Συνέχεια από: Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG8. ΑΣ ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ:
Απ’ την ευγονική στη γονιδιακή τεχνολογία.
Φουτουριστικές («μοντέρνες») μέθοδοι ΙΙ
Η αρχιτεκτονική τού DNA
8. Το μηχανικό δυναμικό τής μοριακής βιολογίας (συνέχεια)
β. Στοιχεία μιας κριτικής. Η «συμφιλιωτική» κατ’ αρχάς άποψη της κλωνοποίησης, η «τιμή» που η κλωνοποίηση αποδίδει στο υφιστάμενο ανθρώπινο είδος με τη «συγκινητική», αν και παιδαριώδη επιθυμία, να διατηρήση τις «ευτυχέστερες των επιδόσεών» του πέρα απ’ την εφήμερη μοναδικότητα τoυ ανθρώπινου «τοπίου», αρνείται τούς σκοπούς που εμείς τώρα εδώ εξετάζουμε. Το ανθρώπινο γένος αποτελεί γι’ αυτήν αντίθετα, έτσι όπως ακριβώς είναι, ένα απλό γεγονός τής υλικής φύσης, χωρίς κανέναν ανώτερο από τα υπόλοιπα «προϊόντα» τής εξελικτικής σύμπτωσης «καθαγιασμό», και γι’ αυτό «κανέναν τόπο», όπως και όλα τα άλλα είδη, προς καλλιέργεια των οιωνδήποτε «επιλεγμένων» εναλλακτικών. Καμμιά «ιδέα», και καμμιά «παράσταση» μιας μεταφυσικής αξίας «τού» ανθρώπου, και καμμιά κατά συνέπεια «ιδέα» για μιαν εκπηγάζουσα από εκεί ηθική υποχρέωση δεν μπορεί να «επιβιώση» απ’ αυτήν την άρνηση του απαραβίαστου της «γενετικής του εικόνας». Εκτός όμως απ’ αυτή την εσωτερική απαξίωση, θα διεσπάτο με την κλωνοποίηση και η ενότητα του ανθρωπίνου γένους καθεαυτή ( μια ενότητα που ήδη τώρα δύσκολα αποσπά την προσοχή μας), και ακόμα και το όνομα «άνθρωπος» θα αποκτούσε πολλές (και διάφορες…) σημασίες. Τί είναι τα «αποκλίνοντα» πλάσματα, ποια είναι τα δικαιώματά τους, και ποια η κατάστασή τους στην ανθρώπινη κοινωνία; (Ένα ερώτημα, που θα μπορούσε βέβαια και να αντιστραφή, αν οι «κλωνοποιημένοι» θα μπορούσαν να υπαγορεύσουν κάποτε, οποτεδήποτε και τους όρους!)
Κοντά σ’ αυτά βρίσκεται, καθόλου θεωρητικά, και η παρατήρηση, ότι η τεχνική που χρησιμοποιείται εδώ θα μπορούσε, αναπόφευκτα, να παράγη, μαζί με τις επιθυμητές και ανεπιθύμητες, δηλ. «παραμορφωμένες» αποκλίσεις, τις οποίες και θα απομακρύνουμε στη βάση μιας ρουτίνας. Αλλά ακόμα και επιθυμητές κατ’ αρχάς «ανακαινίσεις», επιτυχημένα άρα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μεθόδου, μπορούν να καταστούν αργότερα ανεπιθύμητες – και για ποιον άραγες λόγο, δεν θα απαλλασσόμαστε τότε κι απ’ αυτές; Ό,τι έχει δημιουργηθή για κάποιο σκοπό, μπορεί και να απο-δημιουργηθή, αν ο σκοπός αποτύχη· ή κι αν δεν υφίσταται πια (λόγω τής πλήρους ίσως επιτυχίας του) ο συγκεκριμένος σκοπός. Αν ξεκινήση κανείς, έστω για μια και πρώτη φορά, τη «συνήθεια» μιας ωφελιμιστικής κατάργησης – την άλλη δηλ. όψη τής ωφελιμιστικής απόκτησης ή κατασκευής –, δεν μπορούμε καν να πούμε για το πού, και στη βάση ποιας μη ωφελιμιστικής αρχής, πρέπει και να σταματήσουμε. Ποιο «ανώτερο» δίκαιο θα υπερασπιστή το φυσικό απέναντι στο τεχνητό «προϊόν»; Σίγουρα όχι το «δίκαιο» της «τυφλής και τυχαίας» προέλευσής του στην «άσκοπη» εξελικτική διαδικασία. Κανένα απ’ τα παράγωγα της εφευρετικής βιολογικής τεχνικής δεν θα έχη, βάσει ορισμού, παραχθή προς χάριν αυτού τού ιδίου, εφ’ όσον ο μοναδικός κανόνας επινόησής του ήταν η χρησιμότητά του. Χωρίς αντίλογο θα εξαπλωθή από ΄κεί και πέρα η άποψη, ότι οι άνθρωποι δεν υπάρχουν παρά για να χρησιμοποιούντα από τούς ανθρώπους, και κανένας δεν θα παραμένη ο ίδιος, ένας σκοπός. Αν όμως δεν αποτελή ο κάθε άνθρωπος ένα (ιδιαίτερο…) μέλος τού ανθρώπινου είδους, γιατί να υπάρχη τότε το ανθρώπινο είδος; Η ύπαρξη της ανθρωπότητας «προς χάριν» τής ίδιας της ανθρωπότητας χάνει έτσι την οντολογική της αιτία.
Και δεν παραβλέπω φυσικά το ότι, εκτός απ’ την «ξεκάθαρη» και σαφέστατη αναφορά στη χρησιμότητα, μπορεί να «πλανάται» και το φάντασμα (η χίμαιρα…) του υπερανθρώπου, ως αυτο-σκοπού, μπροστά σε κάποιους απ’ τους «ονειροπόλους» σ’ αυτήν τη «ζώνη τού λυκόφωτος» της σημερινής επιστήμης. Μπροστά στον απόλυτο ωστόσο πραγματισμό τής πρώτης κατηγορίας, αυτό μπορεί να θεωρείται ως μια νηπιακή μάλλον «ανοησία». Γιατί θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τους «εικονοπλάστες» να μας το πιστοποιήσουν· κι αν μπορούν (πράγματι…) να αποδείξουν (ως μοναδική εξάλλου, ισχύουσα πιστοποίηση), πως διαθέτουν μια γνώση γι’ αυτό που είναι «πάνω» απ’ τον άνθρωπο, τότε ο υπεράνθρωπος, με όποιον τρόπο κι αν μπορούμε να τον επιθυμούμε, υπάρχει ήδη στο πρόσωπό τους, και το (ανθρώπινο…) γένος ή είδος, το οποίο τον παρήγαγε δίνοντας μορφή σ’ αυτήν τή γνώση, θα αποδεικνυόταν βιολογικά επαρκές και κατάλληλο (για τον υπεράνθρωπο…). Αν όμως δεν έχουμε μπροστά μας παρά την «αξίωση» και την οίηση μιας (δήθεν τέτοιας…) γνώσης (όπως δεν μπορεί να συμβαίνη άλλωστε και διαφορετικά), τότε εκείνοι που αυταπατώνται, απατώντας έτσι κι εμάς, θα ήταν και οι τελευταίοι, στους οποίους θα μπορούσαμε ποτέ να εμπιστευτούμε την τύχη και τη μοίρα τού ανθρώπου.
Κοντά σ’ αυτά βρίσκεται, καθόλου θεωρητικά, και η παρατήρηση, ότι η τεχνική που χρησιμοποιείται εδώ θα μπορούσε, αναπόφευκτα, να παράγη, μαζί με τις επιθυμητές και ανεπιθύμητες, δηλ. «παραμορφωμένες» αποκλίσεις, τις οποίες και θα απομακρύνουμε στη βάση μιας ρουτίνας. Αλλά ακόμα και επιθυμητές κατ’ αρχάς «ανακαινίσεις», επιτυχημένα άρα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μεθόδου, μπορούν να καταστούν αργότερα ανεπιθύμητες – και για ποιον άραγες λόγο, δεν θα απαλλασσόμαστε τότε κι απ’ αυτές; Ό,τι έχει δημιουργηθή για κάποιο σκοπό, μπορεί και να απο-δημιουργηθή, αν ο σκοπός αποτύχη· ή κι αν δεν υφίσταται πια (λόγω τής πλήρους ίσως επιτυχίας του) ο συγκεκριμένος σκοπός. Αν ξεκινήση κανείς, έστω για μια και πρώτη φορά, τη «συνήθεια» μιας ωφελιμιστικής κατάργησης – την άλλη δηλ. όψη τής ωφελιμιστικής απόκτησης ή κατασκευής –, δεν μπορούμε καν να πούμε για το πού, και στη βάση ποιας μη ωφελιμιστικής αρχής, πρέπει και να σταματήσουμε. Ποιο «ανώτερο» δίκαιο θα υπερασπιστή το φυσικό απέναντι στο τεχνητό «προϊόν»; Σίγουρα όχι το «δίκαιο» της «τυφλής και τυχαίας» προέλευσής του στην «άσκοπη» εξελικτική διαδικασία. Κανένα απ’ τα παράγωγα της εφευρετικής βιολογικής τεχνικής δεν θα έχη, βάσει ορισμού, παραχθή προς χάριν αυτού τού ιδίου, εφ’ όσον ο μοναδικός κανόνας επινόησής του ήταν η χρησιμότητά του. Χωρίς αντίλογο θα εξαπλωθή από ΄κεί και πέρα η άποψη, ότι οι άνθρωποι δεν υπάρχουν παρά για να χρησιμοποιούντα από τούς ανθρώπους, και κανένας δεν θα παραμένη ο ίδιος, ένας σκοπός. Αν όμως δεν αποτελή ο κάθε άνθρωπος ένα (ιδιαίτερο…) μέλος τού ανθρώπινου είδους, γιατί να υπάρχη τότε το ανθρώπινο είδος; Η ύπαρξη της ανθρωπότητας «προς χάριν» τής ίδιας της ανθρωπότητας χάνει έτσι την οντολογική της αιτία.
Και δεν παραβλέπω φυσικά το ότι, εκτός απ’ την «ξεκάθαρη» και σαφέστατη αναφορά στη χρησιμότητα, μπορεί να «πλανάται» και το φάντασμα (η χίμαιρα…) του υπερανθρώπου, ως αυτο-σκοπού, μπροστά σε κάποιους απ’ τους «ονειροπόλους» σ’ αυτήν τη «ζώνη τού λυκόφωτος» της σημερινής επιστήμης. Μπροστά στον απόλυτο ωστόσο πραγματισμό τής πρώτης κατηγορίας, αυτό μπορεί να θεωρείται ως μια νηπιακή μάλλον «ανοησία». Γιατί θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τους «εικονοπλάστες» να μας το πιστοποιήσουν· κι αν μπορούν (πράγματι…) να αποδείξουν (ως μοναδική εξάλλου, ισχύουσα πιστοποίηση), πως διαθέτουν μια γνώση γι’ αυτό που είναι «πάνω» απ’ τον άνθρωπο, τότε ο υπεράνθρωπος, με όποιον τρόπο κι αν μπορούμε να τον επιθυμούμε, υπάρχει ήδη στο πρόσωπό τους, και το (ανθρώπινο…) γένος ή είδος, το οποίο τον παρήγαγε δίνοντας μορφή σ’ αυτήν τή γνώση, θα αποδεικνυόταν βιολογικά επαρκές και κατάλληλο (για τον υπεράνθρωπο…). Αν όμως δεν έχουμε μπροστά μας παρά την «αξίωση» και την οίηση μιας (δήθεν τέτοιας…) γνώσης (όπως δεν μπορεί να συμβαίνη άλλωστε και διαφορετικά), τότε εκείνοι που αυταπατώνται, απατώντας έτσι κι εμάς, θα ήταν και οι τελευταίοι, στους οποίους θα μπορούσαμε ποτέ να εμπιστευτούμε την τύχη και τη μοίρα τού ανθρώπου.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου