ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 16 Ιανουαρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IΙΙ. Η Ε Υ Φ Ρ Α Δ Ε Ι Α - 3
Ταυτόχρονα με το δημόσιο λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια, αναπτύσσεται και ένα τρίτο είδος, ο αποκαλούμενο επιδεικτικός λόγος. Η ονομασία του προέρχεται από τον όρο επίδειξις, με την έννοια της προβολής μιας γνώσης, χωρίς αναγκαίο και συγκεκριμένο περιεχόμενο, ικανής να διεξέρχεται οποιοδήποτε ζήτημα. Το επιδεικτικό είδος επεκτάθηκε σε πολλούς τομείς και γι αυτό καλό θα ήταν να διακρίνουμε τις επιμέρους χρήσεις του. Αρχικά χρησίμεψε στους σοφιστές ως φυσική εισαγωγή στο πρακτικό επίπεδο· ενίοτε, όπως στο Μυίας εγκώμιον του Λουκιανού, αντικείμενο του επιδεικτικού λόγου ήταν ένα ανώδυνο θέμα, ξένο προς τον πολιτικό, ή τον δικανικό λόγο, ως μορφή εξάσκησης στην παρουσίαση γεγονότων (ένα είδος άσκησης επιπέδου σχολικής έκθεσης)· αλλά συχνά επρόκειτο επίσης για ένα ευγενές υποκατάστατο, ένα περιεχόμενο της ευρύτερη γνώσης των σοφιστών, με εντυπωσιακά ωραιοποιημένη μορφή· συνήθως όμως η επίδειξις συνδεόταν με τον δικανικό λόγο, προσφέροντας στους εκπαιδευόμενους ρήτορες πρότυπα επινοημένων υποθέσεων. Οι δώδεκα λόγοι-πρότυπα του Αντιφώντος, στους οποίους έχουμε αναφερθεί, αποτελούν σαφή δείγματα του είδους: πρόκειται για διδακτικές δημηγορίες, οι οποίες κατατάσσονται σε τέσσερις τετραλογίες· κάθε τετραλογία απαρτίζεται από τέσσερις ομιλίες πάνω στο ίδιο θέμα· στο ίδιο είδος ανήκουν οι μεταγενέστερες Controversiae (Αντιλογίες), του Σενέκα του Πρεσβύτερου, και οι Declamationes (Επιδείξεις) του Κοϊντιλιανού. Ήδη όμως η απολογία του Παλαμήδη, έργο του Γοργία, συνιστά ένα έξοχο δείγμα του ελληνικού τρόπου υπεράσπισης ενώπιον των δικαστηρίων. Αποδεικνύεται εδώ, σε ολόκληρο το μεγαλείο της, το αδιανόητο της προδοσίας του, διότι θα ήταν αδύνατη, άχρηστη και παράλογη, χωρίς τη μεσολάβηση μιας συμπαιγνίας, κ.τ.λ., ακολουθεί η περιγραφή της μέχρι τότε βιωτής του και των υπηρεσιών που προσέφερε στην πατρίδα, καθώς και η επίκληση της αξιοπρέπειας των Ελλήνων ηρώων που φέρονται ως δικαστές του, και προτείνει να παραμείνει υπό κράτηση έως ότου αποκαλυφθεί η αλήθεια. Καταλήγοντας απαλλάσσει τους επικριτές του από έναν συμβιβασμό, ο οποίος «θα ήταν ίδιον αναρμόδιων δικαστών»· αλλά τους βέλτιστους των Ελλήνων, συμπληρώνει με ένα πομπώδες ύφος, δεν αρμόζει να τους προσβάλει κανείς ισχυριζόμενος ότι δεν έδωσαν την πρέπουσα προσοχή και δεν αξιολόγησαν ορθώς όλα όσα έχουν λεχθεί.
Αλλά σε γενικές γραμμές η επίδειξις υπηρέτησε μια τελετουργική παρουσίαση θεμάτων ελεύθερης επιλογής, χωρίς κάποια πρακτική χρησιμότητα. Αρκετοί μεταξύ των συγχρόνων μελετητών, μέμφθηκαν γι αυτή την εξέλιξη τους σοφιστές αδυνατώντας να κατανοήσουν την ανέξοδη κατανάλωση πνευματικής και αισθητικής ενέργειας, η οποία όμως συμβαίνει να είναι προσφιλής στους Έλληνες, ενώ κανείς δεν ενοχλείται όταν η ευφράδεια έχει συγκεκριμένο όφελος, όπως η πολιτική αγόρευση, ή καθίσταται επάγγελμα, όπως η αγόρευση ενώπιον του δικαστηρίου. Ήδη στην εποχή του Γοργία σχολιαζόταν ειρωνικά το γεγονός, ότι ενώ ήταν υπέρμαχος της ειρήνης μεταξύ των ελλήνων πολιτών, δεν ήταν σε θέση να αποκαταστήσει την ειρήνη ανάμεσα στον αγαπημένο του νεαρό δούλο και τη σύζυγό του η οποία τον φθονούσε· όσο ανέξοδο όμως και αν ήταν το εκτιθέμενο θέμα του επιδεικτικού λόγου, το ελληνικό πνεύμα αναζητούσε πάντοτε ένα καλαίσθητο ύφος αφήγησης.
Έτσι συναντάμε αρχικά τον κατ’ εξοχήν δημόσιο λόγο, και μάλιστα τον πανηγυρικό, που εκφωνείται με αφορμή εορταστικές εκδηλώσεις, και σ’ αυτό το είδος επίσης οι σοφιστές διαπρέπουν. Αναφέρεται σχετικά ο Πυθικός λόγος βωμού του Γοργία στους Δελφούς, και ο αντίστοιχος στην Ολυμπία, οι οποίοι εμφορούνται από πατριωτισμό ανάλογο με αυτούς τους Αριστοτέλη. Στην Ολυμπία η ομιλία του αφορά «σε υψίστης σημασία πολιτικές υποθέσεις», και μάλιστα συμβουλεύει τους διχασμένους Έλληνες να ζήσουν αρμονικά, να στραφούν εναντίον των Βαρβάρων, και να συλλέξουν στεφάνους δόξης επιτιθέμενοι όχι εναντίον ελληνικών πόλεων, αλλά εναντίον βαρβαρικών κρατών. Στην Αθήνα, ο Επιτάφιος λόγος του αφορούσε τους στρατιώτες που είχαν θυσιάσει τη ζωή τους στον πόλεμο και κηδεύονταν δημοσία δαπάνη· και εδώ διατήρησε το ίδιο ύφος με τους ολυμπιακούς λόγους του, δεδομένου ότι παρακινούσε του Αθηναίος να εκστρατεύσουν εναντίον των Μήδων και των Περσών, χωρίς όμως να αναφέρεται πλέον στην ανάγκη συμφωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες, «δεδομένου ότι απευθυνόταν στους Αθηναίους οι οποίοι είχαν ηγεμονικές τάσεις, τις οποίες μόνο μια επιθετική πολιτική θα μπορούσε να ικανοποιήσει». Επειδή όμως δε ήταν Αθηναίος πολίτης, οι λόγοι του είχαν απλώς ένα μάλλον ιδιωτικό επιδεικτικό ύφος. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γοητευτικό Ελένης Εγκώμιον, στο οποίο χάρη σε μια δόλια επινόηση, το έπαθλο της ηρωίδας μετατρέπεται σε έπαθλο της ευφράδειας. Ο ρήτορας θεωρεί την απαγωγή της Ελένης προϊόν βίας, πειθούς, ή έρωτος, γεγονός που την καθιστά θύμα, αλλά στη συνέχεια δύο από τα τρία κίνητρα απαλείφονται· οι λεπτομερείς επεξηγήσεις που προστίθενται αναφέρονται σε έναν τυραννικό αφέντη, ο οποίος παρόλη τη μηδαμινή και μηδαμινή φυσική παρουσία του, είναι ικανός για θεόπνευστά έργα, κατορθώνει να εξαλείψει το φόβο και τη θλίψη, και να τις μετατρέψει σε χαρά και συμπάθεια, και εξασκώντας ανυπέρβλητη γοητεία, η οποία σε συνδυασμό με τις επιθυμίες της ψυχής, οδηγούν το θύμα του σε υποταγή, το πείθουν και το μεταμορφώνουν, διότι μια ψυχή υποταγμένη στην πειθώ αναγκάζεται να πιστέψει σε όλα όσα λέγονται, και να εκθειάσει όσα προκύπτουν. Πράγματι η πειθώ που συνδέεται με το λόγο μεταμορφώνει επίσης τις ψυχές, όπως αποδεικνύουν οι ισχυρισμοί των μετεωρολόγων, οι οποίοι εκριζώνουν απόψεις και φυτεύοντας νέες στη θέση τους καθιστούν οφθαλμοφανή τα απίστευτα και μη προφανή, όπως αποδεικνύουν επίσης οι πολιτικές και δικαστικές αντιπαραθέσεις, όταν ένα αριστοτεχνικό κείμενο, αλλά ψευδές, τέρπει και πείθει ένα τεράστιο πλήθος, όπως αποδεικνύει η διαλογική αντιπαράθεση των φιλοσόφων, που καθιστά εμφανή την επίδραση του λόγου επί των απόψεων. Ο λόγος επιδρά στην ψυχή ακριβώς όπως τα φάρμακα και το δηλητήριο στο σώμα, κ.τ.λ. Το συμπέρασμα είναι ότι ο λόγος αποκτά αίφνης τη δυνατότητα να παρακινεί, τόσο προς το αγαθό όσο και προς το κακό, επικαλούμενος τα βαθύτερα των συναισθημάτων.
Ο σύγχρονος του Γοργία Πρόδικος, εκφώνησε τον φημισμένο λόγο του τού Ηρακλή στο σταυροδρόμι μεταξύ αρετής και κακίας, και μάλιστα έναντι αμοιβής. Οι πανηγυρικοί συνοδεύονταν συνήθως από επιταφίους λόγους· το 352 π. Χ., ο μέγας διαγωνισμός Επιταφίων λόγων προς τιμήν του Μαύσωλου, στον οποίο η Αρτεμισία πρόσθεσε ένα παράλληλο διαγωνισμό τραγωδιών, αποτελούσε ακόμη ένα σημαντικό γεγονός ανάδειξης της επιδεικτικής γνώσης της εποχής· ο ιστορικός Θεόπομπος και ο τραγικός ποιητής Θεόδεκτος έλαβαν μέρος. Η δημόσια εκφώνηση καθαυτό επιδεικτικών ή απλώς επίκαιρων λόγων δεν εξέλειπε ποτέ εντελώς· οι λάτρεις της ρητορικής εξακολούθησαν να τον καλλιεργούν, διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή, η κατά την Ρωμαϊκή εποχή εκφώνηση δημόσιων λόγων από σοφιστές όπως ο Φιλόστρατος, και ο Ευνάπιος, οι οποίοι υπήρξαν κατ’ εξοχήν επιδεικτικοί ρήτορες, και γνήσιοι απόγονοι ενός Χρυσοστόμου Δίωνος και ενός Αριστείδη. Η χρήση του επιδεικτικού λόγου κρίθηκε απαραίτητη έστω και προς δοξασμό ή διαφήμιση του ρητορικού επαγγέλματος, δεδομένου ότι ο διδάσκαλος της ρητορικής (ο οποίος ενίοτε παρίστανε τον φιλόσοφο μιας κάποιας σχολής) όφειλε από καιρού εις καιρόν να εκφωνεί και κάποιο δημόσιο λόγο. Ήταν όμως ήδη γνωστό από τον 4ο αιώνα, ότι ο επιδεικτικός λόγος, αν ευκαιριακά θεωρήθηκε σημαντικός και πολύτιμος, δεν αποτελούσε παρά ένα λογοτεχνικό προϊόν προοριζόμενο για ανάγνωση. Τα φυλλάδια πολιτικού περιεχομένου έπαιξαν επίσης αυτό το ρόλο, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν και γραπτές ομιλίες άλλης μορφής οι οποίες επίσης εκφωνούνταν. Είναι προφανές ότι αυτοί οι λόγοι προορίζονταν για τους μαθητές της ρητορικής τέχνης, και οι περισσότεροι από αυτούς εκφωνούνταν σε μικρές ομάδες, γεγονός που μας επέτρεψε να γνωρίσουμε την καλαισθησία του ύφους τους.
Εδώ ανήκει και ο απολεσθείσα ομιλία του σοφιστή Αντιφώντος, τον οποίο δεν πρέπει συγχέουμε με τον ομώνυμο πολιτικό, Περί της Ειρήνης, που πραγματεύεται το ίδιο θέμα με τον Ολυμπιακό Λόγο του Γοργία, ο οποίος λέγεται ότι ήταν εξαιρετικά επιτηδευμένος, καθώς και ο Ολυμπιακός Λόγος του Λυσία, τον οποίο, παρόλα όσα λέγονται, δεν εκφώνησε ποτέ στην Ολυμπία, και τέλος ο Επιτάφιός του για τους Αθηναίους πεσόντες στον πόλεμο εναντίον της Κορίνθου, ο οποίος ενδέχεται να είναι αυθεντικός, παρότι έχει διαφορετικό ύφος από τους υπόλοιπους λόγους του Λυσία. Αν και αναφέρεται σε συγκεκριμένα γεγονότα, είναι ελάχιστα πιθανό να εκφωνήθηκε δημόσια, αντιπροσωπεύει όμως χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του είδους, δεδομένου ότι απαριθμεί με χρονολογική σειρά τα κατορθώματα των Αθηναίων, από την εποχή του πολέμου των Αμαζόνων, την πανωλεθρία των Επτά εναντίον των Θηβών, την υποδοχή που επιφυλάχτηκε στους Ηρακλείδες κ.τ.λ., ακολούθως δε τους Μηδικούς Πολέμους, και τέλος εν συντομία, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, σε πλήρη αντίθεση με τους λόγους του Θουκυδίδη, αξιοποιώντας δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που προσφέρονται στη δημαγωγία. Ο επιδεικτικός λόγος κατέληξε αργότερα να αποτελεί ένα κείμενο για αρχαρίους εκπαιδευόμενος ρήτορες. Ένα παρόμοιο είδος λόγου συνιστά κατά κάποιο τρόπο και η Απολογία του Σωκράτη. Αν το έργο του Πλάτωνα περιλαμβάνει την αυθεντική και αληθινή απολογία, τουλάχιστον σε ότι αφορά το περιεχόμενό της, το έργο του Θεόδεκτου από τη Φασηλίδα, νεώτερου κατά μία δεκαετία, συνιστά απλώς μια σχολική εργασία, όπως και τα αντίστοιχα έργα του Λυσία, που υπήρξε σύγχρονός του, με τη διαφορά ότι αυτός ο τελευταίος στοχεύει τους συγκεκριμένους δικαστές, τους οποίους ενδεχομένως να γνώριζε προσωπικά.
(συνεχίζεται)
Αλλά σε γενικές γραμμές η επίδειξις υπηρέτησε μια τελετουργική παρουσίαση θεμάτων ελεύθερης επιλογής, χωρίς κάποια πρακτική χρησιμότητα. Αρκετοί μεταξύ των συγχρόνων μελετητών, μέμφθηκαν γι αυτή την εξέλιξη τους σοφιστές αδυνατώντας να κατανοήσουν την ανέξοδη κατανάλωση πνευματικής και αισθητικής ενέργειας, η οποία όμως συμβαίνει να είναι προσφιλής στους Έλληνες, ενώ κανείς δεν ενοχλείται όταν η ευφράδεια έχει συγκεκριμένο όφελος, όπως η πολιτική αγόρευση, ή καθίσταται επάγγελμα, όπως η αγόρευση ενώπιον του δικαστηρίου. Ήδη στην εποχή του Γοργία σχολιαζόταν ειρωνικά το γεγονός, ότι ενώ ήταν υπέρμαχος της ειρήνης μεταξύ των ελλήνων πολιτών, δεν ήταν σε θέση να αποκαταστήσει την ειρήνη ανάμεσα στον αγαπημένο του νεαρό δούλο και τη σύζυγό του η οποία τον φθονούσε· όσο ανέξοδο όμως και αν ήταν το εκτιθέμενο θέμα του επιδεικτικού λόγου, το ελληνικό πνεύμα αναζητούσε πάντοτε ένα καλαίσθητο ύφος αφήγησης.
Έτσι συναντάμε αρχικά τον κατ’ εξοχήν δημόσιο λόγο, και μάλιστα τον πανηγυρικό, που εκφωνείται με αφορμή εορταστικές εκδηλώσεις, και σ’ αυτό το είδος επίσης οι σοφιστές διαπρέπουν. Αναφέρεται σχετικά ο Πυθικός λόγος βωμού του Γοργία στους Δελφούς, και ο αντίστοιχος στην Ολυμπία, οι οποίοι εμφορούνται από πατριωτισμό ανάλογο με αυτούς τους Αριστοτέλη. Στην Ολυμπία η ομιλία του αφορά «σε υψίστης σημασία πολιτικές υποθέσεις», και μάλιστα συμβουλεύει τους διχασμένους Έλληνες να ζήσουν αρμονικά, να στραφούν εναντίον των Βαρβάρων, και να συλλέξουν στεφάνους δόξης επιτιθέμενοι όχι εναντίον ελληνικών πόλεων, αλλά εναντίον βαρβαρικών κρατών. Στην Αθήνα, ο Επιτάφιος λόγος του αφορούσε τους στρατιώτες που είχαν θυσιάσει τη ζωή τους στον πόλεμο και κηδεύονταν δημοσία δαπάνη· και εδώ διατήρησε το ίδιο ύφος με τους ολυμπιακούς λόγους του, δεδομένου ότι παρακινούσε του Αθηναίος να εκστρατεύσουν εναντίον των Μήδων και των Περσών, χωρίς όμως να αναφέρεται πλέον στην ανάγκη συμφωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες, «δεδομένου ότι απευθυνόταν στους Αθηναίους οι οποίοι είχαν ηγεμονικές τάσεις, τις οποίες μόνο μια επιθετική πολιτική θα μπορούσε να ικανοποιήσει». Επειδή όμως δε ήταν Αθηναίος πολίτης, οι λόγοι του είχαν απλώς ένα μάλλον ιδιωτικό επιδεικτικό ύφος. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γοητευτικό Ελένης Εγκώμιον, στο οποίο χάρη σε μια δόλια επινόηση, το έπαθλο της ηρωίδας μετατρέπεται σε έπαθλο της ευφράδειας. Ο ρήτορας θεωρεί την απαγωγή της Ελένης προϊόν βίας, πειθούς, ή έρωτος, γεγονός που την καθιστά θύμα, αλλά στη συνέχεια δύο από τα τρία κίνητρα απαλείφονται· οι λεπτομερείς επεξηγήσεις που προστίθενται αναφέρονται σε έναν τυραννικό αφέντη, ο οποίος παρόλη τη μηδαμινή και μηδαμινή φυσική παρουσία του, είναι ικανός για θεόπνευστά έργα, κατορθώνει να εξαλείψει το φόβο και τη θλίψη, και να τις μετατρέψει σε χαρά και συμπάθεια, και εξασκώντας ανυπέρβλητη γοητεία, η οποία σε συνδυασμό με τις επιθυμίες της ψυχής, οδηγούν το θύμα του σε υποταγή, το πείθουν και το μεταμορφώνουν, διότι μια ψυχή υποταγμένη στην πειθώ αναγκάζεται να πιστέψει σε όλα όσα λέγονται, και να εκθειάσει όσα προκύπτουν. Πράγματι η πειθώ που συνδέεται με το λόγο μεταμορφώνει επίσης τις ψυχές, όπως αποδεικνύουν οι ισχυρισμοί των μετεωρολόγων, οι οποίοι εκριζώνουν απόψεις και φυτεύοντας νέες στη θέση τους καθιστούν οφθαλμοφανή τα απίστευτα και μη προφανή, όπως αποδεικνύουν επίσης οι πολιτικές και δικαστικές αντιπαραθέσεις, όταν ένα αριστοτεχνικό κείμενο, αλλά ψευδές, τέρπει και πείθει ένα τεράστιο πλήθος, όπως αποδεικνύει η διαλογική αντιπαράθεση των φιλοσόφων, που καθιστά εμφανή την επίδραση του λόγου επί των απόψεων. Ο λόγος επιδρά στην ψυχή ακριβώς όπως τα φάρμακα και το δηλητήριο στο σώμα, κ.τ.λ. Το συμπέρασμα είναι ότι ο λόγος αποκτά αίφνης τη δυνατότητα να παρακινεί, τόσο προς το αγαθό όσο και προς το κακό, επικαλούμενος τα βαθύτερα των συναισθημάτων.
Ο σύγχρονος του Γοργία Πρόδικος, εκφώνησε τον φημισμένο λόγο του τού Ηρακλή στο σταυροδρόμι μεταξύ αρετής και κακίας, και μάλιστα έναντι αμοιβής. Οι πανηγυρικοί συνοδεύονταν συνήθως από επιταφίους λόγους· το 352 π. Χ., ο μέγας διαγωνισμός Επιταφίων λόγων προς τιμήν του Μαύσωλου, στον οποίο η Αρτεμισία πρόσθεσε ένα παράλληλο διαγωνισμό τραγωδιών, αποτελούσε ακόμη ένα σημαντικό γεγονός ανάδειξης της επιδεικτικής γνώσης της εποχής· ο ιστορικός Θεόπομπος και ο τραγικός ποιητής Θεόδεκτος έλαβαν μέρος. Η δημόσια εκφώνηση καθαυτό επιδεικτικών ή απλώς επίκαιρων λόγων δεν εξέλειπε ποτέ εντελώς· οι λάτρεις της ρητορικής εξακολούθησαν να τον καλλιεργούν, διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή, η κατά την Ρωμαϊκή εποχή εκφώνηση δημόσιων λόγων από σοφιστές όπως ο Φιλόστρατος, και ο Ευνάπιος, οι οποίοι υπήρξαν κατ’ εξοχήν επιδεικτικοί ρήτορες, και γνήσιοι απόγονοι ενός Χρυσοστόμου Δίωνος και ενός Αριστείδη. Η χρήση του επιδεικτικού λόγου κρίθηκε απαραίτητη έστω και προς δοξασμό ή διαφήμιση του ρητορικού επαγγέλματος, δεδομένου ότι ο διδάσκαλος της ρητορικής (ο οποίος ενίοτε παρίστανε τον φιλόσοφο μιας κάποιας σχολής) όφειλε από καιρού εις καιρόν να εκφωνεί και κάποιο δημόσιο λόγο. Ήταν όμως ήδη γνωστό από τον 4ο αιώνα, ότι ο επιδεικτικός λόγος, αν ευκαιριακά θεωρήθηκε σημαντικός και πολύτιμος, δεν αποτελούσε παρά ένα λογοτεχνικό προϊόν προοριζόμενο για ανάγνωση. Τα φυλλάδια πολιτικού περιεχομένου έπαιξαν επίσης αυτό το ρόλο, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν και γραπτές ομιλίες άλλης μορφής οι οποίες επίσης εκφωνούνταν. Είναι προφανές ότι αυτοί οι λόγοι προορίζονταν για τους μαθητές της ρητορικής τέχνης, και οι περισσότεροι από αυτούς εκφωνούνταν σε μικρές ομάδες, γεγονός που μας επέτρεψε να γνωρίσουμε την καλαισθησία του ύφους τους.
Εδώ ανήκει και ο απολεσθείσα ομιλία του σοφιστή Αντιφώντος, τον οποίο δεν πρέπει συγχέουμε με τον ομώνυμο πολιτικό, Περί της Ειρήνης, που πραγματεύεται το ίδιο θέμα με τον Ολυμπιακό Λόγο του Γοργία, ο οποίος λέγεται ότι ήταν εξαιρετικά επιτηδευμένος, καθώς και ο Ολυμπιακός Λόγος του Λυσία, τον οποίο, παρόλα όσα λέγονται, δεν εκφώνησε ποτέ στην Ολυμπία, και τέλος ο Επιτάφιός του για τους Αθηναίους πεσόντες στον πόλεμο εναντίον της Κορίνθου, ο οποίος ενδέχεται να είναι αυθεντικός, παρότι έχει διαφορετικό ύφος από τους υπόλοιπους λόγους του Λυσία. Αν και αναφέρεται σε συγκεκριμένα γεγονότα, είναι ελάχιστα πιθανό να εκφωνήθηκε δημόσια, αντιπροσωπεύει όμως χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του είδους, δεδομένου ότι απαριθμεί με χρονολογική σειρά τα κατορθώματα των Αθηναίων, από την εποχή του πολέμου των Αμαζόνων, την πανωλεθρία των Επτά εναντίον των Θηβών, την υποδοχή που επιφυλάχτηκε στους Ηρακλείδες κ.τ.λ., ακολούθως δε τους Μηδικούς Πολέμους, και τέλος εν συντομία, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, σε πλήρη αντίθεση με τους λόγους του Θουκυδίδη, αξιοποιώντας δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που προσφέρονται στη δημαγωγία. Ο επιδεικτικός λόγος κατέληξε αργότερα να αποτελεί ένα κείμενο για αρχαρίους εκπαιδευόμενος ρήτορες. Ένα παρόμοιο είδος λόγου συνιστά κατά κάποιο τρόπο και η Απολογία του Σωκράτη. Αν το έργο του Πλάτωνα περιλαμβάνει την αυθεντική και αληθινή απολογία, τουλάχιστον σε ότι αφορά το περιεχόμενό της, το έργο του Θεόδεκτου από τη Φασηλίδα, νεώτερου κατά μία δεκαετία, συνιστά απλώς μια σχολική εργασία, όπως και τα αντίστοιχα έργα του Λυσία, που υπήρξε σύγχρονός του, με τη διαφορά ότι αυτός ο τελευταίος στοχεύει τους συγκεκριμένους δικαστές, τους οποίους ενδεχομένως να γνώριζε προσωπικά.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου