Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα 2023 (3)

Ο Χριστός ήλθε και γεννήθηκε πάνω στη γη υποστατικά και σωματικά άπαξ, δανειζόμενος σάρκα από την Παναγία Παρθένο. Το γεγονός αυτό είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ωστόσο, οι Πατέρες κηρύττουν ότι ο Χριστός μπορεί να γεννηθεί στην καρδιά τού κάθε ανθρώπου «πνευματικώς μεν, ουσιωδώς δε»[35]. Γράφει σχετικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Ο του Θεού Λόγος εφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, αεί γεννάται κατά πνεύμα διά φιλανθρωπίαν τοις θέλουσι· και γίνεται βρέφος, εαυτόν εν εκείνοις διαπλάττων ταις αρεταίς»[36].

Οι λόγοι αυτοί είναι μεγαλειώδεις. Γεννούν ευγνωμοσύνη στα βάθη της καρδιάς και την επιθυμία να αποδώσουμε στον Θεό ευχαριστία όχι μόνο για την ακατάληπτη κένωσή Του κατά την επιδημία Του στη γη, αλλά επίσης για το γεγονός ότι ποθεί να σαρκωθεί στην καρδιά καθενός από εμάς. Επίσης, όμως, αναφύεται η ένθεη μέριμνα, πως να ανοίξουμε και να προευπρεπίσουμε τον μυστικό τόπο της καρδιάς, για να σαρκωθεί εκεί ο Κύριος.

Ο Χριστός γεννάται κατ’ αρχάς ως βρέφος στην καρδιά, όταν ο άνθρωπος δεχθεί τον σπόρο της πίστεως. Έπειτα, συνεχώς αυξάνει κατά το μέτρο που ο άνθρωπος τηρεί τις θειες εντολές – και ιδιαιτέρως την περιεκτική εντολή της μετανοίας –, που μετέχει στα Μυστήρια της Εκκλησίας και συμμορφώνει το θέλημά του στο θειο θέλημα. Όσο αυξάνει ο Χριστός μέσα του, τόσο και ο άνθρωπος ωριμάζει πνευματικά και αυξάνει «την αύξησιν του Θεού»[37], ωσότου φθάσει «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»[38].

Η με πίστη αποδοχή του λόγου του Θεού σταυρώνει τον νου και τον ενώνει με την καρδιά. Και όταν ο νους εμβαπτισθεί σε καρδιά που φλέγεται από ευγνωμοσύνη για τον Ευεργέτη Θεό, ο άνθρωπος αποκτά μεγάλη παρρησία στον πνευματικό του αγώνα. Αντιλαμβάνεται ότι εκείνο που στον χοϊκό νου εμφανίζεται ως μωρία και αδυναμία είναι ουσιαστικά «Θεού δύναμις και Θεού σοφία», ζωή και φως[39]. Προσηλώνεται στον αόρατο σταυρό των εντολών, και ο σταυρός αυτός μετατρέπεται σε αγωγό που του μεταδίδει τη γνώση και τη ζωή του Θεού.

Υπόδειγμα για το πως να υποδεχθούμε τον Εμμανουήλ, πως να αποκτήσουμε το «νέον Παιδίον», τον Ιησού, σεσαρκωμένο στην καρδιά μας προβάλλεται ενώπιόν μας το Πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Οποία διακόνησε άμεμπτα και άσπιλα το έργο της θειας Οικονομίας για την πάγκοινη σωτηρία. Οφείλουμε να ευπρεπίσουμε την καρδιά μας με τις αρετές που κοσμούσαν την Πανάχραντο Μητέρα Του, τη βαθειά ταπείνωση και τη δίψα για τον Θεό, την καθαρότητα και την πνευματική παρθενία, την υπακοή και την ολοσχερή παράδοση στο θειο θέλημα.

Στην αρχή της δημιουργίας ο Θεός με ένα λόγο, «γεννηθήτω», έφερε όλη την κτίση εκ του μη όντος στο είναι. Η Παναγία με τον λόγο της τέλειας παραδόσεώς Της στον Θεό, «γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου», έφερε τον ίδιο τον Δημιουργό στη γη. Η αληθινή παράδοση του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού τελεσιουργεί μεγάλα και φοβερά στη ζωή του. Έρχεται ο Θεός και κατεργάζεται μέσα του αγιασμό. Ωστόσο, για να παραδοθεί ο άνθρωπος στον Θεό, πρέπει να υπερβεί ένα μεγάλο εμπόδιο, τα θελήματά του· πρέπει επίσης να απορρίψει την πλάνη ότι η αγάπη του Θεού και η αγάπη του κόσμου είναι συμβατές.

Ο Θεός μας είναι Θεός ζηλωτής
. Απαιτεί αμέριστα ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Όπως Αυτός ξενιτεύθηκε στη γη, ζητά και από εμάς να ξενιτευθούμε, να εξέλθουμε από την παρεμβολή του κόσμου τούτου[40]. Όπως Αυτός αγαπά με απόλυτο τρόπο, ζητά και από εμάς να μην προτιμήσουμε τίποτε «της αγαπήσεως Αυτού», να Τον αγαπήσουμε «εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της δυνάμεως ημών»[41]. Βεβαίως, μόνοι μας δεν ισχύουμε ούτε τον κόσμο να αποταχθούμε, ούτε τον Θεό να αγαπήσουμε, αλλά με τη συνέργεια της χάριτος τα ανθρωπίνως αδύνατα καθίστανται δυνατά[42].

Η Παναγία δέχθηκε τον Ευαγγελισμό κατά την ησυχαστική προσεδρία Της στα Άγια των Αγίων, όταν εντρυφούσε στην προσευχή και στη μελέτη του λόγου του Θεού. Επομένως, η ησυχαστική προσευχή καθιστά τον άνθρωπο στόχο της επισκοπής του Θεού και τον ενδύει «την ευπρέπειαν της παρά του Θεού δόξης εις τον αιώνα»[43]. Ο ίδιος ο Κύριος προστάζει: «Σχολάσατε και γνώτε, ότι εγώ ειμι Θεός»[44], υποδεικνύοντας ότι η ησυχία συνιστά την οδό προς τη γνώση του Θεού, δηλαδή, την «κοινωνία εν τη υπάρξει», την οντολογική ένωση μαζί Του. Η ησυχαστική προσευχή συνιστά την ισχυρότερη κραυγή του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά επίσης κατά την ησυχαστική προσευχή ο Θεός δίδει στην καρδιά την πιο απτή μαρτυρία της εκεί Παρουσίας Του.

Η περίοδος προ των Χριστουγέννων είναι ο καιρός να προετοιμασθούμε με ησυχία και προσευχή, ώστε να αφουγκρασθούμε τον λόγο της φάτνης του Χριστού που εν σιγή κράζει: «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον Υιόν Αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού»[45], και με ετοιμότητα να ανταποκριθούμε αναπέμποντας στον Θεό ύμνους ευχαριστίας και αγάπης.

Η Εκκλησία μας παροτρύνει: «Χριστός γεννάται· δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών· απαντήσατε». Ταυτόχρονα, όμως, εμείς, τα μέλη της, διαπιστώνοντας πόσο «μακράν της σωτηρίας» βρισκόμαστε και ότι είμαστε μάλλον τέκνα κολάσεως παρά τέκνα Θεού, αναρρωτιώμαστε: «Τι Σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ;». Ωστόσο, ακόμη και αν δεν έχουμε τίποτε άξιο του Κυρίου, ας Του προσφέρουμε τουλάχιστον την ταπεινή μας ευχαριστία με την άφθαρτη ελπίδα ότι, αν ο Παντοκράτωρ Ιησούς, «ο προ αιώνων Θεός», «ενηπίασε» και έγινε «βρέφος εσπαργανωμένον», αν θυσίασε τη ζωή Του για χάρη μας, πως δεν θα κάνει τα πάντα για τη σωτηρία μας;

Χριστός γεννάται. Ας Τον υπαντήσουμε με ευγνωμοσύνη στις καρδιές μας. Γένοιτο.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]. Βλ. Α’ Κορ. 2,16.
[2]. Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Εφεσίους 19, Οι Αποστολικοί Πατέρες, Αστήρ, Αθήναι 1953, σ. 172.
[3]. Ιωάν. 3,16.
[4]. Βλ. Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Μαγνησιείς 8, Οι Αποστολικοί Πατέρες, Αστήρ, ὅ.π., σ. 180.
[5]. Βλ. Γεν. 3,15.    [6]. Εβρ. 1,1.
[7]. Βλ. Ησ. 7,14.      [8]. Βλ. Ευχή Προσκομιδής.
[9]. Βλ. Γεν. 1,26.     [10]. Βλ. Φιλιπ. 2,7.
[11]. Ησ. 55,8.         [12]. Βλ. Ειρηναίου Λουγδούνου, Κατά αιρέσεων 4.
[13]. Α’ Τιμ. 3,16.    [14]. Βλ. Φιλιπ. 3,21· Θεια Λειτουργία Μ. Βασιλείου, ευχή Αναφοράς.
[15]. Ιωάν. 1,14.        [16]. Α’ Ιωάν. 5,19.
[17]. Βλ. Ιωάν. 3,19-20.    [18]. Βλ. Εξ. 33,3· Δευτ. 9,6, κ. α.
[19]. Βλ. Λουκ. 2,7.     [20]. Βλ. Α’ Κορ. 14,20.
[21]. Βλ. Α’ Πέτρ. 2,2.   [22]. Βλ. Ακάθιστος Ύμνος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, στάσις β’.
[23]. Ψαλμ. 48,13 και 21.   [24]. Βλ. Λουκ. 2,12.
[25]. Φιλιπ. 2,5.  [26]. Ιωάν. 10,10.
[27]. Βλ. Αποκ. 21,5.     [28]. Βλ. Α’ Πέτρ. 2,5.
[29]. Βλ. Εβρ. 2,3.    [30]. Βλ. Θεια Λειτουργία Μ. Βασιλείου, ευχή Αναφοράς.
[31]. Λουκ. 22,42.    [32]. Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, σ. 229.
[33]. Βλ. Λευϊτ. 26,12· Β’ Κορ. 6,16.     [34]. Βλ. Εφ. 3,17.
[35]. Βλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ηθικά 10, 18-19, έκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τόμ. 122, σ. 252.
[36]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά, PG 90,1182B.
[37]. Βλ. Κολ. 2,19.   [38]. Βλ. Εφ. 4,13.
[39]. Βλ. Α’ Κορ. 1,18.     [40]. Βλ. Εβρ. 13,13.
[41]. Βλ. Δευτ. 6,5· Μάρκ. 12,30· Λουκ. 10,27.[42]. Βλ. Ματθ. 19,26· Μάρκ. 10,27· Λουκ. 18,27.
[43]. Βαρούχ 5,1.    [44]. Ψαλμ. 45,11.
[45]. Α’ Ιωάν. 4,9.

Δεν υπάρχουν σχόλια: