ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 23 Ιανουαρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IΙΙ. Η Ε Υ Φ Ρ Α Δ Ε Ι Α - 4
Για το έργο του μεγαλύτερου μεταξύ αυτών ρήτορα, του Ισοκράτη, θα μιλήσουμε αργότερα, ερευνώντας την βιωτή των δέκα Αττικών ρητόρων. Το έργο του, παρότι έχει επιδεικτικό ύφος, χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ευφράδεια, η οποία δεν συναντάται μόνο στον Πανηγυρικό και τον Αρεοπαγιτικό Λόγο, αλλά στους περισσότερους από τους σημαντικούς λόγους του, ενώ ο Φίλιππος δεν διεκδικεί τον τίτλο του καθαυτό δημοσίου λόγου. Ο ίδιος παραδέχεται ότι επιθυμώντας τη διάκριση και τη δόξα, δεν αφιερώθηκε σε δευτερεύουσες ιδιωτικές υποθέσεις, ούτε σε δραστηριότητες οικείες στους περισσότερους σοφιστές, αλλά στα μεγάλα ζητήματα των Ελλήνων και των βασιλέων, επιδιώκοντας να συνεισφέρει στην καλύτερη δυνατή διακυβέρνηση των πόλεων και την ενάρετη βιωτή των πολιτών. Διότι, όπως ήδη γνωρίζουμε, η παρότρυνση των Ελλήνων να ζήσουν εν ειρήνη και να πολεμήσουν από κοινού τους Πέρσες, ήταν για ένα μεγάλο διάστημα εντελώς ανέξοδη, και ο Ισοκράτης μπορούσε να αποδίδει στους λόγους του πολιτικό περιεχόμενο, ενώ στην ουσία το ύφος τους ήταν καθαρά επιδεικτικό. Το Ελένης Εγκώμιον γράφτηκε στον ουσία από έρωτα προς την Ελλάδα και τον σαρκασμό, όπως και ο Βούσηρις, όπου αποδεικνύεται με κριτικό τρόπο, πώς θα όφειλε στην πραγματικότητα να συντάσσεται ο επιδεικτικός λόγος.
Στο επιδεικτικό είδος της ρητορικής ανήκουν επίσης ευκαιριακοί λόγοι, οι οποίοι όμως όντως εκφωνήθηκαν. Υπάρχουν δείγματα αυτού του είδους λόγου, μεταγενέστερης όμως εποχής, στο Εγχειρίδιο Της Αλικαρνασσού, όπου περιλαμβάνονται οδηγίες και συνταγές, οι οποίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα, δεδομένου ότι πλήθος ρητόρων τις εφάρμοζαν, πως σε όλες τις ελληνικές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το κοινό αρεσκόταν στην ακρόαση κάθε φορά ενός επιλεγμένου πρότυπου αγόρευσης, ήδη γνωστού σε όλους, διότι επρόκειτο όντως για κοινοτοπίες γνωστές και εκ των προτέρων ορατές. Τα παραδείγματα που διασώζονται αναφέρονται σε πανηγυρικούς, σε λόγους που προορίζονταν για αρραβώνες, γενέθλια ή γάμους, για προσφωνήσεις απευθυνόμενες σε δημόσιους λειτουργούς με επαίνους προς τον αυτοκράτορα, επικήδειους λόγους για θανόντες πολεμιστές, ή ιδιώτες, και σε ένα παροτρυντικό λόγο προς αθλητές. Σε αυτούς τους λόγους διδάσκονται η βέλτιστοι τρόποι να χειρίζεται κανείς καταστάσεις οποιουδήποτε είδους. Οι λόγοι αυτοί εκφωνούνταν από ρήτορες που είτε ήσαν φιλικά πρόσωπα είτε εισέπρατταν αμοιβή, διότι η ανάγκη επίδειξης ανάγκαζε ενίοτε τους πολίτες, προκειμένου να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση, να καλούν σ’ αυτές τις εκδηλώσεις και έναν ρήτορα.
Στο ίδιο πλαίσιο ανήκουν σε μεγάλο βαθμό και οι πολυπληθείς εικονικές επιστολές. ‘Όχι όμως όλες, διότι ένα μέρος από τη συλλογή των επιστολογράφων, όπως για παράδειγμα οι επιστολές των σωκρατικών, επινοήθηκαν εξ αρχής για σκοπούς επιδεικτικούς, και ολόκληρες συλλογές από ερωτικές επιστολές της αρχαιότητας, με ελλιπείς βιογραφικές γνώσεις, εφευρέθηκαν με στόχο την απεικόνιση του βίου φιλοσόφων και ρητόρων, και ιδιαίτερα του Σωκράτη και των πρώιμων Στωικών. Αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές αποτελούν ασκήσεις ρητορικής και αφορούν σε πρόσωπα που ασκούν συγκεκριμένες επαγγελματικές ασχολίες: χωρικούς, αλιείς, ναυτικούς, οψοποιούς, στρατηγούς, λάτρεις της οινοποσίας, ακόμη και εταίρες, προσφέροντάς μας μια γλαφυρή απεικόνιση του αγροτικού, του ναυτικού κ.τ.λ. βίου, καθώς και πολυάριθμες ερωτικές επιστολές, όπως αυτές που διέσωσαν ο Αιλιανός, ο Αλκίφρων ο Αρισταίνετος και άλλοι. Υπάρχουν όμως και αυθεντικές επιστολές, σε επιδεικτικό ύφος, με στόχο να επηρεάσουν τους παραλήπτες τους, ή απλώς ευφυολογήματα, που απευθύνονταν σε φανταστικούς παραλήπτες, και έχουν επομένως επίσης επιδεικτικό ύφος.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν οι εικονικοί πολιτικοί λόγοι των ιστορικών ανήκουν στη χορεία της επίδειξης ή της σκοπιμότητας. Άφθονη ευφράδεια και συγκεκριμένα άφθονη πολιτική ευφράδεια καταναλώθηκε στην ιστοριογραφία. Οι λόγοι του Νικόλαου και του Γύλιππου, μετά τη νίκη των Συρακούσιων επί των Αθηναίων, όπως τους επινόησε ο ίδιος ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ή επιτυχώς τους πλαστογράφησε, είναι δύο θαυμαστά μνημεία στα οποία θα περιοριστούμε εδώ. Ο ιστορικός έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να εξασφαλίζει την εύνοια υπέρ των συνθηκών που προηγήθηκαν, ή αυτών που έπονται, δια της παρουσίας των πρωταγωνιστών του· ο Νικόλαος για παράδειγμα, ένας γέρων που έχασε στον πόλεμο τους δύο γιούς του (ένας μόνο δεν θα ήταν αρκετός), ανεβαίνει στο βήμα των ρητόρων προκειμένου να απευθυνθεί στο λαό των Συρακούσιων, υποβασταζόμενος από δύο ικέτες του. Ενδέχεται οι λόγοι αυτοί, καθώς και όλο το απόθεμα του επιδεικτικού ύφους που προσπαθήσαμε να εκθέσουμε να φαίνονται ανιαρά στον σύγχρονο αναγνώστη· εκείνο όμως το οποίο δεν παύει να αποτελεί ένα φαινόμενο σημαντικό και αξιοθαύμαστο είναι ότι οι Έλληνες διεκδίκησαν το δικαίωμα αναζήτησης του κάλλους, όπως σε όλους τους άλλους τομείς, και σε όλα τα είδη του λόγου.
Από τη στιγμή που η αθηναϊκή δημοκρατία, με τη διπλή της μορφή, της Εκκλησίας του Δήμου και των Δικαστηρίων, εξοικειώθηκε, όχι μόνο με τις απολαβές των μελών της πρώτης και αυτές των Ηλιαστών, αλλά και με την ευφράδεια όσων παρενέβαιναν, η οποία, όπως κάθε τι το οποίο είχε δημόσιο χαρακτήρα, όφειλε να συμμορφώνεται στους κανόνες της τέχνης, κρίθηκε απαραίτητη η τελειοποίηση αυτής της τέχνης, τόσο στο σύνολο όσο και στις λεπτομέρειές της, κατά τρόπο μοναδικό και πρωτοφανή, με την εφαρμογή μιας σχετικής θεωρίας της οποίας τις λεπτομέρειες είναι αδύνατο να παρακολουθήσουμε χωρίς τη συνέργεια της φαντασίας. Άνθισαν σχολές, όπως αυτή του Ισοκράτη με πλουσιοπάροχα αμειβόμενους δασκάλους, συνεχίστηκαν οι γενναιόδωρες προσφορές, και ως ανταμοιβή η εξασφάλιση αληθινής δόξας, όπως μαρτυρούν τα αρχαία αγάλματα που τιμούν ρήτορες, ήδη από την εποχή του Γοργία.
Εκείνη την εποχή όλοι οι φημισμένοι μαέστροι της ευφράδειας, καθώς και (όπως είδαμε) ρήτορες σαν τον Γοργία, τον Τεισία και τον Αντιφώντα, επιδίδονται στη συγγραφή πραγματειών ρητορικής, σε τέτοια έκταση, ώστε κανένα επιμέρους ζήτημα να μην διαφεύγει της ρητορικής μάθησης και πρακτικής· μια φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η ημέρα που ο εξόριστος Αισχίνης, πληροφορούμενος ότι οι Ρόδιοι επιθυμούσαν να τους διδάξει την τέχνη του, απάντησε ότι «δεν κατέχει ουδεμία τοιαύτη». Γεγονός παραμένει ότι το πλήθος των σχετικών μελετών αναδεικνύει το πρωτοφανές ενδιαφέρον γι αυτή την τέχνη, και σε ότι αφορά την παρούσα μελέτη, τη μορφή που έλαβε η συμπύκνωση των εμπειριών της στο αριστούργημα του Αριστοτέλη με τον τίτλο Ρητορική. Μέσα από μια ολοκληρωμένη και στιβαρή παρουσίαση, ο φιλόσοφος μας διδάσκει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Ανακαλύπτουμε τα είδη της ρητορικής και τον προορισμό του κάθε είδους, τα κοινά τους χαρακτηριστικά, καθώς και τη θεωρία των κινήτρων, η οποία εμπλέκει τη λογική και τη διαλεκτική, και ακολούθως, αφού μετέλθει, όσα πρέπει να λέγονται, αναλύει διεξοδικά τον τρόπο που θα πρέπει να λέγονται, για να προχωρήσει στην ανάλυση της δομής του λόγου και στις επιμέρους εκφάνσεις του, στην εκφορά του, και σε όλες τις λεπτομέρειες που εξασφαλίζουν την καλλιέπεια του λόγου, την γραμματική ορθότητα, την ποιητική των λέξεων, τη χρήση της αλληγορίας, των εικόνων κ.τ.λ. Είναι σχεδόν απίστευτη η αξία που αποδίδεται στην ανάπτυξη της επιστήμης που διεγείρει την ακοή, σε απόλυτη αντίθεση με την σημερινή έλλειψη ευαισθησίας απέναντι σε αυτά τα θέματα, την οποία δικαιολογούμε με την απουσία ενδιαφέροντος του περιεχομένου τους, ενώ θα ήταν δυνατόν να του προσδώσουμε μια τελείως διαφορετική μορφή. Αλλά το πιο εντυπωσιακό αυτής της Ρητορικής είναι το 2ο Βιβλίο, στο οποίο το μεγαλύτερο μέρος συνιστά μια ψυχολογική αποτύπωση, μια αξιολόγηση της ευαισθησίας και της αποφασιστικότητας του κάθε ακροατή, τόσο στην Εκκλησία του Δήμου όσο και στα δικαστήρια, μια πραγματική ανάλυση της παθολογίας του δημότη, του οποίου ο συγγραφέας καταγράφει τις εκδηλώσεις οργής, οίκτου και φόβου, καθώς και τα εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα. Ερευνά για παράδειγμα τους λόγους που προκαλούν στους νέους εκδηλώσεις οργής, το αντικείμενο και τις αιτίες της, και αναλύει ταυτόχρονα λεπτομερώς το περιεχόμενο του θυμού, διότι ο ρήτορας οφείλει να είναι σε θέσει να προκαλεί και να χειρίζεται αυτόν τον θυμό, και παράλληλα να μπορεί να κατευνάζει τα πνεύματα. Μαθαίνουμε για παράδειγμα ότι για να προκαλέσει κανείς τον τρόμο ή τον οίκτο του ακροατηρίου θα πρέπει να αναφέρεται μόνο σε γεγονότα ή καταστάσεις που αγγίζουν αυτόν τον ίδιο ή τους οικείους του. Αναλύεται και αιτιολογείται επίσης η σημασία της χρήσης χειρονομιών, της επιλογής του τόνου της φωνής, της ένδυσης και του ύφους της δημηγορίας ενώπιον του δικαστηρίου, ως μέσα ψυχολογικής επίδρασης επί του ακροατηρίου. Αναλύονται λεπτομερώς τα συναισθήματα των νέων, των ηλικιωμένων, των ώριμων ανθρώπων, των ευγενών, των πλουσίων και ισχυρών, όλων δηλαδή των ανθρώπων που απαρτίζουν αυτό το ακροατήριο. Στο σημείο αυτό είναι θεμιτό να αναρωτηθούμε πώς θα αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοι σύμβουλοι και δικαστές μας, μια εισαγωγή στην πολιτική και δικανική πρακτική που θα περιελάμβανε παρόμοιες υποδείξεις· είναι προφανές ότι ολόκληρη αυτή η μελέτη δεν ήταν κωδικοποιημένα, και επομένως οποιοσδήποτε δικαστής είχε πρόσβαση στις μεθόδους με τις οποίες μπορούσε να επιδιωχθεί ο προσεταιρισμός του.
(συνεχίζεται)
Στο επιδεικτικό είδος της ρητορικής ανήκουν επίσης ευκαιριακοί λόγοι, οι οποίοι όμως όντως εκφωνήθηκαν. Υπάρχουν δείγματα αυτού του είδους λόγου, μεταγενέστερης όμως εποχής, στο Εγχειρίδιο Της Αλικαρνασσού, όπου περιλαμβάνονται οδηγίες και συνταγές, οι οποίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα, δεδομένου ότι πλήθος ρητόρων τις εφάρμοζαν, πως σε όλες τις ελληνικές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το κοινό αρεσκόταν στην ακρόαση κάθε φορά ενός επιλεγμένου πρότυπου αγόρευσης, ήδη γνωστού σε όλους, διότι επρόκειτο όντως για κοινοτοπίες γνωστές και εκ των προτέρων ορατές. Τα παραδείγματα που διασώζονται αναφέρονται σε πανηγυρικούς, σε λόγους που προορίζονταν για αρραβώνες, γενέθλια ή γάμους, για προσφωνήσεις απευθυνόμενες σε δημόσιους λειτουργούς με επαίνους προς τον αυτοκράτορα, επικήδειους λόγους για θανόντες πολεμιστές, ή ιδιώτες, και σε ένα παροτρυντικό λόγο προς αθλητές. Σε αυτούς τους λόγους διδάσκονται η βέλτιστοι τρόποι να χειρίζεται κανείς καταστάσεις οποιουδήποτε είδους. Οι λόγοι αυτοί εκφωνούνταν από ρήτορες που είτε ήσαν φιλικά πρόσωπα είτε εισέπρατταν αμοιβή, διότι η ανάγκη επίδειξης ανάγκαζε ενίοτε τους πολίτες, προκειμένου να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση, να καλούν σ’ αυτές τις εκδηλώσεις και έναν ρήτορα.
Στο ίδιο πλαίσιο ανήκουν σε μεγάλο βαθμό και οι πολυπληθείς εικονικές επιστολές. ‘Όχι όμως όλες, διότι ένα μέρος από τη συλλογή των επιστολογράφων, όπως για παράδειγμα οι επιστολές των σωκρατικών, επινοήθηκαν εξ αρχής για σκοπούς επιδεικτικούς, και ολόκληρες συλλογές από ερωτικές επιστολές της αρχαιότητας, με ελλιπείς βιογραφικές γνώσεις, εφευρέθηκαν με στόχο την απεικόνιση του βίου φιλοσόφων και ρητόρων, και ιδιαίτερα του Σωκράτη και των πρώιμων Στωικών. Αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές αποτελούν ασκήσεις ρητορικής και αφορούν σε πρόσωπα που ασκούν συγκεκριμένες επαγγελματικές ασχολίες: χωρικούς, αλιείς, ναυτικούς, οψοποιούς, στρατηγούς, λάτρεις της οινοποσίας, ακόμη και εταίρες, προσφέροντάς μας μια γλαφυρή απεικόνιση του αγροτικού, του ναυτικού κ.τ.λ. βίου, καθώς και πολυάριθμες ερωτικές επιστολές, όπως αυτές που διέσωσαν ο Αιλιανός, ο Αλκίφρων ο Αρισταίνετος και άλλοι. Υπάρχουν όμως και αυθεντικές επιστολές, σε επιδεικτικό ύφος, με στόχο να επηρεάσουν τους παραλήπτες τους, ή απλώς ευφυολογήματα, που απευθύνονταν σε φανταστικούς παραλήπτες, και έχουν επομένως επίσης επιδεικτικό ύφος.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν οι εικονικοί πολιτικοί λόγοι των ιστορικών ανήκουν στη χορεία της επίδειξης ή της σκοπιμότητας. Άφθονη ευφράδεια και συγκεκριμένα άφθονη πολιτική ευφράδεια καταναλώθηκε στην ιστοριογραφία. Οι λόγοι του Νικόλαου και του Γύλιππου, μετά τη νίκη των Συρακούσιων επί των Αθηναίων, όπως τους επινόησε ο ίδιος ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ή επιτυχώς τους πλαστογράφησε, είναι δύο θαυμαστά μνημεία στα οποία θα περιοριστούμε εδώ. Ο ιστορικός έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να εξασφαλίζει την εύνοια υπέρ των συνθηκών που προηγήθηκαν, ή αυτών που έπονται, δια της παρουσίας των πρωταγωνιστών του· ο Νικόλαος για παράδειγμα, ένας γέρων που έχασε στον πόλεμο τους δύο γιούς του (ένας μόνο δεν θα ήταν αρκετός), ανεβαίνει στο βήμα των ρητόρων προκειμένου να απευθυνθεί στο λαό των Συρακούσιων, υποβασταζόμενος από δύο ικέτες του. Ενδέχεται οι λόγοι αυτοί, καθώς και όλο το απόθεμα του επιδεικτικού ύφους που προσπαθήσαμε να εκθέσουμε να φαίνονται ανιαρά στον σύγχρονο αναγνώστη· εκείνο όμως το οποίο δεν παύει να αποτελεί ένα φαινόμενο σημαντικό και αξιοθαύμαστο είναι ότι οι Έλληνες διεκδίκησαν το δικαίωμα αναζήτησης του κάλλους, όπως σε όλους τους άλλους τομείς, και σε όλα τα είδη του λόγου.
Από τη στιγμή που η αθηναϊκή δημοκρατία, με τη διπλή της μορφή, της Εκκλησίας του Δήμου και των Δικαστηρίων, εξοικειώθηκε, όχι μόνο με τις απολαβές των μελών της πρώτης και αυτές των Ηλιαστών, αλλά και με την ευφράδεια όσων παρενέβαιναν, η οποία, όπως κάθε τι το οποίο είχε δημόσιο χαρακτήρα, όφειλε να συμμορφώνεται στους κανόνες της τέχνης, κρίθηκε απαραίτητη η τελειοποίηση αυτής της τέχνης, τόσο στο σύνολο όσο και στις λεπτομέρειές της, κατά τρόπο μοναδικό και πρωτοφανή, με την εφαρμογή μιας σχετικής θεωρίας της οποίας τις λεπτομέρειες είναι αδύνατο να παρακολουθήσουμε χωρίς τη συνέργεια της φαντασίας. Άνθισαν σχολές, όπως αυτή του Ισοκράτη με πλουσιοπάροχα αμειβόμενους δασκάλους, συνεχίστηκαν οι γενναιόδωρες προσφορές, και ως ανταμοιβή η εξασφάλιση αληθινής δόξας, όπως μαρτυρούν τα αρχαία αγάλματα που τιμούν ρήτορες, ήδη από την εποχή του Γοργία.
Εκείνη την εποχή όλοι οι φημισμένοι μαέστροι της ευφράδειας, καθώς και (όπως είδαμε) ρήτορες σαν τον Γοργία, τον Τεισία και τον Αντιφώντα, επιδίδονται στη συγγραφή πραγματειών ρητορικής, σε τέτοια έκταση, ώστε κανένα επιμέρους ζήτημα να μην διαφεύγει της ρητορικής μάθησης και πρακτικής· μια φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η ημέρα που ο εξόριστος Αισχίνης, πληροφορούμενος ότι οι Ρόδιοι επιθυμούσαν να τους διδάξει την τέχνη του, απάντησε ότι «δεν κατέχει ουδεμία τοιαύτη». Γεγονός παραμένει ότι το πλήθος των σχετικών μελετών αναδεικνύει το πρωτοφανές ενδιαφέρον γι αυτή την τέχνη, και σε ότι αφορά την παρούσα μελέτη, τη μορφή που έλαβε η συμπύκνωση των εμπειριών της στο αριστούργημα του Αριστοτέλη με τον τίτλο Ρητορική. Μέσα από μια ολοκληρωμένη και στιβαρή παρουσίαση, ο φιλόσοφος μας διδάσκει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Ανακαλύπτουμε τα είδη της ρητορικής και τον προορισμό του κάθε είδους, τα κοινά τους χαρακτηριστικά, καθώς και τη θεωρία των κινήτρων, η οποία εμπλέκει τη λογική και τη διαλεκτική, και ακολούθως, αφού μετέλθει, όσα πρέπει να λέγονται, αναλύει διεξοδικά τον τρόπο που θα πρέπει να λέγονται, για να προχωρήσει στην ανάλυση της δομής του λόγου και στις επιμέρους εκφάνσεις του, στην εκφορά του, και σε όλες τις λεπτομέρειες που εξασφαλίζουν την καλλιέπεια του λόγου, την γραμματική ορθότητα, την ποιητική των λέξεων, τη χρήση της αλληγορίας, των εικόνων κ.τ.λ. Είναι σχεδόν απίστευτη η αξία που αποδίδεται στην ανάπτυξη της επιστήμης που διεγείρει την ακοή, σε απόλυτη αντίθεση με την σημερινή έλλειψη ευαισθησίας απέναντι σε αυτά τα θέματα, την οποία δικαιολογούμε με την απουσία ενδιαφέροντος του περιεχομένου τους, ενώ θα ήταν δυνατόν να του προσδώσουμε μια τελείως διαφορετική μορφή. Αλλά το πιο εντυπωσιακό αυτής της Ρητορικής είναι το 2ο Βιβλίο, στο οποίο το μεγαλύτερο μέρος συνιστά μια ψυχολογική αποτύπωση, μια αξιολόγηση της ευαισθησίας και της αποφασιστικότητας του κάθε ακροατή, τόσο στην Εκκλησία του Δήμου όσο και στα δικαστήρια, μια πραγματική ανάλυση της παθολογίας του δημότη, του οποίου ο συγγραφέας καταγράφει τις εκδηλώσεις οργής, οίκτου και φόβου, καθώς και τα εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα. Ερευνά για παράδειγμα τους λόγους που προκαλούν στους νέους εκδηλώσεις οργής, το αντικείμενο και τις αιτίες της, και αναλύει ταυτόχρονα λεπτομερώς το περιεχόμενο του θυμού, διότι ο ρήτορας οφείλει να είναι σε θέσει να προκαλεί και να χειρίζεται αυτόν τον θυμό, και παράλληλα να μπορεί να κατευνάζει τα πνεύματα. Μαθαίνουμε για παράδειγμα ότι για να προκαλέσει κανείς τον τρόμο ή τον οίκτο του ακροατηρίου θα πρέπει να αναφέρεται μόνο σε γεγονότα ή καταστάσεις που αγγίζουν αυτόν τον ίδιο ή τους οικείους του. Αναλύεται και αιτιολογείται επίσης η σημασία της χρήσης χειρονομιών, της επιλογής του τόνου της φωνής, της ένδυσης και του ύφους της δημηγορίας ενώπιον του δικαστηρίου, ως μέσα ψυχολογικής επίδρασης επί του ακροατηρίου. Αναλύονται λεπτομερώς τα συναισθήματα των νέων, των ηλικιωμένων, των ώριμων ανθρώπων, των ευγενών, των πλουσίων και ισχυρών, όλων δηλαδή των ανθρώπων που απαρτίζουν αυτό το ακροατήριο. Στο σημείο αυτό είναι θεμιτό να αναρωτηθούμε πώς θα αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοι σύμβουλοι και δικαστές μας, μια εισαγωγή στην πολιτική και δικανική πρακτική που θα περιελάμβανε παρόμοιες υποδείξεις· είναι προφανές ότι ολόκληρη αυτή η μελέτη δεν ήταν κωδικοποιημένα, και επομένως οποιοσδήποτε δικαστής είχε πρόσβαση στις μεθόδους με τις οποίες μπορούσε να επιδιωχθεί ο προσεταιρισμός του.
(συνεχίζεται)
ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΘΕΙ, ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ, ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. ΕΝΑΣ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ. ΣΗΜΕΡΑ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΛΛΑ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙ ΑΚΟΜΗ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου