Συνέχεια από: Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023
IV.
Ο «ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ» ΤΩΝ ΤΡΙΑΔΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
3. Οι βασικές σκέψεις, που εκθέσαμε στα προηγούμενα, ενδεχομένως να δημιουργούν την εντύπωση, ότι το ακατάληπτο της θείας ουσίας και των τριαδικών προσώπων καθώς και η άπειρη διαφορά ανάμεσα στο άκτιστο και το κτιστό δεν επιτρέπουν να δούμε το ανθρώπινο πρόσωπο σε αληθινή συνάφεια με τα τριαδικά πρόσωπα. Αν ήταν έτσι όμως τα πράγματα, τότε ο αποφατισμός στο χώρο της θεολογίας θα μεταβαλλόταν σε μεταφυσική κατηγορία της θεότητας χωρίς ιστορική αναφορά. Επίσης και η ενσάρκωση του Λόγου και το έργο του Πνεύματος δεν θα μπορούσαν να άρουν την άπειρη διαφορά ακτίστου και κτιστού. Αυτοί όμως οι δύο όροι είναι απολύτως απαραίτητοι για τη δυνατότητα του ανθρώπινου προσώπου. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε την ειδική σημασία των δύο αυτών όρων ως προς το πρόσωπο.
Η αποφατική σχέση θείας ουσίας και τριαδικών προσώπων («ην έχει διαφοράν το κοινόν υπέρ το ίδιον, ταύτην η ουσία προς την υπόστασιν έχει» 72), δεν πρέπει να θεωρηθεί στο επίπεδο των λογικών εννοιών, γιατί στην πραγματικότητα ούτε διακρίνει ούτε συνενώνει, αλλά φανερώνει την προσωπική πραγματικότητα του Θεού. Η οξύνοια ενός Μ. Αθανασίου είχε συλλάβει τη βαθύτερη σημασία της σχέσεως αυτής όταν εταύτιζε ουσία και υπόσταση με την έννοια που αναφέραμε. Η ταυτοσημία ουσίας και υποστάσεως ή προσώπου;;; ουδέποτε εγκαταλείφθηκε στην ορθόδοξη Ανατολή και μετά τη τελική διατύπωση του τριαδολογικού δόγματος, με τον όρο φυσικό του ακαταλήπτου. Με την έννοιαν αυτή ο Ιωάννης Δαμασκηνός συνοψίζει στη «Διαλεκτική» του73 την πατερική παράδοση: «Τὸ τῆς ὑποστάσεως ὄνομα δύο σημαίνει · πότε μὲν τὴν ἁπλῶς ὑπαρξιν, καθὸ σημαινόμενον ταῦτόν ἐστιν οὐσία καὶ ὑπόστασις, ὅθεν τινὲς τῶν ἁγίων πατέρων εἶπον αὐτὰς φύσεις ἤγουν τάς ὑποστάσεις· πότε δὲ τὴν καθ’ αὐτὸ καὶ ἰδιοσύστατον ὑπαρξιν καθ’ ὁ σημαινόμενον τὸ ἄτομον δηλοὶ τῷ ἀριθμῷ διαφέρον ἤγουν τὸν Πέτρον, τὸν Παῦλον, τόν τινα ἵππον»».[ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΩΣ]. Η ταυτοσημία αυτή των όρων ουσία και υπόστασις ή πρόσωπον αφ' ενός μεν διαφυλάσσει, κατά τον Βλ. Λόσσκι, την έννοια της συγκεκριμένης ουσίας σε ο,τι είναι κοινό, αφ' ετέρου δε αφαιρεί από το ίδιο κάθε περιορισμό, που ανήκει στο άτομο, «ώστε η υπόστασις να εκτείνεται επί του συνόλου της κοινής φύσεως, αντί να την διαιρεί»74.
Η μετα-λογική αυτή ταυτοσημία προστατεύει λοιπόν το μυστήριο του ακαταλήπτου του Θεού, ενώ παράλληλα προφυλάσσει τα τρία πρόσωπα από του να μεταβληθούν σε αυτόνομες υποστάσεις, σε οντολογικό απόλυτο και έτσι «κατοχυρώνει» τη «σχετική» προσωπική τους ετερότητα.;;;Το θείο πρόσωπο μόνο με λογική αφαίρεση μπορεί να θεωρηθεί ως κατηγορία σχέσεως, αφού έχει την κοινή ουσία ή φύση, η οποία υποδηλώνει την αποφατική κοινωνία του με τα λοιπά. Το σημαντικώτερο όμως είναι, ότι καθένα θείο πρόσωπο, ενώ παραμένει καθαυτό άρρητο και άτρεπτο, κοινωνεί και στην ιστορική του φανέρωση τις μεθεκτές ενέργειες της μιάς ουσίας και έτσι σώζει αληθινά.[ΤΡΑΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΕΝΕΚΕΝ ΕΥΚΟΛΙΑΣ] Συνεπώς μόνον η παραδοχή της ασύγχυτης σχέσεως θείας ουσίας και τριαδικών προσώπων εξασφαλίζει τους όρους μιάς αληθινής σωτηριολογίας.
Από τη άποψη αυτή μπορούμε ως εξής να συνοψίσουμε την «οντολογική» θέση της πατερικής Τριαδολογίας, που αιτιολογεί μιάν αυθεντική θεολογία του ανθρώπινου προσώπου: Τα πρόσωπα της αγίας Τριάδος έχουν την αρχή τους από τον Πατέρα όχι με την έννοια της οντολογικής αρχής της υπάρξεώς τους (και τα τρία πρόσωπα υπάρχουν αϊδίως και προαιωνίως), αλλά του υποστατικού τρόπου υπάρξεως της κοινής θείας ουσίας, που είναι αποκλειστικός σε κάθε τριαδικό πρόσωπο. Η θεία ουσία δηλ. υπάρχει αμέριστη και πλήρης στο κάθε τριαδικό πρόσωπο, το δε πρόσωπο υφίσταται έτσι ως τέλεια ύπαρξη, δεν υστερεί σε τίποτα από τα λοιπά, έχοντας μόνο καθένα το ακοινώνητο υποστατικό του ιδίωμα. Ότι ο Πατήρ είναι «πηγαία θεότης» δεν σημαίνει, ότι είναι η γενετική αιτία των δύο άλλων τριαδικών προσώπων (με βιολογική έννοια), αλλά η «αρχή» του υποστατικού τους ιδιώματος, του γεννητού για τον Υιό και του εκπορευτού για το Πνεύμα. Το υποστατικό ιδίωμα όμως του καθενός τριαδικού προσώπου, ενώ είναι ακατάληπτο και ακοινώνητο, «γνωρίζεται», «επιθεωρείται» μόνο στο ιστορικο-σωτηριολογικό του έργο. Δηλώνει δηλ. τον τρόπο που αποκαλύπτεται και ενεργεί ιστορικά η τριαδική θεότητα. Τούτο υποδηλώνει ο χαρακτηριστικός όρος, που χρησιμοποιούν οι Καππαδόκες Πατέρες για να δηλώσουν αυτήν την έννοια του θείου προσώπου: «Τρόπος υπάρξεως». Η φράση αυτή, σύμφωνα με τη πειστική συζήτηση του G. Prestige 75, δεν υπονοεί μόνο το ιδίωμα του καθενός τριαδικού προσώπου και την «αιτιατή» του σχέση προς τον Πατέρα, αλλ' επίσης και τον τρόπο της αποκαλύψεώς τους, την τριαδική ιστορική οικονομία, που οφείλεται στην κοινή ουσία, αφού κάθε ενέργεια καθενός θείου προσώπου γίνεται από κοινού με τα δύο άλλα.[ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ]. «Πάσα ενέργεια η θεόθεν επί την κτίσιν διήκουσα... εκ πατρός αφορμάται και διά του υιού πρόεισι και εν τω πνεύματι τω αγίω τελειούται» 76. Και από την άποψη αυτή η αποφατική σχέση θείας ουσίας και τριαδικών προσώπων αφορά στην πραγματικότητα την προσωπική σχέση της Τριάδος με τη δημιουργία. Μόνο λοιπόν με την προϋπόθεση της αποφατικής(διαφοράς, διακρίσεως) αυτής σχέσεως μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια θεολογία του ανθρώπινου προσώπου, σχέση που με την εν χρόνω ενσάρκωση του Λόγου «δομεί» πλέον και την κτιστή ύπαρξη, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Πηγή: Σύναξη 13
Το κείμενο ολοκληρώνεται στο επόμενο τεύχος της Σύναξης 14 με τα κεφάλαια: V. Ο «τρόπος υπάρξεως» των τριαδικών προσώπων, VΙ. Η ενσάρκωση του Λόγου και η οικονομία της θεανδρικής υπάρξεως, VII. Η αλήθεια και η λειτουργία του ανθρώπινου προσώπου, VIII. Το πρόσωπο ως λειτουργός της δημιουργίας.
Σημειώσεις
71. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής Α΄ 2, MPG 94, 793B.72. Θεοδωρήτου, Διάλογος Α΄, MPG 83, 33A σε αναφορά στο Μ. Βασίλειο, Επιστ. 236, 6, ВЕП 55, 289.
73. Κεφ. 42, MPG 94, 612AΒ.
74. Όπου παραπ. 106.
75. Οπου παραπ. 261 εξ.
76. Γρηγορίου Νυσ., Ότι ουκ εισιν τρεις θεοί, MPG 45, 1250, επίσης Κατά Ευνομίου ΙΗ', MPG 45, 900.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου