Συνέχεια από Τρίτη, 21 Νοεμβρίου 2023
HANS URS VON BALTHASARΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
VΙ. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ
2. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΩΣ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ;
Οι Έλληνες – ο Πυθαγόρας, ο Πλάτων στον «Τίμαιο» (34 ΑΒ), η Στοά (ο Κικέρων, ο Μάρκος Αυρήλιος), ο Πλωτίνος –, και κατόπιν οι Άραβες, απ’ τον Αλ-Κίνδι μέχρι τον Αβερόη, αξίωσαν την ύπαρξη μιας «κοσμικής ψυχής». Ο Αυγουστίνος αμφέβαλε, αν έπρεπε να το αναλάβη αυτό, εξήγησε όμως συγκεκριμένα, πως αν τυχόν υπήρχε μια τέτοια «ψυχή, δεν θα ήταν θεϊκή, αλλά δημιουργημένη και κτιστή. Πρόκειται κατ’ αρχάς για τις απόπειρες της Σχολής τής Σάρτρ τον 12ον αιώνα· ο Thierry της Σάρτρ, ο Βερνάρδος Σιλβέστρις και ο Wilhelm του Conches – προσπαθώντας να προσεγγίσουν αναμεταξύ τους τη θεολογία και την κοσμολογία – ταύτισαν την «κοσμική ψυχή» με το Άγιο Πνεύμα ή με μιαν «απόρροια» απ’ αυτό. Το «αντίτιμο» έπρεπε να το πληρώση ο Αβελάρδος, του οποίου η ρήση “quod Spiritus Sanctus sit anima mundi” («ώστε το Άγιο Πνεύμα είναι η ψυχή τού κόσμου») καταδικάστηκε στο λεγόμενο «Συμβούλιο των αισθήσεων» (“Konzil von Sens”). Διάφορα μεταγενέστερα θεωρήματα για την «κοσμική ψυχή» ή «ψυχή τού κόσμου» δεν μας ενδιαφέρουν, καθώς δεν αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα.
Όμως το θέμα αυτό «πανηγυρίζει» μιαν ασυνήθιστη «ανάσταση» στις κοσμολογικές θεωρίες τού Wolfhart Pannenberg, ιδιαιτέρως στην προσπάθειά του να προσφέρη μια πνευματολογική συμπλήρωση στη θεολογία τής εξέλιξης του Teilhards de Chardin. Κινείται εδώ και ο Pannenberg απ’ τη δίκαιη μέριμνα να γεφυρώση την αποξένωση μεταξύ φυσικής επιστήμης και θεολογίας. Γνωρίζει τη λίγο γνωστή στην ευρωπαϊκή μας ήπειρο προϊστορία (του θέματος…) στην Αγγλία και την Αμερική, ενώ γνωρίζει επίσης και χρησιμοποιεί τη φιλονικία ανάμεσα στον Νεύτωνα και τον Κλαρκ απ’ τη μια και τον Λάιμπνιτς απ’ την άλλη για την αιώνια πανταχού παρουσία τού Θεού ως το (παρέχον τον απαραίτητο χώρο) «μέσον» για την ύπαρξη των πεπερασμένων πραγμάτων. «Ανακαλύπτει» τη συγκεκριμενοποίηση της ιδέας τού Κλαρκ στην έννοια του «πεδίου» (απ’ τον Faraday μέχρι τον Άινστάιν), που θα μπορούσε να ερμηνευθή ως το «δυναμικό πεδίο» και το «πλαίσιο αναφοράς» για την «παρούσα θεϊκή επίδραση στην εξελικτική διαδικασία». Και «απαιτεί» τελικά, εφ’ όσον η όλη διαδικασία «πρέπει» να κορυφωθή στον άνθρωπο, και μάλιστα στην ενανθρώπηση του Θεού, αυτή η (παντελώς μη εκλαμβανόμενη ως πανθεϊσμός) παρουσία τού Θεού, η οποία και καθιστά δυνατή την εξέλιξη, να θεωρηθή ως τριαδική. Όπως και ο Μπάρθ, βλέπει κι ο Πάννενμπεργκ εδώ τη συνέχεια ανάμεσα στο παλαιοδιαθηκικό “Ruach Jahwe” («πνεύμα τού Γιαχβέ») και το νεοδιαθηκικό «πνεύμα Θεού»· με τη διαφορά ότι ο Μπάρθ παραμένει πάντοτε στο βιβλικό πεδίο, χωρίς να αναλαμβάνη έναν διάλογο με τη φυσική επιστήμη. Ο Πάννενμπεργκ αποκρούει την εξαιρετικά φυσιοκρατική θεολογία τού Tillich, σύμφωνα με την οποία, ύστερα απ’ την ανόργανη, την οργανική και την ψυχική βαθμίδα το αναδυόμενο «πνεύμα» παραμένει διφορούμενο (μεταξύ θεϊκού και ανθρωπίνου), ασχολούμενος κατόπιν με τον διπλό ορισμό περί ενεργείας τού Teilhards, στον οποίον όμως η εξέλιξη της ζωής σε πνεύμα θεωρείται μονοσήμαντα χριστολογική: λείπει δηλ. εδώ η έννοια του «ενεργειακού πεδίου», στο οποίο δεν έδωσε επαρκή σημασία ο Teilhards, που εγγυάται ωστόσο την κατ’ αρχήν δυνατότητα αυθυπέρβασης του όντος: «Είναι το πεδίο που προχωρά στο μέλλον». Σ’ αυτό το «πεδίο» βλέπει και ο Pannenberg την πνευματολογική δύναμη της εξέλιξης. «Μια σύγχρονη χριστιανική θεολογία τής Δημιουργίας θα χρησιμοποιήση τις δυνατότητες της τριαδικής διδασκαλίας, για να περιγράψη τη σχέση μεταφυσικής και ενυπάρχοντος του Θεού στη Δημιουργία και την ιστορία τής Σωτηρίας. Θα συνδέση ίσως την παλαιοχριστιανική διδασκαλία περί Λόγου με τη σκέψη τής πληροφορίας και θα αναγνωρίση στην αυθυπέρβαση της ζωής και της εξέλιξής της την επίδραση του θεϊκού Πνεύματος». Στον Pannenberg θεμελιώνεται η «τυχαιότητα» (εννοούμενη ως το μη αναγκαίο εκ του παρελθόντος) της εξέλιξης, που οδηγεί ταυτόχρονα στην αυτοκατάφαση (συνείδηση) και την αυθυπέρβαση. «Η αυθυπέρβαση της ζωής περιγράφεται τώρα ταυτόχρονα ως μια δραστηριότητα του όντος και ως επενέργεια μιας δύναμης, η οποία ανυψώνει αδιάκοπα το όν πάνω απ’ τα όρια, εγγυώμενο ακριβώς μέσω αυτού την ζωή και την ύπαρξή του».
Υπάρχει ωστόσο εδώ ο φόβος, ότι σε μια τόσο τριαδικά δομημένη διδασκαλία περί Δημιουργίας, η διαφορά ανάμεσα στην πραγματικά ευρεία κοσμολογική έννοια περί Πνεύματος της Παλαιάς Διαθήκης και τη σωτηριολογική έννοια της Καινής «ισοπεδώνεται» πάρα πολύ, προς όφελος της Παλαιάς Διαθήκης, ή για να το πούμε «χονδροειδώς», στην κατεύθυνση προς μιαν ορισμένη ταυτότητα του υπερβατικού ανθρωπίνου πνεύματος και ενός εκλαμβανόμενου καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως «κοσμική ψυχή» θεϊκού Πνεύματος. Γιατί η «στήριξη» στον Tillich υπερτερεί τής αποστασιοποίησης απ’ αυτόν. Η εκστατική υπέρβαση του ανθρώπου είναι μετοχή στο θεϊκό Πνεύμα· η (ίδια η…) έκσταση όμως ανήκει στη φύση τού ανθρωπίνου πνεύματος. «Ένας ριζικός διαχωρισμός μεταξύ ανθρωπίνου και θεϊκού πνεύματος δεν είναι ούτε απαραίτητος (αναγκαίος…) ούτε και λογικός… Το δημιούργημα μετέχει στο θεϊκό Πνεύμα, όταν αυθυπερβαίνεται», λέει πάλι ο Pannenberg, παρ’ όλο που δεν δέχεται να θεωρήση αυτήν την εκστατική δύναμη ως ανήκουσα «στον φυσικό εξοπλισμό τού ανθρώπου».
Ανάλογες επιφυλάξεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν και απέναντι στον John V. Taylor και το σύγγραμμά του: «Το Άγιο Πνεύμα και η επίδρασή του στον κόσμο», ο οποίος κατανόησε, παρόμοια με τον Pannenberg (και τον Charles G. Raven) τη δύναμη της εξέλιξης, η οποία και προσέλκει την εξέλιξη από το «έσχατον»
(ή το «Ωμέγα»), επίσης ως παλαιοδιαθηκικό, αλλά σύγχρονα ερμηνευμένο «πνεύμα» (Ruach), απ’ όπου μπορεί να ερμηνευθή και η νεοδιαθηκική εμπειρία τού Πνεύματος. Μόνο, βέβαια, όποιος έχει το Πνεύμα τού Χριστού ανήκει σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και ο εν λόγω συγγραφέας αξιολογεί κριτικά την επίσημη Εκκλησία, αντιλαμβανόμενος την παρουσία τού Πνεύματος σε όλες τις θρησκείες.
( συνεχίζεται)
"ΕΝΘΥΜΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ" ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΟΥ: η δύναμη της εξέλιξης, η οποία και προσέλκει την εξέλιξη από το «έσχατον». ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΕΓΙΝΕ ΑΠΛΩΣ ΜΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου