκεί να το ερμηνεύσουμε απλώς με το επιχείρημα της απουσίας σεβασμού προς την ηθική. Διδάσκοντας ότι τίποτε δεν είναι καθαυτό καλό ή κακό, παρά μόνο σε σχέση με κάποια συγκεκριμένη αντίληψη ή σύμβαση, ότι κριτήριο κάθε επιλογής είναι η εκτίμηση των υπέρ και των κατά, καθώς και το γεγονός ότι στο θρησκευτικό πεδίο οι σοφιστές δεν υπήρξαν μόνο σκεπτικιστές αλλά αρνητές, ώθησαν πιθανότατα τους Αθηναίους σε κάθε είδους παραλογισμούς. Ας μας επιτραπεί όμως να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι άνθρωποι σαν τους σοφιστές ήταν σε θέση να επιβάλλουν αυτόν τον τρόπο σκέψης σε ευρεία κλίμακα· πιστεύουμε ότι ήταν ήδη υπαρκτός και ότι του πρόσφεραν απλώς έναν τρόπο έκφρασης. Αντιθέτως, αν υπήρξε ένας τομέας στον οποίο διέπρεψαν αυτός ήταν η μεθοδικά επεξεργασμένη ευφράδεια, της οποίας η επεξεργασία σχετιζόταν κατά βάθος με τη διδασκαλία της υποκειμενικής μαθητείας, και την προσφυγή στην επιβολή της πειθούς. Επί πλέον, παρότι κατείχαν μια φαινομενική και όχι μια πραγματικά αντικειμενική γνώση, είχαν επίγνωση του τρέχοντος φιλοσοφικού προβληματισμού· η διαλεκτική τους, στην οποία τα σοφίσματα (δάνεια των Ελεατών) έπαιζαν σημαντικό ρόλο, συνιστούσαν χωρίς αμφιβολία μια διανοητική άθληση, και παρότι η γενική μόρφωσή τους στερείτο βάθους, και δεν είχαν τη δυνατότητα «να βελτιώσουν» την ανθρώπινη υπόσταση, πρόσφεραν τουλάχιστον γνώσεις και πρακτικές για τις οποίες εισέπρατταν την ευγνωμοσύνη των πολιτών. Ο Ιππίας θεωρήθηκε ότι εκπροσωπεί το «φρέαρ της γνώσεως» εμφανιζόμενος στην Ολυμπία με μία περιβολή, της οποίας και η τελευταία λεπτομέρεια, όπως η πέτρα στο δαχτυλιδιού του νικητή, είχε σχεδιαστεί από τον ίδιο· η σημαντικότερη προσφορά τους όμως ήταν αυτή η ευρεία γνώση την οποία διέδωσαν σε μια εποχή που τα βιβλία ήταν σπάνια, αλλά υπήρχε μεγάλη δίψα για μάθηση. Θα πρέπει να μεταφερθούμε νοερά σ’ εκείνη την εποχή αν επιθυμούμε να κατανοήσουμε γιατί η επιρροή τους υπήρξε αντίστοιχη με των Ιταλών ανθρωπιστών της Αναγέννησης. Είχαν μια δική τους θεωρία για το σύμπαν και την αστρονομία, κατείχαν γνώσεις γεωμετρίας, ερμήνευαν τους συγγραφείς, δίδασκαν μουσική, κατανοούσαν την γραμματική, ο Ιππίας δίδασκε την μνημοτεχνική επιστήμη· επιπλέον, στο πλαίσιο της ανταλλαγής απόψεων, εισήγαγαν την ιστορία και την αρχαιολογία, τη θεωρία των πολιτικών συστημάτων, δηλαδή μια συγκριτική μελέτη των συνταγμάτων, την οποία μπορούμε να εκλάβουμε ως προσχέδιο των Πολιτικών του Αριστοτέλη, τη γνωριμία με τις αποικίες, την επιστήμη του δικαίου και της διοίκησης των υποθέσεων του Κράτους. Και παρότι η περίφημη πρόκληση του Γοργία, που ισχυριζόταν ότι μπορούσε να απαντήσει σε οποιουδήποτε είδους ερώτηση, αφορούσε πιθανότατα μόνο τις λογικές διεργασίες, και δεν σήμαινε ότι ο σοφιστής θα ήταν σε θέση να καλύψει οποιοδήποτε ερώτημα σε όλους τους τομείς της γνώσης, οι σοφιστές διέθεταν ένα απόθεμα γνώσεων το οποίο ενδέχεται να ωφέλησε την Ελλάδα εκείνης της εποχής· αντιπροσώπευαν ένα δυσυπέρβατο συμβάν του ελληνικού βίου, που δεν είναι δυνατόν να υποτιμηθεί στο βαθμό που επιχειρήθηκε.
Προορισμός της ελληνικής φιλοσοφίας εξ άλλου, χάρη στην κατ’ αρχήν απόλυτη ανεξαρτησία της από τη λαϊκή θρησκευτική παράδοση, δεν ήταν η αθεΐα, αλλά ο μονοθεϊσμός, και κατάληξη της επανάστασής της, δια του νεοπλατωνισμού ήταν να συστήσει θρησκεία.
Αλλά η αμφισβήτηση του Ομήρου και του Ησιόδου, δηλαδή των σημαντικότερων προτύπων ολόκληρης της ύπαρξης και της συνολικής πολιτιστικής ελληνικής παράδοσης, είναι σαφώς ουσιωδέστερη από την αμφισβήτηση των θεών. Η οποία αρχίζει να διαφαίνεται στον Πυθαγόρα, στο όνομα συνήθως ενός μέγιστου σεβασμού προς τους θεούς, των οποίων οι Πυθαγόρειοι διατήρησαν με σχολαστική θρησκευτικότητα τη λατρεία, τοποθετώντας και την ίδια την ηθική τους σε θρησκευτικά θεμέλια, σαν να ήταν εφικτή η διατήρηση της πίστης σε πολλαπλούς θεούς ως θυσία στο μύθο του μοναδικού θεού. Και ενώ ο Πυθαγόρας υποστήριζε ότι είχε γνώση των βασάνων που υφίσταντο οι ποιητές στον Άδη, ο Ηράκλειτος δήλωνε ότι ο Όμηρος (όπως και Αρχίλοχος) θα έπρεπε να αποκλειστεί από τους ποιητικούς αγώνες, και ότι του άξιζε να μαστιγωθεί, και ο Ξενοφών, οποίος εξ άλλου καταπολέμησε το μύθο στο όνομα μιας σχεδόν πανθεϊστικής διδασκαλίας, έγραψε ελεγείες και ιάμβους κατά του Ομήρου και του Ησιόδου, στις οποίες τους κατέκρινε για όλες τις αναφορές τους στους θεούς. Γνωρίζουμε επίσης τη μεταχείριση που τους επεφύλαξε ο Πλάτων στην Πολιτεία του, δίνοντας μάλιστα λαβή σε ορισμένους να εκτιμήσουν ότι οφειλόταν στον άμετρο φθόνο του για τον Όμηρο· την διάσταση του φιλοσόφου με το μύθο πιστοποιεί και η σαφής απόρριψη της τραγικής ποίησης, όπως και της γλυπτικής τέχνης από τον Σωκράτη.
Η ρήξη των στοχαστών με το μύθο θα είχε πλέον επικρατήσει, και η ηθική και η διαλεκτική θα είχαν συνδέσει άμεσα την τύχη τους με τη φυσική, όταν η σοφιστική παρενέβη με τη μορφή ενός καινοφανούς φαινομένου. Ως κοινωνικό φαινόμενο, θα την εξετάσουμε στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου· εδώ θα περιοριστούμε να αναδείξουμε τη θέση που κατέχει στην εξέλιξη της ελληνικής σκέψης και γνώσης.
Οι σοφιστές αντιπροσώπευαν για τους φιλοσόφους μια σοβαρή ανταγωνιστική δύναμη· γι αυτό και όταν έπαιρναν το λόγο αντιμετώπιζαν συχνά δύσκολες καταστάσεις· θα πρέπει όμως να διακινδυνεύσουμε να αναμετρηθούμε με τις συνήθεις προκαταλήψεις. Όλοι έφθασαν στην Αθήνα από διαφορετικές τοποθεσίες: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο Γοργίας από τους Λεοντίνους, ο Ιππίας από την Ήλιδα, ο Πρόδικος από την Κέα. Είχαν σημαντική απήχηση, εκφωνούσαν λόγους στις εορταστικές εκδηλώσεις, συνέγειραν ολόκληρη την πόλη, αποσπούσαν τις μεγαλύτερες τιμές, και αμείβονταν πλουσιοπάροχα. Και οι φιλόσοφοι δυσκολεύονταν να κατανοήσουν πώς εξασφάλιζαν τέτοια επιτυχία παρότι απαιτούσαν αμοιβή· μια από τις πιθανές ερμηνείες είναι ότι ο άνθρωπος συνήθως αποδίδει μεγαλύτερη αξία σ’ αυτό για το οποίο του ζητείται αντίτιμο, από αυτό που προσφέρεται δωρεάν. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στην Αθήνα, και επιφανείς άνδρες, όπως ο Περικλής και ο Θουκυδίδης, σύχναζαν στις σχολές τους, και παρακολουθούσαν τη διδασκαλία τους, γεγονός το οποίο απαιτεί κάποιου είδους ερμηνεία. Και δεν αρκεί να το ερμηνεύσουμε απλώς με το επιχείρημα της απουσίας σεβασμού προς την ηθική. Διδάσκοντας ότι τίποτε δεν είναι καθαυτό καλό ή κακό, παρά μόνο σε σχέση με κάποια συγκεκριμένη αντίληψη ή σύμβαση, ότι κριτήριο κάθε επιλογής είναι η εκτίμηση των υπέρ και των κατά, καθώς και το γεγονός ότι στο θρησκευτικό πεδίο οι σοφιστές δεν υπήρξαν μόνο σκεπτικιστές αλλά αρνητές, ώθησαν πιθανότατα τους Αθηναίους σε κάθε είδους παραλογισμούς. Ας μας επιτραπεί όμως να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι άνθρωποι σαν τους σοφιστές ήταν σε θέση να επιβάλλουν αυτόν τον τρόπο σκέψης σε ευρεία κλίμακα· πιστεύουμε ότι ήταν ήδη υπαρκτός και ότι του πρόσφεραν απλώς έναν τρόπο έκφρασης. Αντιθέτως, αν υπήρξε ένας τομέας στον οποίο διέπρεψαν αυτός ήταν η μεθοδικά επεξεργασμένη ευφράδεια, της οποίας η επεξεργασία σχετιζόταν κατά βάθος με τη διδασκαλία της υποκειμενικής μαθητείας, και την προσφυγή στην επιβολή της πειθούς. Επί πλέον, παρότι κατείχαν μια φαινομενική και όχι μια πραγματικά αντικειμενική γνώση, είχαν επίγνωση του τρέχοντος φιλοσοφικού προβληματισμού· η διαλεκτική τους, στην οποία τα σοφίσματα (δάνεια των Ελεατών) έπαιζαν σημαντικό ρόλο, συνιστούσαν χωρίς αμφιβολία μια διανοητική άθληση, και παρότι η γενική μόρφωσή τους στερείτο βάθους, και δεν είχαν τη δυνατότητα «να βελτιώσουν» την ανθρώπινη υπόσταση, πρόσφεραν τουλάχιστον γνώσεις και πρακτικές για τις οποίες εισέπρατταν την ευγνωμοσύνη των πολιτών. Ο Ιππίας θεωρήθηκε ότι εκπροσωπεί το «φρέαρ της γνώσεως» εμφανιζόμενος στην Ολυμπία με μία περιβολή, της οποίας και η τελευταία λεπτομέρεια, όπως η πέτρα στο δαχτυλιδιού του νικητή, είχε σχεδιαστεί από τον ίδιο· η σημαντικότερη προσφορά τους όμως ήταν αυτή η ευρεία γνώση την οποία διέδωσαν σε μια εποχή που τα βιβλία ήταν σπάνια, αλλά υπήρχε μεγάλη δίψα για μάθηση. Θα πρέπει να μεταφερθούμε νοερά σ’ εκείνη την εποχή αν επιθυμούμε να κατανοήσουμε γιατί η επιρροή τους υπήρξε αντίστοιχη με των Ιταλών ανθρωπιστών της Αναγέννησης. Είχαν μια δική τους θεωρία για το σύμπαν και την αστρονομία, κατείχαν γνώσεις γεωμετρίας, ερμήνευαν τους συγγραφείς, δίδασκαν μουσική, κατανοούσαν την γραμματική, ο Ιππίας δίδασκε την μνημοτεχνική επιστήμη· επιπλέον, στο πλαίσιο της ανταλλαγής απόψεων, εισήγαγαν την ιστορία και την αρχαιολογία, τη θεωρία των πολιτικών συστημάτων, δηλαδή μια συγκριτική μελέτη των συνταγμάτων, την οποία μπορούμε να εκλάβουμε ως προσχέδιο των Πολιτικών του Αριστοτέλη, τη γνωριμία με τις αποικίες, την επιστήμη του δικαίου και της διοίκησης των υποθέσεων του Κράτους. Και παρότι η περίφημη πρόκληση του Γοργία, που ισχυριζόταν ότι μπορούσε να απαντήσει σε οποιουδήποτε είδους ερώτηση, αφορούσε πιθανότατα μόνο τις λογικές διεργασίες, και δεν σήμαινε ότι ο σοφιστής θα ήταν σε θέση να καλύψει οποιοδήποτε ερώτημα σε όλους τους τομείς της γνώσης, οι σοφιστές διέθεταν ένα απόθεμα γνώσεων το οποίο ενδέχεται να ωφέλησε την Ελλάδα εκείνης της εποχής· αντιπροσώπευαν ένα δυσυπέρβατο συμβάν του ελληνικού βίου, που δεν είναι δυνατόν να υποτιμηθεί στο βαθμό που επιχειρήθηκε.
(συνεχίζεται)
ΟΙ ΥΠΟΨΙΕΣ ΓΙΑ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΞΗΣ, ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΔΕΚΤΕΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου