Συνέχεια από Πέμπτη, 26 Μαρτίου 2020
Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXΧVΙ)
ΤΟ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΣΥΜΒΟΛΟ
ΤΟΥ RUDOLF BULTMANN
Η πιο ριζική διαφοροποίηση από την Τριαδική Θεολογία του Μπαρθ, ενός καταρχήν υποστηρικτού τής διαλεκτικής στροφής, υπήρξε εκ μέρους τού Rudolf Bultmann. Ο Μπαρθ δοκίμασε να ελευθερωθεί από την «δουλεία» τής φιλελεύθερης θεολογίας για να φθάσει στην «Γη Χαναάν» του πρωτείου του Θεού και της αποκαλύψεώς του. Ο Μπούλτμαν όμως ξανασυνθέτει τις παλιές απαιτήσεις του φιλελευθερισμού σε ένα είδος Νέο-Λουθηρανισμού.
Ο Bultmann καταλήγει πραγματικά να κατανοεί τον Θεό στην καθαρή «απόφαση» τής πίστεως, μόνο που μ’ αυτόν τον τρόπο τον περιορίζει, στην άλλη ενέργεια ή καλύτερα πράξη ή στο ολοκληρωμένο έργο της αγγελίας του Ιησού, το οποίο επαναλαμβάνεται στην κατήχηση!
Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τού Θεού δεν δίνονται από την οντολογική του δομή, αλλά από την ενέργεια τής πράξεώς του, ενώ αυτή η ίδια η πράξη αναστέλλεται από το ναι ή το όχι του ανθρώπου. Τα αυτιά αυτού που είναι διατεθειμένος ή όχι στο auditus verbi γίνονται κατά τον Μπούλτμαν το κριτήριο της πράξεως και της υπάρξεως αυτού του ιδίου του Θεού. Η αυτοαποκάλυψη του Θεού γίνεται ορατή μόνο μέσω της υπαρξιακής κινήσεώς τού ανθρώπου. Προκύπτει έτσι λοιπόν πως ο Θεός τού Μπούλτμαν μιλά μόνον σύμφωνα με την ενέργεια ή την πράξη του ή σύμφωνα με την ενέργεια ή την πράξη τού ανθρώπου, ποτέ όμως σύμφωνα με το Είναι του ή με το Είναι τού ανθρώπου. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν, να γίνει ανεκτός ένας μοναδικός θεός στην ουσία του και τριαδικός στα πρόσωπα, χωρίς να καταλήξουμε στον αληθινό και ουσιαστικό μύθο; Ακριβώς γι’ αυτό το απομυθοποιητικό πρόγραμμα του Bultmann, με το οποίο απομυθοποίησε τις Γραφές, συμπεριέλαβε στο τέλος και αυτό το ίδιο το δόγμα της Εκκλησίας. Την Θεότητα τού Χριστού.
Είναι δυνατή η ομολογία πίστεως στην Αγία Τριάδα με την βοήθεια του Συμβόλου, μόνον εάν αναγνωρίσουμε σαν «Θεό» τον Ιησού Χριστό και επομένως το Άγιο Πνεύμα. Αλλά κατ’ αρχάς τι σημαίνει να αναγνωρίσουμε τον Ιησού Χριστό σαν «Θεό»; Για να απαντήσουμε σε μια τέτοια ερώτηση, διευκρινίζει ο Bultman, πρέπει πρωτίστως να αναρωτηθούμε: ο προσδιορισμός του Χριστού σαν «Θεός» στοχεύει να εκφράσει την «φύση» του, την μεταφυσική του ουσία, ή απλώς την «σημασία» του; Η έκφραση έχει χαρακτήρα σωτηριολογικό ή κοσμολογικό ή και τα δύο; Λοιπόν, συνεχίζει, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν πως κανένα από τα Ευαγγέλια δεν μιλά για τον Ιησού σαν «Θεό», ούτε οι αυθεντικές Επιστολές του Παύλου το ομολογούν, και πως συναντάται μόνο σε δευτερο-παύλεια κείμενα (προς Τίτον 2,13) και σε τελική ανάλυση μόνον στο κατά Ιωάννη (20,28). Ο Χριστός ονομάζεται Κύριος στην Κ. Δ αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρείται Θείος ή θεϊκή μορφή με κανένα τρόπο «Θεός». Το καθοριστικό πρόβλημα λοιπόν θα ’πρεπε να εκφραστεί ως ακολούθως, κατά τον Bultmann: σε ποιό μέτρο στην Κ.Δ. υπάρχει η πρόθεση να δηλωθεί κάτι γύρω από τη «Φύση» του Ιησού, σε ποιό μέτρο περιγράφεται σαν «αντικείμενο» υπάρχον καθ’ εαυτό, ή εάν και σε ποιό μέγεθος ή Κ.Δ. μιλά γι’ αυτόν και για το «νόημά» του για τους ανθρώπους, για την πίστη.
Εν συντομία, στην Κ.Δ. οι τίτλοι του Χριστού ομιλούν για την Φύση ή αντιθέτως για τον Christus pro me, (Χριστό για μένα); Σε ποιό μέτρο μια Χριστολογική δήλωση είναι ταυτόχρονα και μία δήλωση πάνω σε μένα; Ο Χριστός με σώζει, επειδή είναι ο Υιός του Θεού, ή μήπως είναι ο Υιός τού Θεού επειδή με σώζει; Έτσι λοιπόν, ο Bultman ισχυρίζεται τελικώς πως στην Κ.Δ., οι δηλώσεις πάνω στην θεότητα του Ιησού ή στο γεγονός πως ανήκει στην θεία περιοχή έχουν σαν στόχο να φωτίσουν όχι την «Φύση» του, αλλά την «σημασία» του! εκφράζουν την πίστη πως αυτό που λέει και αυτό που είναι δεν πηγάζει από τον κόσμο τούτο, δεν είναι ιδέα και γεγονός ανθρώπινα, αλλά λόγος Θεού απευθυνόμενος σε μας, θεϊκή πράξη πάνω μας και για εμάς.
Για την πίστη της Κ.Δ. στον Χριστό είναι ο Θεός που δρα. Για παράδειγμα στην 2 προς Κορ. 5,11 «θα ’πρεπε να μας είναι ξεκάθαρο, πως μιλώντας για τον Θεό και για τον Χριστό, ο Παύλος δεν είχε σκοπό να μας κάνει να αισθανθούμε υπεύθυνοι μπροστά σε δύο πρόσωπα, αλλά να κάνει κατανοητό πως η ευθύνη μας απέναντι στον Χριστό είναι ένα με την ευθύνη μας απέναντι στο Θεό». Το νόημα των τίτλων του Ιησού, ακόμη και Εκείνοι του Θεού, συνίσταται στο να μας κάνει κατανοητό το εξής: ότι με την εμφάνιση του Ιησού, ο άνθρωπος και ο κόσμος τοποθετούνται σε μια νέα κατάσταση, καλούνται να αποφασίσουν υπέρ ή κατά του Θεού, και υπέρ ή κατά του κόσμου. Η θεότης τού Χριστού αποδεικνύεται και ενεργείται σ’ εκείνο το γεγονός το οποίο μας συσχετίζει, δηλ στην διάδοση του κηρύγματος που τον αναγγέλλει σαν την Χάρη του Θεού, φανερωμένη σε μας, και αντιστρόφως το γεγονός πως το κήρυγμα απευθύνεται σε μάς σάν λόγος ο οποίος απαιτεί την πίστη, που μας καλεί στην υπευθυνότητα και τοιουτοτρόπως αποφασίζει γιά μάς, αυτό το γεγονός βρίσκει την έκφρασί του στις ιδιότητες που εφαρμόζονται στον Χριστό: μας λένε πως στην πραγματικότητα ο Θεός μας συναντά σ’ αυτόν και σ’ αυτόν μόνο.
«Η Κ.Δ. -δηλώνει ο Μπούλτμαν- υποστηρίζει χωρίς δισταγμούς την ανθρωπότητα του Χριστού, ενάντια σε κάθε Γνωστικό Δοκητισμό. Οπωσδήποτε εκφράζεται επίσης με μια απλότητα η οποία αγνοεί ακόμη την προβληματική του «αληθινού Θεού και του αληθινού ανθρώπου», Εκείνη την προβληματική την οποία η αρχαία Εκκλησία είδε και την οποία προσπάθησε να λύσει με μη -ικανοποιητικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες σκέψης των Αρχαίων Ελλήνων που εξαντικειμενοποιούν τα περιεχόμενα. Έχουμε σαν παράδειγμα αυτής της λύσεως τις εκφράσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος, οι όροι της οποίας είναι ανυπόστατοι για τη σημερινή σκέψη». Διότι ο Χριστός είναι τότε όλα όσα έχουν λεχθεί γι’ αυτόν, διότι είναι ένα γεγονός εσχατολογικό. «Όμως ο Χριστός είναι ή, καλύτερα – διευκρινίζει ο Μπούλτμαν– γίνεται εσχατολογικό γεγονός στην συνάντηση, όταν δηλ ο λόγος που τον αναγγέλλει γεννά την πίστη».
Στην συνέχεια περιγράφει έναν παραλληλισμό ο οποίος φωτίζει και αποκαλύπτει τις πηγές και το τέλος τής «μειώσεώς» Του! «Όπως η Εκκλησία, εσχατολογική κοινότης, είναι πραγματική Εκκλησία μόνον επειδή είναι ένα ακριβές γεγονός[ μιά σύναξη], έτσι και η Κυριότης του Χριστού, η Θεότης Του, είναι πάντοτε ένα ακριβές γεγονός. Αυτό σημαίνει η ομολογία ότι είναι το εσχατολογικό γεγονός, ότι δηλ. δεν μπορεί ποτέ να γίνει ένα γεγονός που να μπορεί να εξαντικειμενοποιηθεί στο παρελθόν, ούτε σε μια μεταφυσική σφαίρα, αλλά αντιστέκεται αντιθέτως σε κάθε εξαντικειμενοποίηση». Μ’ αυτό το νόημα πάντοτε ο Θεός μάς συναντά στον Χριστό. Η έκφραση «ο Χριστός είναι θεός» είναι λανθασμένη εάν μ’ αυτή εννοούμε τον Θεό σαν ένα μέγεθος το οποίο μπορεί να εξαντικειμενοποιηθεί, και με την Αρειανή σημασία και με την Ορθόδοξη ή ακόμη και με την φιλελεύθερη. Αυτή η έκφραση είναι σωστή, μόνον εάν ο «Θεός» γίνει κατανοητός σαν το γεγονός της πράξεως τού Θεού!
Απομυθοποιημένος λοιπόν ο Χριστός σαν «Θεός» δεν μένει παρά να περάσουμε στο Άγιο Πνεύμα: ώστε η ριζική «μείωσις» της Αγίας Τριάδος να είναι τέλεια. Έτσι λοιπόν καθώς ο Χριστός δεν είναι «Θεός» παρά μόνον σαν γεγονός εσχατολογικό που πραγματοποιείται στην αναγγελία του κηρύγματος, άλλο τόσο το Άγιο Πνεύμα δεν μπορεί να είναι πρόσωπο μέσα στην ίδια Μοναδική Θεία Φύση. Το Άγιο Πνεύμα του Τριαδικού δόγματος μπορεί να είναι μόνον αυτό το ίδιο Θεός, ή καλύτερα, η ενέργεια τού Θεού για μας, στην απόφαση της πίστεως. Για τον Bultmann η πίστη είναι ενέργεια. Η Εκκλησιαστική παράδοση μας δείχνει το Άγιο Πνεύμα το οποίο μας μετακινεί προς αυτή την ενέργεια. Αυτή όμως η απάντηση είναι παράλογη κατά τον Bultman, εφόσον το πνεύμα παρουσιάζεται σαν κάτι μυστικό και αινιγματικό, το οποίο ενεργεί πέρα από τις αποφάσεις μας: όπως λέει δε ο Herrmann, αυτό θα ισοδυναμούσε με το «να στοχαζόμαστε σαν τον Αυγουστίνο και να ζούμε σαν τον Πελάγιο». Εάν αντιθέτως το πνεύμα είναι το «πως» της νέας ιστορικής υπάρξεως του Χριστιανού, το πρόβλημα σημαδεύεται με την απάντηση, αλλά δεν λύνεται. Έτσι μας υπενθυμίζεται πως Εν Χριστώ οι πράξεις μας είναι ένα «άγεσθαι πνεύματι», αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μας αφαιρείται η πράξη. Εκείνο που έχει σημασία είναι να κατανοήσουμε καλά τι είναι ακριβώς αυτή η πράξη.
Πώς καταλήγει λοιπόν το Σύμβολο για τον Bultmann; Πώς να μην ανησυχούμε, αναρωτιέται ο Μπαρθ, απέναντι στην ανάγνωση της Κ.Δ. από τον Bultmann, στην οποία η Χριστολογία δεν είναι πλέον το κεντρικό σημείο , αλλά εγκαταλείπεται στην σωτηριολογία μέχρι του σημείου να μην αποτελεί τίποτε άλλο από την αρχή της σωτηριολογίας και να μην έχει άλλη λειτουργία από το να προσδώσει Ιστορικότητα στην απόφαση της πίστης;
Ο Bultmann για λογαριασμό του, παραμένει σταθερός και ήρεμος στις κριτικές «Την πυρκαγιά την αφήνω να καίει ήσυχα-ήσυχα, καθώς βλέπω ότι καίγονται μόνο οι φανταστικές εικόνες της «ζωής του Χριστού», δηλ. ο Χριστός κατά σάρκα. Όμως ο Χριστός κατά σάρκα, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου διότι πως πάνε τα πράγματα στην καρδιά του Ιησού, ούτε το ξέρω ούτε και θέλω να το μάθω». Για τον «Ιστορικό Ιησού» ή τον «Ενσαρκωμένο Χριστό» δεν ενδιαφέρεται διόλου, αυτό που τον πιέζει είναι «ο Χριστός της πίστης» ή «κατά το Άγιο Πνεύμα».
Προσπαθώντας να κατανοήσει τον Bultmann ο Μπαρθ δεν φτάνει μέν μέχρι την κατηγορία του αιρετικού, δεν μπόρεσε όμως να αρνηθεί πως από την απομυθοποιημένη Κ.Δ. σύμφωνα με την μέθοδο του Bultmann «φαίνεται να αναδύεται μια πικρή οσμή δοκητισμού», «δεν γνωρίζω – συνεχίζει ο Μπαρθ – πόσοι είναι εκείνοι που ο Bultmann και οι μαθητές του κατόρθωσαν να βοηθήσουν, με την υπαρξιακή τους ερμηνεία να βοηθήσουν να κατανοήσουν το Ευαγγέλιο, και να το κατανοήσουν μέσα στην Χαρά. Δεν θέτω το πρόβλημα και θέλω να ελπίζω στο καλύτερο. Όμως απαιτείται από μέρους μου μια πολύ μεγάλη προσπάθεια για να φανταστώ πώς εγώ ο ίδιος θα μπορούσα να αισθανθώ εάν θα έπρεπε να κληθώ στην θεολογία, στο κήρυγμα ή απλώς στην πίστη από ένα κήρυγμα, αυτό της Κ.Δ., ερμηνευμένο με τέτοιο τρόπο. Και αυτό μόνο από το απλό γεγονός της τεράστιας σημασίας που αυτή η ερμηνεία δίνει στον εαυτό της, ή αν θέλουμε, λόγω όλων εκείνων που στην συγκεκριμένη ερμηνεία δεν βρίσκουν θέση, εάν την συγκρίνουμε με το κείμενο που υποτίθεται ότι ερμηνεύει».
Ανάμεσα σ’ εκείνα που δεν βρίσκουν θέση στην ανάγνωση της Κ.Δ. από τον Bultmann, υπάρχει η Τριάδα των προσώπων του Μοναδικού Θεού, όπως αντιθέτως είχαν δει στην θεότητα η αρχαία Εκκλησία, οι καθολικοί και στις αρχές οι ίδιοι οι προτεστάντες. Μέχρι ποίου σημείου ο Bultmann, με όλη του την υπαρξιακή κατανόηση, και με ποιό νόημα, θα μπορούσε να ονομασθεί ακόμη «Χριστιανός»;
Αμέθυστος
Σχόλιο.Όπως βλέπουμε στον πατέρα τής απομυθοποιήσεως τού Ευαγγελίου, οι δικοί μας απομυθοποιητές τής Θεότητος τού Κυρίου, η σχολή του Αγουρίδη, ο Ράμφος, η εσχατολογική ευχαριστεία τού Ζηζιούλα και το αίνιγμα τού κακού του Γιανναρά, είναι απλοί αντιγραφείς του.
Η μοναδική μας απορία είναι η επιμονή τους να θεωρούν τόν εαυτό τους ορθόδοξο ή ακόμη και Χριστιανό.
OΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΙΩΣΗ. ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΣΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ.
ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ Ο ΣΜΕΜΑΝ:ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΤΗΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, Η ΦΥΣΗ ΓΥΡΩ ΜΟΥ, ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΜΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ.
Ο Bultmann καταλήγει πραγματικά να κατανοεί τον Θεό στην καθαρή «απόφαση» τής πίστεως, μόνο που μ’ αυτόν τον τρόπο τον περιορίζει, στην άλλη ενέργεια ή καλύτερα πράξη ή στο ολοκληρωμένο έργο της αγγελίας του Ιησού, το οποίο επαναλαμβάνεται στην κατήχηση!
Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τού Θεού δεν δίνονται από την οντολογική του δομή, αλλά από την ενέργεια τής πράξεώς του, ενώ αυτή η ίδια η πράξη αναστέλλεται από το ναι ή το όχι του ανθρώπου. Τα αυτιά αυτού που είναι διατεθειμένος ή όχι στο auditus verbi γίνονται κατά τον Μπούλτμαν το κριτήριο της πράξεως και της υπάρξεως αυτού του ιδίου του Θεού. Η αυτοαποκάλυψη του Θεού γίνεται ορατή μόνο μέσω της υπαρξιακής κινήσεώς τού ανθρώπου. Προκύπτει έτσι λοιπόν πως ο Θεός τού Μπούλτμαν μιλά μόνον σύμφωνα με την ενέργεια ή την πράξη του ή σύμφωνα με την ενέργεια ή την πράξη τού ανθρώπου, ποτέ όμως σύμφωνα με το Είναι του ή με το Είναι τού ανθρώπου. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν, να γίνει ανεκτός ένας μοναδικός θεός στην ουσία του και τριαδικός στα πρόσωπα, χωρίς να καταλήξουμε στον αληθινό και ουσιαστικό μύθο; Ακριβώς γι’ αυτό το απομυθοποιητικό πρόγραμμα του Bultmann, με το οποίο απομυθοποίησε τις Γραφές, συμπεριέλαβε στο τέλος και αυτό το ίδιο το δόγμα της Εκκλησίας. Την Θεότητα τού Χριστού.
Είναι δυνατή η ομολογία πίστεως στην Αγία Τριάδα με την βοήθεια του Συμβόλου, μόνον εάν αναγνωρίσουμε σαν «Θεό» τον Ιησού Χριστό και επομένως το Άγιο Πνεύμα. Αλλά κατ’ αρχάς τι σημαίνει να αναγνωρίσουμε τον Ιησού Χριστό σαν «Θεό»; Για να απαντήσουμε σε μια τέτοια ερώτηση, διευκρινίζει ο Bultman, πρέπει πρωτίστως να αναρωτηθούμε: ο προσδιορισμός του Χριστού σαν «Θεός» στοχεύει να εκφράσει την «φύση» του, την μεταφυσική του ουσία, ή απλώς την «σημασία» του; Η έκφραση έχει χαρακτήρα σωτηριολογικό ή κοσμολογικό ή και τα δύο; Λοιπόν, συνεχίζει, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν πως κανένα από τα Ευαγγέλια δεν μιλά για τον Ιησού σαν «Θεό», ούτε οι αυθεντικές Επιστολές του Παύλου το ομολογούν, και πως συναντάται μόνο σε δευτερο-παύλεια κείμενα (προς Τίτον 2,13) και σε τελική ανάλυση μόνον στο κατά Ιωάννη (20,28). Ο Χριστός ονομάζεται Κύριος στην Κ. Δ αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρείται Θείος ή θεϊκή μορφή με κανένα τρόπο «Θεός». Το καθοριστικό πρόβλημα λοιπόν θα ’πρεπε να εκφραστεί ως ακολούθως, κατά τον Bultmann: σε ποιό μέτρο στην Κ.Δ. υπάρχει η πρόθεση να δηλωθεί κάτι γύρω από τη «Φύση» του Ιησού, σε ποιό μέτρο περιγράφεται σαν «αντικείμενο» υπάρχον καθ’ εαυτό, ή εάν και σε ποιό μέγεθος ή Κ.Δ. μιλά γι’ αυτόν και για το «νόημά» του για τους ανθρώπους, για την πίστη.
Εν συντομία, στην Κ.Δ. οι τίτλοι του Χριστού ομιλούν για την Φύση ή αντιθέτως για τον Christus pro me, (Χριστό για μένα); Σε ποιό μέτρο μια Χριστολογική δήλωση είναι ταυτόχρονα και μία δήλωση πάνω σε μένα; Ο Χριστός με σώζει, επειδή είναι ο Υιός του Θεού, ή μήπως είναι ο Υιός τού Θεού επειδή με σώζει; Έτσι λοιπόν, ο Bultman ισχυρίζεται τελικώς πως στην Κ.Δ., οι δηλώσεις πάνω στην θεότητα του Ιησού ή στο γεγονός πως ανήκει στην θεία περιοχή έχουν σαν στόχο να φωτίσουν όχι την «Φύση» του, αλλά την «σημασία» του! εκφράζουν την πίστη πως αυτό που λέει και αυτό που είναι δεν πηγάζει από τον κόσμο τούτο, δεν είναι ιδέα και γεγονός ανθρώπινα, αλλά λόγος Θεού απευθυνόμενος σε μας, θεϊκή πράξη πάνω μας και για εμάς.
Για την πίστη της Κ.Δ. στον Χριστό είναι ο Θεός που δρα. Για παράδειγμα στην 2 προς Κορ. 5,11 «θα ’πρεπε να μας είναι ξεκάθαρο, πως μιλώντας για τον Θεό και για τον Χριστό, ο Παύλος δεν είχε σκοπό να μας κάνει να αισθανθούμε υπεύθυνοι μπροστά σε δύο πρόσωπα, αλλά να κάνει κατανοητό πως η ευθύνη μας απέναντι στον Χριστό είναι ένα με την ευθύνη μας απέναντι στο Θεό». Το νόημα των τίτλων του Ιησού, ακόμη και Εκείνοι του Θεού, συνίσταται στο να μας κάνει κατανοητό το εξής: ότι με την εμφάνιση του Ιησού, ο άνθρωπος και ο κόσμος τοποθετούνται σε μια νέα κατάσταση, καλούνται να αποφασίσουν υπέρ ή κατά του Θεού, και υπέρ ή κατά του κόσμου. Η θεότης τού Χριστού αποδεικνύεται και ενεργείται σ’ εκείνο το γεγονός το οποίο μας συσχετίζει, δηλ στην διάδοση του κηρύγματος που τον αναγγέλλει σαν την Χάρη του Θεού, φανερωμένη σε μας, και αντιστρόφως το γεγονός πως το κήρυγμα απευθύνεται σε μάς σάν λόγος ο οποίος απαιτεί την πίστη, που μας καλεί στην υπευθυνότητα και τοιουτοτρόπως αποφασίζει γιά μάς, αυτό το γεγονός βρίσκει την έκφρασί του στις ιδιότητες που εφαρμόζονται στον Χριστό: μας λένε πως στην πραγματικότητα ο Θεός μας συναντά σ’ αυτόν και σ’ αυτόν μόνο.
«Η Κ.Δ. -δηλώνει ο Μπούλτμαν- υποστηρίζει χωρίς δισταγμούς την ανθρωπότητα του Χριστού, ενάντια σε κάθε Γνωστικό Δοκητισμό. Οπωσδήποτε εκφράζεται επίσης με μια απλότητα η οποία αγνοεί ακόμη την προβληματική του «αληθινού Θεού και του αληθινού ανθρώπου», Εκείνη την προβληματική την οποία η αρχαία Εκκλησία είδε και την οποία προσπάθησε να λύσει με μη -ικανοποιητικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες σκέψης των Αρχαίων Ελλήνων που εξαντικειμενοποιούν τα περιεχόμενα. Έχουμε σαν παράδειγμα αυτής της λύσεως τις εκφράσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος, οι όροι της οποίας είναι ανυπόστατοι για τη σημερινή σκέψη». Διότι ο Χριστός είναι τότε όλα όσα έχουν λεχθεί γι’ αυτόν, διότι είναι ένα γεγονός εσχατολογικό. «Όμως ο Χριστός είναι ή, καλύτερα – διευκρινίζει ο Μπούλτμαν– γίνεται εσχατολογικό γεγονός στην συνάντηση, όταν δηλ ο λόγος που τον αναγγέλλει γεννά την πίστη».
Στην συνέχεια περιγράφει έναν παραλληλισμό ο οποίος φωτίζει και αποκαλύπτει τις πηγές και το τέλος τής «μειώσεώς» Του! «Όπως η Εκκλησία, εσχατολογική κοινότης, είναι πραγματική Εκκλησία μόνον επειδή είναι ένα ακριβές γεγονός[ μιά σύναξη], έτσι και η Κυριότης του Χριστού, η Θεότης Του, είναι πάντοτε ένα ακριβές γεγονός. Αυτό σημαίνει η ομολογία ότι είναι το εσχατολογικό γεγονός, ότι δηλ. δεν μπορεί ποτέ να γίνει ένα γεγονός που να μπορεί να εξαντικειμενοποιηθεί στο παρελθόν, ούτε σε μια μεταφυσική σφαίρα, αλλά αντιστέκεται αντιθέτως σε κάθε εξαντικειμενοποίηση». Μ’ αυτό το νόημα πάντοτε ο Θεός μάς συναντά στον Χριστό. Η έκφραση «ο Χριστός είναι θεός» είναι λανθασμένη εάν μ’ αυτή εννοούμε τον Θεό σαν ένα μέγεθος το οποίο μπορεί να εξαντικειμενοποιηθεί, και με την Αρειανή σημασία και με την Ορθόδοξη ή ακόμη και με την φιλελεύθερη. Αυτή η έκφραση είναι σωστή, μόνον εάν ο «Θεός» γίνει κατανοητός σαν το γεγονός της πράξεως τού Θεού!
Απομυθοποιημένος λοιπόν ο Χριστός σαν «Θεός» δεν μένει παρά να περάσουμε στο Άγιο Πνεύμα: ώστε η ριζική «μείωσις» της Αγίας Τριάδος να είναι τέλεια. Έτσι λοιπόν καθώς ο Χριστός δεν είναι «Θεός» παρά μόνον σαν γεγονός εσχατολογικό που πραγματοποιείται στην αναγγελία του κηρύγματος, άλλο τόσο το Άγιο Πνεύμα δεν μπορεί να είναι πρόσωπο μέσα στην ίδια Μοναδική Θεία Φύση. Το Άγιο Πνεύμα του Τριαδικού δόγματος μπορεί να είναι μόνον αυτό το ίδιο Θεός, ή καλύτερα, η ενέργεια τού Θεού για μας, στην απόφαση της πίστεως. Για τον Bultmann η πίστη είναι ενέργεια. Η Εκκλησιαστική παράδοση μας δείχνει το Άγιο Πνεύμα το οποίο μας μετακινεί προς αυτή την ενέργεια. Αυτή όμως η απάντηση είναι παράλογη κατά τον Bultman, εφόσον το πνεύμα παρουσιάζεται σαν κάτι μυστικό και αινιγματικό, το οποίο ενεργεί πέρα από τις αποφάσεις μας: όπως λέει δε ο Herrmann, αυτό θα ισοδυναμούσε με το «να στοχαζόμαστε σαν τον Αυγουστίνο και να ζούμε σαν τον Πελάγιο». Εάν αντιθέτως το πνεύμα είναι το «πως» της νέας ιστορικής υπάρξεως του Χριστιανού, το πρόβλημα σημαδεύεται με την απάντηση, αλλά δεν λύνεται. Έτσι μας υπενθυμίζεται πως Εν Χριστώ οι πράξεις μας είναι ένα «άγεσθαι πνεύματι», αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μας αφαιρείται η πράξη. Εκείνο που έχει σημασία είναι να κατανοήσουμε καλά τι είναι ακριβώς αυτή η πράξη.
Πώς καταλήγει λοιπόν το Σύμβολο για τον Bultmann; Πώς να μην ανησυχούμε, αναρωτιέται ο Μπαρθ, απέναντι στην ανάγνωση της Κ.Δ. από τον Bultmann, στην οποία η Χριστολογία δεν είναι πλέον το κεντρικό σημείο , αλλά εγκαταλείπεται στην σωτηριολογία μέχρι του σημείου να μην αποτελεί τίποτε άλλο από την αρχή της σωτηριολογίας και να μην έχει άλλη λειτουργία από το να προσδώσει Ιστορικότητα στην απόφαση της πίστης;
Ο Bultmann για λογαριασμό του, παραμένει σταθερός και ήρεμος στις κριτικές «Την πυρκαγιά την αφήνω να καίει ήσυχα-ήσυχα, καθώς βλέπω ότι καίγονται μόνο οι φανταστικές εικόνες της «ζωής του Χριστού», δηλ. ο Χριστός κατά σάρκα. Όμως ο Χριστός κατά σάρκα, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου διότι πως πάνε τα πράγματα στην καρδιά του Ιησού, ούτε το ξέρω ούτε και θέλω να το μάθω». Για τον «Ιστορικό Ιησού» ή τον «Ενσαρκωμένο Χριστό» δεν ενδιαφέρεται διόλου, αυτό που τον πιέζει είναι «ο Χριστός της πίστης» ή «κατά το Άγιο Πνεύμα».
Προσπαθώντας να κατανοήσει τον Bultmann ο Μπαρθ δεν φτάνει μέν μέχρι την κατηγορία του αιρετικού, δεν μπόρεσε όμως να αρνηθεί πως από την απομυθοποιημένη Κ.Δ. σύμφωνα με την μέθοδο του Bultmann «φαίνεται να αναδύεται μια πικρή οσμή δοκητισμού», «δεν γνωρίζω – συνεχίζει ο Μπαρθ – πόσοι είναι εκείνοι που ο Bultmann και οι μαθητές του κατόρθωσαν να βοηθήσουν, με την υπαρξιακή τους ερμηνεία να βοηθήσουν να κατανοήσουν το Ευαγγέλιο, και να το κατανοήσουν μέσα στην Χαρά. Δεν θέτω το πρόβλημα και θέλω να ελπίζω στο καλύτερο. Όμως απαιτείται από μέρους μου μια πολύ μεγάλη προσπάθεια για να φανταστώ πώς εγώ ο ίδιος θα μπορούσα να αισθανθώ εάν θα έπρεπε να κληθώ στην θεολογία, στο κήρυγμα ή απλώς στην πίστη από ένα κήρυγμα, αυτό της Κ.Δ., ερμηνευμένο με τέτοιο τρόπο. Και αυτό μόνο από το απλό γεγονός της τεράστιας σημασίας που αυτή η ερμηνεία δίνει στον εαυτό της, ή αν θέλουμε, λόγω όλων εκείνων που στην συγκεκριμένη ερμηνεία δεν βρίσκουν θέση, εάν την συγκρίνουμε με το κείμενο που υποτίθεται ότι ερμηνεύει».
Ανάμεσα σ’ εκείνα που δεν βρίσκουν θέση στην ανάγνωση της Κ.Δ. από τον Bultmann, υπάρχει η Τριάδα των προσώπων του Μοναδικού Θεού, όπως αντιθέτως είχαν δει στην θεότητα η αρχαία Εκκλησία, οι καθολικοί και στις αρχές οι ίδιοι οι προτεστάντες. Μέχρι ποίου σημείου ο Bultmann, με όλη του την υπαρξιακή κατανόηση, και με ποιό νόημα, θα μπορούσε να ονομασθεί ακόμη «Χριστιανός»;
Αμέθυστος
Σχόλιο.Όπως βλέπουμε στον πατέρα τής απομυθοποιήσεως τού Ευαγγελίου, οι δικοί μας απομυθοποιητές τής Θεότητος τού Κυρίου, η σχολή του Αγουρίδη, ο Ράμφος, η εσχατολογική ευχαριστεία τού Ζηζιούλα και το αίνιγμα τού κακού του Γιανναρά, είναι απλοί αντιγραφείς του.
Η μοναδική μας απορία είναι η επιμονή τους να θεωρούν τόν εαυτό τους ορθόδοξο ή ακόμη και Χριστιανό.
OΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΙΩΣΗ. ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΣΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ.
ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ Ο ΣΜΕΜΑΝ:ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΤΗΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, Η ΦΥΣΗ ΓΥΡΩ ΜΟΥ, ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΜΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ.
ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΤΙΠΟΤΑ, ΣΩΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου