Συνέχεια από: Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023
ΤΑ ΕΞΙ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
HEIMSOETH HEINZ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ― Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ
1. Τὸ μεταφυσικὸ θέμα τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀντίθεσης
Τὸ πιὸ εὔλογο καὶ πρωταρχικὸ φιλοσοφικὸ ἐρώτημα, τὸ ἐρώτημα ποὺ τέθηκε ἀπὸ νωρὶς στὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ ἀπὸ τότε δὲν ἔπαψε νὰ τὸ ἀπασχολεῖ, ἀφορᾶ τὴν κρυφὴ ἑνότητα τοῦ Ὄντος στὸ σύνολό του: τοῦ Ὄντος, ποὺ μᾶς φανερώνεται πάντοτε μέσα στὴν πολλαπλότητα καὶ τὴ διαίρεση, μέσα στὴν πολύχρωμη ποικιλομορφία τῆς ἐμπειρίας. Τὸ θεμελιῶδες αὐτὸ ἐρώτημα, τότε μονάχα ἀναδεικνύεται σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση, ὅταν συνειδητοποιήσουμε τὶς ἀντιθέσεις τῆς πραγματικότητας καὶ τὴ σφοδρὴ πίεση ποὺ αὐτὲς ἀσκοῦν ἐπάνω μας ὡς ἔσχατοι καθοριστικοὶ παράγοντες τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματος.
Ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν ἁπλὴ παρατήρηση τῆς φύσης, ξεχώριζαν πάντοτε καθαρά, μέσα στὴν πολύχρωμη μάζα τῶν ἀντιληπτικῶν δεδομένων, τὰ δίπολα τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ ψυχροῦ, τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους• καὶ ὅσο περισσότερο ὡρίμαζε ἡ σκέψη, τόσο ἀκολουθοῦσε τὸν νόμο τῆς ἀντίθεσης σὲ βαθύτερα ἐπίπεδα. Ἔτσι, ἤδη στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἑλληνικῆς φυσικῆς φιλοσοφίας, ὁ Ἀναξίμανδρος ἔθεσε τὸ ἐρώτημα ἀναφορικὰ μὲ τὴ μία καὶ μοναδικὴ πηγὴ καὶ ἀρχὴ ὄχι μόνο τῆς πολλαπλότητας καὶ τῆς ποικιλίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀντίθεσης. Ἡ σκέψη ποὺ στοχάζεται τὴν ἀντίθεση, ὅμως, τότε μονάχα ὁλοκληρώνεται καὶ ἀγγίζει τὰ ὅριά της, ὅταν τεθεῖ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ ἐνταχθεῖ σὲ μιὰ κοσμοαντίληψη.
Ἡ ζωὴ εἶναι διχασμένη: περιέχει τὸ ὄμορφο καὶ τὸ ἄσχημο, τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἁμαρτία, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἐδῶ μοιάζει νὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της μιὰ διττότητα ἔσχατη, ἀξεπέραστη, κάθετη καὶ καταστρεπτικὴ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ὕπαρξης. Πιὸ εὔκολα θὰ ἑνώνονταν ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερὸ ἂν τὰ βάζαμε μαζί, παρὰ αὐτὲς οἱ δυνάμεις. Ἡ πρώτη σημαίνει –καὶ θέλει πάντα νὰ σημαίνει– τὴν ἐκμηδένιση τῆς δεύτερης· τὸ καλὸ συναντάει ἐνθουσιώδη ἀποδοχή, τὸ κακὸ παθιασμένη ἄρνηση. Μολονότι καὶ οἱ δύο αὐτὲς δυνάμεις εἶναι ἐξίσου πραγματικὲς καὶ μολονότι δροῦν μέσα στὸν κόσμο ἡ μία πλάι στὴν ἄλλη, αὐτὸ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνει. Ἔτσι, στὶς ἀντιθέσεις ποὺ περιέχει ὁ κόσμος προστίθεται καὶ ὁ ἀπόλυτος διαχωρισμὸς ἀξίας καὶ ἀπαξίας, καὶ μαζί μ᾽ αὐτὸν ἡ τεταμένη μεταξύ τους σχέση.
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πὼς κάθε ἀξιολογικὴ κοσμοθεώρηση τείνει ἀναπόφευκτα πρὸς τὸν δυϊσμό, πρὸς μιὰ ἔσχατη καὶ ἀσυμφιλίωτη διττότητα. Ὁ ὅρος «δυϊσμὸς» μπορεῖ νὰ παραπέμπει σὲ μιὰ θεωρία γιὰ τὴν ἀνεξάλειπτη διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ δύο αὐτοτελεῖς «τρόπους τοῦ εἶναι» (π.χ. στὸν Ντεκάρτ: ἀνάμεσα στὸ «εἶναι» τῶν σωμάτων καὶ στὸ «εἶναι» τῶν συνειδητῶν ὄντων) ἢ σὲ κάποιο δίπολο ἔσχατων φυσικῶν δυνάμεων. Ὅ,τι ὅμως καὶ νὰ ἐννοεῖται μὲ τὸν ὅρο αὐτό, πρόκειται πάντοτε γιὰ χλωμὸ ἀπείκασμα τοῦ ἀβυσσαλέου χάσματος μεταξὺ ἀξίας καὶ ἀπαξίας, χάσματος ποὺ ριζώνει σὲ ἐμπειρίες τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Ὅταν οἱ παρατηρούμενες ἢ ἀνακαλυπτόμενες φυσικὲς ἀντιθέσεις ὁδηγοῦν σὲ ἕναν ἄκαμπτο δυϊσμό, αὐτὸ συμβαίνει κατὰ κανόνα ἐπειδή, εἴτε ἀνοιχτὰ εἴτε συγκαλυμμένα, μὲ κάποιον τρόπο συσχετίζονται μὲ τὴν πρωταρχικὴ διττότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος: τὸ ψύχος καὶ τὸ σκοτάδι, π.χ., συσχετίζονται μὲ τὸ κακό· οἱ ἀρνητικοὶ πόλοι συσχετίζονται μὲ τὴν ἀπαξία. Ὅσο βαθύτερα ἀντλεῖ μιὰ φιλοσοφία τὶς κατευθύνσεις της ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τέτοιων ἀξιακῶν βιωμάτων, τόσο ἰσχυρότερα βλασταίνουν μέσα της ὁ σπόρος κι ἡ κλίση πρὸς τὸν δυϊσμό.
Τὴν ἴδια στιγμή, ὅμως, ὁ Λόγος ἀπαιτεῖ τὴν ἑνότητα, τὴ συνάφεια ὅλων ὅσα ὑπάρχουν. Ἡ ἔσχατη διττότητα ἀφήνει ἀναπάντητο τὸ ἔσχατο ἐρώτημα. Τὸ πνεῦμα ποὺ καταγίνεται μὲ τὴν ἔρευνα δὲν ἡσυχάζει ποτὲ ἂν δὲν βρεθεῖ ἡ ἑνότητα τῶν ἀντιθέτων. Καὶ δὲν εἶναι μόνον ὁ Λόγος ποὺ πιέζει πρὸς τὴ συμφιλίωση καὶ πρὸς μιὰν ὁριστικὴ λύση, ἀλλὰ καὶ ἡ καρδιά. Γιατὶ ἡ σκέψη ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὴν ἠθικὴ καὶ τὴ θρησκεία προσπαθεῖ πάντοτε νὰ παραβλέψει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κακὸ εἶναι καθαυτὸ ἀνυπέρβλητο, ὅτι συνιστᾶ πρωταρχικὸ νόμο τοῦ Ὄντος μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια ποὺ τοῦτο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἀντίποδά του, τὸ καλό. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, εἶναι ἐξαιρετικὰ σπάνιο νὰ καταλήξει ἡ σκέψη στὸν ἀπόλυτο δυϊσμό, στὸν δυϊσμὸ ποὺ παραιτεῖται ρητὰ ἀπὸ κάθε ὁλόπλευρη καὶ συμφιλιωτικὴ ἑνότητα, στὸν θρίαμβο τῆς ἀντίθεσης ἐπὶ τῆς ἑνότητας ποὺ δὲν τὸν μετριάζει καμία τελικὴ μεταστροφή. Στὴν πραγματικότητα, κανένας τέτοιος δυϊσμὸς δὲν ἐξελίχθηκε ποτὲ σὲ φιλοσοφικὸ σύστημα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ θρησκευτικὲς διδασκαλίες τοῦ Ζωροάστρη, οἱ μυθολογικὲς θεωρήσεις τῶν Μανιχαίων καὶ ἄλλων Γνωστικῶν τῆς ἐποχῆς τους, κατέληγαν σὲ ἕναν τέτοιο ριζικὸ δυϊσμὸ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Διαβόλου. Ὁ δυϊσμὸς αὐτός, ὅμως, ὑπῆρξε μεμονωμένο φαινόμενο τόσο στὴ σφαίρα τῆς σκέψης ὅσο καὶ σὲ ἐκείνη τοῦ βιώματος, καὶ ποτὲ δὲν στηρίχτηκε κάποιο μεταφυσικὸ οἰκοδόμημα σὲ τόσο ἀντίρροπα μεταξύ τους θεμέλια. Παντοῦ καὶ πάντοτε, μαζὶ μὲ τὰ δυϊστικὰ μοτίβα συμπλέκονταν καὶ τὰ νήματα ποὺ ἀποκάλυπτε καὶ ὕφαινε ἡ βούληση γιὰ ἑνότητα. Ὡστόσο, τὰ μεταφυσικὰ συστήματα, οἱ ἀντιλήψεις γιὰ τὸν κόσμο καὶ οἱ ἔννοιες περὶ τοῦ ὑπαρκτοῦ διχάζονταν ὡς πρὸς τὸ τί τελικὰ καθορίζει τὴ δομὴ καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ὑφαδιοῦ στὸ σύνολό του – ἂν τὸ στοιχεῖο ποὺ ἔχει τὸ προβάδισμα εἶναι ἡ ἑνότητα ἢ ἡ ἀντίθεση. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπάντηση, διαφοροποιοῦνται τόσο τὰ ἐπιμέρους συστήματα ὅσο καὶ οἱ ἐποχὲς μέσα στὴν ἱστορία.
2. Ὁ δυϊσμὸς στὴν πρώιμη ἑλληνικὴ φιλοσοφία
Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἦταν ἐξαρχῆς προσανατολισμένη πρὸς τὴν ἑνότητα, ὅσο καμία ἄλλη. Ὡστόσο, ἡ δυϊστικὴ τάση τὴ συνόδευε σταθερὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ πυθαγόρειοι ἔθεσαν στὸ ἐπίκεντρο τοῦ μεταφυσικοῦ στοχασμοῦ τὸν ἀντιθετικὸ χαρακτήρα τῆς ζωῆς, τότε ποὺ ἐπιχειρήθηκε γιὰ πρώτη φορά, μὲ τὸν πίνακα τῶν ἀντιθέτων, ἡ σύλληψη τῶν κοσμικῶν ἀρχῶν στὰ πλαίσια μιᾶς δομικῆς δυαδικότητας καὶ διάζευξης τῶν ἀξιῶν. Ὁ Ἡράκλειτος εἶχε βέβαια ἄλλη ἄποψη. Ὁ «σκοτεινὸς» Ἐφέσιος συνέλαβε τὴ μεγαλειώδη ἰδέα μιᾶς ἑνότητας ἡ ὁποία δὲν αἰωρεῖται ὑπεράνω τῶν ἀντιθέσεων ἐξισορροπώντας τες καὶ δίνοντας τέλος στὴ διαμάχη, ἀλλὰ ἀσκεῖ τὴν ἐπίδρασή της ἀκριβῶς μέσα ἀπὸ τὴν ἔνταση τῶν ἀντιθέσεων αὐτῶν. Ὁ νόμος τῶν πραγμάτων εἶναι ἡ κοσμικὴ ἑνότητα, ἡ ἁρμονία τῶν ἀντίρροπων δυνάμεων – ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ τόξο καὶ τὴ λύρα. Ὡστόσο, γιὰ καιρὸ ἡ ἰδέα αὐτὴ δὲν ἔγινε κατανοητὴ καὶ δὲν εἶχε πραγματικὴ συνέχεια: τὸ ἐγχείρημα τοῦ Ἡράκλειτου δὲν ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο στὴ μεταφυσικὴ κοσμοαντίληψη τῶν συστημάτων τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
Ἡ δυαδικότητα ξεπρόβαλε καὶ πάλι μὲ νέα δριμύτητα, ὅταν ὁ Παρμενίδης, μέσω ἑνὸς διατάγματος τοῦ Λόγου, θέλησε νὰ τελειώνει μὲ κάθε ἀντίθεση (ὅπως ἐπίσης καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ποικιλομορφία καὶ τὴν πολλαπλότητα), ἐξαγγέλλοντας τὴν ἀπόλυτη, ἀνέφελη, ἀκίνητη ἑνότητα τοῦ ὁλοστρόγγυλου καὶ συμπαγοῦς ὄντος. Ὡστόσο, ἂν ἡ πολλότητα τῶν πραγμάτων εἶναι ἁπλῶς ἐπίφαση, τότε ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο: καὶ τὸ Εἶναι, καὶ ἡ ἐπίφαση. Τὸ πρῶτο ἀρνεῖται ὅ,τι ἡ δεύτερη ἀποδέχεται. Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πειστοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν μέσα στὰ πολλὰ καὶ τὸν χωρισμὸ ὅτι ἡ ἐπίφαση δὲν εἶναι, ὅτι εἶναι ἕνα οὐκ ὄν, ἕνα τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου